Στις 10 Φεβρουαρίου έκλεισαν ακριβώς 15 χρόνια (2007) από την ιστορική ομιλία του προέδρου της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν στο Μόναχο, στα πλαίσια της Διεθνούς Συνδιάσκεψης για την πολιτική ασφάλειας στον πλανήτη. Ο πρόεδρος Πούτιν στην ομιλία του εκείνη είχε περιγράψει κατά τον πλέον εύγλωττο τρόπο τόσο τη διεθνή κατάσταση που προέκυψε μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, τον «μονοπολικό» κόσμο υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, όσο και τους κινδύνους που ενέχει η διατήρηση αυτού του status quo στο εγγύς και απώτερο μέλλον.
Άσκησε, επιπλέον, δριμύτατη κριτική στους ηγέτες των ΗΠΑ και των μεγάλων κρατών της Δύσης, όπως και στην ηγεσία του ΝΑΤΟ, οι οποίοι παραβίασαν κάθε υπόσχεση που έδωσαν στους ηγέτες της ΕΣΣΔ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και της Ρωσίας Μπορίς Γέλτσιν περί «μη επέκτασης» της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας προς ανατολάς, αφού από το 1991 μέχρι και το 2004 η συντριπτική πλειονότητα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, που κάποτε ανήκε στη σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ, εντάχθηκε σταδιακά στο ΝΑΤΟ (κάποιες χώρες και στην Ε.Ε.), μεταφέροντας φυσικά και τις στρατιωτικές υποδομές του (βάσεις, προσωπικό, εξοπλισμούς) πολύ πιο κοντά στο «μαλακό υπογάστριο» της Ρωσίας.
Θεωρητικά η μετατόπιση του «κέντρου βάρους» του ΝΑΤΟ προς ανατολάς ήταν μια άχρηστη ενέργεια, μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση στις πρώην χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και τη διάλυση της ΕΣΣΔ, αφού καμία από αυτές τις χώρες, ούτε ειδικότερα η Ρωσία (νομική διάδοχος της παλιάς ΕΣΣΔ) δεν συνιστούσε «απειλή» για τη «συλλογική Δύση· θεωρητικά και πάλι, όλοι πλέον ήταν «από την ίδια όχθη του ποταμού»…
Αποδείχθηκε στην πράξη ότι μόνο έτσι δεν ήταν· η Δύση εξακολουθούσε να διαβλέπει τον κίνδυνο να επανέλθει η Ρωσία σε «πρώτους ρόλους» στα διεθνή πράγματα, διαμέσου της οικονομικής, αλλά και της στρατιωτικής της ανάπτυξης. Οι ηγέτες της Δύσης διέβλεψαν (ορθά, από τη δική τους οπτική γωνία) ότι ένας ηγέτης τόσο «βολικός» για την ίδια, όσο ο Μπορίς Γέλτσιν, ήταν αδύνατο να κρατηθεί για πολύ στην εξουσία, για διάφορους και ετερόκλητους, εν πολλοίς, λόγους.
Για αυτό αρχικά βιάστηκαν να φέρουν τη Ρωσία μετά το 1991 στη χειρότερη δυνατή θέση που μπορούσε εκείνη να βρεθεί, φορτώνοντάς την με τα «δώρα» του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού: ιδιωτικοποίηση (βλ. ξεπούλημα) σχεδόν των πάντων, δάνεια από το ΔΝΤ για την προώθηση «δομικών μεταρρυθμίσεων» (βλ. απορρυθμίσεων) στη ρωσική οικονομία, άνοιγμα εκατοντάδων ΜΚΟ με κύριο έργο την πλύση εγκεφάλου του τοπικού πληθυσμού και τη μύησή του στις λεγόμενες «αξίες του δυτικού πολιτισμού», αποδυνάμωση των ενόπλων δυνάμεων αλλά και της εγχώριας στρατιωτικής βιομηχανίας, είναι μερικές μόνο πτυχές της δράσης της «συλλογικής Δύσης» κατά τη δεκαετία των «ζόρικων ‘90ς», όπως έχει περάσει η εποχή αυτή στο συλλογικό υποσυνείδητο των Ρώσων πολιτών.
Η άνοδος στην εξουσία του Βλαντίμιρ Πούτιν σήμανε ακριβώς αυτή την «αλλαγή πλεύσης» της Ρωσίας και τη σταδιακή επαναφορά της στην πρότερη κατάσταση του κράτους-υπερδύναμης. Ακόμη και χωρίς να έχει καταφέρει μέχρι το 2007 (και σε συγκεκριμένους τομείς μέχρι και σήμερα) να επανέλθει στα επίπεδα της παλιάς ΕΣΣΔ , η Ρωσία πέτυχε σε αυτά τα χρόνια να ξαναμπεί στον χάρτη της υφηλίου ως μια χώρα κρίσιμη για τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και σταθερότητας. Μόνο που αυτή η ειρήνη και σταθερότητα ήταν αδύνατο να διατηρηθεί υπό το καθεστώς του «μονοπολικού» κόσμου που είχαν επιβάλει από το 1991 και μετά οι ΗΠΑ με τους συμμάχους τους. Η ομιλία στο Μόναχο αποτέλεσε, εκτός των άλλων και μια «διακήρυξη προθέσεων» από την πλευρά της Ρωσίας: όχι μόνο για το πώς βλέπει τις εξελίξεις στον κόσμο, αλλά και για το πώς αντιλαμβάνεται τη δική της θέση μέσα στο παγκόσμιο σύστημα.
Σε προηγούμενα άρθρα, τόσο στο Κοσμοδρόμιο, όσο και σε άλλα μέσα παλιότερα, ο γράφων έχει αναφερθεί με λεπτομέρειες στα γεγονότα που ακολούθησαν την ομιλία Πούτιν στο Μόναχο, από το 2007 μέχρι σήμερα. Μεταφερόμενοι απευθείας στη σημερινή εποχή και κατάσταση, θα δούμε ότι οι σχέσεις της Ρωσίας με τη «συλλογική Δύση» έχουν οδηγηθεί σε τεντωμένο σχοινί, ακριβώς επειδή η Δύση ουδέποτε αποδέχθηκε το νέο ρόλο της Ρωσίας στα διεθνή πράγματα και αρνείται να εκχωρήσει σε αυτήν οτιδήποτε κατέκτησε (με την κυριολεκτική έννοια του όρου) κατά τα τελευταία τριάντα και πλέον χρόνια. Αντίθετα, η επιδίωξη της Δύσης είναι το περαιτέρω σφίξιμο του κλοιού γύρω από τη Ρωσία και ο περιορισμός της και πάλι σε επίπεδο μιας μεσαίας περιφερειακής δύναμης, χωρίς ουσιαστικό και αποφασιστικό ρόλο στα διεθνή πράγματα. Μόνο που αυτό είναι πλέον αδύνατο να επιτευχθεί με συμβατικά μέσα ή με δουλειά βά0ους, όπως αυτή που έκαναν οι πολυάριθμες δυτικές ΜΚΟ που δραστηριοποιούνταν στην επικράτεια της Ρωσίας από τη δεκαετία του ‘90 και μετά (και οι περισσότερες έχουν πλέον κλείσει, δια χειρός των ρωσικών αρχών, ή έχουν χαρακτηριστεί ως «ξένοι πράκτορες» και βρίσκονται υπό διαρκή παρακολούθηση).
Η βιασύνη της Δύσης «να τελειώνει μια και καλή» με τη Ρωσία την οδηγεί σε ενέργειες που ακόμη και την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη ΕΣΣΔ θα θεωρείτο ότι «υπερβαίνουν τα εσκαμμένα». Το πιο πρόσφατο χρονικά project ονομάζεται «στρατιωτική (δήθεν) εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία» και αποτελεί, επί της ουσίας, τμήμα ενός γενικότερου σχεδιασμού της Δύσης για σχεδόν ταυτόχρονη δημιουργία κλίματος αποσταθεροποίησης σε σειρά από χώρες που προήλθαν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, με στόχο την πολυδιάσπαση της προσοχής της Ρωσίας σε πολλά μέτωπα και την εξάντληση, κατά το δυνατόν, όλων των αποθεμάτων αντίδρασης μπορεί εκείνη να εκδηλώσει (δες και πρόσφατα γεγονότα στο Καζακστάν, λίγο παλιότερα στη Λευκορωσία, στον πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ, στη Μολδαβία κ.ο.κ).
Ο επικοινωνιακός ορυμαγδός που έχει στηθεί γύρω από τη δήθεν σχεδιαζόμενη από τη Ρωσία στρατιωτική επίθεση και εισβολή στην Ουκρανία έχει φτάσει πλέον σε δυσθεώρητα μεγέθη. Με «συμμάχους» τις νέες τεχνολογίες και τη γρήγορη διάδοση των πληροφοριών μέσω του ίντερνετ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τους τελευταίους μήνες διακινείται στον παγκόσμιο ιστό απίστευτος αριθμός απολύτως στοχευμένων προπαγανδιστικών άρθρων, «ρεπορτάζ», δηλώσεων κοκ, που δημιουργούν στο εύπιστο τμήμα του παγκόσμιου ακροατηρίου την εντύπωση ότι η Ρωσία, εάν ακόμη δεν έχει εισβάλει, είναι θέμα χρόνου να εισβάλει στην Ουκρανία· το γιατί, το πώς, το με ποιον στόχο δεν εξηγείται ποτέ επαρκώς. Η μόνη αιτιολογία που διαπερνά, επί της ουσίας, όλα τα ανάλογα δημοσιεύματα, είναι ότι η Ρωσία είναι sui generis ο «κακός» της υπόθεσης· ακόμη ακριβέστερα, η «Αυτοκρατορία του Κακού» παγκοσμίως.
Τι κι αν η Ρωσία διαλαλεί σε όλους τους τόνους, ότι δεν έχει απολύτως καμία διάθεση να επιτεθεί στην Ουκρανία και ότι ενδιαφέρεται μόνο για την ειρήνευση στην πολύπαθη περιοχή του Ντονμπάς και την εφαρμογή των Συμφωνιών του Μινσκ, όπως και για την υπεράσπιση της ασφάλειας και της σωματικής ακεραιότητας των περίπου 1,1 εκατομμυρίου Ρώσων πολιτών που διαμένουν στην περιοχή. Κάθε ενέργεια της Ρωσίας, ακόμη και οι στρατιωτικές ασκήσεις που διεξάγει σε απόσταση εκατοντάδων χιλιομέτρων από τα σύνορα της χώρας με την Ουκρανία, εκλαμβάνονται ως δήθεν σημάδια «επιθετικότητας», την ίδια ώρα που το «χαϊδεμένο παιδί» της Δύσης, η σημερινή (νεοναζιστική, να μην ξεχνιόμαστε) Ουκρανία ευθύνεται για τη σφαγή 15 χιλιάδων ανθρώπων στο Ντονμπάς (μεταξύ των οποίων μεγάλος αριθμός αμάχων κατοίκων της περιοχής) και στην επανειλημμένη καταστροφή των ειρηνικών (μη στρατιωτικών) υποδομών της περιοχής, από σχολεία και νοσοκομεία, μέχρι σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, σταθμούς ύδρευσης κοκ.
Ο «διπλωματικός πυρετός» που εξελίσσεται εδώ και μερικές εβδομάδες, με συνεχόμενες συναντήσεις τόσο Ρώσων αξιωματούχων με ομολόγους τους της Δύσης, όσο και των τελευταίων μεταξύ τους και με τη σημερινή ηγεσία του Κιέβου, επί της ουσίας έχει χρησιμεύσει μέχρι τώρα απλώς για την καταγραφή των διαφωνιών ανάμεσα στις εμπλεκόμενες πλευρές και τον διαφορετικό τρόπο που οι δύο πλευρές αντιλαμβάνονται ακόμη και πράγματα που έχουν αντικειμενική μορφή, όπως πχ τις Συμφωνίες του Μινσκ.
Το μοτίβο είναι, λίγο ως πολύ, γνωστό: η Ρωσία επιμένει στην κατά γράμμα τήρηση των Συμφωνιών από την Ουκρανία ως αντιμαχόμενη πλευρά, ενώ η Ουκρανία, με την ανοχή της Δύσης, επιμένει να μην τηρεί ούτε κατ’ ελάχιστο τις Συμφωνίες και προσπαθεί είτε ν’ αλλάξει το περιεχόμενό τους (κάτι που είναι αδύνατο, από τη στιγμή που οι Συμφωνίες αυτές έχουν πάρει και την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ), είτε να μετατρέψει τη Ρωσία σε «αντιμαχόμενη πλευρά», εμπλέκοντάς την σε στρατιωτικές ενέργειες στην περιοχή. Τα πολιτικά πρόσωπα των χωρών της Δύσης που έχουν επισκεφθεί τις τελευταίες εβδομάδες τη Μόσχα, από την διαβόητη κυρία Βικτόρια Νούλαντ και τη νέα Γερμανίδα Υπ.Εξ. Αναλένα Μπέρμποκ μέχρι τον πρόεδρο της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν και την Υπ.Εξ. της Βρετανίας Λιζ Τρας, έχουν επαναλάβει στον ένα ή στον άλλο βαθμό το ίδιο «τροπάριο», ότι η Ρωσία πρέπει να αποσύρει τις δυνάμεις της από την Ουκρανία (;) και να διακόψει την «επιθετική» της στάση εναντίον της, για να λάβουν σε κάθε περίπτωση την απάντηση, ότι η Ρωσία δεν έχει επιθετικές βλέψεις εναντίον κανενός, αλλά δεν είναι διατεθειμένη να κάνει καμία έκπτωση ως προς την υπεράσπιση των εθνικών της συμφερόντων, θέτοντας συγκεκριμένες «κόκκινες γραμμές» και αναμένοντας από το ΝΑΤΟ και τη «συλλογική Δύση» εν γένει συγκεκριμένες γραπτές και νομικά ισχυρές απαντήσεις στα ερωτήματα που έχει θέσει. Και ότι όσο η «συλλογική Δύση» είτε αποφεύγει να απαντήσει επί της ουσίας, είτε επιχειρεί φραστικούς «λεονταρισμούς» εναντίον της Ρωσίας, η τελευταία θα θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα να πράξει κατά το δοκούν όλα αυτά που θα θεωρεί ότι θωρακίζουν την εθνική της ασφάλεια και την ακεραιότητα των συνόρων της…
Ο διάλογος Ρωσίας και Δύσης εδώ και καιρό μοιάζει με αυτό που πολύ εύστοχα παρατήρησε ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ κατά τη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου με τη Βρετανίδα ομόλογό του Λιζ Τρας χθες Πέμπτη: με διάλογο μουγκών με κουφούς. Χωρίς κανένα σημείο επαφής, χωρίς καμία διάθεση από την πλευρά της Δύσης για εποικοδομητικές σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης και με αποκλειστικό, όπως φαίνεται, στόχο την τελική αποδυνάμωση της Ρωσίας ως διεθνούς γεωπολιτικού παράγοντα. Οι εξελίξεις αυτές, ασφαλώς, μόνο ως ευοίωνες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Και η απόφαση του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών να αποσύρει μέρος της διπλωματικής αντιπροσωπείας της χώρας από την πρεσβεία της στο Κίεβο, ίσως είναι προάγγελος εξελίξεων καθ’ όλα δυσάρεστων, εάν η κατάσταση εξωθηθεί σε οποιασδήποτε έκτασης και έντασης στρατιωτική σύγκρουση στην περιοχή. Και επειδή, όπως ο γράφων έχει εξηγήσει και παλιότερα, η χώρα μας έχει τις δικές της εμπλοκές στην υπόθεση (μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά και ύπαρξη πολυάριθμης ελληνικής μειονότητας στην περιοχή που κινδυνεύει με πόλεμο), τίποτε από όσα συμβαίνουν στην ευρύτερη «γειτονιά» μας δεν μπορεί, πλέον, να μας αφήνει αδιάφορους.
Για να μη δούμε, ξαφνικά, τη χώρα μας να εμπλέκεται σε υποθέσεις ανάλογες με αυτές του 1919 και την αποστολή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Κριμαία (υπό τη διοίκηση, παρακαλώ, του μετέπειτα πρωθυπουργού Νικολάου Πλαστήρα) για να πολεμήσουν (τότε) εναντίον των… μπολσεβίκων, επειδή αυτό επιθυμούσαν οι καλοί μας «σύμμαχοι», Φευ, καλοί αναγνώστες…