Από τις 24 Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους βρίσκεται σε εξέλιξη η ειδική στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας στο έδαφος της Ουκρανίας και του Ντονμπάς. Είχε προηγηθεί στις 22 του ίδιου μήνα η αναγνώριση από την πλευρά της Ρωσίας των δύο κρατικών οντοτήτων του Ντονμπάς, της Λαϊκής Δημοκρατίας (ΛΔ) του Ντονιέτσκ και της ΛΔ του Λουγκάνσκ, με ομόφωνο ψήφισμα της ρωσικής Κρατικής Δούμας (Βουλής), που ενέκρινε τις διμερείς συμφωνίες ανάμεσα στον Πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας Βλαντίμιρ Πούτιν και στους ηγέτες των δύο ΛΔ, Ντενίς Πουσίλιν (ΛΔ Ντονιέτσκ) και Λεονίντ Πάσετσνικ (ΛΔ Λουγκάνσκ).
Η στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας «βαφτίστηκε» από τη συλλογική Δύση ως «εισβολή» και ως τέτοια έχει γίνει αποδεκτή, δυστυχώς, από σημαντικό τμήμα πολιτικών δυνάμεων που, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, αυτοπροσδιορίζονται ως «αριστερές», «αντισυστημικές» κ.ο.κ. Θα αντιπαρέλθω την ουσία της «ενδοαριστερής» αντιπαράθεσης, η οποία έχει να κάνει εν πολλοίς με τις ιδεολογικές προσλαμβάνουσες των διαφόρων τμημάτων της Αριστεράς και την προσπάθεια ανάλυσης των σημερινών γεγονότων μόνο με τη χρήση ιδεολογικών εργαλείων, τα οποία εάν δεν υποστούν την ανάλογη επικαιροποίηση, πιθανόν να καταστούν ανεπαρκή για να δώσουν μια πειστική εξήγηση για τα όσα διαμείβονται σε πραγματικό χρόνο.
Ας σταθούμε, λοιπόν, σε μερικά πράγματα που αποτελούν αδιαμφισβήτητα γεγονότα και μετά να κάνουμε μια προσπάθεια συνοπτικής μεν, περιεκτικής δε ανάλυσής τους. Ήδη από την περίφημη ομιλία του Βλαντίμιρ Πούτιν στο Μόναχο στις 10 Φεβρουαρίου 2007, κατά τη διάρκεια της Διεθνούς Συνδιάσκεψης για θέματα Ασφάλειας που διοργανώνεται εκεί σε ετήσια βάση, είχαν επισημανθεί τα προβλήματα που δημιουργούσε το μονοπολικό μοντέλο που είχε επικρατήσει στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων στην ασφάλεια και την ομαλή διαβίωση των πολιτών όλου του κόσμου. Η «μονοκρατορία» των ΗΠΑ και των συμμάχων της σε αυτό που αποκαλούμε σχηματικά «συλλογική Δύση» μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και τη διάλυση κρατών όπως η ΕΣΣΔ και η Γιουγκοσλαβία, επέφερε ανισορροπία στα παγκόσμια πράγματα και οδήγησε στην ανάδυση εξτρεμιστικών τάσεων και αναβίωση αντιδραστικών πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων και κινημάτων, που απειλούσαν και απειλούν την παγκόσμια ειρήνη και την ασφάλεια των πολιτών (εθνικισμός, νεοναζισμός, θρησκευτικός φονταμενταλισμός κ.ο.κ.).
Η απάντηση σε αυτά τα φαινόμενα μπορεί να προέλθει μόνο μέσα από μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Ο πρόεδρος Πούτιν πριν από 15 χρόνια πρότεινε τη δική του εναλλακτική (δηλαδή αυτή που πρότεινε η Ρωσία ως κράτος): ένας νέος, πολυπολικός κόσμος, χωρίς την κυρίαρχη ηγεμονία ενός και μοναδικού κράτους, με αλληλοσεβασμό και αλληλοκατανόηση στα εθνικά συμφέροντα κάθε χώρας και με προώθηση της ειρηνικής επίλυσης όλων των διενέξεων σε διεθνές επίπεδο. Η απάντηση της ηγεμονεύουσας «συλλογικής Δύσης» ήταν, επιεικώς, κώφευση και σιγή ιχθύος. Ουδέποτε οι ΗΠΑ και διεθνικοί οργανισμοί που ενώνουν τις χώρες της Δύσης (ΝΑΤΟ, Ε.Ε.) έλαβαν στα σοβαρά τις επισημάνσεις της Ρωσίας (ή τις έλαβαν, αλλά έκαναν πως δεν καταλάβαιναν). Κανείς, άλλωστε, δεν εκχωρεί «τζάμπα» τα προνόμια που κατέκτησε στο παρελθόν είτε μέσω των όπλων, είτε μέσω της οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής διείσδυσης στο αντίπαλο στρατόπεδο (βλέπε: Ψυχρός Πόλεμος). Ωστόσο η στάση αυτή ήταν και είναι όχι απλώς αντιπαραγωγική, αλλά καθίσταται ολοένα και πιο επικίνδυνη για την παγκόσμια κοινότητα και τους πολίτες της.
Η πολιτική της «συλλογικής Δύσης» όχι απλώς συνέχισε να μη λαμβάνει υπόψη της τις αντιδράσεις στην ηγεμονία της, αλλά προσπάθησε και προσπαθεί να «εξανδραποδίσει» κάθε παγκόσμια φωνή που αντιτίθεται λόγω ή έργω στα σχέδιά της. Η εμβάθυνση του διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 (μετά την πρώτη φάση που ολοκληρώθηκε το 1992), η εισβολή στο Ιράκ το 2001-2003 και η αντίστοιχη εκστρατεία στη Λιβύη το 2011, που οδήγησαν στη φυσική εξόντωση των ηγετών τους και την σχεδόν ολοσχερή καταστροφή της οικονομίας και των υποδομών αυτών των χωρών, η εικοσαετής προσπάθεια «εκδημοκρατισμού» του Αφγανιστάν, που είχε ως τελικό αποτέλεσμα την επιστροφή στην εξουσία των αντιδραστικών και μισάνθρωπων Ταλιμπάν, αλλά και η (αποτυχημένη, ευτυχώς) απόπειρα ανατροπής της νόμιμης κυβέρνησης της Συρίας είναι τα πιο γνωστά, μόνο, «επεισόδια» από τις προσπάθειες της «συλλογικής Δύσης» να επιβάλει παντού στον κόσμο καθεστώτα υποτελή και υπάκουα στα δικά της κελεύσματα. Οι έννοιες της «δημοκρατίας», της «ελευθερίας» και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» χρησιμοποιούνται προσχηματικά και ως εργαλεία επιβολής του δυτικού καπιταλιστικού μοντέλου και τρόπου ζωής, στερημένες εντελώς από το ουσιαστικό τους περιεχόμενο.
Και εδώ ερχόμαστε στην υπόθεση «Ουκρανία». Τι εκπροσωπούσε η χώρα αυτή μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και τη δική της «ανεξαρτητοποίηση»; Από τις αρχές, κιόλας, της δεκαετίας του ‘90 η προσπάθεια της Δύσης ήταν να μετατρέψει την Ουκρανία σε «προκεχωρημένο φυλάκιο» κατά της Ρωσίας, παρά το γεγονός ότι κατά την περίοδο εκείνη η Ρωσία βρισκόταν σε πολιτική και οικονομική «καταστολή» σε διεθνές επίπεδο και με μια ηγεσία τόσο φιλοδυτική, που έφτανε σε σημείο να ρωτάει τις ΗΠΑ «ποια θα έπρεπε να ήταν τα εθνικά της συμφέροντα» (Αντρέι Κόζιριεφ, τότε υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, προς Χένρι Κίσινγκερ). Η «συλλογική Δύση», που διέβλεπε ότι στη Ρωσία αργά ή γρήγορα θα γινόταν αλλαγή ηγεσίας που θα άλλαζε άρδην και τη διεθνή τοποθέτηση της χώρας, φρόντισαν από νωρίς να «εργαστούν» με την περίπτωση της Ουκρανίας: αφενός στέλνοντας στη χώρα συνολικά 160.000 (!) ΜΚΟ με τα πιο διαφορετικά πεδία δράσης, αφετέρου ενισχύοντας οικονομικά και εκπαιδεύοντας (αυτοί, οι «ταγοί» της «δημοκρατίας» και της «ελευθερίας») νεοναζιστικές παραστρατιωτικές και παραπολιτικές οργανώσεις, που βασίζονταν στη νοσταλγία τμήματος του ουκρανικού πληθυσμού (κυρίως στα δυτικά της χώρας, στην περιοχή που αποκαλείται γεωγραφικά «Γαλικία») στους άμεσους συνεργάτες των Γερμανών ναζί Στεπάν Μπαντέρα και Ρομάν Σουχέβιτς, τον UPA (Ουκρανικό «Επαναστατικό» Στρατό), την UNSO (Ένωση Ουκρανών Εθνικιστών) και τα Waffen-SS.
Για να μη νομίζει, ωστόσο, κανείς ότι η δημιουργία μιας Ουκρανίας εν δυνάμει «Αντι-Ρωσίας» ήταν έργο αποκλειστικά των νεοναζιστικών οργανώσεων και των πατρώνων τους, ας δει, για παράδειγμα, το βιβλίο του πρώην (τότε εν ενεργεία) προέδρου της Ουκρανίας Λεονίντ Κούτσμα με τον εύγλωττο τίτλο «Η Ουκρανία δεν είναι Ρωσία» (2003). Να σημειωθεί εδώ, ότι το βιβλίο αυτό γράφτηκε στη ρωσική γλώσσα και πρωτοεκδόθηκε στη Ρωσία, ενώ μεταφράστηκε στα Ουκρανικά και τα Πολωνικά στη συνέχεια… Το βιβλίο αυτό αποτελεί ενός είδους ιδεολογικής «αποκρυστάλλωσης» του δόγματος «Ουκρανία = Αντι-Ρωσία» και μάλιστα με ψευδο-επιστημονική χροιά (ιστορικές αναφορές κ.ο.κ). Αυτό είναι δείγμα του ότι η δουλειά της «συλλογικής Δύσης» γινόταν συστηματικά και σε βάθος, προσπαθώντας μάλιστα να καταλάβει και να ηγεμονεύσει αν όχι σε όλο, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού και ιδεολογικού φάσματος της χώρας.
Ωστόσο, παρά τη συστηματική και μεθοδική δουλειά «πλύσης εγκεφάλου» που γινόταν και γίνεται τουλάχιστον τα τελευταία τριάντα και πλέον χρόνια στους πολίτες της Ουκρανίας, υπάρχει ένα πολυάριθμο και συμπαγές τμήμα του πληθυσμού που αρνείται πεισματικά να υποταχθεί σε αυτή τη λογική και διατηρεί αφενός τα αντιφασιστικά-αντιναζιστικά του αντανακλαστικά, από την άλλη την οργανική του σχέση με τον ευρύτερο «ρωσικό κόσμο», δηλαδή ουσιαστικά με την ενιαία, εν πολλοίς, κουλτούρα των ανατολικών σλαβικών λαών (Ρώσοι, Ουκρανοί, Λευκορώσοι, Ρουθήνοι), παρά τις γλωσσικές (κυρίως) διαφορές που δημιουργήθηκαν με την πάροδο των αιώνων και τις γεωπολιτικές εξελίξεις στους τόπους διαβίωσής τους. Τέτοιοι ήταν και οι πολίτες του Ντονμπάς, που αντιτάχθηκαν στο νεοναζιστικό πραξικόπημα στο Κίεβο στις 22 Φεβρουαρίου 2014, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ουκρανίας, όπου δυστυχώς το δημοκρατικό και αντιφασιστικό κίνημα κατεστάλη και πνίγηκε στο αίμα από τους πρώτους μήνες «διακυβέρνησης» από τη νεοπαγή δυτικόδουλη ουκρανική χούντα.
Το πραξικόπημα του «Μαϊντάν» (σε σύντμηση από το Maidan Nezalezhnosti – Πλατεία Ανεξαρτησίας στο κέντρο του Κιέβου) μετέτρεψε την Ουκρανία σε μια απέραντη «Μαϊντανία»· μια χώρα όπου, σε αντίθεση με τους επικοινωνιακούς πομφόλυγες περί «δημοκρατίας», «ελευθερίας» και «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», στην πράξη έγινε το πεδίο για την πλήρη καταπάτηση όλων αυτών των εννοιών σε καθημερινή βάση. Απαγόρευση λειτουργίας πολιτικών κομμάτων (κατά «σύμπτωση» όλων αριστερών, δημοκρατικών κ.ο.κ.), δολοφονίες, φυλακίσεις, εξορίσεις και αυτοεξορίσεις πολιτικών προσώπων και κοινωνικών ακτιβιστών που ήταν «άβολοι» για το καθεστώς, γλωσσικός ρατσισμός με τον αποκλεισμό από τη δημόσια ζωή κάθε άλλης γλώσσας πλην της ουκρανικής (με ιδιαίτερη εμμονή στο «ξερίζωμα» της ρωσικής γλώσσας, της οποίας φυσικός φορέας είναι όχι μόνο το 30% των εθνοτικά Ρώσων που ζουν στη χώρα, αλλά περίπου το 80% του ουκρανικού πληθυσμού), ραγδαία φτωχοποίηση των πολιτών: αυτές είναι μόνο οι κυριότερες από τις τραγικές, για τον ουκρανικό λαό, συνέπειες της οκταετούς, μέχρι σήμερα, «διακυβέρνησης» της χώρας από τη χούντα του Κιέβου. Η οποία για να επιβάλει την (αποφασισμένη κάπου στην Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες) πολιτική της και να καταστείλει τις αντιδράσεις των πολιτών, έχει ενσωματώσει οργανικά στον κρατικό μηχανισμό όλον αυτόν τον νεοναζιστικό εσμό του «Δεξιού Τομέα», του «Εθνικού Κορμού», της «Σβομπόντα» («Ελευθερία», πρώην Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ουκρανίας) και έχει εντάξει στον βασικό κορμό των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας τις νεοναζιστικές παραστρατιωτικές παραφυάδες τύπου «Αζόφ», «Αϊντάρ», «Ντνιεπρ-1» κ.ο.κ.
Η ειδική στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας στο έδαφος της Ουκρανίας και του Ντονμπάς έχει δηλωθεί εξαρχής με κάθε σαφήνεια ότι δεν στρέφεται κατά του ουκρανικού λαού και, υπό αυτήν την έννοια, δεν αποτελεί «στρατιωτική εισβολή» με την κυριολεκτική έννοια το όρου, παρά τα περί αντιθέτου δηλούμενα στα δυτικά συστημικά μέσα και τον λυσσαλέο πόλεμο που δέχονται, μεταξύ άλλων, τα αντίστοιχα ρωσικά. Παρεμπιπτόντως, ο αποκλεισμός των ρωσικών μέσων από τις δυτικές τηλεοπτικές και διαδικτυακές πλατφόρμες, η συστηματικά μονόπλευρη «πληροφόρηση» που προσφέρουν τα δυτικά μέσα και η καλλιεργούμενη (και) από αυτά αντιρωσική υστερία, είναι δείγματα του πόσο «δημοκρατική» είναι η αστική «δημοκρατία» και πόσο αυταρχική μπορεί να γίνει όταν αρχίζουν να «σφίγγουν τα γάλατα» και να τρίζουν τα θεμέλια του συστήματος…
Η στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας προσφέρει, είτε θέλουν κάποιοι να το παραδεχθούν είτε όχι, τη μοναδική ευκαιρία για αποναζιστικοποίηση όχι μόνο της Ουκρανίας, αλλά σε μεγάλο βαθμό και της υπόλοιπης Ευρώπης. Το «ξερίζωμα» του πρώτου, μετά το 1945, αμιγώς ναζιστικού καθεστώτος στην Ευρώπη και στον κόσμο, είναι υποχρέωση προς τους πολίτες όλης της Ευρώπης και του κόσμου γενικά. Και αν σε κάποιους ο πρόεδρος Πούτιν και η σημερινή (καπιταλιστική, το γνωρίζουμε) Ρωσία δεν τους κάνουν για «αποναζιστικοποιητές», ας κάνουν τον κόπο, τουλάχιστον, να μας υποδείξουν ποιος θα μπορούσε να κάνει αυτή τη δουλειά καλύτερα τη δεδομένη χρονική στιγμή. (Τον μύθο του Αισώπου με τη συνέλευση των ποντικών και τον γάτο τον θυμούνται, άραγε;).
Φτάνοντας, σταδιακά, στη λογική ολοκλήρωση του στρατιωτικού μέρους της επιχείρησης (κάθε στοιχειωδώς ρεαλιστής παρατηρητής καταλαβαίνει, ότι η ολοκληρωτική επικράτηση της Ρωσίας στο πεδίο της μάχης είναι θέμα χρόνου), το μυαλό μου πηγαίνει στην επόμενη μέρα, Όταν, δηλαδή, η Ουκρανία πάψει να είναι «Μαϊντανία», θα έχει αναγεννηθεί από τις στάχτες της, θα έχει επιστρέψει σε μια στοιχειωδώς δημοκρατική (έστω και με αστικούς, προς το παρόν, όρους) δημόσια ζωή, οι πολίτες της θα μιλούν σε όλο τον γλωσσικό πλούτο της πολυεθνικής και πολυπολιτισμικής πατρίδας τους και ο εθνικός πλούτος της χώρας θα χρησιμοποιείται προς όφελος των πολιτών της και όχι των αδηφάγων και αρπακτικών δυτικών πολυεθνικών εταιρειών. Κοντός ψαλμός…
Μόσχα, Μαριούπολη, Μελιτόπολη, Μπερντιάνσκ, Τοκμάκ, Ενεργκοντάρ-ΑΗΣ Ζαπορόζιε.
19.
07.
24