ΑΘΗΝΑ
01:18
|
20.04.2024
Πώς ο Μαρκ Ταϊμάνοβ βγήκε σοβαρά τραυματισμένος αλλά ζωντανός από το ταξίδι του στο ναρκοπέδιο της σκακιέρας.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Με την πρόσφατη αγγλική μετάφραση του βιβλίου του Μαρκ Ταϊμάνοβ «I Was a Victim of Bobby Fischer» θυμόμαστε ένα από τα πιο τραγικά επεισόδια σκακιστικής τρέλας, με συνέπειες που παραπέμπουν σε πολιτικο-ψυχολογικό θρίλερ.

Θα μπορούσε να είναι η εναρκτήρια σκηνή ενός ψυχολογικού θρίλερ. Επιστρέφοντας από το εξωτερικό, ένας σοβιετικός σκακιστής υπόκειται στο αεροδρόμιο της Μόσχας έλεγχο των αποσκευών του. Εκεί βρίσκονται ένα αντίτυπο μυθιστορήματος του Σολζενίτσιν και ένα ποσό σε ολλανδικά φιορίνια, μαζί με μια επιστολή. Οι αρχές αναλαμβάνουν δράση και η ζωή του σκακιστή αρχίζει να γίνεται μια κόλαση. Βρισκόμαστε στο 1971 και ο σκακιστής είναι ο Μαρκ Ταϊμάνοβ, ο γκραν μετρ από το Λένινγκραντ που μόλις έχει ηττηθεί από τον Μπόμπι Φίσερ, για τα προημιτελικά του κύκλου των ματς Διεκδικητών, με το συντριπτικό 6-0.

Για τις σοβιετικές αρχές η ήττα από έναν Αμερικάνο, και μάλιστα η ήττα με τέτοια διαφορά, συνιστά παραχώρηση στις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού και δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Από τη δημιουργία της σοβιετικής σκακιστικής σχολής το ταξίδι στο εξωτερικό, προνόμιο και κατάρα του σκακιστή ως επαγγελματία, συνοδεύεται από την απαίτηση για νίκη, ώστε να καταστεί ορατή η πρωτοπορία της κομμουνιστικής σκέψης και δράσης. Οτιδήποτε δεν υποστηρίζει αυτό το σχέδιο κατατάσσει αυτομάτως τον ηττημένο ύποπτο εθνικής προδοσίας.

Έτσι, ο Μαρκ Ταϊμάνοβ καλείται να απολογηθεί για την ήττα του. Και καθώς αυτή από μόνη της δεν αρκεί για να τεκμηριώσει την προδοσία, τα επιπρόσθετα ευρήματα στη βαλίτσα του θα συμπληρώσουν το παζλ της παράνοιας. Ο ίδιος ο Ταϊμάνοβ στο βιβλίο του με τον εύγλωττο τίτλο «I Was a Victim of Bobby Fischer», που γράφτηκε 20 χρόνια μετά το ματς και μεταφράστηκε φέτος στα αγγλικά από τις εκδόσεις Quality Press, θα περιγράψει με πικρία τη διαδικασία. Στην απολογία που κλήθηκε να δώσει στην αρμόδια επιτροπή του Κομισαριάτου Αθλητισμού έπρεπε να δικαιολογήσει τις λογοτεχνικές προτιμήσεις του, σε μια περίοδο που παρόλο που ο Σολζενίτσιν ήταν σε δυσμένεια, τα βιβλία του κυκλοφορούσαν κανονικά. «Σιχαμένο όμως είναι ακόμα και να τα αγγίζεις», θα παρατηρήσει ο αξιωματούχος που τον ανέκρινε. Όσο για τα χρήματα, αυτά αποτελούσαν μεταφορά από τον Πρόεδρο της FIDE και πρώην Παγκόσμιο Πρωταθλητή, Μαξ Όιβε, στον σοβιετικό γκραν μετρ Σάλο Φλορ, για μια σειρά άρθρων του. Ο Ταϊμάνοβ έκανε απλώς τον ταχυδρόμο. Οι Αρχές ωστόσο δεν πείστηκαν – είπαμε ότι η ήττα έκανε τη δουλειά τους πιο εύκολη: «Ας κέρδιζες και θα σου φέρναμε τα άπαντα του Σολζενίτσιν».

Έτσι, ο Ταϊμάνοβ βρέθηκε να χάνει τους σοβιετικούς σκακιστικούς τίτλους του, να εκδιώκεται από την εθνική ομάδα (χάνοντας έτσι και μια πολύτιμη πηγή εισοδήματος), να βρίσκεται χωρίς άδεια να πραγματοποιεί ταξίδια στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα επηρεάστηκε και η εξωσκακιστική του δραστηριότητα. Σολίστας του πιάνου, ο Ταϊμάνοβ βρέθηκε να μη μπορεί να δίνει συναυλίες. Η τιμωρία του Ταϊμάνοβ θα είχε, κατά το σκεπτικό των Αρχών, παιδαγωγικό χαρακτήρα τους άλλους σοβιετικούς σκακιστές, δίνοντας ένα παράδειγμα προς αποφυγή και σφυρηλατώντας το αναγκαίο φρόνημα για την κατίσχυση επί των καπιταλιστών αντιπάλων.

Ο Ταϊμάνοβ παίζει πιάνο στο περιθώριο του τουρνουά Διεκδικητών στη Ζυρίχη το 1954, Ullstein Bild

Αυτό που έσωσε τον Ταϊμάνοβ από τα χειρότερα, οδηγώντας στην απομείωση της βαρύτητας των κατηγοριών και στην επακόλουθη ελάφρυνση των ποινών του και ήταν η εμφάνιση ενός από μηχανής θεού, του Δανού Μπεντ Λάρσεν. Ο Λάρσεν ήταν ο επόμενος αντίπαλος του Φίσερ στον δρόμο προς το Ρέικιαβικ. Στα ημιτελικά των Διεκδικητών ο Λάρσεν είχε την ίδια μοίρα με τον Ταϊμάνοβ, τη συντριβή από τον ασταμάτητο Αμερικανό με το ολόιδιο σκορ, 6-0. Όπως δηκτικά παρατηρεί ο Ταϊμάνοβ, «τον Δανό δύσκολα θα μπορούσε να τον κατηγορήσει κανείς ως πράκτορα του ιμπεριαλισμού». Όταν λίγους μήνες αργότερα ο Φίσερ θα συντρίψει και τον πρώην παγκόσμιο πρωταθλητή Τίγκραν Πετροσιάν με 6,5-2,5 θα γίνει ακόμα περισσότερο σαφές πως το φαινόμενο Φίσερ δεν αντιμετωπίζεται στη βάση ιδεολογικών διακηρύξεων, πόσο μάλλον που ο Πετροσιάν αποτελούσε και αγαπημένο παιδί του κόμματος – που προφανώς δεν διάβαζε Σολζενίτσιν.

Ο αντίκτυπος ωστόσο του συμβάντος στην καθημερινή ζωή του Ταϊμάνοβ δεν θα μετριαστεί. Ο Βίκτορ Κορτσνόι στη δική του πρώτη αυτοβιογραφία, που γράφεται λίγα χρόνια αργότερα από τον εκπατρισμένο πλέον σκακιστή, θα δώσει μια γλαφυρή περιγραφή του κλίματος στο οποίο καλούταν πλέον να ζει ο σκακιστής και πιανίστας. Αντιμετωπίζοντας κλίμα καχυποψίας, ακόμα και από στενούς του φίλους, ο Ταϊμάνοβ θα δει τον κύκλο γνωριμιών του να μειώνεται και την κοινωνική ζωή του να συρρικνώνεται. Ο άλλοτε ευπροσήγορος άνθρωπος, γεμάτος χιούμορ και χαρά για τη ζωή θα μετατραπεί σε έναν μοναχικό και σκυθρωπό περιπατητή των δρόμων του Λένινγκραντ. Σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια της ζωής του ο Ταϊμάνοβ θα αποξενωθεί από την πρώτη σύζυγό του, και έτερον του ήμισυ στο πιανιστικό ντουέτο τους απ’ όταν ήταν παιδιά, Λιούμποβ Μπρουκ. Θα συνάψει εξωσυζυγική σχέση, η οποία και θα προκαλέσει την αγωγή διαζυγίου εκ μέρους της Μπρουκ. Ο Κορτσνόι θα σημειώσει πως και αυτό το συμβάν θα μετρήσει στην πολιτική περιθωριοποίηση του Ταϊμάνοβ, καθώς η πρώτη του σύζυγος υπήρξε μέλος του κόμματος.

Ο Ταϊμάνοβ και η Μπρουκ, σύντροφοι στη ζωή και στο πιάνο για δεκαετίες, είδαν τη σχέση τους να καταρρέει μετά το ματς με τον Φίσερ

«Ο καλύτερος σκακιστής ανάμεσα στους μουσικούς και ο καλύτερος μουσικός ανάμεσα στους σκακιστές», όπως έχει χαρακτηριστεί ο Ταϊμάνοβ, αποτέλεσε μια από τις πιο σημαντικές σκακιστικές φυσιογνωμίες στη Σοβιετική Ένωση. Έχοντας κατακτήσει το Πρωτάθλημα Σοβιετικής Ένωσης, το Πρωτάθλημα Λένινγκραντ και το Πρωτάθλημα Μόσχας, με δύο συμμετοχές στη φάση των Διεκδικητών, κατάληξη μιας σκληρής δοκιμασίας προκριματικών αγώνων, με πάμπολλες επιτυχίες σε ισχυρά διεθνή τουρνουά και σκακιστικές Ολυμπιάδες, ο Ταϊμάνοβ είχε τον σεβασμό του σκακιστικού κόσμου, τόσο επί της σκακιέρας όσο και στην ανάπαυλα των αγώνων. Συχνά στις δεξιώσεις των τουρνουά ο Ταϊμάνοβ έπαιζε πιάνο και ο Βασίλι Σμίσλοβ, Παγκόσμιος Πρωταθλητής στο σκάκι και τενόρος, τραγουδούσε.

Το 1971 ήταν σαφές ότι ο Ταϊμάνοβ, στα μισά της πέμπτης δεκαετίας της ζωής του, δεν θα ήταν δυνατό να σταθεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για τον Φίσερ. Το ματς ορίστηκε να γίνει στο Βανκούβερ, μια πόλη χωρίς ιδιαίτερη σκακιστική ιστορία, γεγονός που αποδείχθηκε από τη χαμηλή προσέλευση των θεατών αλλά και τα πενιχρά χρηματικά έπαθλα.

Οι σχέσεις των δύο σκακιστών ήταν αρκούντως φιλικές. Το δέος που ο Φίσερ προκαλούσε στους αντιπάλους του φαίνεται από τον τρόπο που ο Ταϊμάνοβ περιγράφει την πρώτη αναμέτρησή τους, στο Μπουένος Άιρες το 1960. Ο Φίσερ, που έχει ξεκινήσει καταστροφικά το τουρνουά, διαλαλεί ότι από την επόμενη παρτίδα θα επανέλθει στις νίκες, και όταν του ανακοινώνουν ότι ο επόμενος αντίπαλος θα είναι ο Ταϊμάνοβ αναφωνεί: «Τόσο το καλύτερο»  – ο Ταϊμάνοβ βρίσκεται δίπλα του και τα έχει ακούσει όλα. Πεισμώνει και πιέζει αυτός για τη νίκη. Η παρτίδα έχει φτάσει σε ένα φινάλε αξιωματικών με τον Ταϊμάνοβ να έχει ένα πιόνι παραπάνω. Είναι προφανές ότι ο Φίσερ αντιμετωπίζει μια κρίσιμη κατάσταση, όπου πρέπει να αμυνθεί με απόλυτη ακρίβεια. Και τότε, περιγράφει ο Ταϊμάνοβ, αρχίζει να παίζει με ταχύτητα δύσκολες κινήσεις – σαν μηχανή. Η ισοπαλία έρχεται εύκολα, με έναν έκπληκτο Ταϊμάνοβ να ρωτάει τον Φίσερ πώς είναι δυνατόν να παίζει τόσο γρήγορα. «Μα δεν υπήρχε ανάγκη να σκεφτώ», απάντησε αυτός, «ένα περιοδικό σας, το Shakhmaty v SSSR, είχε δημοσιεύσει πριν επτά χρόνια μια ανάλυση αυτού του φινάλε. Την είχε κάνει ο Άβερμπαχ και θυμάμαι όλες τις βαριάντες».

Η επική μνήμη του Φίσερ εντυπωσίαζε τους συγχρόνους του, που τη θεωρούσαν ένα από τα ισχυρότερα όπλα του. Μελετώντας διαρκώς φέρνοντας στο μυαλό του τις παρτίδες των αντιπάλων του, τάιζε τη μονομανή δίψα του για νίκη με το απαραίτητο κάρβουνο για να κινηθεί η ατμομηχανή που τους συνέτριβε. Για να τονίσει τον εξωπραγματικό χαρακτήρα αυτής της μνήμης, ο Ταϊμάνοβ αφηγείται ένα περιστατικό από την τελετή λήξης του ματς στο Βανκούβερ. Εκεί που κάθονται ήσυχα και κουβεντιάζουν μαζί με άλλους σκακιστές, ο Γιεβγένι Βασιούκοβ, Πρωταθλητής Μόσχας και βοηθός του Ταϊμάνοβ στο ματς, ρωτά τον Φίσερ αν θυμάται τότε που είχε επισκεφτεί τη Σοβιετική Ένωση την παρτίδα μπλιτς που είχαν παίξει, εννοώντας αν θυμάται ποιος κέρδισε. Για να ακούσει έκπληκτος τον Φίσερ να του περιγράφει από μνήμης όλες τις κινήσεις εκείνης της γρήγορης, περιθωριακής παρτίδας στο περιθώριο μιας επίσκεψης.

Ο Ταϊμάνοβ και ο Βασιούκοβ παρατηρούν την παρτίδα του δεύτερου εναντίον του Ισλανδού Όλαφσον στο τουρνουά του Ρέικιαβικ το 1968

Η ικανότητα του Φίσερ φάνηκε σε πολλές στιγμές του ματς στο Βανκούβερ, σε καμία περίπτωση ωστόσο το σκορ δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική εικόνα του ματς. Όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Φίσερ, ο Ταϊμάνοβ είχε καλύτερη θέση τόσο στην πρώτη όσο και στην πέμπτη παρτίδα, ενώ θα μπορούσε να κερδίσει την τρίτη, αλλά στα κρίσιμα σημεία δεν διατήρησε την ψυχραιμία του. Με μια χαρακτηριστικά φισερική δήλωση ο Αμερικανός συνεχάρη τον αντίπαλό του, μια και «είναι πιο εύκολο να είσαι τζέντλεμαν όταν κερδίζεις παρά όταν χάνεις». (Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης και η ενδιαφερόμενη αναγνώστρια μπορούν να μελετήσουν μόνοι τους τις απολαυστικές και πολλαπλά διδακτικές παρτίδες του ματς.

Αυτό που αξίζει να σχολιαστεί εδώ είναι το ψυχολογικό σημείο όπου κρίθηκε το ματς. Την περίοδο εκείνη εφαρμοζόταν το σύστημα της διακοπής. Όταν μια παρτίδα υπερέβαινε σε διάρκεια μια καθορισμένη ώρα διακοπτόταν, με τον παίκτη που έχει σειρά να παίξει να παραδίδει μια κίνηση κλεισμένη σε φάκελο, κίνηση η οποία παιζόταν κατά την έναρξη της νέας φάσης της παρτίδας. Στη συνέχεια οι παίκτες αποχωρούσαν και είχαν τη δυνατότητα να αναλύσουν με τους βοηθούς τους τη θέση μέχρι τη μέρα που θα συνεχιζόταν η παρτίδα. Ανάλογα με το πρόγραμμα του κάθε ματς και τουρνουά η μέρα αυτή ποίκιλλε, μπορεί να ήταν η επόμενη αλλά μπορεί να μεσολαβούσαν και άλλες παρτίδες. Στην περίπτωση του ματς Ταϊμάνοβ-Φίσερ οι διακοπές δεν παίζονταν αμέσως. Έτσι, μετά την ήττα του στην πρώτη παρτίδα, και ενώ η δεύτερη είχε διακοπεί σε μια μάλλον ισόπαλη θέση, ο Ταϊμάνοβ έπρεπε πρώτα να αντιμετωπίσει τον Φίσερ στην τρίτη παρτίδα –και μόνο μετά από αυτή θα παιζόταν η διακοπή. Μετά από 19 κινήσεις η θέση του ήταν αντικειμενικά κερδισμένη. Ωστόσο, «σαν μαγεμένος από τον Φίσερ» άρχισε να μπερδεύεται στον υπολογισμό των βαριαντών. Ενώ η συσσωρευμένη πείρα ετών και η γενική κατανόησή του του παιχνιδιού έλεγαν ότι η θέση είναι κερδισμένη δεν μπορούσε να βρει το πώς. Ξοδεύοντας 72 λεπτά, με την αμφιβολία ριζωμένη μέσα του, την πίεση χρόνου να έρχεται και το ηθικό καταρρακωμένο ο Ταϊμάνοβ έπαιξε την πρώτη κίνηση που του ήρθε στον νου – και ήταν, όπως συχνά συμβαίνει όταν η Κάισσα κλείνει τα μάτια της, μια κίνηση που χάνει. Ήταν τέτοια η ψυχολογική πίεση του Ταϊμάνοβ μετά από αυτή την αποτυχία που την επόμενη μέρα, στη συνέχιση της δεύτερης παρτίδας, δεν μπόρεσε να πετύχει την απλή ισοπαλία. Και από εκεί που το σκορ θα ήταν ισόπαλο, 1,5-1,5, βρέθηκε να χάνει 3-0, αποχαιρετώντας ουσιαστικά, σε ένα ματς δέκα όλων κι όλων παρτίδων, κάθε ελπίδα για επάνοδο. Μία κίνηση! Και πόσες όμως συνέπειες. Μία λάθος κίνηση που άλλαξε όλη τη ζωή του – κυριολεκτικά.

Η αίθουσα διεξαγωγής του ματς Φίσερ-Ταϊμάνοβ στο εξώφυλλο του Chess Life & Review

Πέρα από τα λευκά και μαύρα κλαβιέ του πιάνου και τα λευκά και μαύρα τετράγωνα της σκακιέρας, με το «I Was a Victim of Bobby Fischer» ο Ταϊμάνοβ δείχνει ότι ξέρει να αναμετράται και με το λευκό και μαύρο των χαρακτήρων πάνω σε μια σελίδα. Το βιβλίο αποτελεί μια λυτρωτική χειρονομία που απελευθερώνει το ιστορικό ίχνος του σκακιστή από το άλγος της ήττας. Παρά την περιγραφή της καταστροφής που ακολούθησε την ήττα, ο Ταϊμάνοβ δεν κουράζεται να υπενθυμίζει ότι το ματς με τον Φίσερ υπήρξε μια από τις κορυφαίες στιγμές του σκακιστικού βιογραφικού του. Έχοντας πλέξει το εγκώμιο του Αμερικανού, ο Ταϊμάνοβ μάς υπενθυμίζει ότι είχε την τύχη να είναι ένας από τους τελευταίους γκραν μετρ που αντιμετώπισαν τον Φίσερ επί σκακιέρας, πριν αυτός αποσυρθεί ολοκληρωτικά από το σκάκι. Περισσότερο από μια «παρηγοριά στον άρρωστο» η στάση αυτή συνδέεται αρμονικά με την ευρύτερη φιλοσοφία του. Για τη γενιά του Ταϊμάνοβ το σκάκι αποτελεί μια πνευματική δραστηριότητα που δεν γίνεται μονομανία, αλλά μαζί με τα υπόλοιπα διανοητικά ενδιαφέροντα του σκακιστή συντελεί στον σχηματισμό μιας πλήρους ηθικοδιανοητικής προσωπικότητας. Σε πολλές συνεντεύξεις ο Ταϊμάνοβ θα κατηγορήσει τους σύγχρονους κορυφαίους παίκτες ότι έχουν μεταμορφωθεί σε μονότονες μηχανές παραγωγής κινήσεων, χωρίς να εντυπωσιάζουν κανέναν εκτός σκακιέρας. Αυτό το μοτίβο αντιπαράθεσης του δημιουργικού πνεύματος με τον διαδικαστικό, ψυχρό και εντέλει επικίνδυνο υπολογισμό δεν είναι καινούριο – ας θυμηθεί απλώς κανείς τη Σκακιστική νουβέλα του Στέφαν Τσβάιχ, όπου θεματοποιείται υποδειγματικά. Το πραγματικά ενδιαφέρον στην περίπτωση του Ταϊμάνοβ είναι ότι ποτέ δεν συνειδητοποιεί πλήρως –τη στιγμή μάλιστα που παραθέτει όλα τα στοιχεία– ότι αν κάποιος ώθησε το σκάκι προς αυτή την «κακή» κατεύθυνση ήταν ο ίδιος ο Φίσερ. Ο ολοκληρωτικά δοσμένος στο σκάκι Φίσερ, που προτιμά τα περιοδικά από τον Σαίξπηρ, που χαλαρώνει με ραδιόφωνο και που στο ερώτημα ποια είναι τα μελλοντικά σχέδιά του απαντά «είμαι μεταξύ του να αγοράσω ένα αυτοκίνητο ή να παντρευτώ. Μια σύζυγος είναι μάλλον καλύτερη από ένα αυτοκίνητο». Γοητευμένος από τη μηχανή Φίσερ ο Ταϊμάνοβ μπλέκει στα γρανάζια της δικής του διανοητικής κατασκευής για να βγει, αν όχι ηττημένος, τουλάχιστον μπερδεμένος.

Δεν είναι περίεργο, μετά από όλα αυτά, ότι ο Ταϊμάνοβ τρέφει μια απέχθεια για τη χρήση υπολογιστών στη σκακιστική ανάλυση. Είναι εντυπωσιακό ότι η βασική προϋπόθεση για την παραχώρηση των δικαιωμάτων της μετάφρασης του βιβλίου στα αγγλικά ήταν να μη χρησιμοποιηθεί υπολογιστική ανάλυση που θα τσεκάρει τις βαριάντες που δίνει ο ίδιος ο Ταϊμάνοβ. Για τον Ταϊμάνοβ το γεγονός ότι η κοπιώδης ανάλυση πάνω στη σκακιέρα, που χαρακτήριζε τις προ υπολογιστών εποχές, αποτελεί δομικό κομμάτι της σκακιστικής απόλαυσης σημαίνει ότι ο υπολογιστής δεν είναι απλώς εργαλείο αλλά τροποποιεί τη σκακιστική σκέψη ή μάλλον την ίδια τη δόμηση του σκακιστικού υποκειμένου. Όσο αναχρονιστική κι αν δείχνει, η άποψη του Ταϊμάνοβ πρέπει να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα, τόσο για την πεσιμιστική της διάγνωση όσο και για την παρατηρητική της αξία. Από την προσθήκη του χρονόμετρου ως την χρήση του υπολογιστή, το σκάκι είναι ένα διανοητικό άθλημα που επικαθορίζεται ριζικά από υλικούς παράγοντες που επιτρέπουν την εκτύλιξη της σκακιστικής διαμάχης ως αναμέτρησης. Η αλλαγή των υλικών συνθηκών τροποποιεί τις αντιλήψεις, τις νοοτροπίες και εντέλει την ίδια τη σκακιστική λογική. Το ύστατο διάβημα του Ταϊμάνοβ μπορεί έτσι να ειδωθεί και ως η προσπάθεια μιας ιστορικής προσωπικότητας να παραμείνει αυτό ακριβώς: ένα ιστορικό ίχνος μιας εποχής που έχει παρέλθει. Κι αυτή μάλλον υπήρξε και η στρατηγική του Ταϊμάνοβ για να επουλώσει το πολλαπλό τραύμα της ήττας του από τον Φίσερ: να την αντιμετωπίσει ως νεκρό ιστορικό γεγονός – ή ως συντελεσμένο παραμύθι. Ο Ταϊμάνοβ πέρασε μέσα από τη σκακιέρα και στον μαγικό κόσμο που αντίκρισε κατάφερε να επιζήσει. Με την ορθότητα των βαριαντών θα ασχολούμαστε τώρα;

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Δύο χρόνια με αναστολή σε κατηγορούμενο για τη φωτιά στο Μάτι

Νεαρός αυτοπυρπολύθηκε έξω από το δικαστήριο που δικάζει τον Τραμπ

Εργασιακό Γολγοθά αντιμετωπίζουν οι νέοι εργαζόμενοι λέει έρευνα του Eteron

Disiecta Membra #9: Eco, J.P. Manchette και η τελευταία ακμή της μεταπολεμικής Ευρώπης

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα