Η κυβέρνηση του Ισημερινού αρνήθηκε σήμερα να τερματίσει την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που έχει επιβάλλει εδώ και περίπου 10 μέρες επικαλούμενη την «εξαφάνιση» 18 αστυνομικών από αστυνομικό τμήμα το οποίο είχαν προηγουμένως «πολιορκήσει» ιθαγενείς διαδηλωτές στην πόλη Πούγιο της περιοχής Αμαζονία που βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της χώρας.
Ο υπουργός Εσωτερικών του Ισημερινού Πατρίσιο Καρίγιο επέρριψε εμμέσως πλην σαφώς την ευθύνη στους διαδηλωτές για την «εξαφάνιση» των αστυνομικών λέγοντας πως έγινε στη διάρκεια συγκρούσεων στις οποίες τραυματίστηκαν τουλάχιστον 90 διαδηλωτές και 100 αστυνομικοί (εκ των οποίων οι έξι νοσηλεύονται σε σοβαρή κατάσταση).
Ο Καρίγιο υποστήριξε ότι τα επεισόδια στο Πούγιο ξεκίνησαν όταν πλήθος διαδηλωτών άρχισε να στήνει πύρινα οδοφράγματα γύρω από περιπολικά της αστυνομίας ενώ επέβαιναν σε αυτά αστυνομικοί. Τους κατηγόρησε για λεηλασίες και εμπρησμούς δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων.
Μέσα στις τελευταίες 10 μέρες που έχει επιβληθεί η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης σε έξι από τις 24 περιφέρεις της χώρας έχουν σκοτωθεί δύο διαδηλωτές, εκ των οποίων ο ένας αργά το βράδυ της περασμένης Τρίτης. Ο Μπάιρον Γκουατατόκα δολοφονήθηκε από τα πυρά των αστυνομικών δυνάμεων ασφαλείας, ενώ πάλευε για τα δικαιώματα του λαού του.
Ο Πρόεδρος του Εκουαδόρ, Γκιγιέρμο Λάσο, ένας δεξιός πρώην τραπεζίτης που ανέλαβε τα καθήκοντά του πριν από ένα χρόνο, έχει ζητήσει «διάλογο» με την ισχυρή Συνομοσπονδία Ιθαγενών Εθνοτήτων του Ισημερινού (CONAIE).
Η CONAIE ηγείται των λαϊκών διαδηλώσεων ενάντια στην ακρίβεια των καυσίμων και ειδών πρώτης ανάγκης με αιτήματα για τη γενικότερη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού.
Οι διαδηλωτές δεν ζητούν μόνο μέτρα για μείωση της ακρίβειας στα καύσιμα αλλά και στα τρόφιμα καθώς επίσης και επαναδιαπραγμάτευση των προσωπικών τραπεζικών δανείων περίπου τεσσάρων εκατομμυρίων οικογενειών.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός πως η ακρίβεια στα καύσιμα καταγράφει ρεκόρ 22 ετών καθώς διπλασιάστηκαν για το ντίζελ φθάνοντας στα 1,90 δολάρια από 1 δολάριο ανά γαλόνι. Επίσης, η τιμή της βενζίνης από 1,75 εκτινάχθηκε στα 2,55 δολάρια βάζοντας «φωτιά» στα πορτοφόλια των καταναλωτών και ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων οικονομικά πολιτών.