Με το 2023 να είναι ένα κρίσιμο εκλογικό έτος και τον πόλεμο στην Ουκρανία να καθιστά δυσχερή μία επεκτατική πολιτική, που θα προσέφερε δυνατά επιχειρήματα στην κυβέρνηση συνεργασίας των Σοσιαλιστών του Πέδρο Σάντσεθ και των Podemos για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, το υπουργικό συμβούλιο της ισπανικής κυβέρνησης ενέκρινε λίγο πριν από το τέλος του 2022 ένα νέο διάταγμα ενάντια στην κρίση ύψους 10 δισ. ευρώ.
Σε μία νέα προσπάθεια να ενισχύσει το κοινωνικό της πρόσωπο, η κυβέρνηση των Σάντσεθ και Γιολάνδα Ντίαθ ανακοίνωσε μέτρα που θα φθάσουν τα 10 δισ. ευρώ, περιλαμβάνοντας επιδόματα, μηδενισμό του ΦΠΑ σε βασικά προϊόντα για ένα 6μηνο και κυρίως πάγωμα στις αυξήσεις των ενοικίων. Η αλήθεια είναι πως αυτό το μέτρο αποτέλεσε την πέτρα της διχόνοιας ανάμεσα στις δύο κυβερνητικές παρατάξεις με τους Podemos να ζητούν επίσης το πάγωμα στεγαστικών και μια πιο μόνιμη προστασία των ενοικίων.
Μετά από πολλές αψιμαχίες η μέση οδός ανακαλύφθηκε κι έτσι αποφασίσθηκε τελικά να συμπεριληφθεί στο νέο διάταγμα το μέτρο για πάγωμα στις τιμές των ενοικίων κατά την ανανέωση των συμβολαίων για το επόμενο 6μηνο. Το μέτρο θα επηρεάσει τα ενοίκια που λήγουν στο πρώτο εξάμηνο του έτους (1 Ιανουαρίου-30 Ιουνίου 2023) και οι ενοικιαστές θα μπορέσουν να μείνουν σπίτι τους με τους ίδιους όρους ακόμη έξι μήνες από τη λήξη της σύμβασης.
Στα μέτρα για τη στέγαση, όμως δεν περιλήφθηκε η διάταξη που ήθελε η Ντίαθ για πάγωμα των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο μέχρι τον Ιούνιο, λόγω αύξησης του Euribor. Η πρόταση δεν ευοδώθηκε καθώς προσέκρουσε στην αντίδραση της υπουργού Οικονομικών, Νάδια Καλβίνιο, η οποία μόλις σύνηψε με τους τραπεζίτες τον κώδικα καλής συμπεριφοράς για τα στεγαστικά άδεια. Ωστόσο, το διάταγμα προβλέπει αναστολή των εξώσεων για τα ευάλωτα νοικοκυριά, όπως ίσχυε στην πανδημία, εξόν από τις εξώσεις που ήδη έχουν αποφασισθεί δικαστικά.
Στο τρίτο κατά σειρά και αναγκαστικό σχέδιο ενάντια στην κρίση, η κυβέρνηση προσπάθησε να αποφύγει το «φιάσκο» του πρώτου σχεδίου βοήθειας στα νοικοκυριά, όσον αφορά το κεντρικό σημείο των μέτρων. Η επιδότηση των 200 ευρώ επεκτάθηκε από τα νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα 14.000 ευρώ και σε εκείνα με εισόδημα 27.000 αλλά και περιουσιακά στοιχεία που δεν ξεπερνούν τις 75.000 ευρώ (χωρίς να υπολογίζεται η πρώτη κατοικία). Ωστόσο, το μέτρο δεν αφορά όσους, για οποιονδήποτε λόγο, υπογράψουν νέα σύμβαση, το τίμημα της οποίας θα καθοριστεί ελεύθερα μεταξύ των μερών, όπως ορίζει ο Νόμος για τις Αστικές Μισθώσεις. Στην πρώτη φάση του, το μέτρο δεν είχε κατορθώσει να ωφελήσει παρά μόνον 600.000 δικαιούχους από τα 2,7 εκατ. που αναμενόταν. Με τη διεύρυνση των εισοδηματικών κριτηρίων το μέτρο αναμένεται να περιλάβει ακόμη περισσότερους δικαιούχους. Μολαταύτα, το εισοδηματικό κριτήριο δεν αποτελεί τη μόνη προϋπόθεση για να λάβει κάποιος το επίδομα και (όπως στην πρώτη) φάση τα κριτήρια και το πραγματικό φορολογητέο εισόδημα θα καθορίσουν το εύρος εφαρμογής του μέτρου.
Η κυβέρνηση ευελπιστεί πως από όλα τα μέτρα αυτό, που θα έχει μεγαλύτερη θετική επίπτωση στην κοινωνία και θα ενισχύσει την εικόνα της είναι ο μηδενισμός στον ΦΠΑ στα τρόφιμα. Για να μετριάσει τον πληθωρισμό, η κυβέρνηση θα απαλλάξει από αυτόν τον φόρο (επισήμως θα φέρει συντελεστή 0%) «όλα τα προϊόντα πρώτης ανάγκης», όπως δήλωσε ο Σάντσεθ. Το μέτρο θα αφορά τρόφιμα που έχουν σήμερα υπερμειωμένο ΦΠΑ 4%, όπως το ψωμί, το αλεύρι για τους αρτοποιούς, το γάλα, το τυρί ή τα αυγά. Επίσης φρούτα, λαχανικά, όσπρια, πατάτες και δημητριακά. Επιπλέον, στα ζυμαρικά και τα έλαια κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένου του ελαιολάδου, θα μειωθεί ο ΦΠΑ από 10% σε 5%. Αυτό θα συμπληρωθεί με επιδοτήσεις 300 εκατ. ευρώ για τους αγρότες, προκειμένου να αντισταθμιστεί η άνοδος του κόστους παραγωγής (ιδίως η αύξηση της τιμής των λιπασμάτων). Η κυβέρνηση δε, δεσμεύεται πως θα παρακολουθεί το πώς η κρατική επιδότηση θα μετακυλίεται όντως και ορθά στην τελική τιμή των τροφίμων, έτσι ώστε οι μεσάζοντες και οι διανομείς να μην αυξάνουν το περιθώριο κέρδους τους, επωφελούμενοι από τη μείωση των τιμών.
Βέβαια, στο ίδιο διάταγμα προβλέπεται η κατάργηση της επιδότησης των 20 λεπτών ανά λίτρο στη βενζίνη, που ισχύει από την 1η Απριλίου, με εξαίρεση αρκετές επαγγελματικές κατηγορίες. Πλέον, οι οδηγοί που πηγαίνουν στα βενζινάδικα δεν θα χαίρουν αυτής της βοήθειας, που είχε εισαχθεί και εφαρμοζόταν αδιακρίτως σε όλες τις κατηγορίες οχημάτων. Το μέτρο είχε εξαρχής επικριθεί από πολλές πλευρές, καθώς η κρατούσα άποψη ήταν ότι επιδοτούσε μία ρυπογόνο τεχνολογία. Χώρες, όπου είχε ισχύσει παρόμοιο μέτρο όπως η Γαλλία, ήδη είχαν καταργήσει αυτήν την οριζόντια επιδότηση. Ακολουθώντας την ίδια ατραπό, η Ισπανία θα διατηρήσει την επιδότηση για ορισμένες επαγγελματικές ομάδες, όπως μεταφορείς ή εργαζόμενοι στον πρωτογενή τομέα (γεωργία ή αλιεία). Ωστόσο, και γι’ αυτούς ο τρόπος χορήγησης του επιδόματος αλλάζει: δεν θα δικαιούνται πλέον άμεση έκπτωση στην αντλία, αλλά μηνιαία επιστροφή. Η κυβέρνηση εκτιμά ότι η ενίσχυση στους αγρότες, οι οποίοι θα λάβουν έκπτωση 20 λεπτών στις επιστροφές φόρων υδρογονανθράκων, θα κοστίσει 240 εκατομμύρια, ενώ για την αλιεία θα ανέλθει σε 120 εκατομμύρια ευρώ.
Από την άλλη πλευρά, η ισπανική κυβέρνηση θα ενισχύσει τις επιδοτήσεις στις δημόσιες συγκοινωνίες και θα διευκολύνει την διεύρυνσή τους. Ήδη το υπουργείο Μεταφορών έχει ανακοινώσει τη δωρεάν κάρτα διαδρομών καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023 για τους συχνούς επιβάτες στους προαστιακούς συρμούς. Αυτό άλλωστε ήταν το μόνο μέτρο που είχε ήδη συμπεριληφθεί στον κρατικό Προϋπολογισμό, με ένα κονδύλι 660 εκατομμυρίων ευρώ. Στις νέες προβλέψεις, εκτός από την παράταση όσων ισχύουν από τον Σεπτέμβριο, γίνεται μία επιπλέον προσθήκη στις δωρεάν μεταβάσεις για τις υπεραστικές λεωφορειακές γραμμές, τις αστικές και μητροπολιτικές συγκοινωνίες, που διαχειρίζεται το Δημόσιο. Η επέκταση του μέτρου προβλέπει πως εάν μέχρι τώρα η κυβέρνηση επιχορηγούσε το 30% της τιμής στην κάρτα (που πολλές τοπικές αρχές συμπλήρωναν με επιπλέον 20%, αλλά δεν ήταν υποχρεωτικό), τώρα το Δημόσιο θα διατηρήσει το ίδιο ποσοστό αλλά θα δεσμεύσει την τοπική αυτοδιοίκηση να αυξήσει την επιδότηση τουλάχιστον έως 50%. Ήδη οκτώ Αυτόνομες Περιφέρειες έχουν ανακοινώσει πως θα αυξήσουν την επιδότηση στο 50%.
Αυτό που παραμένει αναλλοίωτο στα νέα μέτρα είναι οι ήδη ανακοινωθείσες μειώσεις στις φόρους για την ενέργεια. Ο ΦΠΑ στο ηλεκτρικό ρεύμα θα παραμείνει στο 5% (έναντι 10% συνήθως), ο φόρος παραγωγής καταργείται και ο φόρος ρεύματος μειώνεται στο ελάχιστο. Αυτό μειώνει τον λογαριασμό ρεύματος μέσω φόρων. Η ισπανική κυβέρνηση πρωτοπορώντας είχε αρχίσει να διερευνά τη μείωση της φορολογίας ήδη από το 2021, όταν οι τιμές είχαν αρχίσει να εκτοξεύονται και είχε επιτύχει (μαζί με την Πορτογαλία) από τις Βρυξέλλες μία εξαίρεση στην τιμολόγηση της ενέργειας.
Παρόλο που οι μειώσεις αυτές είχαν μία επίπτωση 6,5 δισεκ. ευρώ στα έσοδα η συμφωνία με τις ενεργειακές εταιρείες έχει 6μηνη ισχύ και συμπεριλαμβάνει το φυσικό αέριο. Σε ισχύ θα παραμείνει η απαγόρευση διακοπής προμήθειας ρεύματος σε ευάλωτα νοικοκυριά και το κοινωνικό μπόνους για τους ευάλωτους καταναλωτές, μέτρα που επεκτείνονται για όλη τη διάρκεια του 2023. Η εκτελεστική εξουσία έχει επίσης ετοιμάσει ένα πακέτο 450 εκατομμυρίων ευρώ για βιομηχανίες με υψηλή κατανάλωση φυσικού αερίου (όπως ο κλάδος κεραμικών στο Καστελιόν), ενώ το μέτρο θα συμπληρωθεί με άλλες υψηλότερες πιστώσεις και με ευρωπαϊκή βοήθεια, προκειμένου να ενθαρρύνονται οι προσπάθειες για τη βιομηχανική απεξάρτηση από τον άνθρακα και ο κλάδος να ποντάρει στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για να βελτιώσει την ενεργειακή του απόδοση. Η κυβέρνηση είναι πεπεισμένη πως με τα μέτρα κατά της κρίσης και την εισροή της ευρωπαϊκής βοήθειας η οικονομία θα επιταχυνθεί και όχι απλώς θα αποφύγει καταστροφικές συνέπειες, αλλά θα επιτευχθεί άνοδος του ΑΕΠ κατά 5%. Το υπουργικό συμβούλιο συμφώνησε επίσης να παρατείνει την αύξηση κατά 15% στις μη ανταποδοτικές συντάξεις και στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, δύο μέτρα που είχαν ανακοινωθεί και τα οποία προβλέπεται να ισχύσουν έως τις 31 Δεκεμβρίου του επόμενου έτους.
Η κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ βλέπει πως η κοινωνική πολιτική, που ενεργά ακολουθεί τους τελευταίους μήνες, έχει αρχίσει να αποδίδει. Στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις πλέον οι Σοσιαλιστές (PSOE) έχουν ισοφαρίσει τα ποσοστά του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος (PP). Οι δύο παρατάξεις βρίσκονται στο 27,8 το ΡΡ με 27,6% το PSOE και όπως φαίνεται η δυναμική που έχουν αναπτύξει οι Σοσιαλιστές θα συνεχισθεί. Μολαταύτα και ενόψει εκλογών η δυνατότητα του Σάντσεθ να είναι πάλι πρωθυπουργός μειώνεται, καθώς στις σφυγμομετρήσεις το ακροδεξιό Vox μοιάζει να ανακάμπτει σοβαρά (18,2%), ενώ αντίθετα οι κυβερνητικοί σύμμαχοι Podemos απισχνούνται εκλογικά (9,4%).
Συνεπώς το σενάριο που θέλει αμελητέα εκπροσώπηση της μη Σοσιαλιστικής Αριστεράς στο Κοινοβούλιο, εάν δεν επιτύχει ποσοστά πάνω από 15%, μοιάζει ρεαλιστικό και η συγκρότηση μίας κυβέρνησης με τη δεξιά και την ακροδεξιά να φαίνεται πλέον το μόνο εφικτό.
Ο Σάντσεθ έχει πλήρη επίγνωση αυτής της δυσκολίας, αλλά στοιχηματίζει στην καλή επίδοση της οικονομίας και κυρίως την πτώση κατά 35.000 του αριθμού των ανέργων, απότοκο της πετυχημένης πολιτικής της Γιολάνδα Ντίαθ στο υπουργείο Εργασίας. Με τον θετικό απολογισμό του έργου της Ντίαθ και την τάση περαιτέρω μείωσης της ανεργίας, σε συνδυασμό με τα κοινωνικά μέτρα, ο Πέδρο Σάντσεθ αισιοδοξεί πως θα υπάρξει μία αντιστροφή του κλίματος μέσα στο 2023 υπέρ του. Γνωρίζει πάρα πολύ καλά πως οι μεγάλοι αντίπαλοι απέναντι στην επανάληψη της πρωθυπουργίας του δεν είναι το ΡΡ και το Vox, αλλά η διχόνοια στους Podemos και η αμφιταλαντευόμενη στάση των κοινοβουλευτικών, ευκαιριακών εταίρων του (Καταλανοί και Βάσκοι). Και φυσικά σε αυτούς τους απρόσμενους παράγοντες θα πρέπει να προστεθεί η υπονομευτική τακτική πολλών από τους «βαρόνους» στο ίδιο του το κόμμα, που καραδοκούν στην πρώτη αρρυθμία της κυβέρνησης να σύρουν το χαλί κάτω από τα πόδια του Σάντσεθ.