H εισβολή των ακροδεξιών οπαδών του τέως προέδρου Ζαΐχ Μπολσονάρου στο «Τρίγωνο των Εξουσιών» (Προεδρικό Μέγαρο, Βουλή, Ανώτατο Δικαστήριο), τα έκτροπα που ακολούθησαν και ο αντίκτυπός τους εξακολουθεί να συνταράσσει τη Βραζιλία. Ωστόσο, όσα συνέβησαν στην Μπραζίλια δεν είναι η επανάληψη ως φάρσα της αντίστοιχης επίθεσης των οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ στο αμερικανικό Καπιτώλιο. Απεναντίας, αναδεικνύει την εξ υπαρχής δύσκολη θέση, στην οποία μέλλει να βρεθεί η κυβέρνηση του νέου προέδρου Λουΐζ Ινάσιου «Λούλα» ντα Σίλβα.
Μία κυβέρνηση που προέκυψε με ισχνή πλειοψηφία, σε μία χώρα φανερά διχασμένη και η οποία βασίζεται εν πολλοίς στη συνεργασία με το Κέντρο. Δηλαδή με έναν κομματικά πολυσυλλεκτικό χώρο, ανομοιογενή σε πολιτική ιδιοσυγκρασία, χαρακτηριστικά και αποβλέψεις, του οποίου οι ψηφοφόροι δεν είναι όλοι τους θετικά προσκείμενοι στο Κόμμα των Εργατών του Λούλα. Απεναντίας, αρκετοί από αυτούς, όπως και οι παρατάξεις τους, συμμετείχαν στο κοινοβουλευτικό πραξικόπημα κατά της Ντζίλμα Ρούσεφ, διαδόχου της πρώτης περιόδου Λούλα και τρέφουν άσβεστο μίσος εναντίον του «αριστερού» χώρου.
Οι εξαγριωμένοι ακραίοι εθνικιστές και συντηρητικοί, μαζί με τους ακροδεξιούς και τους αντι-Λουλικούς, βεβήλωσαν τη σημασία, που έχουν για τον συμβολισμό της δημοκρατίας οι διάσημες ράμπες του ιδιοφυούς αρχιτέκτονα, Όσκαρ Νιεμάγερ, οι οποίες υποδηλώνουν την άμεση σύνδεση της κοινωνίας των πολιτών με τους θεσμούς του κράτους. Με ανόρκιστους ακόμη πολλούς από τους νέους υπουργούς, το γαλβανισμένο πλήθος εκτέλεσε την πιο σκοτεινή πράξη αμφισβήτησης του πολιτεύματος μετά το πέρας της δικτατορίας του 1985, αφήνοντας εμβρόντητο όλον τον κόσμο να αναρωτιέται αν επρόκειτο για ένα «πραξικόπημα» ή όχι, αν η επίθεση ήταν υποκινούμενη και χρηματοδοτούμενη, ή μήπως και ακόμη χειρότερα, άμα με την κίνηση τούτη εγκαινιάσθηκε μία εποχή ανεξέλεγκτης μαζικής αμφισβήτησης της κυβέρνησης, των θεσμών και της λειτουργίας της ίδιας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ως έχει.
Στη Βραζιλία, η απειλή για μία πράξη εκτροπής για πολλούς μήνες ήταν μία προοπτική, που όσο και εάν μετ’ ευσεβών πόθων οι πάντες απωθούσαν, τα απτά δεδομένα και τα πεπραγμένα του Μπολσονάρου στη δημιουργία μίας ηγεμονικής πραγματικότητας για τους συμπαθούντες προς αυτόν δεν άφηναν αμφιβολίες ότι η διακυβέρνηση Λούλα θα συναντούσε προσκόμματα. Τα βαθύρριζα ερείσματα που ο ακροδεξιός τέως πρόεδρος είχε δημιουργήσει στις δυνάμεις ασφαλείας, στα παντοδύναμα λόμπι (Εκκλησία, Αγροτοδιατροφικό καρτέλ, μεγαλογαιοκτήμονες, εμπόρους ξυλείας, οπαδούς οπλοκατοχής και παρακρατικούς) αποτελούν «εγγύηση» πως θα δυσκολέψουν το έργο της κεντρο-αριστερής κυβέρνησης. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι σε ένα ομοσπονδιακό κράτος, όπως είναι η Βραζιλία, η κάλπη ανέδειξε περισσότερους κυβερνήτες, που πρόσκεινται στον Μπολσονάρου, απ’ όσους δεν συμμερίζονται την ιδεολογία του (καθώς δεν ανήκουν όλοι στο κόμμα του Λούλα και δεν τον υποστηρίζουν κατ’ ανάγκην). Γι’ αυτό δεν προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι πολλά από τα ακραία στοιχεία που έφθασαν στις πύλες του Κογκρέσου, της Προεδρίας και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σχεδόν θα λέγαμε «συνοδεύονταν» από την ίδια τη Στρατονομία, που τύποις είναι υπεύθυνη για τη διατήρηση της κοινής ασφάλειας.
Για να κατανοήσουμε τη στάση των ένστολων και την πολιτική αρχή, από την οποία εξαρτώνται και λαμβάνουν εντολές, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη κάποια σημαντικά δεδομένα, που σχετίζονται με τον ευρύτερο πολιτικο-κοινωνικό χάρτη μετά τις πρόσφατες εκλογές. Πρώτον και κυριότερο, ότι ο κυβερνήτης της Ομοσπονδιακής Περιφέρειας όπου υπάγεται η πρωτεύουσα Μπραζίλια, Ιμπανέις Ρόσα, ήταν ένας από τους συμμάχους του Μπολσονάρου σε όλη τη διάρκεια της προεδρίας του. Κατά δεύτερον, ο υπεύθυνος της δημόσιας ασφάλειας, Άντερσον Τόρες, ήταν αστυνομικός επίτροπος και διετέλεσε κατόπιν υπουργός Δικαιοσύνης στην προηγούμενη κυβέρνηση Μπολσονάρου. Και τρίτον, η Στρατονομία αποτελεί από χρόνια μία προνομιακή δεξαμενή ψήφου για τον ηγέτη της ακροδεξιάς και τα στοιχεία δείχνουν πως πολλοί από τους εισβολείς είχαν επαφές μαζί της πριν από την εκτέλεση της εφόδου.
Στην ίδια τη Βραζιλία, υπάρχουν αμέτρητες θεσμικές δυνάμεις ασφαλείας, τόσο πολιτειακές όσο και ομοσπονδιακές. Το περιοδικό Piauí υπολόγισε πριν από μερικά χρόνια ότι οι αστυνομικοί και στρατιωτικοί μαζί με τις οικογένειές τους αποτελούν το 9% του πληθυσμού της χώρας. Και σε αυτές θα πρέπει να προσθέσουμε τις παραστρατιωτικές δυνάμεις, πραγματικοί ιδιωτικοί στρατοί που υπόκεινται σε μεγαλογαιοκτήμονες, βιομηχάνους, μεγάλες εταιρείες κλπ και εξασφαλίζουν την «ιδιωτική» ασφάλεια των εργοδοτών τους, αναλαμβάνοντας συχνά να εκτελούν «εκκαθαριστικές» αποστολές και εξώσεις από γαίες, περιοχές κλπ, για να μην πούμε ότι πραγματοποιούν επίσης γενοκτονίες και σπέρνουν την τρομοκρατία. Επί Μπολσονάρου ο ρόλος τους ενισχύθηκε, ατύπως σχεδόν νομιμοποιήθηκε. Με τη νομοθεσία περί οπλοκατοχής και περί ευθύνης για την ασφάλεια απέκτησαν κάτι σαν το ακαταδίωκτο, ενώ με 406.000 μέλη ξεπερνούν τον αριθμό των επίσημων δυνάμεων ασφαλείας!
Μόλις την προηγούμενη ημέρα της 8ης Ιανουαρίου, η μυστική υπηρεσία ABIN, είχε προειδοποιήσει για τον κίνδυνο να σημειωθούν επιθέσεις σε δημόσια κτίρια, όμως κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει το μέγεθος και την οργάνωση (μέσω του Telegram), της τεράστιας μάζας των 30.000 εξαγριωμένων, που έφθαναν με λεωφορεία και οι οποίοι ζητούσαν συνδρομή από τους στρατιωτικούς για να μην αναλάβει ο Λούλα τα καθήκοντά του. Άλλωστε, η Στρατονομία που πρόσκειται στον Μπολσονάρου θα ήταν, καίτοι πιο ιδεολογικά φορτισμένη, εκείνη που θα συνόδευε και θα προστάτευε (και όχι οι Ένοπλες Δυνάμεις) τον πρόεδρο σε περίπτωση πραξικοπήματος ή μίας θεσμικής ρήξης. Ο λύκος δηλαδή θα φυλούσε τα πρόβατα.
Και εάν η νομιμοφροσύνη των στρατιωτικών για δύο μήνες μετά τις εκλογές αποτελούσε έναν από τους κυριότερους πονοκεφάλους για τον Λούλα, η τύχη (;) ήθελε ο υπεύθυνος για τη δημόσια ασφάλεια της πρωτεύουσας Άντερσον να απουσιάζει στο εξωτερικό. Και πού στο εξωτερικό; Η «τύχη» πάλι, τον ήθελε στη Φλόριντα όπου «κατά τύχη» βρίσκεται ο Μπολσονάρου, ο οποίος εγκατέλειψε τη Βραζιλία δύο ημέρες προτού αναλάβει τα καθήκοντά του ο Λούλα. Συνεπώς, η ασφάλεια της πρωτεύουσας της Βραζιλίας είχε εγκαταλειφθεί στην ευθύνη του αναπληρωτή υπεύθυνου. Την ίδια ώρα οι Μπολσοναριστές επί δύο μήνες κατασκήνωναν μπροστά από το αρχηγείο Στρατού, μόλις 9χλμ. από την Πλατεία των Τριών Εξουσιών. Εν τέλει, με υπάρχον ένα τέτοιο κενό εξουσίας, αποφάσισαν να ξεκινήσουν τη δική τους νεοφασιστική Μεγάλη Πορεία προς τις έδρες του Προέδρου, των βουλευτών και των δικαστών, που τόσο μισούν, γιατί έχουν πεισθεί από την προπαγάνδα του Μπολσονάρου.
Μάλιστα όπως μαθεύτηκε, ο κυβερνήτης Ρόσα, πασχίζοντας να σώσει το πολιτικό του μέλλον, απέλυσε τον Άντερσον Τόρες όσο αυτός βρισκόταν ακόμη για διακοπές στη Φλόριντα και ηχογράφησε μήνυμα, που ζητούσε συγγνώμη από τον Λούλα. Βέβαια αυτό δεν τον ωφέλησε και πολύ καθώς το Ανώτατο Δικαστήριο απομάκρυνε τον κυβερνήτη από τα καθήκοντά του για 90 ημέρες και ανέπεμψε ένα δριμύ κατηγορώ και σε αυτόν και τον υφιστάμενό του: «Τίποτα απολύτως δεν δικαιολογεί την παράλειψη και τη συμπαιγνία του υπουργού Δημόσιας Ασφάλειας [Άντερσον Τόρες] και του κυβερνήτη της Ομοσπονδιακής Περιφέρειας [Ρόσα] με εγκληματίες που προανήγγειλαν ότι θα διέπρατταν βίαιες ενέργειες κατά των θεσμικών εξουσιών», τους ονείδισε ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Αλεξάντρε ντζι Μοράες, ανακοινώνοντας την προσωρινή τους παύση.
Ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης του Λούλα, Φλάβιο Ντζίνου, πρώην δικαστής και κυβερνήτης, είχε προειδοποιήσει επίσης τον κυβερνήτη Ρόσα το Σάββατο ότι ακόμη περισσότεροι οπαδοί του Μπολσονάρου κατέφθασαν για να ενισχύσουν τις τάξεις των διαδηλωτών. Εκείνος του υποσχέθηκε πως θα παρακολουθεί στενά τις κινήσεις τους και θα διατηρήσει πάση θυσία τη δημόσια τάξη. Ο Ντζίνου, ο οποίος κι εκείνος έχει από κοινού ευθύνη με τον Ιμπανέις Ρόσα για την ολιγωρία και κυρίως για την ευπιστία του σε έναν ουσιαστικά πολιτικό του αντίπαλο, έμεινε εμβρόντητος, όταν είδε την Κυριακή την αστυνομία να μην προσπαθεί καν να εμποδίσει τους αλλόφρονες Μπολσοναριστές, τυλιγμένους με σημαίες να εισβάλουν στην καρδιά της βραζιλιάνικης πολιτικής εξουσίας και να ακολουθούν τα όσα παρακολουθήσαμε.
Αυτό που, ενώ ήταν εμφανές, πλέον έλαβε διάσταση μίας εδραίας πεποίθησης μέσα από τα πρόσφατα γεγονότα στη Βραζιλία είναι πως υπάρχει μία ασύνδετη και συχνά αντιπαλότητα ανάμεσα στις τρεις εξουσίες στη χώρα, που καμιά δεν λογοδοτεί στην άλλη και συχνά δεν μπορούνε να συνεργαστούν. Κυρίως δε, δεν υπάρχει μία διαμεσολαβητική δύναμη μεταξύ τους, ένας θεσμικός και όχι εκτελεστικός πρόεδρος, όπως υπάρχει σε πολλά κοινοβουλευτικά καθεστώτα και ανά πάσα στιγμή μπορεί να παρεμβαίνει σε περιστάσεις κρίσης. Καμία από τούτες τις θεσμικές εξουσίες δεν έχει πλήρη εξουσία στις υφιστάμενες αρχές κι αυτές έχουν συνηθίσει, καλυπτόμενες από την ομοσπονδιακή πολυδιάστατη νομοθεσία, να μην υπακούουν στις ανώτερες θεσμικές εξουσίες και να δρουν αυτόνομα, όπως συνέβη στις 8 Ιανουαρίου.
Κυρίως όμως, τα γεγονότα επικύρωσαν τις δυσοίωνες προβλέψεις της για το μέλλον και την πορεία της νέας διακυβέρνησης Λούλα. Η σύνθεση της κυβέρνησής του, που πλέον βασίζεται στο Κέντρο του Αλκμίν και στερείται ομοιογένειας στις προτεραιότητες του κάθε υπουργείου, από μόνη της δεν εγγυάται ούτε ταχύτητα, ούτε δραστικότητα στον σχεδιασμό και την εκτέλεση των αποφάσεων. Ιδίως δεν εξασφαλίζει ότι θα έχει τον άμεσο και αναγκαίο κοινωνικό προσανατολισμό, προκειμένου να ανασκευάσει τις ανισότητες και τη φτώχεια, που εντάθηκαν κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Μπολσονάρου. Σε μία χώρα που το χρέος και η αποπληρωμή του έχει συνταγματοποιηθεί και που η Δαμόκλειος σπάθη του ορίου των κρατικών δαπανών αποκλείει συχνά την ανακούφιση της κοινωνίας, χρειάζεται πυγμή και αποφασιστικότητα για μία κυβέρνηση να φέρει εις πέρας ένα πραγματικό φιλολαϊκό πρόγραμμα. Είναι απορίας άξιον εάν η σύνθεση της 3ης θητείας του Λούλα τα διαθέτει όλα αυτά.
Μόλις σε 10 ημέρες από την άτυπη έναρξη του κυβερνητικού έργου η κυβέρνηση Λούλα βρίσκεται αντιμέτωπη με τουλάχιστον εννέα κυβερνητικά αδιέξοδα, που δημιούργησε κυριολεκτικά μόνη της και θέτουν εν αμφιβόλω καίρια κυβερνητικά σχέδια: από τον φόρο και τις τιμές στα καύσιμα, την μεταρρύθμιση της Πρόνοιας και της είσπραξης των ασφαλιστικών εισφορών από τους εργαζομένους, το κοινό νόμισμα των κρατών του Mercosur, την δικαστική επιείκεια, έως το σκάνδαλο με την υπουργό Τουρισμού. Ο Λούλα έχει να αντιμετωπίσει μεγάλες προκλήσεις στην κοινωνία που θα απαιτήσουν τη συναίνεση μίας αστικής τάξης και ιδίως των πλουσίων για να φέρει εις πέρας το έργο του.
Με περίπου 39 εκατομμύρια Βραζιλιάνους να βρίσκονται σε επισφαλείς εργασιακές σχέσεις και ημιαπασχολούμενοι στις παγιωμένες συνθήκες της μαύρης οικονομίας, με 80 εκατομμύρια κατοίκους σε κατάσταση υπερχρέωσης και 125 εκατομμύρια πολίτες σε κάποιου άλλου είδους ανασφάλεια (διατροφική, ενεργειακή, επαγγελματική, οικονομική), η κυβέρνηση Λούλα χρειάζεται εσωτερική και κοινωνική εμπιστοσύνη για να αντιμετωπίσει τα ζέοντα τούτα θέματα.
Η επίθεση στα κτίρια του Νίεμαγερ και οι εκτεταμένες λεηλασίες, δεν ήταν μόνο μία πράξη διαμαρτυρίας κατά του Λούλα. Συμβολικά αποτελούν μία πράξη κατάλυσης του μοντερνισμού και της ιδέας του για το κράτος σαν κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ κυβερνώντων-υπηκόων και ανεξαρτησίας των τριών εξουσιών, φαλκιδεύουν την έννοια της λαϊκής βούλησης και της συμμετοχής στους θεσμούς. Ο Λούλα πλέον κάθεται σε μία προεδρική καρέκλα που έχει βεβηλωθεί και καλείται να διαχειριστεί μία κοινωνία, που έχει διαιρεθεί σε τέτοιο βαθμό που στο μέλλον δεν είναι διόλου απίθανο να δούμε έναν «πόλεμο όλων εναντίον όλων», που μπορεί να στοιχίσει και στον ίδιον.