Πριν από έναν ακριβώς χρόνο (16 Ιουλίου 2022) πέρασε στο δεύτερο (από τα τρία συνολικά) στάδιο η εφαρμογή του λεγόμενου «Νόμου περί της επίσημης γλώσσας του κράτους» στην Ουκρανία. Ο νόμος αυτός είχε ψηφιστεί ήδη από τον Απρίλιο του 2019, επί προεδρίας Ποροσένκο και περιελάμβανε σειρά μέτρων που είχε ως τελικό στόχο όχι απλώς τον σταδιακό περιορισμό, αλλά εν δυνάμει την εξαφάνιση της χρήσης της ρωσικής γλώσσας από τον δημόσιο βίο του ουκρανικού κράτους, όταν με βάση τη γενική απογραφή του 2001 το 29,6% των Ουκρανών πολιτών δήλωνε ρωσική εθνική ταυτότητα και τη ρωσική ως μητρική γλώσσα (φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι και η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της Ουκρανίας, ανεξαρτήτως εθνικής προέλευσης, μιλά μέχρι σήμερα τα Ρωσικά εξίσου καλά με την όποια μητρική τους γλώσσα).
Ανάμεσα στα μέτρα που είχαν αρχίσει να εφαρμόζονται εδώ και έναν χρόνο ήταν η επιβολή προστίμου 8,5 χιλιάδων γριβνών (περίπου 280 ευρώ ή 300 δολάρια ΗΠΑ) για χρήση της ρωσικής γλώσσας σε δημόσιο χώρο (πρωτίστως σε χώρους μαζικής εστίασης, εμπορικά καταστήματα κ.ο.κ.). Για την παρακολούθηση αυτής της διαδικασίας έχει δημιουργηθεί ένα σώμα «γλωσσικής αστυνομίας», που επιτηρεί τους Ουκρανούς πολίτες ακόμη και στις συναλλαγές τους π.χ. στο ταμείο ενός καταστήματος, ή στον πάγκο ενός μπαρ ή μιας καφετέριας. Η χρήση ειδικά της ρωσικής γλώσσας πατάσσεται αυθωρεί και παραχρήμα, την ώρα που η χρήση οποιασδήποτε άλλης, «άσχετης» γλώσσας (π.χ. αγγλικής, γαλλικής κ.ο.κ.) θεωρείται απολύτως «φυσιολογική».
Ήδη από το πρώτο στάδιο εφαρμογής αυτού του νόμου (από το 2019 δηλαδή) είχαν καθιερωθεί διάφορες «νόρμες» για τα ουκρανικά μέσα ενημέρωσης, ως προς τη χρήση της ουκρανικής και των άλλων γλωσσών. Τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα πρέπει να έχουν τουλάχιστον το 75% του προγράμματός τους στα Ουκρανικά, ενώ οι εφημερίδες και τα περιοδικά, ακόμη και αυτά που αφορούν σε ξεχωριστές εθνοτικές ομάδες, υποχρεούνται να εκδίδουν το 50% του τιράζ τους επίσης στα Ουκρανικά. Όλες οι πολιτιστικές, αθλητικές κ.ά. παρόμοιες εκδηλώσεις υποχρεωτικά διεξάγονται μόνο στην ουκρανική γλώσσα. Ωστόσο οι διάφοροι περιορισμοί δεν αφορούν, κατ’ εξαίρεση, τις γλώσσες των λαών που, κατά τον αντίστοιχο ουκρανικό νόμο, θεωρούνται «γηγενείς» και ««συστατικοί του ουκρανικού έθνους». Λόγος γίνεται κατά κύριο λόγο για τους τουρκογενείς λαούς της Κριμαίας (Τατάρους, Καραΐμους, Κριμτσάκους), όχι όμως για τους Έλληνες, τους Ούγγρους, τους Ρουμάνους κ.ά. λαούς με ισχυρές μειονότητες σε συγκεκριμένες περιοχές του ουκρανικού κράτους. Σημειωτέον, ότι με βάση αυτόν τον νόμο, οι Ρώσοι δεν θεωρούνται γηγενής λαός, ούτε συστατικός του ουκρανικού έθνους!
Η αντίδραση της Ουγγαρίας και της Ρουμανίας, ακόμη και μέσω της Ε.Ε., για το ζήτημα της καταπίεσης των εθνικών τους μειονοτήτων στη δυτική και νοτιοδυτική Ουκρανία, ειδικά στο θέμα της εκπαίδευσης στη μητρική γλώσσα (αυτής που για τους Ρώσους και πολλές άλλες εθνοτικές ομάδες είναι εξαρχής και εντελώς απαγορευμένη), οδήγησε το 2020 σε μερική αναθεώρηση, ήδη επί «προεδρίας» Ζελένσκι, κάποιων διατάξεων του νόμου αυτού. Έτσι επιτράπηκε στα παιδιά της ουγγρικής και της ρουμανικής μειονότητας να εκπαιδεύονται μέχρι και την πέμτη τάξη του Δημοτικού στη μητρική τους γλώσσα, αλλά στη συνέχεια το 80% της διδακτέας ύλης να είναι στα Ουκρανικά. Η Ελλάδα, που θα μπορούσε να ακολουθήσει έναν παρόμοιο δρόμο και να διεκδικήσει περισσότερα δικαιώματα για τη δική της ομογένεια στην Ουκρανία, δεν έκανε απολύτως τίποτε, με συνέπεια η θέση των ελληνικών κοινοτήτων που βρίσκονται σε περιοχές που ελέγχονται ακόμη από το καθεστώς του Κιέβου να είναι ιδιαίτερα δυσχερής. Οι τυχεροί της υπόθεσης είναι οι Έλληνες της Κριμαίας και των περιοχών του Ντονμπάς και της Περιφέρειας Ζαπορόζιε που βρίσκονται πλέον υπό την αιγίδα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αφού το ρωσικό κράτος μεριμνά για την ανάπτυξη και τη διατήρηση των πολιτιστικών, γλωσσικών και άλλων ιδιαιτεροτήτων όλων των κατά τόπους μειονοτήτων. Πολλώ δε μάλλον στην περιοχή της Λ.Δ. Ντονιέτσκ και της Περιφέρειας Ζαπορόζιε, όπου οι Έλληνες αποτελούν την τρίτη, αριθμητικά, εθνότητα μετά τους Ρώσους και τους Ουκρανούς (συνολικά 110.000 πολίτες).
Μόλις προχτές οι αρχές του καθεστώτος του Κιέβου προέβησαν σε περαιτέρω σκλήρυνση των μέτρων κατά της ρωσικής γλώσσας και της δημόσιας χρήσης της, απαγορεύοντας μεταξύ άλλων ακόμη και τη δημόσια ακρόαση μουσικής στη ρωσική γλώσσα, την έκδοση και τη δημόσια ανάγνωση βιβλίων και άλλων εντύπων στα Ρωσικά κ.ά παρόμοια μέτρα, τα οποία φυσικά πιστοποιούν κατά τον πλέον γλαφυρό τρόπο τον ναζιστικό και ρατσιστικό χαρακτήρα του ουκρανικού καθεστώτος. Εάν σε όλα τα παραπάνω προσθέσουμε και τις πολιτικές και άλλες απαγορεύσεις (κήρυξη ως παράνομων 13 ουκρανικών πολιτικών κομμάτων, κλείσιμο ή κατάληψη με το ζόρι όλων των αντιπολιτευόμενων μέσων ενημέρωσης, φυλάκιση ή φυσική εξόντωση πολιτικών προσώπων, δημοσιογράφων, πολιτικών επιστημόνων κ.ο.κ., απαγόρευση άσκησης δημόσιας κριτικής στις ενέργειες των αρχών του καθεστώτος του Κιέβου κ.ο.κ.), τότε ο δυστοπικός αυτός «καμβάς» συμπληρώνεται μέχρι την τελευταία «πινελιά».
Όλα τα παραπάνω γράφτηκαν για να έχουμε πάντα υπόψη μας ποιος συγκρούεται με ποιον στο έδαφος της χώρας που κάποιοι θέλουν στα λόγια να ονομάζεται «Ουκρανία», αλλά στην πράξη κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να την μετατρέψουν οριστικά και αμετάκλητα σε αυτό που η στήλη επαναλαμβάνει σε κάθε σχεδόν σημείωμά της: σε χώρα-Error 404…
Μεταξύ μας, η εξαφάνιση του κρατικού μορφώματος με το όνομα «Ουκρανία», όσο και αν ακούγεται παράδοξο, είναι ο καλύτερος τρόπος για τη διάσωση τόσο του ουκρανικού λαού ανεξαρτήτως εθνικότητας, αλλά και της πολιτιστικής, γλωσσικής και ιστορικής ταυτότητας του ουκρανικού έθνους. Όχι όμως σε βάρος των υπολοίπων εθνών που συγκατοικούν στα ίδια εδάφη, αλλά δίπλα τους, σε ισότιμη βάση και με σεβασμό σε όλες ανεξαρτήτως τις ιστορικές, πολιτιστικές και γλωσσικές ταυτότητες του πολυεθνικού λαού της περιοχής.