ΑΘΗΝΑ
22:19
|
06.05.2024
Ύφεση, περικοπές στις δαπάνες, διχασμός στην κοινωνία. Η Γερμανία σε αχαρτογράφητα νερά.
Ο Όλαφ Σολτς μετά το ατύχημα
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Με τον καγκελάριο Σολτς να έχει το δεξί του μάτι καλυμμένο λόγω του ατυχήματος που είχε όταν έκανε τη γυμναστική του, κάτι που έδωσε υλικό για μπόλικο χιούμορ από πλευράς του πληθυσμού, ξεκίνησε χτες (5/9) στο Μπούντεσταγκ, το γερμανικό ομοσπονδιακό κοινοβούλιο, η συζήτηση για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό της Γερμανίας για το έτος 2024. Την εισήγηση έκανε ο υπουργός Οικονομικών, επικεφαλής του κόμματος των φιλελευθέρων Κρίστιαν Λίντνερ, ένας πιστός εκφραστής του νεοφιλελεύθερου δόγματος.

-Είστε χωρίς αμφιβολία ο χειρότερος Καγκελάριος που έχω ακούσει
-Ναι, αλλά με έχετε ακουστά…

Ο συνολικός προϋπολογισμός ανέρχεται σε σχεδόν 448 δισεκατομμύρια ευρώ, περίπου 30 δισεκατομμύρια λιγότερα από τον αντίστοιχο περσινό. Η εισήγηση του Λίντνερ περιλαμβάνει περικοπές. Πιστός στην ιδεολογία του ο 44χρονος επιστρέφει στην πολιτική των μειωμένων κρατικών δαπανών και στον περιορισμό του δανεισμού από την πλευρά του κράτους, ώστε αυτό να παρουσιάζει πλεόνασμα εσόδων από φορολογία και τέλη σε σχέση με τα έξοδα.

Η πολιτική των περικοπών έρχεται να κλείσει μια τετραετία αυξημένων δαπανών και χαλάρωσης στο ζήτημα του κρατικού δανεισμού και του πλεονάσματος. Η πολιτική χαλάρωσης είχε εφαρμοστεί ήδη από το 2020 προκειμένου να αντιμετωπιστεί τόσο η κρίση της πανδημίας του κορονοϊού όσο και η αύξηση των τιμών στην ενέργεια που άρχισε να σημειώνεται από το τέλος του 2021 και κλιμακώθηκε στη συνέχεια, μαζί με την αύξηση του πληθωρισμού. Αυτή η χαλαρή πολιτική με χαρακτηριστικό τις πολλές έκτακτες παροχές σε όλες τις κοινωνικές ομάδες φτάνει στο τέλος της.

Η κατάσταση στη Γερμανία είναι πρωτοφανής. Η οικονομία είναι σε ύφεση και αυτό οφείλεται σε πολλαπλούς παράγοντες. Πρώτα απ’ όλα η Γερμανία βρίσκεται σε πόλεμο δι’ αντιπροσώπου με τον ιστορικό της ανατολικό… πνεύμονα, δηλαδή τη Ρωσία. Κι όταν λέμε ιστορικό εννοούμε ένα χώρο με τον οποίο οι οικονομικές σχέσεις χάνονται κυριολεκτικά στα βάθη των χιλιετηρίδων. Η εκτόξευση των τιμών της ενέργειας πλήττει συνολικά την οικονομία και την κοινωνία, ενώ βασικοί ιστορικοί βιομηχανικοί κλάδοι, δηλαδή η μεταλλουργία με προεξάρχουσα τη χαλυβουργία καθώς και η χημική βιομηχανία βρίσκονται εν μέσω μιας δίνης κόστους παραγωγής, η οποία έχει εισάγει στην κουβέντα σχετικά την έννοια της αποβιομηχάνισης. Το να συζητά κανείς όμως μια ενδεχόμενη αποβιομηχάνιση της Γερμανίας θα ήταν σαν να μιλάμε για αποναυτιλιοποίηση ή αποαγροτοποίηση της ελληνικής οικονομίας. Στη δίνη παρασύρεται μαζί και ο κλάδος των δομικών έργων. Τα μηνύματα από την αυτοκινητοβιομηχανία, τέλος, είναι επίσης αποκαρδιωτικά.

Και αυτά είναι τα δεδομένα ενώ η χώρα περνά ουσιαστικά μία στεγαστική κρίση, μιας και λείπουν εκατομμύρια κατοικίες για να καλύψουν τις ανάγκες του πληθυσμού, ενώ η έξοδος από την πανδημία έφερε στους γερμανικούς δρόμους τα περισσότερα ΙΧ από ποτέ στην ιστορία της χώρας. Το πρώτο πρακτικά σημαίνει πως, πέρα από τον αριθμό των αστέγων που αυξάνονται και εκτός από το ζήτημα της ακρίβειας σε μια χώρα όπου οι μισοί άνθρωποι μένουν στο νοίκι, μιας και η έλλειψη προσφοράς ανεβάζει τις τιμές των ενοικίων και το ιδιόκτητο σπίτι για όσους μπορούσαν να αποκτήσουν γίνεται για ανθρώπους των κατώτερων μεσαίων στρωμάτων άπιαστο όνειρο και κάτι ακόμα: κάνει τις πόλεις τις χώρας μη ελκυστικές για εργατικό δυναμικό, ακόμα και για ειδικευμένους επιστήμονες και μηχανικούς. Κι αυτό τροφοδοτεί έτι το πρόβλημα της έλλειψης ανθρώπων που θα δουλέψουν.

Από την άλλη η αύξηση της αυτοκίνησης οδηγεί σε εκροή συναλλάγματος, επιδείνωση του κυκλοφοριακού προβλήματος στις πόλεις και σε περεταίρω περιβαλλοντική επιβάρυνση, μαζί με τα προβλήματα υγείας που φέρνει μαζί του αυτός ο τρόπος μετακίνησης για τους οδηγούς.

Οι υποδομές της Γερμανίας από την άλλη χρήζουν εκσυγχρονισμού μετά από δεκαετίες λιτότητας. Τα σχολεία, τα νοσοκομεία, δρόμοι, γέφυρες, σιδηρόδρομοι, γυμναστήρια, συστήματα ύδρευσης, η θωράκιση απέναντι σε φυσικές καταστροφές, η προστασία του περιβάλλοντος, όλοι οι τομείς που έχουν να κάνουν με κρατική χρηματοδότηση και δράση εμφανίζουν προβλήματα.

Τέλος, η γερμανική κοινωνία είναι διχασμένη, για την ακρίβεια κατατετμημένη σε πολλές ομάδες με βάση αντιλήψεις και απόψεις. Για πρώτη φορά στην ιστορία της κυβερνάται από μια τρικομματική κυβέρνηση στην οποία οι τρεις εταίροι έχουν ο καθένας μια ιδιαίτερη δύναμη. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με τις τρικομματικές της δεκαετίας του 1950 υπό τον πατέρα της νέας Γερμανίας Κόνραντ Αντενάουερ, ο οποίος ήταν κυρίαρχος του παιχνιδιού. Ο καγκελάριος πολιτικά είναι αδύναμος, και προσωρινά μονόφθαλμος.

Σκίτσο του Μαριάν Καμένσκι, Αυστρία

Η χριστιανοδημοκρατική αντιπολίτευση, μετά από 16 χρόνια εξουσίας υπό την Άνγκελα Μέρκελ, ψάχνει το βηματισμό της και πιέζεται τόσο από τα αριστερά, όσο και από τα δεξιά. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ομοσπονδιακής Γερμανίας υπάρχει ένα κόμμα δεξιά της δεξιάς με αξιώσεις και με αποδοχή από μεγάλο κομμάτι των πολιτών. Το κόμμα της Αριστεράς δεν κατορθώνει να εκφράσει τα στρώματα που θα περίμενε κανείς. Οι πολωμένες απόψεις εκτείνονται σε όλο το εύρος των θεμάτων: από το τι πρέπει να κάνει η Γερμανία σε σχέση με τον πόλεμο, με την ενεργειακή μετάβαση, με το θέμα των έμφυλων ζητημάτων, το δημογραφικό της, το μεταναστευτικό.

Η Γερμανία καθίσταται μη ελκυστική και λόγω της ανόδου της άκρας δεξιάς. Επαγγέλματα κρίσιμα όπως των εκπαιδευτικών ή των νοσηλευτών κακοπληρώνονται και οι συνθήκες εργασίας οδηγούν σε εξάντληση. Τα κενά από συνταξιοδοτήσεις και παραιτήσεις δεν συμπληρώνονται. Στις μεγαλουπόλεις υπάρχει μια αίσθηση ανομίας, ανασφάλειας τόσο οικονομικής όσο και φυσικής σε σχέση με το έγκλημα, μικρό και μεγάλο. Η κοινωνική συνοχή είναι ζητούμενη και όχι δεδομένη.

Μέσε σε αυτό το πλέγμα προβλημάτων έρχεται το υπουργείο Οικονομικών να καταθέσει ένα σχέδιο προϋπολογισμού που βάλλεται πανταχόθεν. Το Ελεγκτικό Συνέδριο καθώς και οι οργανώσεις φορολογουμένων κατηγορούν πως το ύψος του δανεισμού είναι «μαγειρεμένο» και όχι τόσο χαμηλό όσο θα έπρεπε και όσο φαίνεται, γιατί δεν υπολογίζονται τα χρέη που θα γίνουν για την ενίσχυση του αμυντικού προϋπολογισμού. Πάντως αυτός, με 51 δισ. είναι ο μισός από τον πολυδιαφημισμένο πέρσι ειδικό προϋπολογισμό των 100 δις. που είχε εξαγγείλει ο Σολτς άμα τη ενάρξει του πολέμου στην Ουκρανία . Σε αυτή τη γραμμή κριτικής κινούνται και οι χριστιανοδημοκράτες.

Από τα αριστερά και από τα συνδικάτα και τις κοινωνικές οργανώσεις καταγγέλλονται οι ανεπαρκείς αυξήσεις στις κοινωνικές δαπάνες. Αυτές θα αυξηθούν μεν κατά 5 δισ., το ποσό όμως δεν κρίνεται επαρκές. Στους τομείς της υγείας όμως και της παιδείας θα υπάρξουν περικοπές: 8 δισεκατομμύρια λιγότερα θα δοθούν για την υγεία και 1 δισεκατομμύριο λιγότερο για την παιδεία και την έρευνα. Κι όμως αυτοί είναι οι τομείς που το κράτος θα έπρεπε να είναι γενναιόδωρο. Ακόμα και για την οικιστική και πολεοδομική ανάπτυξη οι δαπάνες θα μειωθούν κατά 400 περίπου εκατομμύρια ευρώ. Περικοπές λοιπόν, στους τομείς που πάσχουν.

Από την πλευρά των επιχειρήσεων η κριτική επικεντρώνεται σε δύο σημεία: πρώτον, στο τέλος των διευκολύνσεων για τις πληρωμές ρεύματος που παρέχονταν στις βιομηχανίες οι οποίες έχουν μεγάλη κατανάλωση και δευτερευόντως στις σκέψεις για αύξηση του ΦΠΑ στην εστίαση. Στα σχέδια του Λίντνερ πάντως ασκείται κριτική και από πλευρές των Πρασίνων, αλλά και των Σοσιαλδημοκρατών. Το ερώτημα είναι, θα μπορέσει μια επιστροφή στη λιτότητα, στην πεπατημένη δηλαδή αντίληψη περί κρατικών δαπανών μιας προηγούμενης εποχής να δώσει απαντήσεις στα καυτά προβλήματα της μεγάλης αυτής χώρας;

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Κάιρο: Η Χαμάς αποδέχεται την πρόταση για κατάπαυση πυρός

ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ: Καταδικάζουμε απερίφραστα την Ισραηλινή εντολή εκκένωσης της Ράφα

ΟΟΣΑ: Αύξηση στο 5,8% ο πληθωρισμός για τον Μάρτιο

Νεμπένζια: Το δυτικό ενδιαφέρον για την ειρηνική χρήση του διαστήματος είναι υποκριτικό

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα