Η αθλητικογράφος του Gazzetta.gr Μαριλένα Καλόπλαστου μίλησε στο Κοσμοδρόμιο με αφορμή τη σεξουαλική επίθεση στην Τζένι Ερμόσο για την έμφυλη διάσταση του ποδοσφαίρου και το παρόν και το μέλλον της γυναικείας υπόθεσης στο άθλημα.
Η υπόθεση της Τζένι Ερμόσο άνοιξε την κουβέντα γύρω από το γυναικείο ποδόσφαιρο με αρνητικό ή θετικό τρόπο, ποια είναι η γνώμη σου;
Η πράξη δεν χωράει ούτε παρερμηνείας ούτε ωραιοποίησης, το ξεκαθάρισε η ίδια η Ερμόσο. Βέβαια υπάρχουν οι γνωστές φωνές που εστιάζουν στο ότι η αντίδραση της Ερμόσο ήταν να γελάσει εκείνη την ώρα, παραβλέποντας ότι πρώτον μπορεί να ήταν ο μηχανισμός άμυνάς της απέναντι σε ό,τι είχε να διαχειριστεί εκείνη τη στιγμή και δεύτερον ότι πολλά θύματα κακοποιητικής συμπεριφοράς συνειδητοποιούν σε δεύτερο χρόνο το τι τους συνέβη. Σε τελική ανάλυση, το περιστατικό είναι κατακριτέο από όποια σκοπιά κι αν το εξετάσεις. Τώρα, το γεγονός ότι οι περισσότεροι την ξέρουμε πια μέσα από το τραύμα της παρά μέσα από την καριέρα της, το γεγονός πως αν κάποιος ρωτούσε μια εβδομάδα πριν ποια ήταν η Ερμόσο κανείς δεν θα ήξερε και μια εβδομάδα μετά προσδιορίζεται μέσα από το τραύμα της, είναι απολύτως αρνητικό αν σκεφτεί κανείς πως μιλάμε για μια αθλήτρια κορυφαίου επιπέδου.
Μήπως όμως το ότι τη μάθαμε μέσα από το τραύμα της εμπεριέχει και κάτι θετικό; Μήπως γίνεται η ίδια αφορμή με έναν τρόπο ώστε να ανοίξει ο διάλογος;
Ο τρόπος που οι παίκτριες της Ισπανίας χειρίστηκαν το ζήτημα και τα αντανακλαστικά που έδειξε η κοινωνία, όταν διαπίστωσε ότι ένας κορυφαίος παράγοντας κάνει ό,τι κάνει σε δημόσια θέα δίχως να έχει την ευθιξία αμέσως να παραιτηθεί είναι το θετικό στην υπόθεση. Από εκεί και πέρα η ομοσπονδία της Ισπανίας έχει πολλά θέματα και αν το περιστατικό έχει τη δύναμη να προκαλέσει αλλαγές σε επίπεδο δημόσιας σφαίρας έστω και δημόσιου διαλόγου, καλό είναι που τη γνωρίσαμε έτσι. Αλλά θεωρώ πως μπορεί και πρέπει το όλο ζήτημα να πάει παραπέρα από τη συγκεκριμένη υπόθεση και αυτό ακουμπάει με έναν τρόπο τη δική μας δουλειά, το πώς ενσκύπτουμε οι δημοσιογράφοι επί του θέματος.
Όλο αυτός ο γόρδιος δεσμός που αφορά το γυναικείο ποδόσφαιρο και την αντιμετώπισή του από τις ομοσπονδίες πώς μπορεί να λυθεί;
Βασικά με τη μεγαλύτερη εκπροσώπηση γυναικών στις ομοσπονδίες και σε θέσεις ευθύνης ειδικότερα. Είναι ενδεικτικό ότι έγιναν φέτος εκλογές στην UEFA και στο εκλέξιμο κομμάτι της Επιτροπής δεν υπάρχει ούτε μια γυναίκα. Δηλαδή σε ευρωπαϊκό επίπεδο το άθλημα δεν έχει μια γυναίκα σε διοικητικό πόσο. Δεν γίνεται αυτό σε μια περίοδο που το γυναικείο ποδόσφαιρο ανθίζει, είναι πιο προσοδοφόρο και έχει περισσότερα βλέμματα στραμμένα πάνω του. Θα γίνει σταδιακά φαντάζομαι αλλά οι όποιες αλλαγές δεν θα ξεκινήσουν από τα πάνω εκεί θα προκύψουν ως αποτέλεσμα ενός αγώνα διεκδίκησης μιας πραγματικής κατάστασης ισότητας.
Από εκεί και πέρα ως προς το σκέλος της διαφάνειας εντός των ομοσπονδιών και των διαδικασιών που ακολουθούνται εντός αυτών δεν θεωρώ ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας, δεδομένου του ότι μιλάμε για κλειστές δομές, όπως είδαμε και την περίοδο Μπλάτερ. Και είναι από ένα σημείο και πέρα, εκτός από το αυστηρά θεσμικό κομμάτι οι νοοτροπίες που κυριαρχούν και οι οποίες πρέπει να αλλάξουν. Για παράδειγμα ο Ρουμενίνγκε που είναι εμβληματική φιγούρα για την Μπάγερν και το γερμανικό ποδόσφαιρο όταν δήλωσε σχετικά με την περίπτωση της Ερμόσο ότι «μέσα σε μια στιγμή ευφορίας δεν έγινε και τίποτα, δεν πειράζει» δέχθηκε πολύ σωστά έντονες αποδοκιμασίες από οπαδούς της Μπάγερν που έχουν πολιτική θέση και οι οποίοι σήκωσαν πανό που έγραφε «γροθιές αντί για φιλιά, δεν πειράζει», σαρκάζοντας τα λόγια του. Σε κάθε περίπτωση οι αθλητές και έπειτα οι φίλαθλοι και εμείς ως δημοσιογράφοι φέρουμε ευθύνη να απαιτούμε αλλαγές και να θέτουμε ζητήματα.
Έρχομαι στο ποδόσφαιρο ως προϊόν και κοινωνική ανάγκη. Υπάρχει το αφήγημα που λέει ότι υπάρχει μέσα από μικρές κοινότητες φιλάθλων δίνεται μια αντίσταση στο αυστηρά εταιρικό κομμάτι και μια απάντηση στον φασισμό στα γήπεδα. Και υπάρχει το αντεπιχείρημα ότι μένουμε σε μικρές, ρομαντικές οάσεις που δεν ακυρώνουν την πλήρη εμπορευματοποίηση του σπορ. Τι πιστεύεις εσύ;
Ίσως υπερισχύει το προσωπικό βίωμα σε αυτό που θα πω αλλά υπάρχουν ακόμη αρκετοί ρομαντικοί στον τρόπο που αντιλαμβάνονται τον σύλλογο και την ομάδα και τη σύνδεση που έχουν με αυτήν. Κι αν εκλείψουν αυτοί θα καταλάβουν τον χώρο άλλοι που δεν έχουν ιδέα τι ακριβώς υποστηρίζουν και συνδέονται με λάθος κίνητρα. Aναφέρομαι σε όσους είδαν και έφτιαξαν οικογένεια μέσα στο γήπεδο και αντιτάχτηκαν σε όσα δεν τους άρεσαν στις κερκίδες ή και έφυγαν από το γηπεδικό κομμάτι όταν είδαν ότι κάτι δεν τους εξέφραζε ή ακόμη κι όταν είδαν τον φασισμό δίπλα τους. Και εδώ γίνεται λάθος οι οπαδοί να διαχωρίζονται από την κοινωνία. Δεν είναι έτσι, για παράδειγμα το 2010-13 όταν η Χρυσή Αυγή γιγαντώθηκε οι φασίστες ήταν παρόντες και στο γήπεδο. Η κερκίδα είναι ένας καθρέφτης της κοινωνίας, παραμορφωτικός βέβαια, αφού δεν υπάρχουν εντός γηπέδου τα εκλογικά ποσοστά αυτούσια και απόλυτα ευθυγραμμισμένα. Για να επανέλθω στους ρομαντικούς ωστόσο αυτοί έχουν την ιδιότητα να βλέπουν την ιστορία και τα σύμβολα της ομάδας ως κάτι εντελώς διαφορετικό από τη διοίκηση που την αντιμετωπίζει ως επιχείρηση και παράγοντα ωφέλειας. Εγώ για παράδειγμα ως Ολυμπιακός απέχω από το αγωνιστικό σκέλος από το 2010 και θεώρησα ότι αυτός είναι ο τρόπος να αντισταθώ σε συγκεκριμένα πράγματα και στην αλλοίωση που υπέστη η φυσιογνωμία του συλλόγου.
Έρχομαι στην όλη συζήτηση περί οπαδικής βίας. Ποια είναι η γνώμη σου για τον όρο και τον ρόλο που έχει η βία ως φαινόμενο μέσα στα γήπεδα;
Η βία είναι κοινωνικό φαινόμενο που εκδηλώνεται και στα γήπεδα, εξου και ο όρος «οπαδική βία» κατά τη γνώμη μου είναι αδόκιμος. Ο τόπος όπου λαμβάνει χώρα η βία αλλάζει, από εκεί και πέρα το να κλείσεις τον σύνδεσμο θα απαλείψεις τη βία. Αυτοί οι άνθρωποι θα βρουν τρόπο να εκτονώσουν θυμό και μίσος σε άλλο χώρο με άλλο τρόπο. Τρανό παράδειγμα το διαβόητο παράδειγμα της Θάτσερ που σε μια λογική στρουθοκαμηλισμού και καταστολής έβγαλε τον χουλιγκανισμό από τα γήπεδα για να τον εξάγει σε άλλες χώρες. Ούτε να μετριαστεί αυτό το κομμάτι είναι δυνατό, το ζήτημα είναι τι γίνεται στην κοινωνία. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι το ενεργό στους οργανωμένους οπαδούς κομμάτι αφορά σε συντριπτικό ποσοστό ηλικίες 18-38, άρα η λύση είναι να προσφέρεις λύσεις στους νέους ανθρώπους ως πολιτεία και κράτος ώστε να μην είναι μόνιμα νευριασμένοι, θυμωμένοι και ψυχικά εκτεθειμένοι στις χειρότερες βιοτικές συνθήκες. Αυτή, η κοινωνική, είναι η βάση του προβλήματος. Και από εκεί και πέρα ο οπαδικός τύπος και οι διοικήσεις που θέλουν έναν πυρήνα οπαδών δικό τους είναι ένα άλλο κομμάτι.
Ο χώρος της αθλητικής δημοσιογραφίας είναι ακόμη ανδροκρατούμενος. Έχοντας διαγράψει μια πορεία σε αυτόν θα έλεγες ότι οι γυναίκες παραμένουν «εξωτικά πουλιά» ή έχει σημειωθεί πρόοδος;
Από τη σχολή κατάλαβα ότι οι γυναίκες θα μειοψηφούμε στον χώρο και η πρώτη εντύπωση επιβεβαιώθηκε στα μέσα που εργάστηκα κατόπιν. Είμαστε συντριπτική μειοψηφία αλλά δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται σε έλλειψη ενδιαφέροντος γιατί υπάρχει από την παιδική ηλικία ένας διαχωριστικός αυτοματισμός στον οποίο εκπαιδευόμαστε και ο οποίος λέει ότι τα κορίτσια δεν έχουν καλή σχέση με συγκεκριμένα αθλήματα όπως το ποδόσφαιρο κτλ. Σε προσωπικό επίπεδο κλήθηκα να αποδείξω ότι ξέρω τα βασικά του ποδοσφαίρου, ενώ οι άνδρες συνάδελφοί μου δεν πέρασαν την ίδια «πίστα», θεωρήθηκε αυτονόητο ότι ξέρουν τέτοια πράγματα. Βλέπουμε έτσι ότι οι έμφυλοι ρόλοι και ο φόβος προς τις δεξιότητες της γυναίκας – ή και η προκατάληψη για αυτές- αναπαράγονται από μικρή ηλικία και είναι φυσιολογικό υπό μια έννοια η γενικότερη συνθήκη να αντανακλάται και στην αθλητική δημοσιογραφία. Βλέπουμε βέβαια ότι αυτές οι νοοτροπίες και οι συμπεριφορές που έχουμε μάθει να περιγράφουμε ως ματσίλα υποχωρούν, έστω και σταδιακά, και σε αυτό συμβάλει πως οι νεότερες γενιές στη δημοσιογραφία είναι πιο μορφωμένες, κοινωνικά και ακαδημαϊκά.
Διαβάστε επίσης: