ΑΘΗΝΑ
23:22
|
06.05.2024
Η αποβιομηχάνιση της γερμανικής οικονομίας δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί. Και είναι προάγγελος της οικονομικής παρακμής ολόκληρης της ηπείρου.
Η αποβιομηχάνιση της γερμανικής οικονομίας, προάγγελος της οικονομικής παρακμής ολόκληρης της ηπείρου
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Του συγγραφέα-δημοσιογράφου Thomas Fazi – Μετάφραση και αναδημοσίευση από antapocrisis.gr

Για δεκαετίες, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελούσε αναδυόμενο αντίβαρο στη γεωπολιτική ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα κράτη μέλη της ΕΕ, σύμφωνα με τα λεγόμενα, θα έπρεπε να στοχεύουν σε μεγαλύτερη αυτονομία από την υπερδύναμη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Όμως, η σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας αποκάλυψε την κενότητα αυτής της θεωρίας. Σύμφωνα με τα λόγια των ίδιων των αναλυτών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων: η “βασαλοποίηση[1]” της Ευρώπης είναι σήμερα πιο έντονη από οποιαδήποτε άλλη στιγμή από τα μέσα του 20ού αιώνα και έπειτα.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν αποκάλυψε μόνο πως οι Βρυξέλλες είναι ουσιαστικά εξαρτημένες από την Ουάσιγκτον στα γεωπολιτικά ζητήματα. Ακόμη πιο εμφανής είναι η παρακμή της Ευρώπης και η αυξανόμενη οικονομική της εξάρτηση από την Αμερική, η οποία προϋπήρχε μεν της σύγκρουσης στην Ουκρανία, έχει όμως επιδεινωθεί.

Το 2008, η οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη από αυτή των ΗΠΑ. Σήμερα, το 2023, η οικονομία των ΗΠΑ είναι κατά ένα τρίτο μεγαλύτερη από αυτήν της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Βρετανίας μαζί, και κατά 50% μεγαλύτερη από αυτήν της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο. Με άλλα λόγια, η οικονομία της ευρωζώνης έχει αναπτυχθεί περίπου 6% τα τελευταία 15 χρόνια, σε σύγκριση με το 82% των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν τα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Η οικονομική ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης άρχισε να παίρνει απόσταση από τις ΗΠΑ πολύ πριν από τη σύγκρουση στην Ουκρανία. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για αυτό, πάνω από όλα όμως η καταστροφική πολιτική λιτότητας στην Ευρώπη μετά το 2008, η οποία οδήγησε σε μακροπρόθεσμη κατάρρευση της ζήτησης και των επενδύσεων. Αυτή η διαδικασία έχει επιταχυνθεί δραματικά τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, η Ευρώπη υπέστη τεράστια οικονομική οπισθοδρόμηση ως αποτέλεσμα του πολέμου και ιδίως λόγω του ρωσικού φυσικού αερίου, που κάλυπτε σχεδόν το μισό της ενεργειακής ζήτησης της βιομηχανίας πριν από τον πόλεμο. Το εμπάργκο στη Ρωσία είχε ως αποτέλεσμα ένα «μαζικό και ιστορικά μοναδικό ενεργειακό σοκ[2]», το οποίο επιδεινώθηκε από τις κερδοσκοπικές βλέψεις των μεγάλων ενεργειακών εταιρειών και ακρωτηριάζει τόσο τη βιομηχανία όσο και τα νοικοκυριά. Σύμφωνα με τον Economist, οι υψηλές τιμές της ενέργειας σκότωσαν 68.000 ανθρώπους τον περασμένο χειμώνα στις φτωχότερες χώρες της Ευρώπης, χώρες που κατέφυγαν στο πολύ πιο ακριβό υγραέριο από το Κατάρ και, κυρίως, από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι New York Times κατέγραψαν τον περασμένο Σεπτέμβριο τις καταστροφικές συνέπειες των κυρώσεων των Βρυξελλών για τη βιομηχανία και τους εργαζόμενους στην Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας και η πτώση της ζήτησης ανάγκασαν δεκάδες εργοστάσια σε ένα ευρύ φάσμα ενεργοβόρων βιομηχανιών όπως γυαλί, χάλυβας, αλουμίνιο, ψευδάργυρος, λιπάσματα και χημικά προϊόντα να μειώσουν ή να σταματήσουν την παραγωγή τους, κάτι που με τη σειρά του έχει οδήγησε σε μαζικές απολύσεις.

Βραχυχρόνιες επιπτώσεις;

Αρχικά πολλοί ειδικοί ισχυρίζονταν πως οι επιπτώσεις θα ήταν βραχύβιες και πως οι τιμές της ενέργειας τελικά θα σταθεροποιούνταν και η ευρωπαϊκή οικονομία θα ανέκαμπτε. Και πράγματι, οι τιμές χονδρικής του φυσικού αερίου έχουν διαμορφωθεί σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν. Όμως, εξακολουθούν να είναι περίπου τριπλάσιες σε σχέση με την περίοδο πριν από την έναρξη της κρίσης. Ακόμη και πρώην αισιόδοξοι αναλυτές που κάποτε προέβλεπαν ταχεία ανάκαμψη, τώρα αναγνωρίζουν ότι η πολιτική των τελευταίων 17 μηνών έχει βυθίσει την Ευρώπη σε μια βαθύτερη κρίση από ότι είχαν προβλέψει.

Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι η βιομηχανική παραγωγή συνεχίζει να μειώνεται ραγδαία σε όλη την Ευρώπη λόγω των υψηλών τιμών της ενέργειας, της υποτονικής εγχώριας αγοράς, της υποτονικής παγκόσμιας ζήτησης και των αυστηρότερων συνθηκών λήψης δανείων. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας[3], η ζήτηση για εταιρικά δάνεια μειώθηκε κατά 42% το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, μετά από πτώση κατά 38% το πρώτο τρίμηνο, ιστορικό χαμηλό από το 2003.

Η πτώση ήταν ακόμη μεγαλύτερη για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, των οποίων η ζήτηση για πιστώσεις εξακολουθεί να είναι χαμηλότερη σήμερα από την εποχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008. Η εξαιρετικά άκαμπτη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, η οποία δεν δείχνει σημάδια χαλάρωσης, συμβάλλει σίγουρα στην όλη κατάσταση. Ως αποτέλεσμα, το ΔΝΤ προβλέπει τώρα ότι η ευρωζώνη θα αναπτυχθεί μόλις 0,9% φέτος, σε σύγκριση με έναν εκτιμώμενο ρυθμό ανάπτυξης 1,8% για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αλλά και αυτό μοιάζει αισιόδοξο. Γιατί η χώρα που υποφέρει περισσότερο στην Ευρώπη είναι και η μεγαλύτερη και πιο σημαντική οικονομία της: η Γερμανία. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η Γερμανία είναι η μόνη χώρα της G7 που θα συρρικνωθεί φέτος. Ως οικονομία προσανατολισμένη στις εξαγωγές που εστιάζει σε βιομηχανίες έντασης ενέργειας όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της, η Γερμανία έχει πληγεί ιδιαίτερα σκληρά από την έλλειψη ενέργειας.

Αλλά η ίδια η γερμανική πολιτική ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για αυτήν την κρίση. Πριν από τον πόλεμο, η Γερμανία έπαιρνε περισσότερο από το μισό του φυσικού της αερίου από τη Ρωσία – μέσω του αγωγού Nord Stream 1, ο οποίος εκτείνεται από τις ρωσικές ακτές κοντά στην Αγία Πετρούπολη έως τη βορειοανατολική Γερμανία. Επιπλέον, η Γερμανία βρισκόταν σε διαδικασία εντατικοποίησης των οικονομικών της σχέσεων με τον εταίρο της στην ανατολή, του οποίου η φθηνή ενέργεια ήταν ένα από τα βασικά στοιχεία της γερμανικής οικονομικής επιτυχίας μετά το τέλος της προηγούμενης χιλιετίας. Τα δέκα τελευταία χρόνια πριν από τον πόλεμο, οι ομοσπονδιακές κυβερνήσεις υπό τη Μέρκελ επένδυσαν πολλά στην κατασκευή ενός δεύτερου αγωγού παράλληλου με τον υπάρχοντα, ο οποίος θα διπλασίαζε την ετήσια παραλαβή φυσικού αερίου: ο Nord Stream 2 ολοκληρώθηκε το 2021 και θα έπρεπε να λειτουργήσει το 2022.

Ωστόσο, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Γερμανία έκανε μια στροφή 180 μοιρών, ανακοινώνοντας την πλήρη σταδιακή κατάργηση του ρωσικού φυσικού αερίου έως το 2024. Η Ρωσία απάντησε αρχικά περιορίζοντας τη ροή φυσικού αερίου μέσω του αγωγού Nord Stream 1 και στη συνέχεια σταμάτησε και επίσημα τη λειτουργία του για εργασίες συντήρησης τον Αύγουστο του περασμένου έτους. Ένα μήνα αργότερα, ο αγωγός τέθηκε εκτός λειτουργίας εξ αιτίας της γνωστής βομβιστικής επίθεσης. Η Γερμανία έκλεισε εντελώς τον Nord Stream 2 μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Αν και μόνο ένας από τους δύο σωλήνες του νέου αγωγού υπέστη ζημιά από την επίθεση του Σεπτεμβρίου του 2022 και η Ρωσία επιβεβαίωσε ότι ο άθικτος σωλήνας παραμένει λειτουργικός, ο Nord Stream 2 δεν τέθηκε τελικά ποτέ σε λειτουργία.

«Η αποβιομηχάνιση δεν είναι πλέον απλώς υφέρπουσα»

Η Γερμανία, όπως και άλλα ευρωπαϊκά κράτη, έχει κάνει προσπάθειες να προμηθεύεται φυσικό αέριο από άλλες χώρες, είτε αγοράζοντας από τη Νορβηγία ή την Ολλανδία, είτε επεκτείνοντας την υποδομή της για εισαγωγή LNG από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Κατάρ. Όμως ο συνδυασμός των μειωμένων ροών φυσικού αερίου, των υψηλότερων τιμών της ενέργειας και των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ έχουν προκαλέσει τεράστιο πλήγμα στη βιομηχανία της χώρας. Αυτό το αποτέλεσμα ήταν προβλέψιμο[4] και υπήρχαν ήδη σχετικές προειδοποιήσεις. Ο γερμανικός δείκτης βιομηχανικών πωλήσεων, ενδεικτικός της γενικής κατάστασης της οικονομίας, βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση από τις αρχές του 2022, δηλαδή σε ύφεση. Οι παραγγελίες των επιχειρήσεων μηχανολογίας της χώρας, οι οποίες αποτελούσαν επίσης δείκτη της οικονομικής κατάστασης για μεγάλο χρονικό διάστημα, μόνο τον Μάιο του τρέχοντος έτους υποχώρησαν και αυτές κατά 10%, όγδοη κατά σειρά πτώση. Άλλοι κλάδοι παρουσιάζουν παρόμοιες αδυναμίες και η βιομηχανική παραγωγή στο σύνολό της εξακολουθεί να παραμένει στάσιμη[5].

Δεν είναι περίεργο που όλο και περισσότερες γερμανικές εταιρείες προσπαθούν να μειώσουν το λειτουργικό τους κόστος. Ο γερμανικός χημικός κολοσσός BASF δήλωσε ότι σχεδιάζει να περικόψει θέσεις εργασίας στην Ευρώπη, ενώ ανοίγει νέο εργοστάσιο στην Κίνα και επενδύει στον εκσυγχρονισμό του βιομηχανικού του συγκροτήματος στην Chattanooga του Τενεσί. Τον Φεβρουάριο, η εταιρεία ανακοίνωσε το κλείσιμο ενός εργοστασίου λιπασμάτων στη γενέτειρά της στο Λουντβιχσχάφεν και άλλων εγκαταστάσεων, με κόστος περίπου 2.600 θέσεων εργασίας. Τον Μάρτιο, η Uedesheimer Rheinwerk, ιδιοκτήτρια του μεγαλύτερου εργοστασίου αλουμινίου της Γερμανίας, ανακοίνωσε ότι θα κλείσει το εργοστάσιο της μέχρι το τέλος του έτους λόγω υψηλού ενεργειακού κόστους. Ο γερμανικός φαρμακευτικός κολοσσός Bayer σκοπεύει επίσης να στρέψει το ενδιαφέρον του στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα.

Οι κύριοι κατασκευαστές αυτοκινήτων της χώρας – Volkswagen, BMW και Mercedes-Benz – ακολουθούν όλοι τον ίδιο δρόμο. Μια τρέχουσα έρευνα του Συνδέσμου Βιομηχάνων σε 128 Γερμανούς προμηθευτές αυτοκινήτων αποκάλυψε ότι κανένας από αυτούς δεν σχεδιάζει να αυξήσει τις επενδύσεις του στην εγχώρια αγορά[6]. Περισσότερο από το ένα τέταρτο των επιχειρήσεων σχεδιάζουν να μετεγκαταστήσουν τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τον Economist, σχεδόν το ένα τρίτο των γερμανικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων σκέφτεται να μετεγκαταστήσει την παραγωγή και τις θέσεις εργασίας του στο εξωτερικό, και μία στις έξι επιχειρήσεις το κάνει ήδη.

Όλα αυτά αντικατοπτρίζονται στα συγκλονιστικά στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα το Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο, τα οποία δείχνουν ότι οι ξένες επενδύσεις έχουν σχεδόν καταρρεύσει: ενώ το 2022 η Γερμανία διαχειρίστηκε άμεσες ξένες επενδύσεις ύψους 135 δισεκατομμυρίων ευρώ (149 δισεκατομμύρια δολάρια), μόνο περίπου 10,5 δισεκατομμύρια ευρώ επενδύθηκαν άμεσα στη Γερμανία[7].

Όπως αναφέρει η έκθεση, πρόκειται για σαφείς ενδείξεις αποβιομηχάνισης. «Μερικές φορές ακούτε για «υφέρπουσα αποβιομηχάνιση»… Λοιπόν, δεν είναι απλώς υφέρπουσα πια», είπε ο Hans-Jürgen Völz, επικεφαλής οικονομολόγος στην BVMW, μια ένωση που υπερασπίζεται τις γερμανικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, χιλιάδες δηλαδή μικρές και μεσαίες επιπιχειρήσει που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας. Για να κάνει τα πράγματα χειρότερα, ο υπουργός οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ επεσήμανε πρόσφατα ότι η χώρα θα αναγκαστεί να περιορίσει περαιτέρω τις βιομηχανικές της δραστηριότητες, εάν το ρωσικό αέριο, το οποίο εξακολουθεί να ρέει μέσω της Ουκρανίας προς την Ευρώπη, εκλείψει. Ένα σενάριο που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί εάν η Ουκρανία δεν ανανεώσει τη σχετική συμφωνία μέχρι το τέλος του έτους (όπως έχει απειλήσει ο υπουργός ενέργειας του Κιέβου) ή εάν η Ρωσία αποφασίσει να μειώσει ή να κλείσει εντελώς την παροχή.

Η απομόνωση της γερμανικής οικονομίας είναι προάγγελος οικονομικής παρακμής για ολόκληρη την ήπειρο – όχι μόνο επειδή η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος παίκτης στην Ευρώπη, αλλά και επειδή πολλές άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες είναι ενσωματωμένες στις εφοδιαστικές αλυσίδες της Γερμανίας –  παρέχουν εξαρτήματα σε γερμανικές εταιρείες ή συναρμολογούν τελικά προϊόντα. Λένε πως όταν η Γερμανία φτερνίζεται, η Ευρώπη είναι άρρωστη. Τι γίνεται όμως όταν η ίδια η Γερμανία είναι σοβαρά άρρωστη;

Ο ενδοδυτικός οικονομικός κανιβαλισμός

Οι Γερμανοί και οι Ευρωπαίοι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων παίρνουν τώρα τον λογαριασμό για την άνευ όρων υποταγή τους στη στρατηγική των ΗΠΑ στην Ουκρανία, για την αποσύνδεση τους από τη ρωσική ενέργεια και για την πρόωρη συμμετοχή στον πόλεμο δια αντιπροσώπων της Αμερικής. Αυτή η υποταγή είναι άξια απορίας, δεδομένου ότι η κατάσταση της Αμερικής είναι αντιστρόφως ανάλογη με αυτήν της Ευρώπης: με σχετικούς όρους, η Αμερική έχει γίνει ισχυρότερη, ενώ η Ευρώπη έχει αποδυναμωθεί. Η σύγκρουση δεν έδωσε στην Ουάσιγκτον μονάχα την ευκαιρία να αποκαταστήσει τη στρατιωτική της ηγεμονία στην Ευρώπη, κυρίως μέσω της αναδιάρθρωσης και της επέκτασης του ΝΑΤΟ. Έκανε επίσης την Ευρώπη πιο εξαρτημένη οικονομικά από την Αμερική. Η εξάρτηση από το ρωσικό αέριο έχει αντικατασταθεί από μια πιο ακριβή εξάρτηση από το αμερικανικό αέριο, το οποίο οι Αμερικάνοι χάρις στην “επανάσταση του σχιστόλιθου” διαθέτουν πλούσιο. Τα αμερικανικά αποθέματα φυσικού αερίου είναι επίσης αυτά που προστατεύουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από τις χειρότερες οικονομικές συνέπειες της σύγκρουσης.

Υπάρχει λοιπόν λόγος να πιστεύουμε ότι αυτό ήταν το σχέδιο της Ουάσιγκτον από την αρχή. Άλλωστε, η δημιουργία μιας σφήνας μεταξύ της Ευρώπης – ιδίως της Γερμανίας – και της Ρωσίας, και ως εκ τούτου η αποτροπή ενός ευρασιατικού χώρου που θα παίζει πολιτικό ρόλο, αποτελούσε εδώ και πολύ καιρό γεωπολιτική επιταγή των ΗΠΑ.

Πριν από τον πόλεμο, οι ευρωπαϊκές χώρες και ιδιαίτερα το Βερολίνο, εξακολουθούσαν να αμφισβητούν την επιταγή αυτή. Οι αγωγοί Nord Stream, στους οποίους η Ουάσιγκτον ήταν πάντα σθεναρά αντίθετη, είναι μόνο ένα από τα παραδείγματα. Αλλά η Αμερική έχει χρησιμοποιήσει επιδέξια τη σύγκρουση στην Ουκρανία για να καταστρέψει τις σχέσεις μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας με μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Μια οικονομικά εξασθενημένη ευρωπαϊκή ήπειρος είναι επωφελής για τις ΗΠΑ, καθώς ικανοποιεί τις αμερικανικές φιλοδοξίες για αποπαγκοσμιοποίηση[8], η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο την αποσύνδεση από την Κίνα αλλά και την ανοικοδόμηση της παραγωγικής ικανότητας και την αυτάρκεια της χώρας σε μια σειρά στρατηγικών βιομηχανιών. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρώπη δεν είναι στρατηγικός σύμμαχος, αλλά ανταγωνιστής και αντίπαλος που η Ουάσιγκτον επιθυμεί να κρατήσει σε υποδεέστερη θέση.

Αυτό είναι επίσης το κλειδί για την κατανόηση του νόμου του Μπάιντεν για τη μείωση του πληθωρισμού , ο οποίος δίνει κίνητρα σε εταιρείες να μετατοπίσουν τις επενδύσεις τους από την Ευρώπη στην Αμερική. Βλέπουμε δηλαδή μια διαδικασία ενδοδυτικού οικονομικού κανιβαλισμού. Μπορεί να είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως η αποδυνάμωση ενός βασικού στρατηγικού συμμάχου μπορεί να αποτελεί επιτυχημένη μακροπρόθεσμη στρατηγική. Έχει όμως κάποιος στην Ουάσιγκτον ή τις Βρυξέλλες μακροπρόθεσμη στρατηγική αυτές τις μέρες;

[1] https://ecfr.eu/publication/the-art-of-vassalisation-how-russias-war-on-ukraine-has-transformed-transatlantic-relations/

[2] https://www.oecd.org/newsroom/russia-s-war-of-aggression-against-ukraine-continues-to-create-serious-headwinds-for-global-economy.htm

[3]https://www.ecb.europa.eu/stats/ecb_surveys/bank_lending_survey/html/ecb.blssurvey2023q2~6d340c8db6.en.html#toc9

[4]https://makroskop.eu/29-2022/die-konjunktur-im-juni-2022/

[5] https://tradingeconomics.com/germany/manufacturing-pmi

[6] https://www.kloepfel-consulting.com/supply-chain-news/maerkte/vda-umfrage-automobilindustrie-deutschland-6566823/

[7] https://www.iwkoeln.de/presse/pressemitteilungen/christian-rusche-geldabfluesse-in-deutschland-so-hoch-wie-nie.html

[8] https://makroskop.eu/02-2023/die-deglobalisierung-die-wir-brauchen/

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Κάιρο: Η Χαμάς αποδέχεται την πρόταση για κατάπαυση πυρός

ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ: Καταδικάζουμε απερίφραστα την Ισραηλινή εντολή εκκένωσης της Ράφα

ΟΟΣΑ: Αύξηση στο 5,8% ο πληθωρισμός για τον Μάρτιο

Νεμπένζια: Το δυτικό ενδιαφέρον για την ειρηνική χρήση του διαστήματος είναι υποκριτικό

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα