Η Μόσχα πρότεινε στην ηγεσία της Αρμενίας τα τελευταία 15 χρόνια συμβιβαστικές λύσεις στο θέμα του Ναγκόρνο–Καραμπάχ, οι οποίες ωστόσο απορρίπτονταν με το επιχείρημα, ότι θα υπάρξουν απειλές για την ασφάλεια της χώρας, δήλωσε ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν στο πλαίσιο της Λέσχης «Βαλντάι», που συνεδρίασε στο Σότσι της Μαύρης Θάλασσας.
Προτείναμε «στους Αρμένιους φίλους να επιστρέψουν στο Αζερμπαϊτζάν πέντε περιοχές γύρω από το Καραμπάχ, να κρατήσουν δύο περιοχές και να διατηρήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο την εδαφική σύνδεση μεταξύ Αρμενίας και Καραμπάχ. Όμως οι Αρμένιοι συνάδελφοι κάθε φορά έλεγαν: “Όχι, αυτό θα δημιουργήσει ορισμένες απειλές για εμάς”», είπε ο Β. Πούτιν, επαναλαμβάνοντας προτάσεις, που είχε στο παρελθόν διατυπώσει ο αρμενικής καταγωγής υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ.
«Εμείς με τη σειρά μας λέγαμε, ακούστε, το Αζερμπαϊτζάν μεγαλώνει, η οικονομία του αναπτύσσεται, είναι μια χώρα που παράγει πετρέλαιο και φυσικό αέριο, έχει πληθυσμό 10 εκατομμυρίων. Ας συγκρίνουμε το δυναμικό των δύο. Εφόσον υπάρχει μια τέτοια δυνατότητα, πρέπει να βρούμε αυτόν τον συμβιβασμό. Με τη σειρά μας θα περάσουμε τις σχετικές αποφάσεις στο Συμβούλιο Ασφαλείας [σ.σ. του ΟΗΕ], θα εγγυηθούμε την ασφάλεια του διαδρόμου Λατσίν, ο οποίος προκύπτει με φυσικό τρόπο», σημείωσε ο Ρώσος πρόεδρος, προσθέτοντας ότι η αρμενική πλευρά απαντούσε αρνητικά και «εξέφραζε την πρόθεσή της να πολεμήσει».
Ο Ρώσος πρόεδρος δήλωσε, ότι κατά την με τη μεσολάβησή του επιτεύχθηκε η συμφωνία, ότι θα σταματήσουν την προέλασή τους τα αζέρικα στρατεύματα, κατά τον πόλεμο των 44 ημερών του 2020. «Εγώ, ειλικρινά, πίστευα ότι το ζήτημα είχε επιλυθεί. Τηλεφώνησα στο Γερεβάν και μου είπαν: Όχι, ας φύγουν οι Αζέροι από το ασήμαντο έδαφος του Καραμπάχ, όπου είχαν εισέλθει αζέρικα στρατεύματα. Εγώ ρώτησα, τι θα κάνετε; Και πάλι η ίδια φράση: “Θα πολεμήσουμε”. Λέω, ακούστε, σε λίγες μέρες θα έρθουν στα νώτα των οχυρώσεών σας κοντά στο Αγκντάμ και όλα θα τελειώσουν. Έλεγαν ότι θα πολεμήσουν», αποκάλυψε ο Ρώσος πρόεδρος, κάνοντας λόγο για επίτευξη συμφωνίας με το Αζερμπαϊτζάν, ότι οι μάχες θα σταματούσαν στη γραμμή της ιστορικής πόλης Σούσι.
Σύμφωνα με τον Β. Πούτιν «όταν το Καραμπάχ ανακήρυξε την ανεξαρτησία του, κανείς δεν την αναγνώρισε, ούτε η Αρμενία, πράγμα, είναι αλήθεια, για μένα περίεργο», ενώ ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος έμαθε από τα ΜΜΕ ότι «στην Πράγα [η Αρμενία] αναγνώρισε ότι το Καραμπάχ ανήκει στο Αζερμπαϊτζάν και στη συνέχεια στις αρχές του 2023 επανέλαβε δεύτερη φορά το ίδιο σε ανάλογη συνάντηση στις Βρυξέλλες». Κατά το Ρώσο πρόεδρο «μετά την αναγνώριση της κυριαρχίας του Αζερμπαϊτζάν στο Καραμπάχ ήταν απλώς ζήτημα χρόνου, πότε και με ποιον τρόπο το Αζερμπαϊτζάν θα αποκαταστήσει τη συνταγματική τάξη στο πλαίσιο του Συντάγματος του κράτους του», ενώ λόγω αντιρρήσεων του Αζερμπαϊτζάν, το ρωσικό ειρηνευτικό σώμα, που αναπτύχθηκε στην περιοχή «είχε δικαίωμα μόνο να παρατηρεί την τήρηση του καθεστώτος κατάπαυσης του πυρός και τέλος».
Ο Β. Πούτιν υπενθύμισε, ότι η Ρωσία παρέχει ανθρωπιστική και ιατρική βοήθεια επί του εδάφους, διευκολύνει την απομάκρυνση των προσφύγων και χαρακτήρισε τους Αρμένιους «συμμάχους», καλώντας τους «λεγόμενους συναδέλφους» στην ΕΕ να στείλουν «έστω και τώρα ανθρωπιστική βοήθεια για τη συντήρηση αυτών των δυστυχισμένων ανθρώπων, οι οποίοι έφυγαν από τους τόπους, που γεννήθηκαν και κατοικούσαν στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ», αλλά και «να σκεφτούμε συνολικά για την τύχη τους σε βάθος χρόνου».
Απαντώντας στην κριτική του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ ότι «η Ρωσία πρόδωσε τους Αρμένιους», ο Ρώσος πρόεδρος χρησιμοποίησε σκωπτικά τη ρωσική παροιμία «όποιου κι αν ήταν η αγελάδα, που μουγκάνιζε, η δική σου σιωπούσε», υπό την έννοια ότι δεν έχουν δικαίωμα κριτικής όσοι έμειναν σιωπηλοί και άπρακτοι, ενώ νωρίτερα το ρωσικό ΥΠΕΞ είχε απαντήσει στην ίδια κριτική, χαρακτηρίζοντας «ύπουλη θέση», που στρέφεται αποκλειστικά κατά της Ρωσίας, τη στάση, που τηρεί η ΕΕ έναντι της Αρμενίας.
Αναφερόμενος δε στους ηγέτες του Καραμπάχ, οι οποίοι συνελήφθησαν επιδεικτικά από τις Αρχές του Αζερμπαϊτζάν, ο Β. Πούτιν παρατήρησε, ότι ο ίδιος σε συνομιλίες του με τον πρόεδρό του Αλίεφ συζήτησε το θέμα της προστασίας των δικαιωμάτων όλου του πληθυσμού του αρμενικού θύλακα, εκτιμώντας ότι εκεί δεν πρέπει να έχουν παραμείνει περισσότεροι από 1000-1500 άνθρωποι από τις κατ’ εκτίμηση 120.000, αλλά και ότι δεν φαίνεται το επίσημο Ερεβάν να επιθυμεί ιδιαιτέρως την επιστροφή των ηγετικών στελεχών του στο έδαφος της Αρμενίας, υπονοώντας προφανώς τις ενδεχόμενες πολιτικές ανακατατάξεις εντός Αρμενίας.