Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κατακλυσμένος από ένα κύμα ψευτοπαλικαριάς που του προσέδωσε το γεγονός ότι στην Ελλάδα όλοι έχουν πληρωθεί για να του κάνουν τεμενάδες, ξέχασε τα παζάρια που έκανε τον προηγούμενο διάστημα της διακυβέρνησής του με τον πρόεδρο του Βρετανικού Μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν, και μίλησε «χωρίς περιστροφές», υποτίθεται, για την επιστροφή των κλοπιμαίων στην Αθήνα.
Αμέσως μετά την επίμαχη συνέντευξή του πρωθυπουργού στο BBC, ο πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ ακύρωσε τη προγραμματισμένη συνάντηση με τον Μητσοτάκη, αφήνοντάς αιχμές πως η Ντάουνινγκ Στριτ ενοχλήθηκε με τις δηλώσεις του Έλληνα ομολόγου του.
Η στάση του Ρίσι Σούνακ σε συνδυασμό με την πλήρως ελεγχόμενη συστημική δημοσιογραφία στην Ελλάδα, είχε ως αποτέλεσμα ο Κυριάκος Μητσοτάκης να επιστρέψει ως «ήρωας» από τη Γηραιά Αλβιώνα, θυμίζοντας εποχές που η Μελίνα Μερκούρη συντάρασσε τον κόσμο με τις φλογερές ομιλίες και δράσεις της για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Βέβαια, αν υπάρχει ένας άσσος στον μανίκι των Ελλήνων πολιτικών από τη Μεταπολίτευση και έπειτα, ειδικά όταν τα κόμματα στα οποία συντάσσονται τα έχουν βρει σκούρα με όλα τα υπόλοιπα, είναι το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα. Πριν από το Μεταπολίτευση, προφανώς, τηρούνταν σιγή ιχθύος για το θέμα της επιστροφής των μαρμάρων, καθώς οι Ελληνικές κυβερνήσεις που υπάγονταν, ως ένα βαθμό, κάτω από τα «προστατευτικά» φτερά των βρετανικών κυβερνήσεων, ήταν δύσκολο να αντιπαρατεθούν με την πατροπαράδοτα συμμαχική μας χώρα. Τόσο η καραμανλική ακροδεξιά όσο και το φιλοαγγλικό κέντρο του Γέρου της Δημοκρατίας, σε συνδυασμό με τον ακμάζων νεοφασισμό που επέλαυνε μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, δεν είχε κανέναν λόγο να διαμορφώσει την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων με βάση τις εξωτερικές πολιτικές προς τη Δύση και τις διεκδικήσεις των κλεμμένων Γλυπτών.
Εκείνη την εποχή, ο ελληνικός πατριωτισμός και εθνικισμός, που πάντα χρησιμοποιούσε την αρχαιότητα ως πρόσχημα για την υποτιθέμενη υπεροχή της χώρας έναντι διαφόρων εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών, ήταν στις επάλξεις εναντίον της «κόκκινης αρκούδας», οπότε το κέντρο βάρους δινόταν στην καταπολέμηση αυτούς του κομμουνιστικού «ζιζανίου» με τις αναφορές στο ένδοξο ελληνικό παρελθόν να επιπλέουν στον ωκεανό της ακραίας ανιστορικότητας με εντελώς κακόγουστες προδιαγραφές. Περισσότερο ασχολούνταν ξένοι φιλέλληνες και κάποιοι παθιασμένοι αρχαιολόγοι και διανοούμενοι της εποχής, παρά το ελληνικό κράτος στο σύνολό του.
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα μετατράπηκαν σε πολιτικό διακύβευμα μέσα στο πλαίσιο της συγκρότησης και διαμόρφωσης της νεοελληνικής ταυτότητας στα τέλη της δεκαετίας του 1970, και συγκεκριμένα, με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ από το 1981 και έπειτα και την υπουργό Πολιτισμού, Μελίνα Μερκούρη. Για την ακρίβεια, η διεκδίκηση της επιστροφής των Γλυπτών υπήρξε η «σφραγίδα» της Μερκούρη κατά την περίοδο που ήταν υπουργός, χαρακτηρίζοντας, εν γένει, και την πολιτική του ΠΑΣΟΚ για το συγκεκριμένο ζήτημα.
Ήταν η προσπάθεια του νεοσύστατου, τότε, κέντρου, να αποκρυσταλλώσει την έννοια της εθνικής ταυτότητας από τις ιστορικές παραχαράξεις και το χουντο-κιτς του εθνικιστικού παρελθόντος, αναλαμβάνοντας «υγιείς» εθνικές διεκδικήσεις και στον τομέα του πολιτισμού, από μια χώρα που έπαυε πλέον να αποτελεί προτεκτοράτο ξένων δυνάμεων και επεδίωκε τη δική της πολιτική θέση και βαρύτητα μέσα στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη.
Βέβαια, η συγκεκριμένη διεκδίκηση για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα αποτελεί ένα σχετικά ανέξοδο πολιτικό ζήτημα, καθώς η ιστορία της κλοπής των Γλυπτών από τον Λόρδο Έλγιν εκτός από ιστορικά και νομικά τεκμηριωμένη, δεν αποτελεί τη μοναδική περίπτωση αρχαιοκαπηλίας του Βρετανικού Μουσείου, το οποίο έχει κατασκευαστεί σχεδόν εξολοκλήρου με πολιτισμικά τεχνουργήματα άλλων λαών, τα περισσότερα εκ των οποίων ήρθαν στα χέρια του μουσείου με σκιώδη τρόπους.
Με άλλα λόγια, η συμβολική πλάστιγγα γέρνει με την πλευρά της Ελλάδας στο συγκεκριμένο ζήτημα, όπως και με όλες τις άλλες χώρες από τις οποίες πάρθηκαν αρχαιότητες ώστε να τοποθετηθούν ως εκθέματα στο Βρετανικό Μουσείο αλλά και σε άλλα μουσεία της Δύσης, ως ένδειξη της ηγεμονικής εξουσίας αυτών των κρατών την περίοδο των αποικιοκρατικών χρόνων.
Οπότε, ο οποιοσδήποτε πολιτικός επαναφέρει αυτό το θέμα σε εντελώς άκαιρη και άστοχη πολιτική συγκυρία, το κάνει μόνο και μόνο για να κερδίσει πόντους στη δημόσια σφαίρα, για να καταπλήξει τα πλήθη με την τολμηρότητα και τη γενναιότητά του. Είναι ένα τέχνασμα, ένα πολιτικό τρικ χωρίς καμία απολύτως ουσιαστική σημασία, καθώς προ ολίγων μηνών η ίδια κυβέρνηση παζάρευε να ανταλλάξει για κάποιο χρονικό διάστημα ορισμένα αρχαιολογικά εκθέματα που βρίσκονται στα ελληνικά μουσεία με τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Από την άλλη, ο Ρίσι Σούνακ είναι τόσο ακραία φιλελεύθερος όσο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, για την ακρίβεια, ενδέχεται να είναι και λιγότερο νεοφιλελεύθερος από τον Έλληνα πρωθυπουργό. Ο Σούνακ, όμως, αντιμετωπίζει πολλά περισσότερα πολιτικά προβλήματα από ότι ο Κυριακός Μητσοτάκης, είναι ένας αποτυχημένος πρωθυπουργός ο οποίος ανέλαβε μια αποτυχημένη κυβέρνηση και υπάρχουν πολλά ενδεχόμενα να μην κερδίσει στις επόμενες βρετανικές εκλογές. Οι Τόρηδες τα έχουν βρει σκούρα με τις συνεχόμενες απεργίες σε πολλούς επαγγελματικούς κλάδους που έχουν παραλύσει τη χώρα τα τελευταία χρόνια, ενώ οι Εργατικοί έχουν αρχίσει να κερδίζουν έδαφος και πολιτικές θέσεις εξουσίας που πριν είχαν στα χέρια τους οι Συντηρητικοί.
"If you want to run a country, I'm afraid sometimes you have to do things that you don't like."
— Sky News (@SkyNews) November 28, 2023
Former Conservative adviser @claire_pearsall speaks after Rishi Sunak cancelled a meeting with the Greek prime minister over the Elgin Marbles.https://t.co/erVCm5ZmgR
📺 Sky 501 pic.twitter.com/odwKBmoQEx
Η ελληνική κυβέρνηση το ξέρει αυτό, και σε μια ανόητη προσπάθεια επίδειξης ισχύος, επανάφερε το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών, γνωρίζοντας ότι διπλωματικά ήταν φάουλ για τη συγκεκριμένη συγκυρία, αλλά χωρίς να έχει να χάσει και κάτι σπουδαίο στην παρούσα φάση. Ο ίδιος ο Σούνακ ήταν ανένδοτος όσον αφορά τα Γλυπτά του Παρθενώνα, τι θα άλλαζε με τη συγκεκριμένη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού;
Η συσπείρωση, όμως, τον ψηφοφόρων που φυλλορροούν από το κόμμα του Σούνακ και εκφράζουν συνεχώς τη δυσαρέσκειά τους για τον βρετανό πρωθυπουργό, δεν είναι αμελητέο πολιτικό ζήτημα. Όση εθνική υπερηφάνεια κέρδισε ο Μητσοτάκης με το ανδραγάθημά του να «τα βάλει» με τον Σούνακ, άλλη τόση εθνική υπερηφάνεια έδωσε στους αντίστοιχους βρετανούς αφελείς «πατριώτες» ο ίδιος ο Σούνακ με το να κλείσει την πόρτα στον Έλληνα πρωθυπουργό έπειτα από αυτή την «προσβολή».
Από την άλλη, ο βασικός αντίπαλός του Σούνακ, ο Κιρ Στάρμερ, δέχθηκε με χαρά να συναντηθεί με τον Έλληνα πρωθυπουργό, να τους γλυτώσει από το «εθνικό φιάσκο» και να μιλήσει για τα καίρια εθνικά και γεωπολιτικά ζητήματα που απασχολούν τους δύο ηγέτες, και ας πλασάρεται ο Στάρμερ ως «κεντροαριστερός».
Ψευτοπαιχνίδια για γάτες με άλλες γάτες, που παρουσιάζονται τεχνηέντως από τα ΜΜΕ ως «ποντίκια» που πιάνονται στη φάκα, χωρίς κανέναν ουσιαστικό πολιτικό αντίκτυπο εκτός της προπαγάνδας.
Βέβαια, έτσι όπως έσκασε αυτό το πυροτέχνημα για να πριμοδοτήσει την κυβέρνηση της Νέα Δημοκρατίας σε μια εποχή που ο πληθωρισμός και η ακρίβεια είναι στα ύψη, έτσι και θα ξεφουσκώσει. Και σε λίγο καιρό θα μιλάμε πάλι για ανταλλαγές αρχαιοτήτων και σχέσεις συνεργασίας. Αλλά το φιλοθεάμων κοινό του Έλληνα ηγέτη που ψοφάει για εθνική ανατριχίλα, αναθερμάνθηκε με την υποτιθέμενη γενναιότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη, και εν τέλει, αυτό είχε σημασία.