Στις 22 Ιανουαρίου πραγματοποιήθηκαν από τον Ινδό πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι τα εγκαίνια του ινδουιστικού ναού προς τιμή τουθεού Ραμ στην Αγιόντια, μια μικρή πόλη της βόρειας Ινδίας. O ναός αυτός θεμελιώθηκε στα ερείπια του τεμένους Μπάμπρι που υπήρχε πριν εκεί.
Η ανέγερση του συγκεκριμένου ναού ήταν πάγιο αίτημα της ινδουιστικής παραστρατιωτικής οργάνωσης RSS (ο δολοφόνος του Γκάντι, Νατουράμ Γκόντσε ήταν επίσης μέλος του RSS) και του πολιτικού της μετώπου, δηλαδή του νυν κυβερνώντος κόμματος Μπαρατίγια Τζανάτα, το οποίο από το 1996 είχε συμπεριλάβει επίσημα στο εκλογικό του πρόγραμμα την ανέγερση του ναού.
Το κίνημα για την ανέγερση του ναού ήταν ήδη ενεργό από τη δεκαετία του 1980, δηλ. υπήρξε το μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μαζικό κίνημα στην Ινδία μετά την ανεξαρτησία της και συνδυάστηκε με την άνοδο του ινδουιστικού εθνικισμού. Ο ίδιος ο Μόντι, ως μέλος τότε του RSS είχε εισφέρει στο κίνημα.
Το εν λόγω κίνημα τρεφόταν από την πεποίθηση ότι στο σημείο όπου βρισκόταν το μουσουλμανικό τέμενος του 16ου αιώνα Μπάμπρι, υπήρχε παλαιότερα ναός του θεού Ραμ και μάλιστα πως εκεί γεννήθηκε ο θεός.
Το 1992 οργανωμένο πλήθος φονταμενταλιστών Ινδουιστών εισέβαλε και κατεδάφισε το τέμενος Μπάμπρι, στο πιο συνταρακτικό και συνάμα τραυματικό γεγονός στην ιστορία της Ινδίας μετά την ανεξαρτησία της. Το αμέσως επόμενο διάστημα τότε σημειώθηκαν διαθρησκευτικές συγκρούσεις σε ολόκληρη τη χώρα με τουλάχιστον δύο χιλιάδες θύματα.
Εκτός από αφορμή για συγκρούσεις μεταξύ των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων η κατεδάφιση του τεμένους αποτέλεσε αντικείμενο δικαστικής διαμάχης που διήρκησε για δεκαετίες. Τελικά, το 2019, στην αρχή της δεύτερης πρωθυπουργικής θητείας Μόντι, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας με μια αμφιλεγόμενη απόφαση και παρότι θεώρησε την κατεδάφιση του Μπάμπρι παράνομη, έδωσε το ελεύθερο για τη δημιουργία του ινδουιστικού ναού του Ραμ στη θέση του τεμένους.
Τα εγκαίνια του ναού ήταν μεγάλη νίκη για τον ίδιο τον Μόντι, το κόμμα του Μπαρατίγια Τζανάτα και το RSS και αποτέλεσε απόπειρα να παρουσιαστεί η χιντούτβα (η πολιτική ιδεολογία του ινδουιστικού εθνικισμού) ως κρατική ιδεολογία, όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Κομμουνιστικό Κόμμα Ινδίας (Μαρξιστικό).
Παρότι ο ναός είναι ανολοκλήρωτος, ο Μόντι έσπευσε να τον εγκαινιάσει, αρχίζοντας έτσι από εκεί την προεκλογική του εκστρατεία, καθώς πρόκειται να διεκδικήσει την τρίτη συνεχόμενη θητεία του στις επερχόμενες εθνικές εκλογές του Απριλίου-Μαΐου.
Το τέλος του κοσμικού κράτους;
Με την τελετή στην Αγιόντια ο Μόντι θέλησε να σηματοδοτήσει τη de facto υιοθέτηση του Ινδουισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους, κλονίζοντας, έτσι, έναν από τους βασικούς πυλώνες πάνω στους οποίους οικοδομήθηκε το σύγχρονο ινδικό κράτος, αυτόν της εκκοσμίκευσης. Πράγματι, παρά τις προσπάθειες τις ινδουιστικής Δεξιάς που εκπροσωπεί το κόμμα του Μόντι να δημιουργήσει ένα αποκλειστικά ινδουιστικό έθνος-κράτος, μετατρέποντας τους 200 εκατομμύρια Μουσουλμάνους σε δευτέρας κατηγορίας πολίτες, η Ινδία βάσει του Συντάγματός της, παραμένει κοσμικό κράτος.
Η έννοια της εκκοσμίκευσης στην Ινδία, ωστόσο, έχει μια σημαντική ιδιομορφία: δεν σημαίνει τον πλήρη διαχωρισμό κράτους και θρησκείας, αλλά ότι το κράτος θεωρεί όλες τις θρησκείες ίσες και επομένως, δεν υπάρχει επίσημη θρησκεία του κράτους (παρά το ότι ο Ινδουισμός αποτελεί τη θρησκεία της πλειοψηφίας). Για την καταπολέμηση καταπιεστικών πρακτικών, το κράτος προβλέπεται να μπορεί επεμβαίνει σε υποθέσεις τόσο εντός όσο και μεταξύ των διάφορων θρησκευτικών κοινοτήτων, καθώς και να επιχορηγεί θρησκευτικά προσκυνήματα και εορτασμούς για όλες τις θρησκείες. Ταυτόχρονα, τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να μην έχουν θρησκευτικές αναφορές στις προεκλογικές τους εκστρατείες. Σε αυτή την πολιτική παράδοση δεκαετιών επιχειρεί να βάλει τέλος ο πρωθυπουργός Μόντι με την τελετή στην Αγιόντια.
Η θέση της Αγιόντια στο φαντασιακό των Ινδουιστών εθνικιστών
Οι εθνικιστές, όχι μόνο χρησιμοποιούν μια στενή εκδοχή του Ινδουισμού (παρότι, όπως έχει καταδειχθεί σε προηγούμενο άρθρο, η χιντούτβα δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την ινδουιστική θρησκευτική ταυτότητα), αλλά επιδιώκουν να τον ανακατασκευάσουν για τις ανάγκες του πολιτικού εγχειρήματός τους. Σε μια πλουραλιστική θρησκεία με 330 εκατομμύρια θεότητες, οι εθνικιστές επιδιώκουν την προτεραιοποίηση ενός βασικού Θεού (Ραμ), τη δημιουργία ενός παν-ινδουιστικού λατρευτικού κέντρου (Αγιόντια), την επιλογή ενός ιερού βιβλίου (ενδεχομένως της Ραμαγιάνα). Παράλληλα, φαίνεται να επιχειρείται η εγκαθίδρυση κεντρικής θρησκευτικής εξουσίας στα πρότυπα των μονοθεϊστικών («οργανωμένων») θρησκειών. Πιθανό η Αγιόντια να προορίζεται να γίνει ό,τι είναι το Βατικανό για τους Ρωμαιοκαθολικούς ή η Μέκκα για τους Μουσουλμάνους. Η τελετή της 22ης Ιανουαρίου άνοιξε το δρόμο για την ανάπτυξη υποδομών θρησκευτικού τουρισμού στην πόλη και άλλων μεγάλων αστικών έργων, παρότι ο ίδιος ο ναός δεν αναμένεται να ολοκληρωθεί πριν το 2025.
Στο πλαίσιο αυτό, ο θεος Ραμ έχει επιλεγεί στρατηγικά από τους εθνικιστές ως ο βασικός θεός του ινδουιστικού έθνους. Ο Ραμ (ή Ράμα) είναι ο ημίθεος πρωταγωνιστής του αρχαίου έπους της Ραμαγιάνα και θεωρείται ενσάρκωση του Θεού Βίσνου (μαζί με τον Σίβα και τον Μπράχμα θεωρούνται οι πιο σημαντικοί του ινδουιστικού πανθέου). Ο Ραμ έγινε ευρύτερα γνωστός στο ινδικό κοινό όταν προβλήθηκε σε εθνική εμβέλεια το 1987-1988 η μεταφορά της Ραμαγιάνα σε τηλεοπτική σειρά, με εβδομαδιαία επεισόδια που έσπασαν κάθε ρεκόρ τηλεθέασης. Στη σειρά τονίζονται ιδιαίτερα τα χαρακτηριστικά του θεού ως ιδανικού βασιλιά και ως ικανού πολεμιστή. Ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν επιδιώξει να αναδείξουν στις αναπαραστάσεις τους για τον Ραμ οι Ινδουιστές εθνικιστές, έχοντας παραγκωνίσει άλλες αναπαραστάσεις του ως γαλήνιας φιγούρας.
Για αυτούς η δίκαιη μάχη και επικράτηση του Ραμ επί των δαιμόνων εξισώνεται με αυτή των Ινδουιστών ενάντια στους Μουσουλμάνους. Η ανέγερση του ναού του Ραμ στη θέση του τεμένους Μπάμπρι, και η επιστροφή του θεού στο μέρος όπου υποτίθεται ότι γεννήθηκε, συμβολίζει τη νίκη των Ινδουιστών επί των Μουσουλμάνων και σηματοδοτεί τη δημιουργία ενός ινδουιστικού έθνους-κράτους που προσδοκάται να λειτουργεί στα πρότυπα του αρχαίου βασιλείου της Αγιόντια. Όπως χαρακτηριστικά διακήρυξε ο πρωθυπουργός Μόντι στην ομιλία του, «είναι η αρχή μιας νέας εποχής». Παρότι ο ίδιος στην εν λόγω ομιλία υπογράμμισε ότι ο θεος Ραμ αποτελεί σύμβολο εθνικής ενότητας και αρμονίας, πολλοί ακτιβιστές που πρόσκεινται στην ινδουιστική ακροδεξιά, επικαλούνται τον θεό Ραμ εκφωνώντας την ιαχή Jai Shri Ram (Νίκη στο θεό Ραμ), όταν πραγματοποιούν βίαιες επιθέσεις σε Μουσουλμάνους.
Προς ένα θεοκρατικό κράτος;
Με την εμφάνισή του στην Αγιόντια ο Μόντι κατάφερε να θολώσει τα όρια μεταξύ πολιτικής και θρησκείας καθώς και μεταξύ κρατικής και θρησκευτικής εξουσίας. Καταρχάς ήταν η πρώτη φορά που Ινδός πολιτικός έβγαλε πολιτικό λόγο έξω από ινδουιστικό ναό. Επιπλέον προΐστατο ο ίδιος στην τελετή καθαγιασμού του ναού, επιτελώντας το ρόλο του ιερέα, παρουσιάζοντας έτσι τον εαυτό του ως «αρχιερέα» του Ινδουισμού. Με αυτή του την κίνηση, που ήρθε ως αποκορύφωμα προηγούμενων (τον Αύγουστο του 2020 είχε πρωτοστατήσει στην τελετή θεμελίωσης του ίδιου ναού και τον Μάιο του 2023 εγκαινίασε το νέο ινδικό κοινοβούλιο), θέλησε να προβληθεί ως το πρόσωπο που ενσαρκώνει μαζί την κοσμική και θρησκευτική εξουσία. Προωθώντας έτσι πιθανά έναν από τους απώτερους στόχους του RSS, που είναι σύμφωνα με τον Aijaz Ahmad, η συγχώνευση κράτους και θρησκείας. Αν σε αυτή τη στόχευση συνυπολογιστεί η προσπάθειά του Μόντι να αυτοπαρουσιαστεί ως ο πνευματικός ταγός του έθνους, του οποίου η εξουσία εκπορεύεται απευθείας από τον θεο Ραμ («Ο Ραμ είναι η πίστη της Ινδίας, Ο Ραμ είναι ο ιδρυτής της Ινδίας. Ο Ραμ είναι η ιδέα της Ινδίας, Ο Ραμ είναι ο νόμος της Ινδίας, Ο Ραμ είναι το γόητρο της Ινδίας, η δόξα της Ινδίας… Ο Ραμ είναι ο ηγέτης και ο Ραμ είναι η πολιτική»), τότε αρχίζει να διαφαίνεται η οικοδόμηση μιας «νέας» Ινδίας με χαρακτηριστικά που απαντώνται σε θεοκρατικά κράτη.