Η «Μαύρη Μαγεία» του Γιάννη Αποσκίτη, που παίζεται στο θέατρο Μπέλλος, είναι ακόμη ένα εκπληκτικό δείγμα του νέου ελληνικού, ρεαλιστικού θεάτρου. Ο Γιώργος Κατσής, πρώτος των πρώτων ανάμεσα σε έναν άψογα συντονισμένο θίασο που ισορροπεί ανάμεσα στην κωμωδία και τη δραματική σάτιρα, μίλησε στο Κοσμοδρόμιο για το έργο που υπηρετεί και το θέατρο γενικότερα.
Πώς μπήκες στην ιδέα της συμμετοχής στην παράσταση;
Είχε γράψει ήδη ένα ολόκληρο θεατρικό ο Γιάννης Αποσκίτης, το οποίο και μας παρουσίασε, λέγοντας μου ότι θέλουμε να συζητήσουμε πάνω στην ιδέα της παράστασης. Βρεθήκαμε στο Black Hole της Κυψέλης και ξεκίνησε μια συζήτηση στις 6 το απόγευμα η οποία τελείωσε στις 6:30 το πρωί με μπύρες σε ένα παγκάκι. Κάπως έτσι ξεκίνησε η εμπλοκή μου στην παράσταση. Εκεί μου δόθηκε και το κείμενο, το οποίο ήταν με έναν τρόπο ολοκληρωμένο αλλά στις πρόβες εξελίχθηκε σε κάτι συνολικό και από εκεί που η αρχική σύλληψη ήταν του Γιάννη έγινε με έναν τρόπο κτήμα όλων μας. Και πια το έργο έχει μια αυτονομία από όλους μας.
Μιλώντας για αυτονομία, με παρέπεμψες σε αυτό που είχες δηλώσει σε παλιότερη συνέντευξή σου πως «χρειαζόμαστε την Τέχνη, δεν μας χρειάζεται εκείνη». Θεωρείς πως ερμηνευτής και δημιουργός είναι κατώτεροι του έργου που υπηρετούν;
Είναι κρίσιμος ο ρόλος μας, σε καμία περίπτωση δεν τον υποβαθμίζω. Αλλά από τη στιγμή που δημιουργείς κάτι, το οτιδήποτε, πρέπει να αποδεχτείς πως δεν σου ανήκει, όχι από άποψης πνευματικών δικαιωμάτων αλλά από την άποψη της επαλήθευσης ή μη του ίδιου του έργου. Στο θέατρο εν προκειμένω το αποτέλεσμα της γραφής επαληθεύεται όχι την ώρα που γράφεται αλλά την ώρα που ανεβαίνει. Και το πως θα ανέβει μεσολαβείται από τους ανθρώπους που εμπλέκονται στο τελικό αποτέλεσμα. Για αυτό και θεωρώ λάθος την παρέμβαση ορισμένων συγγραφέων στο πως θα αποτυπωθεί επί σκηνής το θεατρικό. Η θεατρική δουλειά, η πρόβα και κατόπιν η παράσταση ανήκει στον θίασο και όσους τον υπηρετούν. Όταν θέλουμε να εκφράσουμε κάτι και φτάνουμε σε έναν συλλογισμό παράλληλο του έργου, δικό μας, σημαίνει ότι αυτή η ανάγνωση, που εκκινεί από το πρωτότυπο, είναι πια το έργο το ίδιο.
Η «Μαύρη Μαγεία» ξεκινά ως κωμωδία για να αλλάξει τροχιά και ύφος. Αυτή η εναλλαγή κωμικού και δραματικού, φάρσας και μαύρης σάτιρας, απηχεί παρατηρούν αρκετοί ένα νέο είδος θεάτρου, πιο βιωματικού και σύνθετου. Ποια η γνώμη σου πάνω σε αυτή την ανάγνωση;
Είναι σίγουρα η έκφραση μιας εποχής που έχει συνδεθεί με αυτό που αποκαλούμε μετα-αφήγηση και με την οποία ερχόμαστε σε επαφή μέσα από το διαδίκτυο και τα social media, όπου κυριαρχεί ο κυνισμός, γεγονός που με τη σειρά του αλλάζει το χιούμορ μας, τον τρόπο που κάνουμε χιούμορ. Αλλάζει για παράδειγμα τον τρόπο που λέγονται αλήθειες επί σκηνής, το πως μιλάει ένας πολιτικός προς τις κοινωνικές ομάδες ή το πως κάνουμε πλάκα με τα κάτι οδυνηρό και τραυματικό, ακριβώς γιατί θα θέλαμε όλο αυτό που περνάμε να ήταν αστείο και αυτή η διαδικασία να το εκθέσουμε μας ξαλαφρώνει. Αυτή είναι η δύναμη του γέλιου, λειτουργεί ως λύτρωση, ψυχαναλυτικά. Και είναι απόλυτα φυσικό το χιούμορ μας να είναι πιο κοντά στο ντανταϊστικο ύφος του Rick&Morty παρά σε ένα έργο του Μολιέρου, το οποίο η γενιά μας δυσκολεύεται περισσότερο να προσεγγίσει. Το ζήτημα είναι να αναλαμβάνεις το ρίσκο της εποχής σου.
Το δραματουργικό ταξίδι του κεντρικού ήρωα της παράστασης ξεκινά από τη δεκαετία του ’90 και φτάνει στο σήμερα. Είναι αυτό ένα σχόλιο για την πτώση και τη διάψευση μιας ολόκληρης γενιάς;
Θα εντόπιζα περισσότερο ένα σχόλιο στο έργο σχετικό με το πόσο ομορφότερο έχει γίνει συνολικότερα το παρελθόν σε πολλούς. Έχει να κάνει με την βαθιά άρνηση της ενηλικίωσης, της πραγματικότητας που ζεις τώρα Και φυσικά με την κλασική παγίδα της νοσταλγίας. Όπως διαπιστώνουμε ο Κωνσταντίνος Χελιδόνης, ο ήρωας μας, αντιπαραθέτει το φως που είχαν τα παιδικά του χρόνια με το γκρίζο σήμερα. Η παιδική του ηλικία θεοποιείται στα μάτια του και θεωρεί πως οφείλει να βρει έναν τρόπο να επανέλθει στα πράγματα ώστε να συντηρήσει τον μύθο αυτής της μακρινής εποχής.
Μίλησες για τη νοσταλγία και τα τοξικά της «δώρα» μέσα από το έργο σας. Είναι αυτή η εμμονή με το παρελθόν θεωρείς ίδιον της ελληνικής συνθήκης;
Σίγουρα πρόκειται για μια τάση που συναντάμε περισσότερο στην Ελλάδα, δεν βλέπω αλλού τόση νοσταλγία για την παιδικότητα. Και σχετίζεται με την αποστροφή μας για την ανάληψη της ευθύνης, δύσκολα θα αναλάβουμε σε αυτή τη χώρα την ευθύνη για κάτι. Το βλέπει και σε πολιτικό επίπεδο, το οποίο φυσικά είναι μια προέκταση της ευρύτερης κοινωνικής σφαίρας. Στην εξεταστική για τα Τέμπη πχ όλοι όσοι έχουν κληθεί να δώσουν εξηγήσεις απαντούν με τον ίδιο τρόπο: «που να ‘ξερα, έφταιγε κάποιος άλλος, δεν έλαβα αυτό το γράμμα». Κανείς δεν παίρνει καμία ευθύνη, κι αυτό είναι μια διαπίστωση πως λειτουργεί γενικότερα ο Έλληνας πολίτης.
Επανέρχομαι στα της παράστασης. Υπήρξε κάτι να σε δυσκολεύει στην επί σκηνής παρουσία σου;
Δεν μπορώ να πω ότι δυσκολεύτηκα ιδιαίτερα. Η παράσταση είναι σαν σφηνάκι, πότε αρχίζει και πότε τελειώνει δεν το καταλαβαίνω, μοιάζει με black out. Και το γεγονός της συλλογικής δουλειάς στο οποίο αναφέρθηκα πριν ήρθε να προσθέσει σε επίπεδο χαράς και ασφάλειας.
Ξεφεύγοντας από την ειδική συνθήκη της παράστασης έρχομαι να σε ρωτήσω τι είναι δύσκολο στο να είσαι ηθοποιός σήμερα στην Ελλάδα.
Σε αντίθεση με την πολύ ευχάριστη συνθήκη της παράστασης, δεν υπάρχει κάτι ευχάριστο στο να είσαι ηθοποιός στην Ελλάδα εκτός από την ίδια την επιμονή να ασχολείσαι με αυτό, παρότι δεν είναι ευχάριστο. Εκεί κρίνεται ο κάθε καλλιτέχνης, στο κατά πόσο επιμένει να καταπιάνεται με κάτι που του δίνει κάθε λόγο να μην το κάνει αλλά δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Σε αυτή τη διαδικασία ωστόσο όλα είναι εναντίον σου, 10/10. Από τη χρηματοδότηση μέχρι την απαξίωση του να νομίζουν πολλοί ότι εξασκείς κάποιο χόμπι, έχεις να αντιμετωπίσεις μόνο δυσκολίες. Αλλά συνεχίζεις και έχεις ως πρώτη ανάγκη σου να εκφραστείς. Εδώ πάμε σε μια άλλη αλήθεια κομβική για όσους κάνουμε θέατρο και τέχνη ευρύτερα: Η ανάγκη να ανέβει κάτι, να παιχτεί είναι καθαρά προσωπική. Προφανώς και το κοινωνείς και σου αρέσει αν αυτό προχωρήσει παραπέρα αλλά πρωτίστως το κάνουμε για εμάς. Λειτουργούμε έχω την αίσθηση περισσότερο ως καμικάζι παρά ως πλάσματα που επιζητούν την αποδοχή. Μοιάζουμε με ατίθασους μπόμπιρες που βάζουν το χέρι στην πρίζα παρότι τους συμβουλεύουν το αντίθετο.
Πέρα από τη «Μαύρη Μαγεία», τι άλλο ετοιμάζεις σε δημιουργικό επίπεδο αυτή την περίοδο;
Θα κάνει πρεμιέρα την 1η Απριλίου και θα παίζει Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη, σε ένα θέατρο που άνοιξε φέτος και λέγεται Ρεκτιφιέ, ένα δικό μου έργο, με τίτλο «Τα δέντρα ανθίζουν ακόμη», στην οποία θα συμμετέχει μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι παρακολουθούσαν ένα σεμινάριο υποκριτικής το οποίο έκανα το περασμένο καλοκαίρι και ήθελαν να δημιουργήσουμε κάτι όλοι μαζί. Είμαστε ήδη στις πρόβες της παράστασης η οποία έχει ως θεματική έναν άνθρωπο που σκέφτεται πάρα πολύ και εμάς που προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τις σκέψεις του.
Info:
«Μαύρη μαγεία ή Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν», Θέατρο Μπέλλος
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Δευτέρα & Τρίτη στις 21:15
Τιμές εισιτηρίων: Από 10 ευρώ
Link Εισιτηρίων: https://www.more.com/theater/mauri-mageia-i-ase-tous-nekrous-na-pethanoun/
Συγγραφέας: Γιάννης Αποσκίτης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Αποσκίτης
Πρωταγωνιστούν: Νίκος Γιαλελής, Γιώργος Κατσής, Ελένη Κουλογιάννη, Κωνσταντίνος Πλεμμένος
Συν. Δραματουργός – Video: Πέτρος Καλφαμανώλης
Πρωτότυπη Μουσική Σύνθεση: ΝΕΚΡΟΤΣΟΥΛΗΘΡΑ
Σκηνογραφία: Νίκος Κατσαμπάνης – Καλύδημη Μούρτζη
Ενδυματολογία: Όλγα Ευαγγελίδου
Σχεδιασμός Φωτισμού: Σωτήρης Ρουμελιώτης Επιμέλεια Κίνησης: Μαίρη Γιαννούλα
Φωτογραφίες-promotion/παράστασης: Γιώργος Καλφαμανώλης