Ο γιατρός Κερζέντσεφ μας ομολογεί εξαρχής το φρικτό του έγκλημα αλλά και δαιμόνιο σχέδιό του: Να σκοτώσει τον καλύτερο φίλο του, Αλεξέι Σαβιέλοφ, για να εκδικηθεί την προτίμηση που έδειξε στο πρόσωπό του η γυναίκα του τελευταίου, η Τατιάνα. Έχει μάλιστα προσχεδιάσει κάποια αυτοσχέδια περιστατικά που θα πείθουν τον κύκλο του για την κρίση παράνοιας που τον έχει καταβάλει, και συνεπώς για το ακαταλόγιστο των πράξεών του.
Έτσι, με τακτοποιημένα επιχειρήματα, στέρεη φωνή και δομημένο, ψυχρό λόγο θα «εισβάλει» ο πρωταγωνιστή του θεατρικού έργου του Λεονίντ Αντρέγιεφ στη σκηνή του θεάτρου «Σφενδόνη». Με εργαλεία απλά: μια καρέκλα, ένα ποτήρι γάλα, ένα αυγό, ένα περίεργο σεντούκι. Στην αρχή όλα μοιάζουν γραμμικά, σαν μια μεγάλη αφήγηση μιας απόλυτα λογικής αλληλουχίας. Όμως στην πορεία της ανάγνωσης των σημειώσεών του οι κινήσεις του γίνονται νευρώδεις. Το αυγό τρώγεται εκνευριστικά αργά, τα τσόφλια του σκορπίζονται πάνω στα φύλλα. Το γάλα πίνεται σε μικρές -σπουργιτίσιες- γουλιές. Και το σεντούκι ανοίγει, πρώτα στο πλάι, για να αναπαραστήσει το ζευγάρι του μισητού Αλεξέι και της πολυπόθητης Τατιάνα υπό μορφήν διακοσμητικών αγαλματιδίων.
Στην πορεία του έργου τα πράγματα εκτρέπονται έτι περαιτέρω. Η βεβαιότητα εξελίσσεται σε αμφιβολία. Το πλάνο ανοίγει, από το βασικό προαναφερθέν ανταγωνιστικό ντουέτο στην επιληπτική αδερφή, στον αποστασιοποιημένο πατέρα, στην αδιάφορη σύζυγο. Στο μεταξύ λαμβάνουν χώρα σκηνικά όργια. Το σεντούκι έχει μεταβληθεί σε λιλιπούτειο τραπέζι, κεφαλική σπηλιά και στο τέλος σκάλα. Το γάλα έχει χυθεί κατάχαμα κι ο πρωταγωνιστής κινείται προς κάθε κατεύθυνση, αποπειράται να συνομιλήσει με τους νοερούς δικαστές και τους επαΐοντες του κοινού, χαριεντίζεται με το κατοπτρικό του είδωλο, τρέχει προς το φουαγιέ κι αναδιπλώνεται για να στροβιλιστεί στη συνέχεια.
«Τι είμαι, κύριοι ειδικοί, είμαι τρελός ή όχι;» διερωτάται στην μάταια προσπάθειά του να ψηλαφίσει την αρχή του νήματος. Ποιού νήματος όμως; Ποιά είναι η αφετηρία; Η πρώτη σύλληψη του εγκλήματος (που από τραγική ειρωνεία προς την ιδιότητα του δολοφονημένου συγγραφέα γίνεται με πρες παπιέ); Η παντελής έλλειψη μεταμέλειας που την ακολουθεί; Η συνειδητοποίηση πως η διάπραξη του πλέον ανεπίστρεπτου κακού τον φέρνει αντιμέτωπο με ένα-ένα τα διαφορετικά προσωπεία του και με το ενδεχόμενο να έχει εξελιχθεί σε αυτό που υποτίθεται πως υποκρινόταν;
Το φίδι της γνώσης στο τέλος δαγκώνει από τα μέσα, στην μάταιη προσπάθεια να γνωρίσεις ένα γιατί που δείχνει να μην έχει εξήγηση, έναν εαυτό που μοιάζει να κατοικεί σε ένα δωμάτιο ενός μεγάλου σπιτιού. Ποιοί άλλοι όμως κρύβονται στα άλλα δωμάτια του ίδιου σπιτιού; Πότε θα τους γνωρίσουμε; Και πρέπει σε τελική ανάλυση να τους γνωρίσουμε;
Είναι με αυτά τα ερωτήματα που έρχεται αντιμέτωπος ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, προσπαθώντας να οριοθετήσει την ισχνή, αδιόρατη σχεδόν γραμμή που χωρίζει λογική και τρέλα, πέρα από τους δυϊσμούς που τόσο (μας) εξυπηρετούν. Το κατορθώνει μεγαλοπρεπώς, μέσα από μια ερμηνεία ηλεκτρική και κλιμακωτή συνάμα, που φέρνει στις επιφάνεια όλο τον γρίφο της χαρτογράφησης του ανθρώπινου νου, των προθέσεων και των πράξεων που αναζητούν ερμηνεία. Το κατορθώνει χρησιμοποιώντας κάθε ικμάδα δύναμης, αλλάζοντας από έγκλειστος αφηγητής σε θεατρίνο και από τρομαγμένο παιδί σε απολογούμενο. Βάζοντας πούδρα στο πρόσωπο, τρέμοντας, παίζοντας με πέρλες, ειρωνευόμενος και αμυντικός, απελπισμένος και επιτιθέμενος. Κατηγορούμενος και κατήγορος στην πλέον ζωτική και ανθρώπινη υπόθεση: την γνωριμία με τον εαυτό μας.
Σε αυτή του την εμβληματική ερμηνεία – η οποία κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος ήρθε να χαράξει την θεατρική αποτύπωση του Ρώσου διηγηματογράφου μια για πάντα- ο πρωταγωνιστής μας είχε καίρια τη βοήθεια του σκηνοθέτη του, Χάρη Φραγκούλη. Ο τελευταίος, είδε το έργο τόσο ως σύνολο όσο και ως απόσπασμα, ενστάλαξε μέσα του χιούμορ και σασπένς, και μέσα από το μεγάλο κουτί που συνόδεψε υποκριτικά τον ψυχικά διαταραγμένο πρωταγωνιστή -ή και με άξονα αυτό- χώρισε σε ξεχωριστά δραματουργικά δωμάτια τις ψυχολογικές φάσεις ενός θολωμένου μυαλού. Μικρό ψεγάδι της παράστασης -αν και σε καμία περίπτωση αρκετή να διαταράξει τη σημασία της- το «κοριτσάκι» με την κόκκινη κορδέλα και το μουσικό κουτί στο τέλος, η παρουσία του οποίου κρίνεται στα μάτια μας μάλλον ως περιττή. Άξιος συμπαραστάτης όλων των υφολογικών και ψυχικών μετατοπίσεων η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή.
Info:
«Η Σκέψη», μια παράσταση βασισμένη στο έργο η Σκέψη του Λεονίντ Αντρέγιεφ
Θέατρο Σφενδόνη
Μακρή 4, Αθήνα
Παραστάσεις:
02.02.2024 – 10.03.2024
Παρασκευή στις 21.00
Σάββατο στις 21.00
Κυριακή στις 20.00
Διάρκεια:
105 λεπτά
Τιμές εισιτήριων:
16€ κανονικό
13€ μειωμένο (*)
(*) το μειωμένο εισιτήριο εκδίδεται για φοιτητές, ανέργους, άνω των 65, Αμεα, ατέλεια.
Εισιτήρια:
TICKET SERVICES
– online: www.ticketservices.gr
– τηλεφωνικά: 2107234567
– εκδοτήριο: Πανεπιστημίου 39, Αθήνα
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία – Δραματουργία: Χάρης Φραγκούλης
Ερμηνεία: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Μάρω Γκόρτσου, Κατερίνα Γκιβάλου
Απόδοση από τα Γαλλικά: Βικτώρια Λέκκα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μάρω Γκόρτσου
Σκηνικά: Κωνσταντίνος Λαμπρίδης
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Φωτισμοί: Skia Lighting
Οργάνωση και Εκτέλεση Παραγωγής: Φοίβος Πετρόπουλος
Συνεργάτιδα Παραγωγής: Σέτα Αστραίου Καρύδη
Βοηθοί Παραγωγής: Κατερίνα Γκιβάλου, Παναγιώτης Ρενιέρης
Social Media: Δήμητρα Ρίζου
Επικοινωνία: Κατερίνα Π. Τριχιά
Αφίσα: Ιωάννης Χαριτίδης
Φωτογραφίες: Φίλιππος Πανούλης