ΑΘΗΝΑ
12:37
|
08.05.2024
Ερωτευμένα ζευγάρια κι άλλοι τύποι πελατών που ανεβάζουν το κόκκινο στα εστιατόρια.
Πίνακας της Margaret Dyer
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η Penélope Cruz και ο Brad Pitt δεν είχαν συναντηθεί ποτέ ως τώρα στην οθόνη. Και το έκαναν μόλις πρόσφατα σε μια ταινία μικρού μήκους για λογαριασμό του οίκου μόδας Chanel. Πρωταγωνιστούν οι ίδιοι και μια τσάντα ανάμεσά τους, σκηνοθετημένοι από το δημιουργικό δίδυμο Inez & Vinoodh. Πρόκειται για το ριμέικ της σκηνής στο εστιατόριο από την κλασσική ταινία του Claude Lelouch «Ένας άνδρας και μια γυναίκα» με τους Anouk Aimée και Jean-Louis Trintignant (1966). Εδώ οι ρόλοι αλλάζουν. Η γυναίκα πια είναι εξίσου ευθύς στο σεξουαλικό παιχνίδι, αν όχι και περισσότερο. Είναι εκείνη που θα ρωτήσει την ενοχλημένη σερβιτόρα, αν υπάρχουν διαθέσιμα δωμάτια (την οποία υποδύεται το κορυφαίο μοντέλο Rianne Van Rompaey). Και η σερβιτόρα είναι ενοχλημένη γιατί ακριβώς ενώ προσπαθεί να κάνει τη δουλειά της, οι πρωταγωνιστές της ιστορίας παραδομένοι στον έρωτά τους και μη έχοντας μάτια κι αυτιά για τίποτα άλλο, την αγνοούν χαρακτηριστικά. 

Είναι πάντα πολύ όμορφο και απολύτως ευκταίο οι άνθρωποι να είναι ερωτευμένοι, αλλά για τους σερβιτόρους είναι προβληματικό τραπέζι εκείνο με το ερωτευμένο ζευγάρι που βγήκε για φαγητό αλλά δεν μπορεί να συγκρατηθεί ούτε δύο λεπτά για να δώσει έστω μια παραγγελία. Που δεν ξέρεις πότε πρέπει να πας στο τραπέζι, πόσο διακριτικός να είσαι, δεν θέλεις φυσικά να διακόψεις αυτό το αριστούργημα της ανθρώπινης ύπαρξης που λέγεται έρωτας, δεν ξέρεις αν πρέπει να πας να γεμίσεις το άδειο τους ποτήρι του νερού, το άδειο τους ποτήρι του κρασιού, δεν ξέρεις μέχρι πόσα δευτερόλεπτα μπορείς να μιλήσεις στον καθένα τους και μέχρι πού μπορεί να φτάσει το eye contact ώστε να μην ζηλέψει ο άλλος. Δεν ξέρεις πότε να τους ρωτήσεις αν θέλουν το λογαριασμό, δεν ξέρεις αν πρέπει να τον έχουν και να πληρώσουν και να φύγουν πιο γρήγορα και να συνεχίσουν όπου αλλού θέλουν ή, αν θέλουν το λογαριασμό όσο γίνεται πιο αργά γιατί ζουν τον έρωτά τους, κυριολεκτικώς. Και δεν ξέρεις γιατί δεν σου δίνουν κανένα σήμα, καμιά βασική κίνηση του σώματος που να υποδηλώνει την όποια επαφή με το ευρύτερο περιβάλλον που συνεχίζει ακάθεκτο πέρα από το θόλο που στεγάζει το ζευγάρι.

Και φυσικά, ένα τέτοιο τραπέζι είναι red flag για το υπόλοιπο της βάρδιας γιατί μπορεί να μην φεύγει το ζευγαράκι μας με τίποτα και να έχει χάσει την έννοια του χρόνου κι εσύ να ξεροσταλιάζεις (και να εύχεσαι διάφορα από μέσα σου). Μπορεί να έχει χάσει όμως και την έννοια της ιδιωτικότητας. Μπορεί οι ερωτευμένοι να γίνονται μπροστά στα μάτια μας εραστές, της σάρκας όχι του πνεύματος μόνο. Να επιδίδονται σε περιπτύξεις. Να έχει χαθεί το μέτρο της διαχυτικότητας. Και να σου λέει ο προϊστάμενος να πας τους πεις να μαζευτούν (γιατί έτσι γίνεται, λίγη εξουσία να έχεις, φανερώνεις τη δειλία σου και δεν σε νοιάζει).

Αλλά και το αντίστροφο, ένα προβληματικό τραπέζι είναι εκείνο με το ζευγάρι που τσακώνεται. Ή χωρίζει. Κι ήρθε στο συγκεκριμένο εστιατόριο, στη δική σου βάρδια να το κάνει! Ο σερβιτόρος εκεί έχει την ίδια δυσκολία να κάνει τη δουλειά του, να πλησιάσει στο τραπέζι, να κινηθεί ανάμεσα στα courses. Πρέπει να αποφεύγεις την οπτική επαφή για να μην αισθανθούν οι πελάτες χειρότερα. Ή για να μην αισθανθείς ακόμα χειρότερα εσύ ο ίδιος. Δεν τρώνε, γιατί τσακώνονται-χωρίζουν-κλαίνε. Άρα δεν ξέρεις τι πιάτα να μαζέψεις. Δεν ξέρεις τι να ρωτήσεις, αν το φαγητό είναι εντάξει, αν είναι όλα εντάξει, όπως ρωτάμε συνήθως, αλλά σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορούμε γιατί ακούγεται σαν προσωπική ερώτηση. Και, όσο κι αν στενοχωριέσαι για τους ίδιους, είναι πάντα πολύ μεγάλη ανακούφιση όταν αυτό το τραπέζι τελειώνει και φεύγει.

Άσχημο επίσης είναι όταν ένας πελάτης περιμένει το ραντεβού του, κάθεται, παραγγέλνει το ποτό του, το κρασί του. Μπορεί να παραγγείλει ακόμα και φαγητό αν υπάρχει περιορισμένος χρόνος στην κράτησή του, ελπίζει στον μεγάλο έρωτα, ελπίζει σε μια καυτή βραδιά έστω, περνά η ώρα, αρχίζει και κοιτά ρολόι, κινητό, ξανά, ξανά, ιδρώνει λίγο, ιδρώνει πολύ, πληρώνει, φεύγει. Το ραντεβού δεν ήρθε ποτέ. 

Άλλοι τύποι πελατών που είναι red flag για τους σερβιτόρους; Τα παιδιά. Έχουν πάντα διατροφικές ιδιαιτερότητες, φροντίζουν οι γονείς τους άλλωστε γι’ αυτό… Τα παιδιά. Ανάλογα με το είδος του εστιατορίου, μπορεί να είναι από φρόνιμα ως τέρατα. Μπορεί να τσιρίζουν. Να τρέχουν δεξιά αριστερά. Να τα πετάνε όλα κάτω. Ολόκληρες μακαρονάδες σε καναπέδες, καρέκλες, πατώματα. Στο διπλανό τραπέζι. Στο ταβάνι. Να κινδυνεύουν τα ίδια μην χτυπήσουν, μην γλιστρήσουν, μην πατήσουν κάτι. Να κινδυνεύεις κι εσύ μην πέσουν πάνω σου ενώ κουβαλάς καυτή σούπα ή δεκάδες πιάτα. Μπορεί να είναι κουρασμένα και να κλαίνε. Να κλαίνε γοερά. Να κλαίνε όπως δεν έχουν κλάψει ποτέ. Να κλαίνε ασταμάτητα.

Red flag είναι και ο πελάτης που πάει σε ένα εστιατόριο πολύ αργά ενώ γνωρίζει ακριβώς τι ώρα αυτό κλείνει. Πέρα από την αυτονόητη δυσαρέσκεια που αυτό προξενεί γιατί θα σε πάει πίσω σε όλες τις δουλειές κλεισίματος που έχεις να κάνεις εσύ και όλη η υπόλοιπη ομάδα (κουζίνα, λάντζα, ταμείο) και ή θα φύγεις πολύ αργότερα ή θα την ακούσεις κιόλας που δεν έκανες πιο γρήγορα, αυτό υποδεικνύει ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος στερείται βασικών ποιοτήτων στο χαρακτήρα του. Κι εκεί δεν ξέρεις πώς να το χειριστείς. Σε φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση. Να πεις ότι κλείνει σε λίγο το μαγαζί; Να πεις τι άλλο θέλει; Πότε να πας τον λογαριασμό; Πόσο δυνατά να κάνεις τις δουλειές μπας και καταλάβει; Πόσα πράγματα να χτυπήσεις; Να ανάψεις όλα τα φώτα να ξεμπερδεύουμε; Αυτά όλα έχουν να κάνουν με την πολιτική του κάθε μαγαζιού φυσικά, αλλά εσύ είσαι πάντα το μαγαζί σε αυτές τις περιπτώσεις, το εκπροσωπείς. Και πρέπει να κρατάς ακόμα και σε τέτοιες εξόφθαλμες καταστάσεις όσες περισσότερες ισορροπίες μπορείς.

Red flag με την έννοια που ξέρουμε όλοι, όχι με αυτήν που χρησιμοποιείται μέχρι τώρα στο κείμενο, red flag καραred, είναι ο πελάτης που από την αρχή θα σου δηλώσει κάποια δυσαρέσκεια, γιατί θα βρει το άσχημο, γιατί έτσι θέλει, γιατί μπορεί, «γιατί δεν έχετε σήμερα καραβίδα, εγώ γι’ αυτό ήρθα, τα άλλα τι να τα κάνω, δεν μου αρέσουν», θα κάνεις τα πάντα, ό,τι κάνεις δηλαδή, η ξινίλα θα υπάρχει, θα ρωτάς αν είναι εντάξει, θα σου λέει όλα τέλεια, ξινίλα αλλά τέλεια, ξινή τελειότητα, τέλος πάντων, θα γίνει το σέρβις, θα πάνε όλα καλά, θα χαιρετήσεις, θα σου πουν ότι ήταν όλα πολύ ωραία και θα πεις «αχ μπράβο, πάει κι αυτό, το σώσαμε» και μετά θα πάει και θα γράψει μια κάκιστη κριτική γιατί έτσι θέλει, γιατί μπορεί. Αντί να σου κάνει την κριτική εκεί, επί τόπου (κάτι που σε όλα τα εστιατόρια θέλουμε, γιατί μας βοηθά σε πολλά επίπεδα), προτιμά να φέρει εργαζόμενους κι επιχειρήσεις σε δύσκολη θέση, να περνάνε οι υπάλληλοι από ανάκριση, γιατί ήρθε στραβωμένος, γιατί ήρθε να βρει το στραβό, να το δημιουργήσει αν δεν το βρήκε, να προσποιηθεί και να αφήσει online την παρακαταθήκη του. Γιατί έτσι θέλει. Γιατί μπορεί.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Celebrities στα εστιατόρια

Όταν δεν πολιτεύονται και βγαίνουν για φαγητό, οι επιχειρηματίες τρίβουν τα χέρια τους, οι σερβιτόροι έχουν ανάμεικτα συναισθήματα.
ΣΥΝΑΦΗ

Βερολίνο: Γερουσιαστής δέχθηκε επίθεση από άγνωστο σε βιβλιοθήκη

Μάτι: Έφεση για το σύνολο της απόφασης από την εισαγγελία εφετών

Λαμία: 7χρονη παρασύρθηκε από αυτοκίνητο

Μητέρες δολοφονημένων γυναικών μιλούν για τις γυναικοκτονίες

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα