ΑΘΗΝΑ
14:31
|
16.06.2024
Η πολιτιστική αυτοπεποίθηση των Ιταλών, αυτή που πηγαίνει τον Celentano ως σκηνοθέτη στις Κάννες ή που επιτρέπει στον Giorgio Moroder να περιφέρει αυτό το μουστάκι.
Giorgio Moroder
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Θυμάμαι τον Manu Chao. Θυμάμαι μάλλον εκείνη την εποχή. Πολλοί μαθαίναμε ισπανικά, ο Αλμοδόβαρ μας έκανε οικεία πολλή ισπανική μουσική, ακούσαμε τη λέξη capoeira, κάτι γινόταν με την Ισπανία και τη Λατινική Αμερική. Δεν θυμάμαι τα περιρρέοντα πολιτικά. Ίσως Λούλα; Ίσως Τσάβες; Κάτι στην Αργεντινή; Ο Κάστρο -ο τελευταίος εν ζωή άνθρωπος που ήξερε πώς γίνεται μια επανάσταση και ίσως ο μοναδικός στα χρονικά επαναστάτης που πέθανε παγκόσμια αγαπητός και ήσυχα στο κρεβάτι του έχοντας κάνει τουλάχιστον 9 παιδιά και έχοντας συναντήσει τον Πάπα με τρίριγη αντίντας- ήταν ακόμα εν ζωή. Η φτωχή μου θεωρία είναι ότι η λατινική μουσική κουλτούρα κάλυψε πρόσκαιρα την ανάγκη για μια μουσική γλεντιού που δεν καλυπτόταν τότε από την ελληνική μουσική παραγωγή. Σίγουρα έπαιξαν ρόλο και ευρύτερες εξελίξεις για τις οποίες όμως δεν νιώθω αρκετά γνώστης για να μιλήσω.

Πριν τα πανηγύρια γίνουν κάτι, σχεδόν ο λόγος να πας σε κάποιο νησί  -ή μήπως πριν απλά να τα γνωρίσω εγώ; Ποια εξωστρεφής, εορταστική εκδήλωση υπήρχε για τον λαό; Όπως θα έλεγε και ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος. Ποια μουσική υπήρχε στην Ελλάδα που να μπορείς να τη χορέψεις και να μην είναι σκυλάδικο; Σήμερα μπορεί το σκυλάδικο να είναι κομμάτι ενός φολκλόρ, ακούμε ίσως σκυλάδικα οικειοποιημένα, αλλά τότε ήταν κομμάτι μιας κουλτούρας που βρήκε την κορυφαία έκφρασή της σε εκείνη την επιθετική ευημερία του εκσυγχρονισμού, την πιο ολέθρια μετά τη χούντα περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Εντάξει, υπήρχε ο Παπάζογλου. Μόνο αυτό. Θυμάμαι ότι η ανάγκη για γλέντι εκφράστηκε και σε μια μουσική κατάσταση σαρκαζόμενης αποενοχοποίησης, θυμάμαι κάποια πάρτι που οκ, καλά περάσαμε, αλλά κατά τα άλλα γιατί χρειαζόταν ο σαρκασμός για το πανηγύρι; γιατί δεν υπήρξε απλό, αυτάρκες πανηγύρι; γιατί χρειαζόταν ο Καρβέλας ας πούμε; Γιατί χρειαζόταν εκείνο το cultural appropriation της τρας κουλτούρας;

Σήμερα πια τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά από τις δεκαετίες του 90-00. Αυτό που ήταν το έντεχνο της δεκαετίας του ‘90, ένα τραγούδι που θα λέγαμε ότι η βασική του δήλωση είναι «δεν με ενδιαφέρει η ηγεμονία, είμαι καλά εδώ στη γωνίτσα μου με τη μιζερίτσα μου και την αγνότητά μου» έγινε ένα τραγούδι σαφώς πιο μαζικό και πανηγυριώτικο, ο κόσμος περνάει καλά στις συναυλίες. Ο Αγγελάκας έμαθε μπαγλαμαδάκι, ο Εισβολέας είναι πια ένα πανηγυριώτικο χιπ-χοπ, πολύ μακριά από την καλοδεχούμενη μεν τότε αλλά βαριά κατίφλα των Active Member.

Επίσης, ίσως έχει κάποιο ενδιαφέρον, αν και δεν ξέρω να το ερμηνεύσω, ότι αυτή η μεταβολή συντελέστηκε ενώ τα πράγματα σε κοινωνικό επίπεδο οδηγήθηκαν σε μια φτώχεια σε επίπεδο ανθρωπιστικής καταστροφής. Αυτό που μου φαίνεται πιο ερμηνεύσιμο είναι το πώς η Ελλάδα ξέμεινε για τόσο καιρό από μουσική πανηγυριού. Νομίζω αυτό έχει να κάνει με εκείνη την ιδιαίτερη ελληνική κατάσταση: μια χώρα βίαια, για γεωπολιτικούς λόγους, αποκομμένη τόσο από την ανατολίτικη όσο και από τη βαλκανική της παράδοση, υιοθέτησε μια μουσική γλώσσα που απείχε πολύ από τα βιώματα των ανθρώπων της. Η ποπ του ‘80 για παράδειγμα, όσο και αν μας φαίνεται πια νοσταλγικά συμπαθής, ήταν μια ελαφροαστική μουσική κατάλληλη για ραδιόφωνο αλλά πολύ μακριά από το να καλύπτει οποιαδήποτε ανάγκη κοινωνικότητας. Δεν έκανε για καμία συλλογική εκδήλωση, δύσκολα μπορώ να φανταστώ ένα κοινωνικό σώμα, μια ομαδοποίηση που να την συνέχει ας πούμε ή να βρίσκει τον εαυτό της στην Αφροδίτη Μάνου πχ ή στους αδερφούς Κατσιμίχα.

Κάπου υπήρξε για χρόνια ένας διχασμός, η πιο λαϊκή, πιο ελληνική -ας την πούμε καταχρηστικά έτσι- ταυτότητα δεν έβρισκε έκφραση στην πολιτιστική δημιουργία, αυτή ήταν δουλειά πιο δυτικοσπουδαγμένων και δυτικόστροφων δημιουργών. Έλειψε για χρόνια η πολιτιστική αυτοπεποίθηση που βλέπει κανείς στους Αμερικάνους, τα λαϊκά πανηγυριώτικα του Johnny Cash να είναι ταυτόχρονα και κεντρικό, όχι περιθωριακό, πολιτιστικό προϊόν. Ή, πιο κοντά σε εμάς η πολιτιστική αυτοπεποίθηση των Ιταλών, αυτή που πηγαίνει τον Adriano Celentano σαν σκηνοθέτη στις Κάννες ή που επιτρέπει στον Giorgio Moroder να περιφέρει αυτό το ξεδιάντροπο μουστάκι.

Τα γράφω αυτά επειδή ζηλεύω. Ζηλεύω εκείνη την τέχνη που μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να διασκεδάσουν. Δεν υπάρχουν δικαιολογίες, δεν είναι ακριβώς θέμα εποχής, ούτε ακριβώς θέμα κατάστασης. Οι άνθρωποι δεν περιμένουν για να είναι χαρούμενοι να κυλάνε όλα ρολόι. Οι άνθρωποι γιόρταζαν, ερωτεύονταν, γαμιούνταν, χόρευαν ακόμα και στα χειρότερα χρόνια. Κάτι άλλο υπάρχει που κάνει κάποιους ανθρώπους να φτιάχνουν εκείνη ή την άλλη τέχνη, κάτι που εκτός από κοινωνικό είναι και προσωπικό. Αλλά και πάλι, όταν βλέπει κανείς ακριβώς το ίδιο μοτίβο να επαναλαμβάνεται σε τέχνη -προσωπικότητα- πολιτική, ίσως στο τέλος να μην είναι και τόσο συμπτωματικό, ούτε ίσως τόσο προσωπικό. Είτε θέλουμε είτε όχι είμαστε κομμάτι μιας κοινωνίας, κουβαλάμε μια ταυτότητα όχι μόνο συλλογική, μια ταυτότητα ακόμα και εθνική.

Να, θέλω να πω αυτό: ενώ ετοιμάζω ένα εικαστικό βιντεοπράγμα το οποίο με ταλαιπωρεί, διαπιστώνω ότι και αυτό βγαίνει κάπως δυσοίωνο και βαρύ. Ενώ, εγώ θέλω να κάνω ελαφριά πράγματα. Ζηλεύω το μουστάκι του Giorgio Moroder, την ελευθερία να γίνεται κανείς -λίγο- καραγκιόζης χωρίς να πονάει η αξιοπρέπειά του.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Η αστυνομία του Αμβούργου πυροβόλησε άνδρα με τσεκούρι πριν από αγώνα του Euro

Όταν ο Γκάρι έκλεψε τη Γιούντιτ

Ερωτήματα και σύγχυση για την τακτική παύση πυρός του Ισραήλ

Συνελήφθη γνωστός δικηγόρος για ενδοοικογενειακή βία

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα