ΑΘΗΝΑ
04:44
|
18.10.2024
Εκλεκτό μελανούρι σασίμι ή μπαγιάτικη σάρπα του σούπερ μάρκετ;
Εικονογράφηση:Julian Merrow-Smith
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Σε όλες τις ελληνικές θάλασσες τα ψάρια που με συντρόφεψαν πιο πολύ στα μπάνια μου ήταν πάντα τα μελανούρια. Μπάνια ωραία και χαλαρά, μπάνια στα γρήγορα, αγχωτικά, ως παιδί, μεγάλος, ξέγνοιαστος, μίζερος. Αυτά είναι που πάντα βλέπω αν έχω μάσκα μαζί μου. Αυτά είναι που έρχονται στα πόδια μου να αρπάξουν μικροοργανισμούς καθώς εγώ βουλιάζω τα πόδια μου στον βυθό. Παίζουμε πάντα μαζί. Όσο πιο μικρά τόσο πιο εύκολα μπορούν να κινηθούν κοντά μου. Κάνω μια έτσι με το πόδι, άμμος, πετραδάκια παντού, θολώνει το νερό, peeling εγώ, κυνηγοί εκείνα. Αλλά και μεγαλύτερα σε μέγεθος, κοπάδια ολόκληρα, πάντα καδραρισμένη θα μένει σε περίοπτη θέση εκείνη η βουτιά στις γαλάζιες σπηλιές της Ζακύνθου όπου αμέτρητα μελανούρια σε κυκλώνουν αργά και νωχελικά με κάθε τους λεπτομέρεια να προβάλλει χωρίς καν μάσκα, έτσι, με τα μάτια μόνο ανοιχτά στο νερό. Αμέτρητα μελανούρια, το θαύμα της ζωής, σε κοιτούν κι είναι σαν να κοιτούν μέσα σου.

Κοίταζα ένα μελανούρι σασίμι που είχαμε τις προάλλες στη δουλειά. Το πήγαινα στους πελάτες κι όπως το ακουμπούσα στο τραπέζι κοίταζα τα μάτια του. Γυαλιστερά, ολοζώντανα, το υπόλοιπο σώμα είχε μαριναριστεί και κοπεί σε μικρές μπουκιές όπως είναι αυτή η παρασκευή, αλλά το κεφάλι έμοιαζε να διατηρεί κάτι από ζωή. Μπορεί να ήταν και μια στιγμή δική μου που έπρεπε να πιαστώ από κάτι για να αφαιρεθώ για ένα δευτερόλεπτο, να μην είμαι εκεί, να μην έχω την πίεση της δουλειάς, να μην νιώθω τα πόδια μου να πονούν, να μην ακούω το καμπανάκι που σημαίνει ότι στο πάσο της κουζίνας περιμένουν οι επόμενες παραγγελίες οι οποίες πρέπει να φύγουν το συντομότερο δυνατό. Κι έμεινα εκεί να κοιταζόμαστε με το μελανούρι σασίμι, βαθιά μέσα στα μάτια, σε μια τρομακτική σκηνή με όλη της αυτή την παράνοια, αλλά και συγχρόνως τόσο απελευθερωτική με όλη αυτή την δυνατότητα να βγεις για λίγο από τη στιγμή και να γίνουν τα πράγματα αχρονικά. Να μοιάζουν ασυγχρόνιστα αλλά να μην είναι. Να πρόκειται απλά για μια άλλη συγχρονικότητα.

Να, ορίστε, θα με περάσετε για τρελό. Κι ίσως να έχετε δίκιο. Ο Καρλ Γιουνγκ, όμως, θα ήταν περήφανος για μένα. Ο ίδιος, άλλωστε, για να εξηγήσει τη θεωρία του περί συγχρονικότητας διάλεξε ένα παράδειγμα που σχετιζόταν με ψάρια, αναφορές κι εικόνες σε σχέση με τους ιχθύες, επαναλαμβανόμενα δηλαδή μοτίβα κι εικόνες ή σκέψεις ή αναφορές που σε κάνουν να δεις πέρα από την πραγματικότητα που έχεις μπροστά σου, να αρχίσεις να την σκάβεις κατά κάποιον τρόπο και να βρίσκεις επιχωματώσεις κι επίπεδα που μπορεί να σε οδηγήσουν πιο πέρα. Η συγχρονικότητα βέβαια με μένα και το μελανούρι σασίμι θα ήταν ένας συγχρονισμός, η στιγμή που ενώνεται το βλέμμα ενός μη ζώντος οργανισμού με εκείνο ενός οργανισμού οσονούπω ζόμπι, αν την ίδια μέρα ο σεφ δεν μας μιλούσε για το γεγονός ότι στο μενού εκείνης της μέρας είχαμε σφυρίδες κάτω του ενός κιλού -κάτι που δεν επιτρέπεται τόσο ηθικά, όσο και διά νόμου. Και δεν επιτρέπεται ακριβώς για να διασφαλιστεί η διαιώνιση του είδους καθώς πολλά από τα ψάρια που ανήκουν στην οικογένεια των σερανιδών όπως ο ροφός και η στήρα βρίσκονται σε απόλυτο κίνδυνο. Κι έτσι άρχισα να κοιτάζω και τα μάτια από τις σφυρίδες εκείνο το βράδυ.

Κι ας ήταν ψημένα. Τα είχα κοιτάξει πιο πριν όταν κάναμε την παρουσίαση των ψαριών ημέρας στην πιατέλα. Είχαν κρατήσει το τελευταίο φως, το είχαν κρατήσει ως απόδειξη ότι είναι φρέσκα, ζωντανά, σπαρταριστά. Ότι έζησαν σε αυτόν τον πλανήτη, πήραν το φως αυτού του ήλιου. Το ξέρουν ότι είναι κομμάτια της τροφικής αλυσίδας, τα λαμπερά τους μάτια είναι τα διαπιστευτήρια τους. Αλλά για αυτό φαίνονται νόστιμα, γι’ αυτό θα τα προτιμήσει κάποιος σε αυτό το μπορντέλο αφού κοιτάξει τις καμπύλες τους ή τις γωνίες τους, θα τον σαγηνεύσει τελικά το φως αυτό το εγκλωβισμένο, αυτό το φως που φωνάζει «ζωή», το φως που σαν δέσμη θα φωτίσει την μαυρίλα του. Θα αναζητήσει μια έκλαμψη ζωτικότητας για να την καταβροχθίσει.

Εγώ πάλι σκεφτόμουν τα ψάρια που τρώγαμε παλιά. Που μπορούσαμε να τα φάμε. Δεν χρειαζόταν να είσαι πλούσιος για να φας ψάρι. Όλοι τρώγαμε. Και μάλιστα φρέσκα. Θα στα έβγαζε ένας ψαράς εκεί που παραθέριζες. Θα πήγαινες στην μαρίνα που γύρναγαν οι βάρκες και θα τα διάλεγες από τα δίχτυα ακόμα μέσα, να, εκείνα θέλω. Και δεν χρειαζόταν να είναι σφυρίδες. Όλα τα τρώγαμε. Κι, επαναλαμβάνω, όλοι τρώγαμε. Όχι σφυρίδες. Και πιο μικρά. Και πεντανόστιμα. Αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνικού καλοκαιριού κι όχι μόνο. Κι οι θάλασσες ήταν γεμάτες, αφθονία, όχι οι θλιβεροί άδειοι βυθοί του σήμερα. Οι βυθοί -χωματερές. Τα καλοκαίρια -Μόρντορ. Ούτε ήταν η κατάσταση Πλούσιοι-Φτωχοί. Εμείς τρώμε σφυρίδα, εσείς άντε να φάτε στην γιορτή σας λαβράκι ιχθυοτροφείου. Κάτι τέτοια σκεφτόμουν καθώς φιλετάριζα το ψάρι. Με κουτάλι και πιρούνι. Silver service. Σκεφτόμουν την ολοένα και πιο ανοιχτή κοινωνική ψαλίδα, το πόσο άσχημη είναι η διατροφή μας, που έχω στερηθεί το ψάρι γιατί στην περιοχή που μένω που είναι πιο υποβαθμισμένη η μεγάλη αλυσίδα σούπερ μάρκετ φέρνει χειρότερης διαλογής ψάρια από εκείνα που έφερνε στα καταστήματά της σε μια πιο σούπερ ντούπερ περιοχή που έμενα και, αλήθεια τώρα, δεν ντρέπονται καθόλου να αντιμετωπίζουν έτσι τον κόσμο, αλλά και στον ψαρά της γειτονιάς που πήγα που ξεπουλάει δεν είναι ότι του μένουν, έχει δηλαδή ψιλοκαλό ψάρι, ο άνθρωπος δεν παίζεται στις τιμές του, από αυτόν μπορώ να ψωνίσω σε ειδικές περιστάσεις, αν έχω καλεσμένους που θέλω να περιποιηθώ, στην γιορτή μου ή σε καμιά κηδεία (που κάνουν ψάρι). Και σκεφτόμουν έτσι όπως φιλετάριζα κι έπρεπε να τραβάω τα κόκαλα και να σπάσω το κεφάλι χωρίς να μου πεταχτεί στην κυρία απέναντι εκείνη με το βλέμμα του ροφού, ότι δεν μπορώ να φάω ψάρι ιχθυοτροφείου, είναι απαράδεκτο σε όλα του. Καταστρέφονται τα οικοσυστήματα και δεν θέλω να βάλω μέσα μου κάτι τόσο βλαβερό. Όχι ότι δεν θα φάω δυστυχώς και την ό,τι να ‘ναι σφολιάτα, αλλά αυτό από το ιχθυοτροφείο σε κοιτάζει. Και δεν έχει φως εγκλωβισμένο στα ακίνητα μάτια του. Γιατί ποτέ δεν είδε φως.

Και όταν τελειώνω το φιλετάρισμα πάντα λέω να προσέχουν για τυχόν κόκαλα γιατί «ψάρι είν’ αυτό». Αλλά πάντα το λέω για να ‘μαι σίγουρος. Γιατί δεν το κάνω και τόσο καλά.

Καθώς γυρνούσα προς τη λάντζα με το πιάτο που είχε τα κόκαλα που περίσσεψαν από το φιλετάρισμα του ψαριού, αίφνης κατάλαβα γιατί τα ψάρια στο σούπερ μάρκετ της υποβαθμισμένης περιοχής είναι δεύτερης διαλογής. Για να θολώσουν τα μάτια τους ακόμα περισσότερο. Και να πέσει κάπως η τιμή τους. Και να πουληθούν. Να μην πάνε χαμένα. Κι οι φτωχοί να πουν μια μέρα ότι έφαγαν ψάρι. Ψυχοπονιάρικα καρτέλ. Γλυκούληδες.

Βάζω τα γέλια. Μόνος μου. Θέλω να ξαναπάω να βρω τα μελανούρια να έρθουν στα πόδια μου και να παίξουμε. Δεν θα αφήσω κανέναν να τα κάνει σασίμι.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Μπλόκο λιμενεργατών σε μεταφορά σφαιρών στο Ισραήλ

Μήνυμα Μητσοτάκη για το θάνατο της Βάσως Παπανδρέου

ΜέΡΑ25 για εικαστική έκθεση: Όχι στο artwashing της γενοκτονίας κατά των Παλαιστινίων

Νίγηρας: Λεωφόρος έπαψε να φέρει το όνομα του ντε Γκωλ, πλατεία πήρε το όνομα του Σανκαρά

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα