Μετά την έναρξη της ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης της Ρωσίας στο έδαφος της Ουκρανίας και του Ντονμπάς, πολλές χώρες της λεγόμενης «συλλογικής Δύσης» ξαφνικά ασχολήθηκαν κατά πολύ εντατικότερα με τα τεκταινόμενα στη χώρα που εκτείνεται ένθεν κακείθεν από τις δύο όχθες του ποταμού Δνείπερου. Και αν πριν από τις 24 Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους αρκούνταν, στις περισσότερες των περιπτώσεων, στην απλή συμμετοχή τους στις πολιτικές και οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας (κυρίως με αφορμή την Κριμαία και λιγότερο με αφορμή το Ντονμπάς), μετά από αυτή την ημερομηνία μπήκαν ζωηρά στο παιχνίδι της αποστολής στρατιωτικής βοήθειας προς το καθεστώς του Κιέβου, είτε με δικό τους ζήλο, είτε επειδή… «ο θείος Σαμ βλέπει» και κρίνει ποιος από τους υποτακτικούς (συγγνώμη, τους «συμμάχους») συμπεριφέρεται «σωστά» και ποιος όχι…
Ανάμεσα, ωστόσο, στις χώρες της Δύσης που από την αρχή στήριξαν το πραξικόπημα της 22ης Φεβρουαρίου 2014 στο Κίεβο και διατηρούν σχέσεις αγαστής σύμπνοιας και συνεργασίας με τα νεοναζιστικά του στοιχεία, εκτός από τους προφανείς «παίκτες» (ΗΠΑ, Βρετανία κοκ) είναι ο Καναδάς. Και λόγος γίνεται εδώ όχι μόνο για οικονομική στήριξη του χουντικού καθεστώτος του Κιέβου, αλλά συνεργασία σε πολλά επίπεδα και, κυρίως, στην στρατιωτική εκπαίδευση όχι μόνο των «συμβατικών», ας πούμε, ενόπλων δυνάμεων της Ουκρανίας, αλλά και των νεοναζιστικών «ταγμάτων θανάτου», πριν ακόμη αποφασιστεί η οργανική τους ενσωμάτωση στις «επίσημες» στρατιωτικές δομές του καθεστώτος. Συνεργασία υπήρξε (και υπάρχει) επίσης και στον τομέα της παροχής διαφόρων ειδών «συμβούλων» σε όλα τα επίπεδα της δραστηριότητας των κρατικών δομών της Ουκρανίας, η αποστολή των οποίων ήταν κατά κανόνα η καταστροφή εκ των έσω τόσο του παραγωγικού ιστού της χώρας, όσο και των κοινωνικών υπηρεσιών του κράτους, με ταυτόχρονη προώθηση των οικονομικών συμφερόντων των δυτικών μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και τη δημιουργία ενός νέου πεδίου κερδοφορίας γι’ αυτά.
Από πού προκύπτει όμως αυτή η «ιδιαίτερη» σχέση ανάμεσα στον Καναδά και τη σύγχρονη, νεοναζιστικά Ουκρανία; Η ιστορία πηγαίνει περίπου 75 με 80 χρόνια πίσω, όταν ο Καναδάς, ταυτόχρονα με τις ΗΠΑ, άνοιξε τις πύλες του για την υποδοχή μεταναστών από τη σοβιετική, τότε, Ουκρανία, οι οποίοι εγκατέλειψαν τη χώρα τους υπό το φόβο της τιμωρίας τους από τον Κόκκινο Στρατό και τις αρχές της ΕΣΣΔ, επειδή συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν ακριβώς τα πολιτικά «τέκνα» του Στεπάν Μπαντέρα, του Ρομάν Σουχέβιτς και των υπόλοιπων Ουκρανών εθνικιστών και άμεσων συνεργατών των Ναζί, πολλοί εκ των οποίων συμμετείχαν στις τάξεις του UPA (Ουκρανικού «Επαναστατικού» Στρατού) και της UNSO (Ουκρανικής Εθνικής Συνέλευσης), που αποτελούσε το πολιτικό του σκέλος, Ήταν αυτοί που, μεταξύ άλλων, «διακρίθηκαν» κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για τις μαζικές σφαγές Εβραίων, Ρομά, Πολωνών, Ρώσων, αλλά Ουκρανών πολιτών της ΕΣΣΔ που ζούσαν στο έδαφος της Σοβιετικής Ουκρανίας και τάσσονταν με το μέρος του Κόκκινου Στρατού και της υπεράσπισης της πατρίδας τους. Όλα αυτά τα αποβράσματα βρήκαν φιλόξενο έδαφος ως «μετανάστες» πρώτης γενιάς στον Καναδά, παρά το γεγονός ότι αυτός, ως μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, συμμετείχε στην αντιχιτλερική συμμαχία (ΕΣΣΔ, ΗΠΑ, Βρετανία κοκ) και, υπό κανονικές συνθήκες, όλος αυτός ο εσμός θα έπρεπε να θεωρηθεί εχθρικός…
Συνολικά περίπου 1 εκατομμύριο Ουκρανοί από την πρώην ΕΣΣΔ, κυρίως από τις δυτικές περιοχές της Γαλικίας, της Βολίν, της Μπουκοβίνας και γενικά της περιοχής γύρω από τα Δυτικά Καρπάθια (εκεί όπου η «σπορά» του ουκρανικού εθνικισμού ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα από την Αυστροουγγαρία και την Πρωσία είχε αποδώσει τους περισσότερους «καρπούς») βρήκαν καταφύγιο στη βορειότερη χώρα της αμερικανικής ηπείρου, συναντώντας εκεί τις μερικές δεκάδες χιλιάδες Ουκρανών εμιγκρέδων των δεκαετιών του ‘10 και του ‘20 του 20ού αιώνα, αυτών που έφυγαν μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία. Κοινό χαρακτηριστικό των δύο γενεών Ουκρανών μεταναστών στον Καναδά ήταν και είναι το απύθμενο μίσος που τρέφουν κατά των κομμουνιστών, των εθνοτικά Ρώσων (και όσων τρέφουν φιλικά αισθήματα προς αυτούς) και των Εβραίων (ο αντισημιτισμός, άλλωστε, είναι σχεδόν πάντα η απαραίτητη «συνιστώσα» σε κάθε εθνικιστική ιδεοληψία).
Η «νέα γενιά» της ουκρανικής ομογένειας στον Καναδά πολύ σύντομα μετέφερε τις ιδεολογικές και πολιτικές μεθόδους που ακολουθούσε όταν βρισκόταν στην ίδια τη Σοβιετική Ουκρανία και τις γειτονικές χώρες (Πολωνία, Τσεχοσλοβακία κοκ). «Ώριμα τέκνα» του Γκέμπελς στον τομέα της προπαγάνδας, δημιούργησαν πλήθος φορέων (ΜΚΟ, ιδρύματα διαφόρων ειδών, ΜΜΕ κλπ), με σκοπό την άσκηση επιρροής στον πληθυσμό της Σοβιετικής Ουκρανίας και ειδικά των δυτικών της περιφερειών, στις οποίες (όπως προαναφέραμε) η δυνατότητα αυτή ήταν κατά πολύ πιο εφικτή. Με τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991 και την «ανεξαρτητοποίηση» της Ουκρανίας, η ουκρανική «εμιγκράτσια» του Καναδά (όπως και η αντίστοιχη των ΗΠΑ) ένιωσε πως «ήρθε η ώρα της» για να κυριαρχήσει πάνω στη χώρα αυτή και να πάρει τη «ρεβάνς» για την ήττα του ναζισμού και του φασισμού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σταδιακά και μεθοδικά, τμήμα της ουκρανικής ομογένειας στον Καναδά επέστρεψε στα «πάτρια εδάφη», έτσι ώστε να προετοιμάσει το έδαφος για την αναστήλωση του ναζισμού σε ένα ευρωπαϊκό κράτος για πρώτη φορά μετά το 1945. Η διείσδυση που απέκτησαν οι Ουκρανοί παλιννοστούντες στον κρατικό μηχανισμό της χώρας έβαινε διαρκώς αυξανόμενη, ταυτόχρονα με την αντίστοιχη επιρροή που είχαν αποκτήσει στον αντίστοιχο μηχανισμό του Καναδά (και σε μικρότερη έκταση των ΗΠΑ), με την ανάδειξη ακόμη και ανώτατων κρατικών λειτουργών. Και σήμερα αυτοί είναι που, σε μεγάλο βαθμό, ελέγχουν την πολιτική ατζέντα γύρω από το Ουκρανικό τόσο στον Καναδά, όσο και στην ίδια την Ουκρανία.
Η σημερινή ουκρανική ομογένεια του Καναδά, αποτελούμενη πλέον από περίπου 1,5 εκατομμύρια άτομα, είναι μια απολύτως, «σκληροπυρηνική» εθνικιστική, φιλοναζιστική, αντικομμουνιστική, αντισημιτική και αντιρωσική μάζα ανθρώπων, συσπειρωμένων κυρίως γύρω από τη λεγόμενη «Ελληνοκαθολική» (Ουνιτική) Εκκλησία, πλήθος ειδικά σχεδιασμένων ΜΚΟ και των ίδιων των δομών του κράτους στο οποίο ζουν, συμπεριλαμβανομένων και των Ενόπλων Δυνάμεων. Δεν υπάρχει στον Καναδά άλλη ομογένεια τόσο καλά οργανωμένη και δικτυωμένη σε όλα τα επίπεδα, όσο η ουκρανική.
Γόνος αυτής της ομογένειας είναι, μεταξύ άλλων και η Καναδή αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και Υπουργός Οικονομικών της χώρας Chrystia Freeland (Κρίστια Φρίλαντ). Η Φρίλαντ, η οποία έχει χρηματίσει στο παρελθόν σε πλήθος υπουργικών θώκων επί των κυβερνήσεων του Τζάστιν Τρυντώ, μεταξύ αυτών και στο Υπουργείο Εξωτερικών, πρόσφατα στη Σύνοδο των Υπουργών Οικονομικών των G7 αναφέρθηκε μετά παρρησίας στην ανάγκη «αποκλεισμού της Ρωσίας από τη διεθνή οικονομική δραστηριότητα και όλους τους διεθνείς οργανισμούς». Νωρίτερα, στην αντίστοιχη Σύνοδο των G20 η Φρίλαντ ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «στην Ουκρανία συντελείται ένα μεγάλο έγκλημα» και ότι «τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουμε δει προκαλούν φρίκη», αναφερόμενη κυρίως στην (εντελώς πρόσφατη, εκείνες τις μέρες) προβοκάτσια στην πόλη Μπούτσα (Περιφέρεια Κιέβου), την οποία σύσσωμη η «συλλογική Δύση» έσπευσε να αποδώσει στον ρωσικό στρατό, ενώ αντίθετα όλα τα αποδεικτικά στοιχεία συνηγορούν στο ότι το χτύπημα προήλθε από δυνάμεις του ουκρανικού πυροβολικού.
Σε πρόσφατη (27/04) ανάρτησή της στον λογαριασμό της στο Facebook (το οποίο γενικά στη Ρωσία παραμένει απαγορευμένο, αλλά ορισμένα κυβερνητικά στελέχη έχουν την άδεια να το χρησιμοποιούν) η εκπρόσωπος Τύπου του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα αναφέρθηκε ακριβώς στην περίπτωση της Κρίστια Φρίλαντ και σύγκρινε τη σημερινή προπαγανδιστική της δραστηριότητα με την αντίστοιχη που ασκούσε ο παππούς της (από την πλευρά της μητέρας της) Μιχάηλο Χομιάκ κατά τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Χομιάκ ήταν αρχισυντάκτης της ουκρανόφωνης εφημερίδας «Krakivs’ki Visti», η οποία εκδιδόταν στην Κρακοβία (σημερινή Πολωνία) και ελεγχόταν απόλυτα από τους Γερμανούς ναζί, ασκώντας αντικομμουνιστική, αντισοβιετική, αντιπολωνική και αντισημιτική προπαγάνδα. Ο Χομιάκ με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατέφυγε στον αμερικανικό τομέα της Γερμανίας και στη συνέχεια μετανάστευσε στον Καναδά, όπου συνέχισε απρόσκοπτα το «θεάρεστο» ιδεολογικό του έργο…
Άλλη περίπτωση Ουκρανοκαναδού με συγκεκριμένο προπαγανδιστικό έργο στήριξης του σημερινού χουντικού καθεστώτος του Κιέβου είναι ο Μάρκο Σουπρούν, δημοσιογράφος, σκηνοθέτης και κινηματογραφικός παραγωγός, ο οποίος μεζί με τη σύζυγό του, υπήκοο ΗΠΑ, Ουλιάνα Σουπρούν (το γένος Γιούρκιβ, από τη Δυτική Ουκρανία) εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ουκρανία… «όλως τυχαίως» το 2013, δηλαδή λίγους μήνες πριν από την έναρξη των γεγονότων του «Μαϊντάν» και του πραξικοπήματος της 22ης Φεβρουαρίου του 2014. Είναι συνιδρυτής, μεταξύ άλλων και του Ιδρύματος «Zahyst Partiotiv» («Υπεράσπιση των Πατριωτών»), που έχει αντικείμενο την παροχή ιατρικής περίθαλψης στους λεγόμενους «βετεράνους» της των επιχειρήσεων του ουκρανικού στρατού στο Ντονμπάς από το 2014 και εντεύθεν. Φυσικά πολύ πιο γνωστή από τον ίδιο τον Σουπρούν είναι η σύζυγός του Ουλιάνα, η οποία κατά την τριετία 2016-2019 διετέλεσε εκτελούσα χρέη Υπουργού Υγείας της Ουκρανίας (χωρίς ποτέ να αναλάβει επισήμως πλήρη καθήκοντα). Η Ουλιάνα Σουπρούν έγινε γνωστή από τη θητεία της στο ουκρανικό Υπουργείο ως «Δόκτορ Θάνατος», κυρίως για δύο λόγους: πρώτον, επειδή μέσα στα 3 χρόνια της θητείας της έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να «ξεχαρβαλώσει» ό,τι είχε απομείνει από το δημόσιο σύστημα υγείας της Ουκρανίας και δεύτερον (αυτό προέκυψε πιο πρόσφατα) από την ευθεία ανάμιξη του ονόματός της και μελών της οικογένειάς της στην υπόθεση των βιοχημικών εργαστηρίων που χρηματοδοτήθηκαν από τις ΗΠΑ και δημιουργήθηκαν στην Ουκρανία με σκοπό τη μελέτη και τη δημιουργία συνθηκών για βιολογικό πόλεμο κατά των τοπικών πληθυσμών (με ιδιαίτερη έμφαση στον σλαβικό ανθρωπότυπο).
Όμως το σκάνδαλο που ξέσπασε πρόσφατα, παρόλο που, στην πραγματικότητα, η ιστορία αυτή πηγαίνει αρκετά χρόνια πίσω, είναι η αποκάλυψη των καναδικών Μέσων Ενημέρωσης (με προεξάρχον το μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι CTV) ότι Καναδοί στρατιωτικοί σύμβουλοι εκπαιδεύουν εδώ και χρόνια μέλη των ουκρανικών νεοναζιστικών «ταγμάτων θανάτου», συμπεριλαμβανομένου και του πασίγνωστου, πλέον, (και πιο «διαφημισμένου» απ’ όλα) Συντάγματος «Αζόφ». Το καναδικό κανάλι τονίζει, ότι οι συνεργάτες του κατάφεραν να ανακαλύψουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φωτογραφίες, όπου μελών του «Αζόφ» υπάρχουν στρατιωτικοί που φορούν καναδικές στρατιωτικές στολές. Το CTV αναφέρθηκε επίσης και σε ανάλογες έρευνες άλλων καναδικών ΜΜΕ, όπως το Radio Canada, το οποίο με τη σειρά του είχε κάνει αναφορές για εκπαίδευση μελών του «Αζόφ» από Καναδούς «ινστρούκτορες» σε στρατόπεδα εκπαίδευσης στην Περιφέρεια του Λβοφ (Δυτική Ουκρανία).
Είναι γνωστό, ότι από το 2015 βρίσκεται σε λειτουργία το πρόγραμμα εκπαίδευσης Unifier, που δημιουργήθηκε σε συνεργασία των κυβερνήσεων του Καναδά και της Ουκρανίας και είχε σκοπό την εκπαίδευση Ουκρανών στρατιωτικών από Καναδούς ομολόγους τους στη χρήση οπλικών συστημάτων παραγωγής χωρών του ΝΑΤΟ, όπως επίσης και την ενστάλαξη των δογμάτων και των τακτικών πολέμου της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στους Ουκρανούς στρατιωτικούς. Το πρόγραμμα υλοποιείται ακριβώς στα ειδικά διαμορφωμένα κέντρα εκπαίδευσης στην Περιφέρεια του Λβοφ, τα οποία λειτουργούν ήδη τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Μέχρι την έναρξη της ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης της Ρωσίας στο έδαφος της Ουκρανίας και το Ντονμπάς, υπολογίζεται ότι από αυτά τα στρατόπεδα πέρασαν τουλάχιστον 33 χιλιάδες Ουκρανοί στρατιωτικοί. Θεωρητικά, το εκπαιδευτικό αυτό πρόγραμμα έπρεπε να παρακολουθήσουν αποκλειστικά μέλη του τακτικού ουκρανικού στρατού και της ουκρανικής Εθνοφρουράς. Στην πράξη, ωστόσο, και με δεδομένο ότι στην πορεία τα νεοναζιστικά τάγματα θανάτου ενώθηκαν και οργανικά με τις τακτικές ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας, χιλιάδες μέλη του «Αζόφ» έλαβαν τα «φώτα» των Καναδών εκπαιδευτών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον χαρακτήρα της συμμετοχής του Καναδά, άμεσα ή έμμεσα, στις σημερινές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία.
Το άλλο σκάνδαλο που σχετίζεται άμεσα με την εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία κατά την τρέχουσα περίοδο, είναι οι ισχυρές εικασίες ότι στα έγκατα του πασίγνωστου, πλέον, εργοστασίου χαλυβουργίας AzovStal’ στη Μαριούπολη (ΛΔ Ντονιέτσκ), βρίσκεται τουλάχιστον ένας Καναδός ανώτατος αξιωματικός (λόγος γίνεται για τον αντιστράτηγο Trevor Kadier, ειδικό, μεταξύ άλλων, και σε ζητήματα βιολογικού και χημικού πολέμου. Όπως είναι ήδη γνωστό, στα υπόγεια του AzovStal υπολογίζεται ότι βρίσκονται, εκτός από περίπου 800 μέλη του «Αζόφ» και άλλοι 400 ξένοι υπήκοοι άλλοι απλοί μισθοφόροι-«στρατιώτες της τύχης» και άλλοι ανώτατοι και ανώτεροι αξιωματικοί από χώρες του ΝΑΤΟ (τυπικά, ίσως, «εν αποστρατεία», αλλά στην πράξη απολύτως ενεργοί). Εάν αυτή η πληροφορία (που πρωτοδόθηκε δημόσια πριν από λίγες μέρες από τον εκπρόσωπο της Λαϊκής Πολιτοφυλακής της ΛΔ Ντονιέτσκ, Εντουάρντ Μπασούριν) επιβεβαιωθεί, τότε δεν μιλάμε, φυσικά, για υπόθεση που αφορά αποκλειστικά στον Καναδά, αλλά στο ΝΑΤΟ συνολικά και συνιστά ευθεία ανάμιξη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας σε μια διένεξη στην οποία, υποτίθεται, έχει μεν επιλέξει πλευρά (προφανώς της Ουκρανίας), αλλά δεν συμμετέχει άμεσα με δικές του δυνάμεις υπέρ της.
Το βέβαιο είναι, ότι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο ο Καναδάς (που είναι, εν προκειμένω, το βασικό μας θέμα) διατηρούσε και διατηρεί εδώ και δεκαετίες σχέσεις με τους Ουκρανούς νεοναζί, αφού ιστορικά αποτέλεσε το καταφύγιο πολλών απευθείας συνεργατών των Γερμανών ναζί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το πεδίο όπου οι Ουκρανοί εθνικιστές βρήκαν πρόσφορο έδαφος για ν’ αναπτύξουν όλα τα μέσα επιρροής τους τόσο στην καναδική, όσο και στην ουκρανική κοινωνία και σήμερα ενισχύει με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο το νεοναζιστικό καθεστώς του Κιέβου, πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά. Και στέλνει (επιεικώς) στα σκουπίδια όλα τα δυτικά αφηγήματα περί «δημοκρατίας», «ελευθερίας» και «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Μένει βεβαίως να δούμε εάν ο «πέλεκυς της Ιστορίας» θα αποδώσει, αργά ή γρήγορα, τη δέουσα δικαιοσύνη… Οψόμεθα, λοιπόν…