Απ’ ότι φαίνεται από τις εξελίξεις στη Γαλλία, ο χρόνος δουλεύει υπέρ του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και της παρελκυστικής του πολιτικής. Μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου ο αρχηγός του γαλλικού κράτους συντηρεί απέναντι στον συνασπισμό της αριστερής αντιπολίτευσης τον drôle de guerre -εκείνο το κρίσιμο μεσοδιάστημα, όπως στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανάμεσα στην κήρυξη του πολέμου και τις πραγματικές εχθροπραξίες και τον Blitzkrieg που σάρωσε τις δυτικές χώρες. Με τη χώρα στο ρελαντί λόγω των Ολυμπιακών και τώρα των Παραολυμπιακών Αγώνων και βοηθούσης της αριστερής αντιπολίτευσης του Νέου Λαϊκού Μετώπου, η χώρα εξακολουθεί να μην έχει κυβέρνηση.
Ο υπό παραίτηση πρωθυπουργός Γκαμπριέλ Ατάλ έχει σπάσει ρεκόρ παραμονής στη θέση του κι όσο η αντιπολίτευση δεν μπορεί να συμφωνήσει σε μία κοινή πολιτική και ένα αποδεκτό από τον Πρόεδρο όνομα για την πρωθυπουργία, η εκκρεμής τούτη κατάσταση θα συνεχίσει να λειτουργεί υπέρ του Μακρόν. Και φυσικά ο ίδιος κάνει τα πάντα για να παρατείνει αυτήν την αβεβαιότητα.
Παρά τις τυμπανοκρουσίες και το σκηνικό που στήθηκε με την επίσκεψη στο Μέγαρο των Ηλυσίων της αντιπροσωπείας του Νέου Λαϊκού Μετώπου για την έναρξη των διαβουλεύσεων για τον διορισμό της υποψηφίας του Λουΐζ Καστέ, το γινόμενο δεν βγήκε. Ο Μακρόν παραμένει αρνητικός στην παρουσία μελών της «Ανυπότακτης Γαλλίας» (LFI) του Ζαν-Λυκ Μελανσόν και μετά τη λήξη των διαβουλεύσεων και με την Μαρίν Λεπέν και τον Ερίκ Σιοτί θα ανακοινώσει την απόφασή του να μη χρίσει πρωθυπουργό τη Καστέ.
Όπως όλα δείχνουν, η πρωτοβουλία για τον σχηματισμό κυβέρνησης όλο και πλησιάζει περισσότερο στη βούληση του ίδιου του προέδρου να επιλέξει ένα εναλλακτικό σχήμα απέναντι στο αδιέξοδο. Και για να επιτύχει τον σκοπό του, ο Μακρόν βασίζεται και στις εσωτερικές διαφωνίες, που όσο περνάει ο καιρός, εμφανίζονται όλο και πυκνότερα στο εσωτερικό του Μετώπου.
Εκεί όπου, παρά την επιτυχία της LFI η πρωταγωνιστική θέση του Μελανσόν και η προσωπική του βεντέτα με τον Γάλλο πρόεδρο, αποτελεί το σημαντικότερο εμπόδιο. Καθώς ο Μακρόν, σε κάθε περίσταση επαναλαμβάνει ως άλλος Κάτων πως «δεν θα δεχθεί υπουργούς του Μελανσόν» σε όποια νέα κυβέρνηση, η κάθε προσπάθεια είναι φυσικό να ναυαγεί. Η Σολομώντεια λύση να προταθεί η Καστέ, που φαινομενικά πληρούσε πολλές προϋποθέσεις (πρώην ανώτερη λειτουργός κατά της διαφθοράς, νέα, με γυναίκα σύζυγο και παιδί, ταγμένη οικολόγος) προσέκρουσε και πάλι στην παρουσία μελών της παράταξης του Μελανσόν, που ούτε ο Μακρόν, αλλά ούτε και οι ηγεσίες των άλλων δεξιών και κεντρώων κομμάτων επιθυμούσαν να στηρίξουν στην Εθνοσυνέλευση.
Ακόμη περιπλέκονται τα πράγματα μετά την προσπάθεια της LFI να πιέσει τον Μακρόν, απειλώντας με πρόταση καθαίρεσής του, επικαλούμενη το Άρθρο 68 του Συντάγματος για «μη εκπλήρωση καθηκόντων που προσήκουν στο αξίωμά του». Ο υπαινιγμός και μόνον μίας τέτοιας πρωτοβουλίας, που θα οδηγούσε τη χώρα και σε προεδρικές εκλογές, όχι μόνον κατεδάφισε ακόμη ένα τμήμα της κατεστραμμένης γέφυρας συνεννόησης, αλλά διεύρυνε και τις διαφωνίες μέσα στο ίδιο το Μέτωπο. Φυσικά οι Σοσιαλιστές αντιτάχθηκαν, αλλά και η ίδια η Καστέ έσπευσε να αποκλείσει κάθε τέτοιο ενδεχόμενο, φροντίζοντας να διαβεβαιώσει πως στόχος της «είναι η συγκατοίκηση». Το τακτικό ‘faux pas’ της «Ανυπότακτης Γαλλίας» ωστόσο μπορεί να αποδειχθεί ένα ακριβό δώρο για τον Μακρόν στην προσπάθειά του να διχάσει το Μέτωπο και να του αποσπάσει τους Σοσιαλιστές. Άλλωστε το κόμμα του Ολιβιέ Φορέ και πολύ περισσότερο το Place Publique του Ρ. Γκλικσμάν, υπενθυμίζουμε, έκοντες άκοντες δέχθηκαν να συγκαταθέσουν για τον σχηματισμό του Μετώπου -μιας και την πρωτοβουλία είχαν εν πρώτοις οι Οικολόγοι και ακολούθησε και η La France Insoumise (Ανυπότακτη Γαλλία). Είναι φυσικό, ο Μακρόν να υπολογίζει στην πολιτικο-ιδεολογική απόσταση που χωρίζει τον ριζοσπαστισμό της LFI και τους κεντροαριστερούς Σοσιαλιστές, προκειμένου να τολμήσει έναν αντιπερισπασμό και να προτείνει έναν ευρύ κυβερνητικό συνασπισμό όλων πλην «Ανυπότακτων». Γιατί όχι και με έναν Σοσιαλιστή πρωθυπουργό επικεφαλής; Έτσι κι αλλιώς ήδη έχουν εμμέσως προταθεί μέσω διαρροών στα μέσα ενημέρωσης διάφορα ονόματα. Από τον δημοφιλή Σοσιαλιστή δήμαρχο του Σαντ Ουέν Καρίμ Μπουαμράν, που ενδεχομένως να αποτελέσει μια καλή εναλλακτική λύση σε περίπτωση που ναυαγήσει η υποψηφιότητα της Καστέ. Όπως, ακόμη και το όνομα του πρώην υπουργού Εσωτερικών και πομφόλυγα πρωθυπουργό επί Ολάντ, Μπερνάρ Καζνέβ, του οποίου και μόνο η ονομαστική αναφορά έκανε να σηκωθούν οι τρίχες όλων στο LFI -μιας και ο Σοσιαλιστής βουλευτής είχε παραιτηθεί το 2022 διαφωνώντας για την εκλογική συνεργασία των δύο παρατάξεων.
Εξάλλου, αυτήν την εγγενή φυγόκεντρο τάση των Σοσιαλιστών από τις όποιες αριστερές συμμαχίες υπέρ μίας σύμπλευσης με το κέντρο ή και τη δεξιά, είχε ως στόχο και η παρέμβαση Μελανσόν, που έθιξε το ενδεχόμενο μίας κυβέρνησης δίχως τη συμμετοχή της LFI. Υπενθυμίζοντας την εμπειρία του Λαϊκού Μετώπου το 1936, όπου οι Κομμουνιστές δεν συμμετείχαν, αλλά στήριζαν κοινοβουλευτικά την κυβέρνηση του Λεόν Μπλουμ, ο επικεφαλής των «Ανυπότακτων» έθεσε το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων. Καλεσμένος στο κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο TF1, αμφισβήτησε ευθέως τον Μακρόν, αλλά και τα δύο δεξιά κόμματα, που απειλούν με πρόταση μομφής όποιο κυβερνητικό σχήμα που περιέχει τη La France insoumise ζητήσει έγκριση στην Εθνοσυνέλευση.
«Εάν η κυβέρνηση της Καστέ δεν περιλάμβανε κανέναν ‘Ανυπότακτο’ υπουργό, θα δεχόσασταν να μην υποβάλετε πρόταση μομφής και να της επιτρέψετε να εφαρμόσει το πρόγραμμα, βάσει του οποίου πρωτεύσαμε στις βουλευτικές εκλογές;», αναρωτήθηκε ο Μελανσόν, προσθέτοντας πως σε περίπτωση που «απαντούσατε όχι, εύλογα θα λέγαμε πως οι ‘Ανυπότακτοι’ υπουργοί είναι στην πραγματικότητα το πρόσχημα και είναι το πρόγραμμά μας εκείνο που δεν θέλετε».
Το ζήτημα είναι πάντως πως σχεδόν δύο μήνες μετά τις εκλογές, η Γαλλία δεν έχει ακόμη κυβέρνηση. Η ονοματολογία μπορεί να κρατεί καλά, όμως το ζήτημα είναι πως και η συζήτηση περί του ποια προγράμματα θα μπορούσαν να αντέξουν στην Εθνοσυνέλευση -ακόμη κι εάν σχηματισθεί κυβέρνηση- έχει σημειώσει μικρή πρόοδο. Γιατί το θέμα δεν είναι μόνον να σχηματισθεί μία νέα κυβέρνηση. Το διακύβευμα είναι εάν τα κρίσιμα νομοσχέδια θα μπορέσουν να περάσουν, τόσο μέσα από την Εθνοσυνέλευση, όσο και μέσα από τη Γερουσία, δεδομένης των ισχνών πλειοψηφιών, όποιο κι εάν είναι τελικά το κυβερνητικό σχήμα και της ακραίας πόλωσης και δυσπιστίας μεταξύ των κομμάτων.
Μέσα σε τούτο το κλίμα, η «μεσοβασιλεία» Ατάλ μπορεί, χωρίς κοινοβουλευτική ή άλλη νομιμότητα, να λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις, όπως για το «πλαφόν» των δαπανών σε κάθε υπουργείο για τον προϋπολογισμό του 2025. Με πιεστικά χρονικά περιθώρια για την κατάρτισή του, η συζήτηση για το περιεχόμενο του προϋπολογισμού -που αφορά ακριβώς και τα εκλογικά προγράμματα του Μετώπου και της ‘Μακρονί’- εμπεριέχει το σπέρμα άλλης μίας κρίσης. Κάτι που ενδεχομένως θα οδηγήσει τη Γαλλία και τη νέα κυβέρνηση σε άλλο ένα αδιέξοδο, την ώρα που και το spread της χώρας έχει εκτιναχθεί, αποδεικνύοντας την δυσπιστία των επενδυτών στο μέλλον της.
Αυτός ο παρατεταμένος πολιτικός λήθαργος δημιουργεί επίσης θεσμικά και «φαντάσματα» και δημοκρατικούς «εφιάλτες». Η Γαλλία διοικείται από υπουργούς που λειτουργούν ως βουλευτές, λες και δεν έχουν προηγηθεί εκλογές, κατά παράβαση του Συντάγματος. Η κάθε δημοκρατική και κρατική διαδικασία λειτουργεί με βάση τη δικαιοδοσία του προέδρου να διαιωνίζει μία κατάσταση με γνώμονα τη «συνέχεια του κράτους», που όμως ουσιαστικά -και όντας σε μία εν είδει «κατάσταση εξαίρεσης» λόγω Ολυμπιακών-Παρα-ολυμπιακών Αγώνων- ουσιαστικά δεν λειτουργεί. Ακόμη και η υποτιθέμενη επιτυχία των Αγώνων δεν μπορεί να κεφαλαιοποιηθεί από τον Πρόεδρο, συγκρουόμενη με τις αδήριτες και πιεστικότατες ανάγκες της καθημερινότητας.
Η χώρα βρίσκεται μεταξύ της σφύρας του Μακρόν και του άκμονος του Νέου Λαϊκού Μετώπου. Ο πρώτος νομίζοντας ότι παρέλκοντας ο χρόνος θα δουλέψει προς όφελός του έχει πετύχει μόνον να συσπειρώσει και τις άλλες μη αριστερές δυνάμεις να καταψηφίσουν όποιο κυβερνητικό σχήμα προτείνει το Μέτωπο, διαιωνίζει διαρκώς το αδιέξοδο. Ίσως στοχεύοντας σε μία de facto κυβέρνηση τεχνοκρατών; Οψόμεθα. Το δε Μέτωπο πάλι (100 χρόνια μετά το ‘Καρτέλ’ της Αριστεράς και 88 μετά το πρώτο Λαϊκό Μέτωπο) μοιάζει να επαναλαμβάνει το μαρτύριο του Σίσυφου, κατά την ευτυχή παρομοίωση του Serge Halimi στο ‘Sisyphe est fatigué, Les échecs de la gauche au pouvoir’, ed. Laffont, 1993): έχοντας σύρει στην κορυφή της εξουσίας τον βράχο της εκλογικής του επιτυχίας, δεν κατορθώνει να τον στερεώσει και, συχνά διαλυόμενη στα εξ ων συνετέθη, ξανακυλά στη βάση του λόφου.