Κυριακή βραδάκι και ο κινηματογράφος άδειος. Στο κυλικείο χαίρονται όταν πλησιάζει κάποιος. Σκέφτονται θα πουλήσουν λίγο ποπ κορν. Τζίφος. Δύο μπουκαλάκια νερό. Η προβολή γίνεται στην υπόγεια αίθουσα. Σημαίνει κάτι αυτό για το αν η προσέλευση είναι μικρή ή μεγάλη; Ίσως ναι. Αν κρίνει κάποιος κι από το γεγονός ότι δεν μαζεύτηκαν ούτε δέκα άτομα. Συμπεριλαμβανομένων εκείνων των τεσσάρων κυριών που έφτασαν καθυστερημένες, όταν ακριβώς τελείωνε και το τελευταίο «προσεχώς» και οι οποίες, παρά την ηλικία τους, δεν έχουν μάθει ακόμα να αντιλαμβάνονται μια ταινία ως ένα έργο τέχνης ενδεχομένως, ούτε τα όρια που οφείλει να τηρεί κάποιος στον δημόσιο χώρο. Ευτυχώς, έπαψαν να γκρινιάζουν για τον κλιματισμό σχεδόν αμέσως με το που ξεκίνησε η ταινία. Η προοπτική του να αναγκαστείς να υποδείξεις ησυχία -τόσο δύσκολη θέση- εξαφανίστηκε με τους τίτλους αρχής.
Η ταινία Lee αναφέρεται στη φωτογράφο Λι Μίλερ, μοντέλο της Vogue και δημιουργική σύντροφο των σουρεαλιστών, φίλη του Πωλ Ελυάρ, το αρχετυπικό άγαλμα στο Αίμα του Ποιητή του Ζαν Κοκτό, μούσα του Μαν Ρέι. Μια γυναίκα με δεκάδες ζωές. Αφήνει τεχνηέντως εκτός κάδρου την προπολεμική ελευθεριότητα ή, καλύτερα, ξεκινά όταν αυτή τελειώνει. Και επικεντρώνεται στη φωτογραφική δράση της κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου όταν βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των βομβαρδισμών στο μέτωπο της Γαλλίας και ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που ανακάλυψαν τις φρικαλεότητες των ναζί στο μόλις απελευθερωμένο Νταχάου.
Δεν έχει πάρει καλές κριτικές. Τη μέμφονται ως μια μάλλον επιδερμική ταινία που προσεγγίζει την εποχή με έναν άρτιο αλλά αποστασιοποιημένο τρόπο. Κάπως ιλουστρασιόν. Με εξαίρεση τη σαρωτική ερμηνεία της Κέιτ Γουίνσλετ. Και η αλήθεια είναι ότι υπάρχει ένα προβληματικό σεναριακό εύρημα το οποίο σε αφήνει με κάποιου είδους απορία.
Παρόλα αυτά, δεν μπορείς να μην συγκλονιστείς από την αργή μεταμόρφωση της ηρωίδας από μια δυναμική αλλά και τυχοδιωκτική ίσως προσωπικότητα σε μια γυναίκα που τραυματίζεται όλο και πιο πολύ απ’ όσα αντικρίζει. Απ’ όσα ανακαλύπτει για την ανθρώπινη φύση. Η ίδια η Λι Μίλερ έπασχε από μεταπολεμικό τραύμα. Κατέληξε στο αλκοόλ και τα χάπια. Δεν είχε μιλήσει στον γιο της για τον πόλεμο μέχρι που εκείνος ανακάλυψε τις φωτογραφίες της στο πατάρι του σπιτιού της μετά τον θάνατό της. Με την rolleiflex κάμερά της είχε απαθανατίσει τη ζωή που πάλευε να διατηρηθεί στα συντρίμμια από τους βομβαρδισμούς στο Λονδίνο. Τους ακρωτηριασμένους στρατιώτες στις μάχες του Σεν Μαλό. Τον αγώνα των γιατρών και των νοσοκόμων στα μετόπισθεν. Μπήκε στη ρημαγμένη Ευρώπη. Φωτογράφισε τους ναζί που αυτοκτονούσαν ομαδικά με κυάνιο για να μην πιαστούν αιχμάλωτοι. Τους φωτογράφισε στα σπίτια τους. Οικογένειες ολόκληρες στα σαλόνια τους. Πλύθηκε στην μπανιέρα του Χίτλερ, στο σπίτι του, την ημέρα που εκείνος αυτοκτόνησε με την Εύα Μπράουν ενώ η ίδια περιπλανιόταν με τα ίδια ρούχα επί εβδομάδες ανάμεσα στα ερείπια. Ανέβηκε πρώτη στα τρένα που είχαν εγκαταλειφθεί καθώς οι σύμμαχοι πλησίαζαν γεμάτα από νεκρούς ανθρώπους ήδη σε αποσύνθεση. Είδε πρώτη τους ζωντανούς νεκρούς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τους σορούς πτωμάτων. Τα κρεματόρια.
Κανείς δεν γνώριζε μέχρι τότε.
Κι αναρωτιέσαι. Ίσως δεν γνώριζαν οι άνθρωποι. Και τι έπρεπε να ξέρουν περισσότερο; Πέρα από το να γνωρίζουν πώς να προστατευτούν; Πώς να επιβιώσουν; Πώς να κρατήσουν τα λογικά τους; Να μάθουν πού πήγαν οι άνθρωποι τους; Πώς εξαφανίζονταν εν μια νυκτί; Ίσως και να είχαν συνηθίσει την οσμή του θανάτου. Τα παιδιά έπαιζαν έξω από το στρατόπεδο συγκέντρωσης, οι οικογένειες ζούσαν σαν τίποτα να μην συνέβαινε. Η οσμή αυτή μπορεί από ανεπαίσθητη να έγινε ανυπόφορη με αργό τρόπο, να την είχαν συνηθίσει. Να είχε γίνει ένα με την αναπνοή τους. Ή να μην τους ένοιαζε πια. Ίσως και ποτέ.
Ίσως κι εμείς, όμως, να μην γνωρίζουμε τι συμβαίνει σήμερα. Παρά την άμεση διάδοση της πληροφορίας, σε έναν κόσμο τέλειας προπαγάνδας και κατευθυνόμενων μέσων, σε έναν κόσμο με άπειρους περισπασμούς, ίσως να μην ξέρουμε αν γίνονται φρικαλεότητες στις εμπόλεμες περιοχές του πλανήτη μας. Κι ας είναι μια ανάσα από εμάς.
Υπάρχει αυτή η οδυνηρή αντιστοιχία με τα χρόνια που έδρασε η Λι Μίλερ. Η Vogue συνέχιζε να κάνει μόδα ώστε οι άνθρωποι να ξεχνούν τον πόλεμο και η βρετανική λογοκρισία βρήκε τις φωτογραφίες της ακατάλληλες προς δημοσίευση. Θα ταραζόταν ακόμα περισσότερο το ήδη εξαντλημένο κοινό. Ήταν η αμερικανική Vogue που τις δημοσίευσε. Ίσως γιατί όλα αυτά ήταν πολύ μακριά για το δικό της κοινό.
Πόσο μακριά είμαστε εμείς, όμως, από όλα όσα συμβαίνουν ή μπορεί να συμβαίνουν χωρίς να το ξέρουμε; Κι αν υπήρχε τρόπος να το ξέρουμε, αν μια αντίστοιχη Μίλερ ή ένας αντίστοιχος Ντέιβιντ Σέρμαν (ο συνεργάτης της από το περιοδικό Life) μας αποκάλυπταν με φωτογραφίες και βίντεο κάποιες φρικαλεότητες που μπορεί να συμβαίνουν αυτή τη στιγμή, πώς θα αντιδρούσαμε; Θα έβλεπαν ποτέ το φως της δημοσιότητας ή θα αποκρύπτονταν προκειμένου να τηρηθούν διπλωματικές και πολιτικές ισορροπίες ή κι επιδιώξεις; Προκειμένου ο αλγόριθμος να μας διατηρεί χαρούμενους ή να εκτονώνουμε τα μίση μας μεταξύ μας;
Η Κέιτ Γούινσλετ, πάντως, είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετική. Είναι η Λι Μίλερ αυτοπροσώπως. Κι η ταινία ολόκληρη.
Και πώς όχι, άλλωστε; Ανέλαβε η ίδια την παραγωγή και δούλεψε οκτώ χρόνια για να την ολοκληρώσει. Με όλες τις αντιξοότητες μιας παραγωγής, τα χρήματα να τελειώνουν και να πρέπει να βρεθούν, τον τραυματισμό της ακριβώς πριν την έναρξη των γυρισμάτων, αλλά και την σκληρή της προετοιμασία για τον ρόλο, στην προφορά μιας Αμερικανίδας από το Πουκίπσι του προηγούμενου αιώνα, στην απόφασή της να εκθέσει το γυμνό σώμα της στις λίγες σκηνές γυμνού, γνωρίζοντας εκ των προτέρων τον κανιβαλισμό των μίντια για τα περιττά της κιλά (δηλαδή για τα κιλά μιας μέσης γυναίκας της ηλικίας της). Έπρεπε να γίνει η ηρωίδα της, να περάσει όλη την μεταμόρφωση από μια ανέμελη όμορφη κοπέλα
σε μια γυναίκα με πρησμένο το πρόσωπο στην εμπόλεμη κατάσταση κι από εκεί, σε μια απόμακρη ηλικιωμένη με τα τραύματα της απ’ όσα αντίκρισε ακόμα ανεπούλωτα. Κορυφαία ηθοποιός.
Όταν έπεσαν οι τίτλοι τέλους κι άνοιξαν τα φώτα με τα credit να διατρέχουν ακόμα την οθόνη για τις σπάνιες εκείνες ψυχές που έχουν εκείνη την συνήθεια να τα βλέπουν, μια κυρία είχε σκύψει στην πλάτη του μπροστινού καθίσματος με τα μάτια της να ρουφούν και το τελευταίο στοιχείο από αυτά ενώ έπαιζε η
μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά. Οι τέσσερις κυρίες που είχαν έρθει αργοπορημένες κι απείλησαν την προβολή με το ενδεχόμενο να μιλούν μεταξύ τους κατά τη διάρκειά της, είχαν ήδη φύγει. Δεν ακούστηκαν καθόλου, όμως, επί μία ώρα και πενήντα επτά πρώτα λεπτά.
Ο κόσμος έξω διέσχιζε τη λεωφόρο. Τα τρόλεϊ ήταν ασφυκτικά γεμάτα. Στα café οι άνθρωπο απλώνονταν σαν μελίσσια που άφησαν την κυψέλη για να βρουν νέα στέγη και σχημάτιζαν τσαμπιά. Γέλαγαν, μιλούσαν δυνατά, ήταν μια τέλεια αντίστιξη σε ό,τι είχε προηγηθεί. Μπορεί κάποιοι να δουν την ταινία σε κάποια πλατφόρμα σε κάποιο σπίτι και μετά να λένε στους φίλους της πόσο ωραία ή πόσο
χάλια ήταν σε κάποια άλλη έξοδο, σε κάποιο café πάλι. Με μια ζωηρή φαντασία έμοιαζαν με τους ανθρώπους στην Ευρώπη λίγο πριν τον πόλεμο. Που πίστευαν ότι όλα αυτά ήταν πολύ μακριά. Που συνέχιζαν την ζωή τους, μπορεί και για να ξορκίσουν τον φόβο. Που ερωτεύονταν, απογοητεύονταν, δημιουργούσαν, δούλευαν σαν τα σκυλιά, πεινούσαν ή γλεντούσαν.
Ο χρόνος συνέχισε να είναι γραμμικός αλλά δεν ήταν κιόλας. Παράξενο συναίσθημα.