Εάν, όπως έλεγε ο Μαξ Βέμπερ, το Κράτος έχει και ασκεί το “μονοπώλιο της νόμιμης βίας”, τότε οι επτά συλληφθέντες καραμπινιέροι στο τμήμα Levante της Πιατσέντσα, στη Βόρειο Ιταλία, αποδεικνύουν περίτρανα το πόσο η ανεξέλεγκτη εκχώρηση του δικαιώματος για τη διαχείριση της νόμιμης τούτης βίας από τα κρατικά όργανα μπορεί να γεννήσει όχι απλώς την αυθαιρεσία, ή την κατάχρηση της εξουσίας, αλλά ακόμη και τη “νόμιμη” ελέω θέσεως παρανομία και αήθεια. Γιατί, όπως εμφατικά τονίζει και στην παρατήρησή της για την έναρξη των ερευνών, η αρμόδια ανακρίτρια Τζούλια Πραντέλα “στο τμήμα εκείνο τίποτε δεν ήταν νόμιμο”.
Και τα γεγονότα που αποκαλύπτονται μέρα την ημέρα, οι μαρτυρίες που έρχονται στο φως και τα ευρήματα που ξεσκεπάζονται όσο προχωρούν οι έρευνες και τα στόματα ανοίγουν, τεκμαίρουν αδιάψευστα πως μέσα σε εκείνο το τμήμα των καραμπινιέρων, κυβερνούσε η παρανομία, η διαφθορά, η εγκληματική “ομερτά” και συγκάλυψη, καλυμμένα υπό την λεοντή του τιμωρού του εγκλήματος.
Ενεή ολάκερη η ιταλική κοινή γνώμη πληροφορείται πως μία δράκα καραμπινιέρων είχαν μετατρέψει το τμήμα σε μία μηχανή παραγωγής εγκλημάτων και με τρόπους που ξεπερνά κάθε φαντασία, αλλά και κάθε άλλα καταγεγραμμένα παραδείγματα αστυνομικής διαφθοράς. Οι επτά κύριοι κατηγορούμενοι, αλλά και οι άλλοι συνεργοί τους που διαρκώς αποκαλύπτονται (συνολικά 22 εμπλεκόμενοι), είναι υπεύθυνοι για έναν μακρύ κατάλογο σοβαρών αδικημάτων και αντιστοίχων κατηγοριών: υπεξαίρεση, κατάχρηση εξουσίας, ιδεολογικό ψέμα που διαπράχθηκε από τον δημόσιο αξιωματούχο σε δημόσια έγγραφα, αποκάλυψη και χρήση επίσημων μυστικών, πρόκληση τραυματισμού, παράνομη σύλληψη, αυθαίρετες προσωπικές έρευνες και επιθεωρήσεις, ιδιαζόντως σοβαρή ιδιωτική βία, βασανιστήρια, εκβιασμούς, απάτη κατά του κράτους, κλεπταποδοχή, εμπορία και λαθρεμπορία ναρκωτικών.
Ο αντίκτυπος είναι τέτοιος και τόσος, που έχει συμπαρασύρει και την τοπική ηγεσία του ημιστρατιωτικού Σώματος των Καραμπινιέρων, που “μετατέθηκε” (όπως κατ’ ευφημισμόν, για να μη βλαβεί και άλλο η φήμη της υπηρεσίας, παρουσιάζεται η καρατόμηση των υψηλόβαθμων αξιωματικών). Βέβαια, η εισαγγελία διαμηνύει πως τούτα τα “σοβαρά γεγονότα δεν επηρεάζουν την εμπιστοσύνη στο όπλο”. Όμως, η Guardia di Finanza (Οικονομική Αστυνομία) και η τοπική αστυνομία διεξήγαγαν έρευνες, που επεκτάθηκαν σε ένα βάθος έξι μηνών, με τηλεφωνικές και ηλεκτρονικές παρακολουθήσεις, οι οποίες έφεραν στο φως τις εγκληματικές συμπεριφορές και οδήγησαν στην “κατάσχεση” του στρατώνα των εμπλεκομένων.
Το αστυνομικό τμήμα, εξόν από κολαστήριο των αντιπάλων ναρκεμπόρων και τόπος συνδιαλλαγής, είχε μετατραπεί επίσης σε “βίλα των οργίων” με ιερόδουλες και τρανς.
Ο ιθύνων νους, ο Ναπολιτάνος Τζουζέπε (Πέπε) Μοντέλα, εκμεταλλευόμενος την θέση του και τον ρόλο του μέλους της ένστολης δύναμης, διηύθυνε μια επιχείρηση με αιχμή του δόρατος τα ναρκωτικά και τον έλεγχο της αγοράς μέσα από την εμπιστοσύνη που αναδίνει στον πληθυσμό το κύρος του καραμπινιέρου. Με όπλο τη στολή και όχημα την ατιμωρησία, είχε συστήσει ένα καλά οργανωμένο δίκτυο απόσπασης καταρχάς ναρκωτικών από εμπόρους και στη συνέχεια διευκόλυνσης των δικών του συνεργατών στην αγορά για πώληση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών, διασφαλίζοντας την υποστήριξη και την προστασία τους σε αντάλλαγμα οικονομικού οφέλους.
Οι λεπτομέρειες που αποκαλύπτει το θύμα-συνεργός τους και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, ο 34χρονος Μαροκινός Χισάμ Χικίμ, για τον τρόπο που παγίδευαν τους ανταγωνιστές, τους βασάνιζαν και αποσπούσαν το “εμπόρευμα”, είναι ανατριχιαστικός. Μάλιστα τα ναρκωτικά τα μετέφεραν οι ίδιοι μέσα στα περιπολικά, ενώ μέσα στη διάρκεια του εγκλεισμού εν μέσω πανδημίας, ήσαν οι καραμπινιέροι που με τα υπηρεσιακά τους οχήματα πραγματοποιούσαν “κατ’ οίκον παραδόσεις”, συμφωνα με τις παρακολουθήσεις και την ογκώδη δικογραφία. Οι αντίπαλοι έμποροι συλλαμβάνονταν, βασανίζονταν και λεηλατούνταν οι προμήθειές τους, ενώ τα χρήματα από τα κέρδη τα φύλασσαν μέσα σε κουτιά (τα επονομαζόμενα ‘η θεραπεία’) που κλείδωναν στο χρηματοκιβώτιο του αστυνομικού τμήματος!
Η δε σύλληψη και κράτησή των αντιπάλων “ντίλερ” εμφανιζόταν στους προϊστάμενους ως επιτυχία, που μάλιστα με βάση τα μεγάλα ποσοστά συλλήψεων και το (καπιταλιστικού τύπου και ανταγωνιστικού χαρακτήρα) σύστημα επιβράβευσης της “παραγωγικοτητας”, δηλ. των ‘μπονους’ και των βραβείων για να κάνουν το “καθήκον’” τους οι τιμητές του νόμου, δαψίλευσε και κρατικές τιμές, καθώς οι παράνομοι καραμπινιέροι παρασημοφορήθηκαν μάλιστα για τις επιδόσεις τους κατά του οργανωμένου εγκλήματος.
Το δε αστυνομικό τμήμα, εξόν από κολαστήριο των αντιπάλων ναρκεμπόρων και τόπος συνδιαλλαγής, είχε μετατραπεί επίσης σε “βίλα των οργίων” με ιερόδουλες και τρανς. Τα όργια μάλιστα διοργανώνονταν μέσα στο ίδιο το γραφείο του διοικητή. Εξάλλου σε σπίτια των τρανς κλείνονταν οι συμφωνίες και εντοπίζονταν τα “θύματα” μεταξύ των αντιπάλων ναρκεμπόρων.
Όμως, οι αναγνώστες των μέσων ενημέρωσης στην Ιταλία τις τελευταίες ημέρες νομίζουν, διαβάζοντας τα γεγονότα, ότι βρίσκονται ενώπιον ενός κύκλου της σειράς Suburra (που μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει και με ελληνικούς υπότιτλους στο Netflix) ή να νομίζει πως πρόκειται για κάποια κομμένη σκηνή της αποκαλυπτικής ταινίας Gomorra. Άλλωστε αυτήν την ταινία επικαλείται αυτάρεσκα και κομπάζοντας (σχεδον σε έκσταση για την ταύτισή του με μία κινηματογραφική φαντασίωση) και σε μία τηλεφωνική συνδιάλεξή του ο Μοντέλα, όταν αφηγείται στον συνομιλητή-συνάδελφό του, πως χαστούκισε και έσπασε τον υπολογιστή ενός πωλητή αυτοκινήτων για να κατορθώσει να του αφήσει μόλις 10.000 το πανάκριβο Audi 4 που ήθελε να αγοράσει κοψοχρονιά: “κατουρήθηκε πραγματικά πάνω του. Του έδωσα κάτι σφαλιάρες, λες και ήμουν στο Gomorra”.
Και ο Μοντέλα έμοιαζε πως ζήλευε τη δόξα όλων εκείνων των Μαφιόζων που βλέπει κανείς στον κινηματογράφο, συμπεριφερόταν ως άλλος Αλ Πατσίνο στον “Σημαδεμένο”, θεωρώντας όμως πως εκείνος είχε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντί τους: ήταν στην πλευρά του Νόμου και έφερε τα διακριτικά του, συνεπώς ήταν ακαταδίωκτος. Τολμούσε μάλιστα με τους συναδέλφους-συνεργούς του να φωτογραφίζεται με δεσμίδες χρήματα ή σακούλες με ναρκωτικά στα χέρια τους μέσα στο τμήμα. Αυτά που μεταπουλούσε για 120-200 ευρώ την κάψουλα.
Για αυτό κι έπεσε από τα σύννεφα όταν πρώτα εντόπισε τους κοριούς στο πανάκριβο αυτοκίνητό του – όμως στην αρχή δεν το συνδύασε με τη δική του δραστηριότητα, αλλά με εκείνη των συνεργών του αδελφών Τζαρντίνο, που είχαν άμεση επαφή και με την καλαβρέζικη Μαφία της “Ντράνγκετα” για την προμήθεια, ή πώληση των ναρκωτικών. Κυρίως δε εξεπλάγη όταν συνελήφθη, λέγοντας πως “ποτέ δεν περίμενα να συμβεί αυτό”.
Τόσο πολύ δεν ανησυχούσε για το κόλπο του ο Μοντέλα, που δεν μεριμνούσε ούτε καν να είναι διακριτικός. Ο τρόπος ζωής του, τα πανάκριβα αυτοκίνητα, η πολυτελέστατη έπαυλή του στο Γκρανιάνο Τρεμπιένσε, αξίας άνω των 250.000 ευρώ και τα 16 αυτοκίνητα και ακριβές μοτοσυκλέτες που είχε αγοράσει κι αλλάξει από το 2008 δεν συμβιβάζονταν με τις 31.000 του μισθού του ως Καραμπινιέρου. Ούτε και οι fêtes galantes, τα μπάρμπεκιου που διοργάνωνε και τα οποία φρόντιζε να απαθανατίζει με αναρτήσεις του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σε μία περίπτωση δε, μία γειτόνισσα είχε καταγγείλλει μία τέτοια απαγορευμένη για τους κοινούς θνητούς και φασαριόζικη “κοινωνική εκδήλωση”, αρνούμενη να δηλώσει το όνομά της “γιατί επρόκειτο για συνάδελφό” του τηλεφωνητή, ο οποίος όμως δεν κατέγραψε την καταγγελία και ειδοποίησε τον Μοντέλα για αυτήν.
Όσο περνά ο καιρός και οι έρευνες ορθοτομούν όλο και περισσότερο την υπόθεση, ανεβαίνοντας στα κλιμάκια και στην ιεραρχία του σώματος, γίνεται σαφές πως δεν πρόκειται απλώς για κάποια μεμονωμένα “σάπια μήλα”.
Ο ίδιος ο Μοντέλα στην κατάθεσή του ξέσπασε σε κλάματα. Οι Ιταλοί που παρακολουθούν αυτήν την ίντριγκα δεν γνωρίζουν εάν ήσαν κλάματα από μεταμέλεια ή από απελπισία για ένα μέλλον στις φυλακές που δεν προοιωνίζεται ρόδινο. Πάντως ο συνήγορός του -είναι ο Εμμανουέλε Σολάρι, εξέχον στέλεχος του νεοφασιστικού κόμματος Forza Nuova- δήλωσε πως ο πελάτης του έκανε “λάθη από αφέλεια και ματαιοδοξία” και γενικεύοντας με στόχο να αμβλύνει τις εντυπώσεις πρόσθετε πως “τέτοια λάθη έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να γίνουν”.
Μόνο που όσο περνά ο καιρός και οι έρευνες ορθοτομούν όλο και περισσότερο την υπόθεση, ανεβαίνοντας στα κλιμάκια και στην ιεραρχία του σώματος, γίνεται σαφές πως δεν πρόκειται απλώς για κάποια μεμονωμένα “σάπια μήλα” (mele marce), που εμφιλοχώρησαν στις τάξεις του όπλου και κηλιδώνουν τώρα την ένδοξη στολή του. Aπό τις παρακολουθήσεις προκύπτει πως η υπόθεση ξεκινά ήδη από το 2017 και, μόλο που υπήρχαν ενδείξεις, οι προϊστάμενοι των “επτά” δεν είχαν διάθεση να ανακινήσουν έρευνες ή απλώς να επιχειρήσουν να διαλύσουν την σπείρα. Αντιθέτως, ένας από τους διοικητές του συναντήθηκε με τον ίδιο τον “πληθωρικό” στις συλλήψεις Μοντέλα για να του ζητήσει να αυξήσει τον αριθμό τους, ενώ ένας άλλος αξιωματικός εξομολογείται στον διοικητή του πως “πρέπει να αναμορφώσουμε κάπως τα παιδιά τούτα γιατί έχουν ξανοιχθεί”, χωρίς όμως να υπαινίσσεται κάποια σύλληψη ή πειθαρχική δίωξη.
Όπως τονίζει και ο πατέρας του Μοντέλα, του επέτρεπαν τα πάντα γιατί (εμφανιζόταν πως) έκανε συλλήψεις. Μία πρακτική, που καθώς τα πάντα βασίζονται στο επικοινωνιακό παιχνίδι, παραβιάζει κάθε αρχή εκφοράς της αλήθειας, προσφέροντας μία εκδοχή της πραγματικότητας, αλλά αφήνει παράμερα την πραγματική ουσία της. Παρόλο που οι προϊστάμενοι αντιλαμβάνονταν πως 40 συλλήψεις έγιναν με πανομοιότυπο τρόπο, σχεδόν βγαλμένες από καρμπόν, δεν κάνουν τίποτε. Προκρίνονται τα αποτελέσματα, αλλά αγνοείται το μέσον και ο σκοπός τους και κυρίως η ηθική πλευρά τους. Η αναδιάταξη των Καραμπινιέρων και η ορθή διαπαιδαγώγηση στο καθήκον, και όχι μόνον η εκπαίδευση στα όπλα, θα πρέπει πλέον να γίνει η προτεραιότητα του όπλου, όπως τονίζει και ο εισαγγελέας Μάρκο ντε Πάολι. Όπως επισημαίνει, δεν είναι μόνον οι καραμπινιέροι της Πιατσέντσα που αποτελούν το “κακό σπυρί” στο σώμα του σώματος, αλλά θα πρέπει να γίνουν εκτεταμένοι έλεγχοι για να διαπιστωθεί ποιοί εξ αυτών ζούν σε συνθήκες και με τρόπο που δεν δικαιολογείται από τον μισθό τους.
Όπως πρόσθεσε κι ο δικηγόρος των κατηγορουμένων “γνωρίζουμε πολλούς καραμπινιέρους που έχουν αρχίσει να τρίβουν δυνατά τη στολή τους” για να βγάλουν τη λάσπη που οι πράξεις τους έχουν συσσωρεύσει. Η εκτεταμένη δράση των “επτά της Πιατσέντσα”, ιδίως οι μέθοδοί της και η πιθανή μαφιόζικη παράμετρος μέσα στο ίδιο το Σώμα, όπως υπογραμμίζει και ο γνωστός συγγραφέας του Gomorra, Ρομπέρτο Σαβιάνο, μοιάζει να αποτελεί ένα σημείο καμπής για την εκκαθάριση, αλλά και την αναπροσαρμογή του επιχειρησιακού δόγματος των καραμπινιέρων, ιδίως τη σχέση τους με την εφαρμογή του και τον Νόμο καθαυτό.
Το μήνυμα των αρχών προς όλες τις κατευθύνσεις θα πρέπει να είναι τούτο. Άλλωστε και το τελικό χτύπημα στο αστυνομικό τούτο παρακράτος δεν ήταν τυχαίο που δόθηκε μία σημαδιακή ημέρα: στις 19 Ιουλίου, αποφράδα επέτειο της δολοφονίας από τη Μάφια του ήρωα δικαστή Πάολο Μπορσελίνο το 1992, με μία βόμβα σε αυτοκίνητο στη Via D’Amelio, κοντά στο σπίτι της μητέρας του στο Παλέρμο, λιγότερο από δύο μήνες μετά τον θάνατο του καλού του φίλου, επίσης αδιάφθορου δικαστή Τζοβάνι Φαλκόνε. Τότε, η βομβιστική επίθεση εκείνη κόστισε επίσης τη ζωή σε πέντε αξιωματικούς της αστυνομίας και των καραμπινιέρων: των Αγκοστίνο Καταλάνο, Βάλτερ Κοσίνα, Εμανουέλα Λόι (πρώτη Ιταλίδα αστυνομικός που θα σκοτωθεί εν υπηρεσία), Βιτσέντζο Λι Μούλι και Κλαούντιο Τράινα. Αν μη τι άλλο, η εγκληματική δράση των επίορκων καραμπινιέρων της Πιατσέντσα αποτελεί προσβολή στη θυσία των ανθρώπων αυτών.