ΑΘΗΝΑ
22:28
|
19.04.2024
Την επαύριο των μίνι περιφερειακών εκλογών, μια αβεβαιότητα πλανάται πάνω από τη χώρα.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η Ιταλία είναι η χώρα που από τον Μεταπόλεμο και δώθε δεν σταματά να μας εκπλήσσει με τις δύσκολες πολιτικές εξισώσεις που η ίδια της η πολιτικο-οικονομική τάξη καταστρώνει, καλώντας κατόπιν την κοινωνία να τις επιλύσει. Οι πρακτικές λύσεις δεν είναι ποτέ εύκολες: στην Ιταλία η πολιτική έχει πολλούς άγνωστους παράγοντες και μεταβλητές, αλλά λιγοστά απτά δεδομένα. Οι τελικές τιμές των πολιτικών εξισώσεων παραγοντίζονται αναγκαστικά βάσει υποθέσεων. Αν χ=α, τότε β, αν χ=0, τότε γ, κ.ο.κ.

Το ίδιο συνέβη και στις πρόσφατες μινι-περιφερειακές εκλογές (συν το Δημοψήφισμα για την Αναθεώρηση του Συντάγματος και τη μείωση των κοινοβουλευτικών εδρών). Από την επαύριο κιόλας των εκλογών μία αβεβαιότητα πλανάται πάνω από τη χώρα για το ποιος ήταν ο νικητής των εκλογών, ποιος βγήκε ουσιαστικά κερδισμένος και ποιός χαμένος, ποιο θα είναι το μέλλον των κομμάτων και της κυβέρνησης. Επιπλέον, το αν τελικά αποσαφηνίσθηκε το τοπίο σχετικά με την προσφυγή της Ιταλίας στο ESM, ώστε να έχει το δικαίωμα για πρόσβαση στο Ταμείο Ανασυγκρότησης της Ε.Ε. και μία σειρά άλλα ερωτήματα, εγχώριου ενδιαφέροντος, εξακολουθούν να παραμένουν αναπάντητα.

Πέρα από την αδιαμφισβήτητα εντυπωσιακή άνοδο των ποσοστών για τους νεοφασίστες των ‘Αδελφών της Ιταλίας’ και μάλιστα στην παραδοσιακά ‘κόκκινη’ Τοσκάνη, θα χρειαστεί μία ιδιαίτερη κοινωνικο-οικονομική και ψυχολογική μελέτη (πέραν της πολιτικής ανάλυσης) προκειμένου να εξηγηθεί το φαινόμενο της στροφής απολιτικοποιημένων κατά βάση και οπαδοποιημένων νέων προς το μοντέλο του νεοφασισμού.

Το πολιτικό τοπίο στην Ιταλία πλέον μπορεί να περιγραφεί ως μία μαγική εικόνα. Όλες οι παρατάξεις πασχίζουν να παρουσιάσουν το αποτέλεσμα των εκλογών επί τη βάσει του “κερδίσαμε εμείς και χάσαν όλοι οι άλλοι”, στη στιγμή που καταμετρούν βαριές απώλειες και σχετικές μόνο νίκες (εξαίρεση αποτελούν ίσως ο Ματέο Ρέντσι, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο Ματέο Σαλβίνι και το Κίνημα Πέντε Αστέρων, που υπέστησαν ξεκάθαρες ήττες).

Το βέβαιο είναι πως κερδισμένοι βγαίνουν οι εκλεγμένοι περιφερειάρχες – ιδίως στην Τοσκάνη, το Βένετο, την Πούλια και την Καμπανία και φυσικά στις Μάρκε, όπου η Αριστερά χάνει ένα από τα προπύργιά της στα τελευταία 50 χρόνια. Ακόμα πιο κερδισμένοι, οι υποψήφιοι που στήριξε το Δημοκρατικό Κόμμα (Pd), οι οποίοι σε άλλες περιπτώσεις θα κρίνονταν όχι απλώς ακατάλληλοι για την κεντροαριστερή παράταξη, αλλά ίσως να θεωρούνταν εχθρικά διακείμενοι απέναντί της.

Στην Τοσκάνη, η τακτική του “φόβου της απώλειας” απέναντι στη συμμαχία της Λέγκας, των Αδελφών της Ιταλίας και της Forza Italia, απέδωσε στο Pd και ο “ακατάλληλος” για πολλούς Εουτζένιο Τζάνι θριάμβευσε. Θρίαμβος επίσης ήταν οι εκλογές και για τον Περιφερειάρχη της Καμπανίας (Νάπολη) Βιντσέντσο Ντε Λούκα, ο οποίος επέβαλε τη λίστα του στο Pd. Το ψηφοδέλτιό του, που στηρίχθηκε από συνολικά 15 συνδυασμούς, υπερίσχυσε σε επιμέρους ψήφους των Δημοκρατικών στα εκλογικά τμήματα.

Το ίδιο μπορεί κανείς να παρατηρήσει και στην Απουλήια, όπου το Pd δεν στηρίχθηκε στις δικές του δυνάμεις, αλλά στο μέτωπο των 11 συνδυασμών που στήριζαν τον Μικέλε Εμιλιάνο.

Θα πρέπει κανείς να συνυπολογίσει πως η απώλεια των Μάρκε δεν οφείλεται τόσο στην εκλογική αποδυνάμωση του Pd, όσο στο σχίσμα των υποψηφίων – το Κίνημα 5 Αστέρων δεν στήριξε τον εκλεκτό της κεντροαριστεράς, με αποτέλεσμα η κοινή σύμπραξη των δεξιών-ακροδεξιών δυνάμεων να επικρατήσει σε τελικά ποσοστά.

Αδιαφιλονίκητος νικητής σε όλα τα μέτωπα αναδεικνύεται ο Περιφερειάρχης του Βένετο Λούκα Τζάια, που επιβεβαίωσε πως αποτελεί την αναντίρρητη αντίρροπη δύναμη στη Λέγκα και το μόνο ισχυρό αντίπαλο δέος στην παντοκρατορία του Σαλβίνι μέσα στο κόμμα. Χαρακτηριστικό του κρύου ιδρώτα που έχει κόψει τον Σαλβίνι είναι η διαρκής αναφορά του αξιώματος ότι στη Λέγκα δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις. Οι δηλώσεις, όμως, του άρτι επανεκλεγέντος Περιφερειάρχη της Λιγουρίας, Τζοβάνι Τότι, ότι ο Ματέο καίτοι σπουδαίος δημεγέρτης δεν είναι ικανός οιακοστρόφος, δείχνουν το αντίθετο. “Για να είσαι ηγέτης”, τόνισε, “χρειάζονται νούμερα και διαχειριστική – ηγετική ικανότητα. Τα πρώτα υπάρχουν, το δεύτερο όχι”. Ο Τότι, μάλιστα, συμβούλευσε τον Σαλβίνι “να βγάλει τη φανέλα της Λέγκα”. Ήδη έχει ξεκινήσει μία εσωτερική αναδιοργάνωση της Λέγκας, με τη σύσταση εκτελεστικής επιτροπής η οποία θα πλαισιώνει τον Σαλβίνι για να καταστρώνεται η πολιτική και να λαμβάνονται οι αποφάσεις.

Οι στατιστικές δείχνουν επίσης ότι οι προβεβλημένοι υποψήφιοι και τελικά εκλεγμένοι Περιφερειάρχες ψηφίστηκαν, με βάση το διαφοροποιημένο σύστημα εκλογής, από πολλούς περισσότερους ψηφοφόρους σε σχέση με όσους επέλεξαν το κόμμα τους για τα συμβούλια. Σε μεγάλο βαθμό (βλέπε Τζάια, Τότι, Ντε Λούκα) η επανεκλογή κάποιων από αυτούς οφείλεται στην καλή διαχείριση της υγειονομικής κρίσης κατά την πρώτη φάση της πανδημίας.

Από τους μεγάλους χαμένους είναι χωρίς καμία αμφισβήτηση το Κίνημα Πέντε Αστέρων, ακόμα κι αν η ηγεσία του θριαμβολογεί πως κέρδισε το Δημοψήφισμα για το Σύνταγμα και τη μείωση των κοινοβουλευτικών που ανέμιζε ως σημαία του. Το γεγονός ότι στον θρίαμβο αυτό είχε την συνεπικουρία πολλών άλλων κομμάτων και μάλιστα σύσσωμης της Δεξιάς και ακροδεξιάς, δεν συνηγορεί υπέρ της καθαυτής νίκης του κόμματος του ‘Τζιτζίνο’ Ντι Μάγιο. Η δε εκλογική του καταρράκωση στην “κοιτίδα” του Κινήματος, τη Λιγουρία και η ευθύνη για την απώλεια των Μάρκε υπέρ της Δεξιάς λόγω της απροθυμίας του να συμπράξει με το Pd, στην ουσία αποδυναμώνει την επιρροή του κόμματος τόσο στην εκλογική βάση όσο και στην κυβερνητική λήψη αποφάσεων. Οι εσωτερικοί τριγμοί στην παράταξη του Μπέπε Γκρίλο ήδη ακούγονται και παραέξω.

Κερδισμένος αναμφίβολα δύναται να θεωρεί πως είναι και ο ΓΓ του Δημοκρατικού Κόμματος Νικόλα Τζινγκαρέτι, που μετά την εκλογική κατακρήμνιση του Κινήματος Πέντε Αστέρων είναι πλέον ελεύθερος να πάρει τα ηνία των πρωτοβουλιών μέσα στην κυβέρνηση. Σε συνδυασμό με την εκλογική εξαφάνιση του άσπονδου εχθρού του, Ματέο Ρέντσι της Italia Viva, ο οποιός διαρκώς εποφθαλμιά να κατακτήσει την πρωθυπουργία δια της τεθλασμένης, ο Τζινγκαρέτι έχει παραμείνει ο μόνος στην κυβερνητική παράταξη που έχει το δικαίωμα να υπερηφανεύεται ότι έχει διατηρήσει σχεδόν αλώβητες της δυνάμεις του. Χάρις σ’ αυτόν διατηρήθηκε το 3-3 στις Περιφέρειες, που μπορεί κάλλιστα να ήταν και 4-2 (εάν δεν υπήρχε η εξωμοσία του Κινήματος Πέντε Αστέρων στις Μάρκε), όταν ο Σαλβίνι διακήρυσσε πως θα είναι 6-0.

Ήδη, ο Τζινγκαρέτι έχει προαναγγείλλει πως θα κατατεθούν άμεσα στη Βουλή τα σχετικά νομοσχέδια που θα καταργούν πρώτα πρώτα τα Διατάγματα Ασφαλείας του Σαλβίνι για το μεταναστευτικό και τη δημόσια τάξη, τα οποία -ακόμα και έναν χρόνο μετά την εκτόπισή του από το υπουργείο Εξωτερικών και της Λέγκας από την κυβέρνηση- εξακολουθούν να κατατρύχουν την ιταλική πολιτική και την επιβολή του νόμου, λόγω κυρίως της απροθυμίας του Κινήματος Πέντε Αστέρων να συμπράξει στην κατάργησή τους, την ώρα που οι νέες μεγάλες ροές μεταναστών και η πανδημία δημιουργούν καινούργιες ανάγκες. Η υπόθεση του πλοίου “Γκρεγκορέτι”, άλλωστε, που αφορά την ακατανόμαστη απόφαση του Σαλβίνι να εμποδίζει επί τρεις ημέρες να αποβιβαστούν 116 διασωθέντες μετανάστες και για την οποία κατηγορείται ο ηγετης της Λέγκας για “απαγωγή προσώπων”, σε λίγες ημέρες θα κριθεί και δικαστικά.

Επιπλέον, ο επικεφαλής του Δημοκρατικού Κόμματος έχει επιταχύνει ήδη τις διαδικασίες για να προσφύγει η χώρα στον κοινοτικό μηχανισμό του ESM από την πρώτη στιγμή αποτελεί τον φαγοκύτη στις ενδοκυβερνητικές σχέσεις μεταξύ του Κινήματος 5 Αστέρων και του Δημοκρατικού Κόμματος.

Ο γραμματέας του Pd επείγεται και γι’ αυτό έχει ήδη θέσει επικεφαλής τον υπουργό Υγείας, Ρομπέρτο Σπεράντσα, προκειμένου να μεθοδεύσει πριν απ’ όλα την εφαρμογή του υγειονομικού κομματιού των δανείων του ESM, που δεν προβλέπει φραγμούς στην εκχώρηση υπηρεσιών υγείας σε ιδιώτες εις βάρος των δημοσίων επενδύσεων. Αυτή η πρακτική αποτελεί τμήμα της πολιτικής που ο ίδιος ο Τζινγκαρέτι επί χρόνια εφαρμόζει ως Περιφερειάρχης στο Λάτιο (ακριβώς όπως και πρώτα ο Φορμιγκόνι και μετά ο Φοντάνα ακολουθούν και στην Περιφέρεια της Λομβαρδίας με τα γνωστά αποτελέσματα στην πρώτη φάση της πανδημίας).

Παράλληλα, εμμέσως, κερδισμένος βγαίνει από την αναμέτρηση και ο πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε, που πλέον έχει τη δυνατότητα -με ενδυναμωμένο το Pd- να επιβάλει σε συνεργασία με τον Τζινγκαρέτι ένα κυβερνητικό πρόγραμμα που δεν θα φοβάται τη λυσσαλέα αντίδραση των υπουργών του Κινήματος, μιας και το Δημοκρατικό Κόμμα είναι πλέον λογικό να ζητήσει περισσότερα χαρτοφυλάκια στα πιο κρίσιμα για την εφαρμογή των επιλογών και ενόψει ESM. Ο Κόντε μπορεί να αισθάνεται ανακουφισμένος προς ώρας γιατί απομακρύνθηκε εν μέρει το φάσμα μίας νέας κυβέρνησης αρεστής στις Βρυξέλλες με επικεφαλής ενδεχομένως τον πρώην διοικητή της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, η οποία θα ακολουθούσε καταλεπτώς τη γραμμή της ΕΕ για την μετά-covid-19 οικονομία. Η ειρημένη πρόθεση του Τζινγκαρέτι να δεχθεί το ESM και τις μεταρρυθμίσεις που το συνοδεύουν αποτελεί εγγύηση ασφάλειας και για τον Κόντε.

Μολαταύτα, η προσφυγή στο ESM δεν είναι ένα απλό ζήτημα. Γεγονός αδιαμφισβήτητο παραμένει πως η χρήση των κεφαλαίων που απελευθερώνει το ευρωπαϊκό Ταμείο δεν προορίζονται για δημόσιες επενδύσεις. Η Ευρώπη είναι απόλυτα σαφής, υπάρχει μια λεπτομερής λίστα για τον τρόπο που τα χρήματα τούτα θα επενδυθούν και δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για αυτόβουλη διάθεσή τους σε περίπτωση πραγματικών αναγκών της κάθε χώρας.

Με το πρόσχημα ότι στην Ιταλία, όπως και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες (όπως η Ελλάδα) οι επενδύσεις δεν επιτελούνται κανονικά ή καλά, η Ευρώπη ναι μεν δίνει τώρα τους πόρους, αλλά ζητά επίσης να παρακολουθούν την εκτέλεση και την ποιότητα των επενδύσεων. Υπάρχει ένα σύστημα ελέγχου που, χάρη στο λεγόμενο “σούπερ φρένο έκτακτης ανάγκης”, μπορεί να επιτρέψει στις “ολιγαρκείς χώρες” να μπλοκάρουν τα πάντα.

Ουσιαστικά το Ταμείο Ανασυγκρότησης και το έκτακτο ESM για την υγεία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η “συνεχεια της Λιτότητας του Συμφώνου Σταθερότητας με άλλα (δημοφιλέστερα) μέσα”, όπως εύκολα προκύπτει και από την ανάλυση της ομιλίας της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για τις πολιτικές της ένωσης των 27. Απλώς στο προβλεπόμενο Σύμφωνο Σταθερότητας προστέθηκε το “ταμείο χωρίς πάτο” (θεωρητικά) στα δάνεια και τις προϋποθέσεις του ESM, που η λήψη τους θα πρωτεύει ουσιαστικά έναντι των επιχορηγήσεων, διαιωνίζοντας έτσι την παρέμβαση της Ε.Ε. στον προϋπολογισμό της χώρας, την αναγκαιότητα για ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, για εκτέλεση του (προ)εγκριθέντος προγράμματος, την απουσία κριτηρίων για διόδευση των επενδύσεων στον ιδιωτικό αντί στον δημόσιο τομέα κ.ο.κ.

Άλλωστε, η Ε.Ε. κατάρτισε το Ταμείο Ανασυγκρότησης με γνώμονα τον αυστηρό προϋπολογισμό της και με ορίζοντα λήξης της κρίσης που δημιούργησε η πανδημία το 2023. Και παρά τις διαβεβαιώσεις στα κράτη μέλη από τους οικονομικούς επιτρόπους Πάολο Τζεντιλόνι και Βάλντις Ντομπρόβσκις πως το Σύμφωνο Σταθερότητας θα παραμείνει “παγωμένο” και για το 2021 ο καθείς δύναται να διαβάσει υπό τας γραμμάς πως η Ευρώπη παραχώρησε το Ταμείο Ανάκαμψης σε αντάλλαγμα για την επιστροφή στους πρότερους δημοσιονομικούς κανόνες σε όχι και τόσο μακροπρόθεσμη περίοδο.

Η χρήση του μηχανισμού ESM από την Ιταλία αποτελούσε εξάλλου κατά τον τελευταίο χρόνο το κύριο διακύβευμα στον πολιτικό και κοινωνικό διάλογο, με αρκετούς πολέμιους και ακόμη περισσότερους υποστηρικτές – ιδίως μεταξύ των οικονομικών κύκλων και της πολιτικής τους αντιπροσώπευσης. Εκείνων δηλαδή που θα επωφεληθούν άμεσα και γρήγορα από τις επενδυτικές προτεραιότητες και τις μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά και την κοινωνική πολιτική που αυτές θα απαιτήσουν. Ουκ ολίγες φωνές διαμηνύουν πως αυτό συνεπάγεται υπαγωγή της Ιταλίας σε μνημόνια ανάλογα με της Ελλάδας

Το θέμα έχει λάβει διαστάσεις κρατικής και πολιτικής αυτάρκειας της Ιταλίας μέσα στην ευρωπαϊκή κοινότητα, αλλά και αυτονομίας της πολιτικής μέσα στο ίδιο το κράτος. Και η χρονική τούτη συγκυρία, κατά την οποία ο λαός δοκιμάζεται και καλείται συνάμα να αποφασίσει για τους αιρετούς αλλά και την μεταρρύθμιση του Συντάγματος (καρπού μίας συνεργασίας και συναίνεσης σε κοσμική-λαϊκή βάση όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα του ιταλικού λαού ανάμεσα στις φιλελεύθερες και τις αριστερές δυνάμεις), για το οποίο πάντοτε η χώρα αισθανόταν υπερήφανη, είναι κομβικής σημασίας.

Η διάσταση ανάμεσα στην κοινωνία και το Κοινοβούλιο ιδιαίτερα στην Ιταλία, όπου μία δύναμη που το αντιμάχεται βρίσκεται όχι απλώς μέσα του, αλλά και στην ίδια την κυβέρνηση, έχει διευρυνθεί αναποκατάστατα. Την ίδια στιγμή, σχεδόν ανύπαρκτες είναι και οι συνθήκες “της άμεσης δημοκρατίας” που το Κίνημα Πέντε Αστέρων, ο ιδρυτής του Μπέπε Γκρίλλο και ο γκουρού του Καζαλέτζο συνεχίζουν να επαγγέλονται μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας του “Ρουσσώ”, ενώ επίσης αποσπασματικές και ανεπαρκείς είναι και οι όποιες άλλες θεσμικές και οι κοινωνικά αυθόρμητες (με γνώμονα τον α λα Ρόζα Λούξεμπουργκ “σποντανεϊσμό” των κινημάτων), που θα μπορούσαν φύσει και θέσει να στηρίξουν μία απόπειρα για μείωση των εδρών του Κοινοβουλίου.

Πέρα, όμως, από την εύλογη προπαγάνδα για τις αποδοχές, την πελατειακή σύσταση και την καθοδηγούμενη από τα συμφέροντα του Κεφαλαίου συγκρότηση των κομμάτων και σύσταση του Κοινοβουλίου, μία ελάττωση των μελών του στην παρούσα φάση -και σε συνδυασμό με αλλαγή του εκλογικού νόμου εις βάρος της πιο αντιπροσωπευτικής απλής αναλογικής- αναπόφευκτα θα συνομολογούσε σε μία περιστολή της δημοκρατίας, της αντιπροσώπευσης και της έκφρασης ή της παρέμβασης μέσω μικρότερων συνδυασμών, των τοπικών κοινωνιών και των προβλημάτων τους. Γιατί είναι δεδομένο ότι τα μεγάλα κόμματα θα είναι πάντοτε εκείνα που θα εξασφαλίζουν τη μεγαλύτερη κινητοποίηση και άρα την υπεροχή, την εκλογική δύναμη και τη βασική επιρροή ακόμη και σε εκλογικούς συνασπισμούς δυνάμεων. Δεν είναι τυχαίο ότι από την επόμενη ημέρα του Δημοψηφίσματος πολλοί αναλυτές και σχεδόν από όλο το φάσμα του παραδοσιακού κοινοβουλευτικού πλέγματος, εκφράζουν την αγωνία τους για το πραγματικό μέλλον της δημοκρατίας στην Ιταλία. 

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα