Θλιβερός είναι ο απολογισμός για το “έτος Μελίνας Μερκούρη”, όπως ονόμασε το 2020 το υπουργείο Πολιτισμού. Αν ήθελε να είναι συνεπές, θα έπρεπε να το έχει ονομάσει “έτος Ιδρύματος Ωνάση” ή, εναλλακτικά, “έτος βασιλικού κτήματος Τατοΐου”.
Όταν τον Οκτώβριο του 2019, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη εξήγγειλε πως το υπουργείο στο οποίο προΐσταται ανακηρύσσει το 2020 ως έτος Μελίνας Μερκούρη, με σειρά εκδηλώσεων προς τιμήν της γυναίκας που χαρακτηρίστηκε “η τελευταία Ελληνίδα θεά”, πολλοί χάρηκαν και έσπευσαν να επιβραβεύσουν. Ελάχιστοι υποπτεύτηκαν πως η φράση “ελάχιστος φόρος τιμής”, στο σχετικό δελτίο τύπου, κυριολεκτούσε ως προς το “ελάχιστος”…
Δύο μήνες μετά, τον Ιανουάριο του 2020, το υπουργείο Πολιτισμού, σε σύμπραξη δυστυχώς με το Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη, ανακοίνωσε το πρόγραμμα των τιμητικών εκδηλώσεων, ένα πρόγραμμα μίζερο και ανέμπνευστο, φτιαγμένο στο πόδι, ίσα για να “βγει η υποχρέωση”.
Αν θέλεις, με ειλικρίνεια και στοιχειώδη εντιμότητα, να κάνεις ένα έτος αφιερωμένο σε μια προσωπικότητα όπως η Μελίνα, το ετοιμάζεις από καιρό, με κάθε λεπτομέρεια, το ονομάζεις “Εκατό χρόνια από την γέννηση της Μελίνας”, επιστρατεύεις για την υλοποίησή του προσωπικότητες κύρους, φίλους και συνεργάτες του τιμώμενου προσώπου, ετοιμάζεις νέες παραγωγές που θα συζητηθούν, δημιουργείς γεγονότα, καινοτομείς. Και, βέβαια, κινητοποιείς πλήρως τα επικοινωνιακά μέσα που έχεις στη διάθεσή για να προβάλεις τις εκδηλώσεις.
Δεν αρκείσαι σε θλιβερά αναμασήματα, σε εκδηλώσεις επαρχιακού χαρακτήρα, χωρίς συνοχή και ενδιαφέρον. Δεν βαφτίζεις “ειδικές εκδηλώσεις” ετήσιες δράσεις. όπως η απονομή των θεατρικών βραβείων Μελίνα Μερκούρη ή εκδηλώσεις που έτσι και αλλιώς θα γίνονταν, όπως η παρουσίαση των Πρακτικών της Διεθνούς Ημερίδας του 2019 για την Επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Ούτε αφήνεις στην τύχη τους τα γεγονότα που προγραμματίζεις, θάβοντάς τα επί της ουσίας επικοινωνιακά. Πολύ περισσότερο, δεν “πατάς” πάνω στις λιγοστές και ανούσιες, έτσι κι αλλιώς, εκδηλώσεις για να προβάλεις περισσότερο τον εαυτό σου, παρά το τιμώμενο πρόσωπο.
Και όμως, αυτό ακριβώς έκανε η Λίνα Μενδώνη, επιβεβαιώνοντας με τον χειρότερο τρόπο αυτό που πολλοί υποστηρίζουν από χρόνια: πως διακατέχεται από μια μνησίκακη, ζηλόφθονη και συμπλεγματική διάθεση απέναντι στη Μελίνα Μερκούρη…
Damnatio memoriae ακόμη και για τα Γλυπτά του Παρθενώνα
Το υποκριτικό ενδιαφέρον για την μνήμη της Μελίνας αποκαλύπτεται ανάγλυφα αν διατρέξει κανείς, εν είδει απολογισμού, τα δελτία τύπου που εξέδωσε το υπουργείο Πολιτισμού τη χρονιά που πέρασε. Όπως προκύπτει, στα εκατοντάδες κείμενα που διένειμε το υπουργείο ελάχιστα αναφέρονται ακόμη και στις φτωχές εκδηλώσεις που οργανώθηκαν υποτίθεται προς τιμήν της αξέχαστης Ελληνίδας. Μάλιστα, για πρώτη φορά στα χρονικά το υπουργείο δεν εξέδωσε καν ανακοίνωση για την 6η Μαρτίου, επέτειο του θανάτου της που έχει καθιερωθεί ως Ημέρα Μνήμης Μελίνας Μερκούρη!
Σε μια χρονιά που υποτίθεται πως ήταν αφιερωμένη στη μνήμη της, η Μελίνα Μερκούρη ήταν “απούσα”, ακόμη και από τα θέματα με τα οποία το όνομά της είναι πλήρως συνυφασμένο.
Φευγαλέα η αναφορά του ονόματός της ακόμη και στον λόγο που εκφώνησε η Λίνα Μενδώνη, στις 29 Ιανουαρίου, στην παρουσίαση των Πρακτικών της Διεθνούς Ημερίδας για την Επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα, καμία σχετική αναφορά στις δηλώσεις (23 Φεβρουαρίου) για το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών με αφορμή την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση , καμία αναφορά στο συλλυπητήριο μήνυμα (10 Απριλίου) για το θάνατο της φίλης της Μελίνας. Ελένης Κιούμπιτ, ιδρυτικού μέλους και ψυχής της Βρετανικής Επιτροπής για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Η Μελίνα, που ξεκίνησε πρώτη την διεθνή εκστρατεία θέτοντας το θέμα της επιστροφής επίσημα στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό και εργάστηκε με πάθος για την προώθησή του, μεταξύ άλλων και με την ίδρυση δεκάδων εθνικών επιτροπών ανά τον κόσμο, ήταν εκκωφαντικά απούσα ακόμη και στο πεντασέλιδο κείμενο με τίτλο “Επιτακτικό αίτημα η επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα”, που διένειμε το υπουργείο Πολιτισμού για το ζήτημα αυτό στις 21 Μαΐου. Όπως. άλλωστε, και στη σχετική δήλωση της Λίνας Μενδώνη στις 23 Μαΐου ή στην πρόσκληση που απηύθυνε, στις 23 Σεπτεμβρίου, στους 18 Αμερικανούς γερουσιαστές που ζήτησαν δημόσια από τον Bρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον τον επαναπατρισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Η θλιβερή αυτή τακτική της Λίνας Μενδώνη δεν μπορεί, φυσικά, ούτε στο ελάχιστο να πλήξει τη μνήμη της Μελίνας και την καθοριστική συμβολή της στο ζήτημα του αγώνα για επανένωση του κορυφαίου κλασικού δημιουργήματος. Ίσως, μάλιστα, να είναι και καλύτερο που το όνομά της δεν συνδέθηκε με τα πολιτικά ατοπήματα της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη στη διαχείριση του ζητήματος, δεδομένου ότι ήταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός που άνοιξε δημόσια ζήτημα “δανεισμού” αντί για επιστροφή με πλήρη κυριότητα, κατοχή και νομή των περίφημων γλυπτών.
Θυμίζουμε πως το θέμα αυτό επανήλθε στην επικαιρότητα με τη σκανδαλώδη ρύθμιση περί “δανεισμού” αρχαιοτήτων στο εξωτερικό για 50 χρόνια που ψήφισε πρόσφατα στη Βουλή η κυβέρνηση. “Η Κυβέρνηση που βρήκε σαν καλή ιδέα το να δανειστούμε τα γλυπτά του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο και για να εξιλεωθεί κήρυξε το 2020 ως έτος «Μελίνα Μερκούρη», λίγο πριν τη λήξη του έτους φέρνει τον δανεισμό των αρχαιοτήτων μας στο εξωτερικό, φέρνει, δηλαδή, αυτό που θα την έκανε να ντροπιαστεί”, είχε σχολιάσει δεικτικά, μιλώντας στο κοινοβούλιο ο βουλευτής Κρίτων Αρσένης.
Θεατρινισμοί στον πολιτικό αντίποδα
Στην παρουσίαση του προγράμματος για το τιμητικό έτος, η υπουργός Λίνα Μενδώνη, δίνοντας τη δική της κακόγουστη παράσταση, είπε πως όλη η ζωή της Μελίνας Μερκούρη “ήταν μία παράσταση, την οποία ζούσε με απόλυτη ειλικρίνεια”. Δύσκολα καμουφλάρεται το προσποιητό της ενδιαφέρον για τη μνήμη της Μελίνας, που είχε κάποτε πει: “Η προσποίηση για μένα είναι κάτι χυδαίο”.
Οι θεατρινισμοί εκ μέρους της υπουργού Πολιτισμού δεν σταμάτησαν εκεί. Κάναμε ήδη μνεία στην απονομή των θεατρικών βραβείων Μελίνα Μερκούρη, που παρότι είναι μια κατ’ έτος επαναλαμβανόμενη δράση, εντάχθηκε στις λιγοστές και ήσσονος σημασίας εκδηλώσεις του κατ’ ευφημισμό Έτους Μελίνας Μερκούρη.
Η Λίνα Μενδώνη θεώρησε σκόπιμο το λογύδριο που εκφώνησε εκεί να κλείνει με αναφορά στον… εαυτό της. Είπε, κατά λέξιν, τα εξής, εξόχως αποκαλυπτικά για το σύμπλεγμα που την κατατρύχει: “Εγώ, που τύχη αγαθή, με έκανε να μιλώ απόψε για τη Μελίνα ενώπιον σας, την γνώρισα, αλλά δεν την έζησα, όπως οι ελάχιστοι ευτυχείς, ανάμεσά μας. Μια πρώτη φορά πήγα στο γραφείο της, στο γραφείο της κυρίας Υπουργού Πολιτισμού στην οδό Αριστείδου με τον καθηγητή μου. Εγώ 22 χρονών, και έμεινα να τη κοιτάζω, καθώς με ρωτούσε γιατί επέλεξα να γίνω αρχαιολόγος. Η τύχη θέλησε για περισσότερο από δώδεκα χρόνια να βλέπω το γραφείο της απέναντι από το γραφείο του Υπουργού. Το γραφείο, που εκείνη είχε επιλέξει, αλλά δεν πρόλαβε να καθίσει. Και κανείς δεν κάθεται σ’ αυτό και ούτε θα καθίσει. Γιατί με τον μύθο ποιος τρελάθηκε να αναμετρηθεί”...
Δεν είναι, ωστόσο, εκτιμούμε, τα προβλήματα τέτοιας υφής που αντιμετωπίζει, ενδεχομένως, η υπουργός Πολιτισμού στη σχέση της με τη μνήμη της Μελίνας αυτά που καθορίζουν τη στάση της. Είναι η ουσία της ασκούμενης για τον πολιτισμό πολιτικής που ασκεί, στον αντίποδα αυτής που ασκούσε η Μελίνα Μερκούρη, η οποία δεν αντέχει σε καμιά απολύτως σύγκριση και κάνει τη μνήμη της Μελίνας να φαντάζει πολιτικά επικίνδυνη.
Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει εκτενώς κανείς για να διαπιστώσει, λόγου χάριν, πως η τεχνοκρατική και οικονομοκεντρική αντίληψη για τον πολιτισμό που διέπει το σύνολο της πολιτικής της σημερινής κυβέρνησης, βρίσκεται σε πλήρη δυσαρμονία με τα ιδανικά της Μελίνας, που μιλώντας με πάθος εκ μέρους των ίδιων των ανθρώπων του πολιτισμού διατράνωνε πως: “Η φωνή μας είναι καιρός να ακουστεί με την ίδια δύναμη όπως αυτή των τεχνοκρατών. Ο πολιτισμός, η τέχνη και η δημιουργία, δεν είναι λιγότερο σημαντικά από το εμπόριο, την οικονομία, την τεχνολογία”.
Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να αντιληφθεί κανείς πως η απαξιωτική στάση της σημερινής υπουργού Πολιτισμού απέναντι στον χειμαζόμενο από την πανδημία καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας, απέχει παρασάγγας από τη γνήσια και έμπρακτη αγάπη της Μελίνας για τους ομότεχνούς της.
Το υπό την ηγεσία της Λίνας Μενδώνη υπουργείο Πολιτισμού ασχημονεί στη μνήμη της Μελίνας. Πολιτεύεται ενάντια στις αρχές που ενέπνευσαν την μακροβιότερη υπουργό Πολιτισμού, την αξέχαστη Μελίνα.
Επιστρέφοντας στον απολογισμό του έτους, μέσα από τα δελτία τύπου που εξέδωσε το υπουργείο, δεν μπορούμε να μη σταθούμε στο γεγονός πως πλάι στο επικοινωνιακό “θάψιμο” των πενιχρών εκδηλώσεων μνήμης στην πιο εμβληματική γυναικεία προσωπικότητα της σύγχρονης Ελλάδας, τα θέματα που προβλήθηκαν περισσότερο από όλα, αναδεικνύοντας και τις πολιτικές προτεραιότητες της Λίνας Μενδώνη δεν ήταν άλλα από αυτά που θα προκαλούσαν και τον μεγαλύτερο αποτροπιασμό της ίδιας της Μελίνας: οι εργασίες βιτρίνας του Ιδρύματος Ωνάση στην Ακρόπολη (ανελκυστήρας, φωτισμός εκτεταμένες διαστρώσεις με τσιμέντο) και οι εργασίες στο πρώην βασιλικό ανάκτορο στο Τατόι, χέρι χέρι με φιλοβασιλικούς κύκλους και χορηγούς. Ούτε λίγο ούτε πολύ για το πρώτο αφιερώθηκαν περί τις είκοσι ανακοινώσεις, ενώ για το δεύτερο περισσότερες από δέκα.
“Νόμιζα πως φοβόμουν την αρρώστια αλλά τελικά φοβάμαι τη στιγμή που δεν θα με αγαπούν πια”, είχε δηλώσει σε μια από τις συνεντεύξεις της η Μελίνα Η αγάπη χιλιάδων ανθρώπων για τη Μελίνα είναι δεδομένη. Όπως και η μνήμη της που παραμένει ανεξίτηλη, παρά τις ασχήμιες του υπουργείου Πολιτισμού. Η μνήμη της τελευταίας Ελληνίδας θεάς σε τίποτα δεν μπορεί να επισκιαστεί από μικρότητες ανθρώπων που θα μείνουν στη ιστορία με μελανά χρώματα ή και θα ξεχαστούν τελείως.