Η γερμανική Χριστιανοδημοκρατία δεν είναι καθόλου φτωχή στην παραγωγή σκανδάλων. Και το να θεωρεί κανείς πως η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης είναι άσπιλη από διαφθορά θα ήταν αφελές. Κατά την τελευταία μόνο τετραετία της Μέρκελ τα σκάνδαλα που είδαν το φως της δημοσιότητας ήταν αρκετά. Αφορούσαν πολιτικούς που δρούσαν ως λομπίστες πέραν του επιτρεπτού, αποκομίζοντας εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, αλλά και το σκάνδαλο της Wirecard, μιας εταιρίας για ηλεκτρονικές χρηματικές συναλλαγές (τράπεζας επί της ουσίας) με έδρα το Μόναχο, η οποία κήρυξε τον Ιούνιο του 2020 πτώχευση. Στον έλεγχο που έγινε τότε διαπιστώθηκε πως από τα ταμεία της έλειπαν 1,9 δισ. ευρώ, αποκαλύπτοντας το λιγότερο σοβαρότατες αδυναμίες στους κρατικούς μηχανισμούς ελέγχου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και αφήνοντας ανοιχτά ερωτήματα για την εμπλοκή πολιτικών και κρατικών λειτουργών. Η υπόθεση διερευνάται από εξεταστική επιτροπή του κοινοβουλίου. Η πανδημία έφερε δυνατότητες τουλάχιστον ύποπτου πλουτισμού σε διαφόρους και όπως φάνηκε με το σκάνδαλο με τις μάσκες φέτος τον Μάρτη, οι δρόμοι συχνά οδηγούσαν κάπου μέσα στο εσωτερικό της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας.
Αν όλα αυτά δεν στάθηκαν ικανά να οδηγήσουν τους πολίτες μαζικά μακριά από τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, ήρθαν συνολικά τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας, η οικονομική ύφεση που την συνοδεύει και η ανάδειξη πληθώρας προβλημάτων του γερμανικού κράτους και της κοινωνίας γενικότερα. Μαζί με την περιστολή δικαιωμάτων και την σύγκρουση για το θέμα των εμβολιασμών δημιουργούταν το έδαφος για τη μείωση της εκλογικής βάσης της γερμανικής κεντροδεξιάς.
Ο εσωτερικός αγώνας για το ποιος θα είναι υποψήφιος καγκελάριος, διάδοχος της Μέρκελ, επέτεινε το άσχημο κλίμα και το καλοκαίρι ήρθε η θεία δίκη: ακριβώς στο κρατίδιο που διοικεί ως πρωθυπουργός ο υποψήφιος καγκελάριος της Χριστιανοδημοκρατίας, Άρμιν Λάσετ, η μανία της φύσης χτύπησε τόσο δυνατά, που αποκάλυψε όλες τις αδυναμίες της πολιτικής προστασίας της πιο ανεπτυγμένης χώρας της Ευρώπης. Οι πλημμύρες του καλοκαιριού, η ελλιπής προετοιμασία, το γεγονός ότι αγνοήθηκαν οι προειδοποιήσεις των επιστημόνων και η αναποτελεσματικότητα στο να σωθούν ζωές και περιουσίες άναψαν τη φωτιά που έκαψε την πρωτιά του κόμματος της Ανγκέλα Μέρκελ.
Μέσα σε αυτό το κλίμα οι Σοσιαλδημοκράτες κατόρθωσαν να πάρουν τη δημοσκοπική ανιούσα, να ξεπεράσουν Χριστιανοδημοκράτες και Πράσινους στη έρευνες για την πρόθεση ψήφου και τώρα ο υποψήφιός τους, Όλαφ Σολτς, πρώην δήμαρχος Αμβούργου και νυν υπουργός Οικονομίας στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση είναι το φαβορί για την καγκελαρία. Ο νεκρός (η Σοσιαλδημοκρατία) αναστήθηκε!
Το πρόβλημα με το ξέπλυμα χρήματος
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν ο προκάτοχος του Σολτς στο ομοσπονδιακό υπουργείο Οικονομικών. Στην ομοσπονδιακή αστυνομία υπήρχε μια υπηρεσία για τη διερεύνηση ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Σκοπός της υπηρεσίας ήταν να ελέγχει τραπεζικές και άλλες κινήσεις με διάφορα μέσα, κυρίως ηλεκτρονικά και να ενημερώνει τις διωκτικές αρχές για ύποπτες κινήσεις. Αντίστοιχες υπηρεσίες υπάρχουν από τη δεκαετία του 1990 σε διάφορες χώρες και όλες φέρουν τον αγγλικό τίτλο “Financial Intelligence Unit (FIU)” (στα ελληνικά: χρηματο-οικονομική μονάδα πληροφοριών). Ο Σόιμπλε αποφάσισε το 2017 να μεταφέρει την μονάδα αυτή από την ευθύνη της ομοσπονδιακής αστυνομίας στην ευθύνη της οικονομικής αστυνομίας, το Τελωνείο (Zoll), το αντίστοιχο του ελληνικού ΣΔΟΕ, και άρα στο υπουργείο που αυτός διοικούσε.
Τον Αύγουστο του 2020 με θριαμβευτικό τόνο ανακοινώθηκε πως ο αριθμός των ύποπτων υποθέσεων που διαβιβάστηκαν από τη μονάδα προς τις διωκτικές αρχές το 2019 έφτασε σε αριθμό-ρεκόρ και σημείωσε αύξηση 50% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Μια βδομάδα πριν, βέβαια, είχε δει το φως της δημοσιότητας η είδηση πως η FIU δεν έδωσε πληροφορίες σχετικές με το σκάνδαλο της Wirecard για ύποπτες κινήσεις, τις οποίες όμως διέθετε.
Δικαστικό σκάνδαλο;
Ξαφνικά, εν μέσω επίσημης προεκλογικής περιόδου, η εισαγγελία της πόλης Όσναμπρυκ στη δυτική Γερμανία έδωσε εντολή για έρευνα από την αστυνομία, παρουσία εισαγγελέα, στα γραφεία της μονάδας, στο Βερολίνο, στην έδρα του ομοσπονδιακού υπουργείου Οικονομικών, αλλά και στο κτίριο του υπουργείου Δικαιοσύνης. Και τα δυο υπουργεία έχουν σοσιαλδημοκράτες πολιτικούς προϊσταμένους, το μεν πρώτο τον υποψήφιο Σολτς, το δε δεύτερο την Κριστίνε Λάμπρεχτ.
Η έρευνα στα υπουργεία έγινε στις 9 Σεπτεμβρίου το πρωί. Το ένταλμα σχετικά όμως είχε εκδοθεί στις 10 Αυγούστου. Εδώ είναι που αρχίζουν τα ερωτηματικά για την πολιτική χρησιμοποίηση της συγκεκριμένης υπόθεσης. Η μονάδα είχε γίνει αντικείμενο κριτικής ήδη από πέρσι. Παρόλο τον αριθμό-ρεκόρ των πληροφοριών που έδωσε το 2019, ο αριθμός συνολικά από το 2017 που άλλαξε επιβλέπουσα αρχή έχει μειωθεί κατά πολύ. Το ίδιο το υπουργείο Δικαιοσύνης ανακοίνωσε πως είχε επισημάνει λάθη και αμέλειες στον τρόπο δουλειάς της μονάδας και είχε στείλει προειδοποίηση. “Γιατί αυτή η καθυστέρηση;” διερωτάται ο συνταγματολόγος Γιόαχιμ Βίλαντ. Τα εντάλματα, υπενθυμίζει, είναι για να εκτελούνται αμέσως.
Στο ένταλμα αναφέρεται πως η έρευνα έχει ως σκοπό την ταυτοποίηση των υπαλλήλων της μονάδας που εμπλέκονται στην υπόθεση. Στο δελτίο τύπου της εισαγγελίας του Όσναμπρυκ όμως αναφέρεται πως η έρευνα γίνεται για να διαπιστωθεί ένα και σε ποιο βαθμο συνδέονται με τηυν υπόθεση και με αποφάσεις της μονάδας (σχετικά με τη μεταβίβαση ή όχι πληροφοριών) η ηγεσία των υπουργείων και οι προϊστάμενες της μονάδας υπηρεσίες. Είναι σαφές πως το δελτίο τύπου δεν αντιστοιχεί στο περιεχόμενο του εντάλματος. Αυτό όμως δεν επιτρέπεται να συμβαίνει, καθώς τα δελτία τύπου μιας εισαγγελίας οφείλουν να λένε την αλήθεια για μια υπόθεση, αν αντιστοιχούν στα πραγματικά γεγονότα και στις πράξεις. Αυτή διάσταση μεταξύ των δύο κειμένων εγείρει ερωτήματα για το κατά πόσο η εισαγγελία κινείται νομότυπα.
Ο υφυπουργός του υπουργείου Οικονομικών, ο Σοσιαλδημοκράτης Βόλφγανγκ Σμιτ, δημοσίευσε μέσω του twitter τμήμα του εντάλματος. Αυτό οδήγησε την εισαγγελία να κινήσει διαδικασία δίωξης εναντίον του, καθώς απαγορεύεται η δημοσίευση δικαστικών εγγράφων πριν τη δίκη. Ο υφυπουργός υπερασπίστηκε την κίνησή του αυτή, λέγοντας πως το έκανε για να μη δημιουργείτε η εντύπωση στα μέσα ενημέρωσης ότι γίνεται έρευνα εις βάρος συγκεκριμένων υπαλλήλων του υπουργείου, ενώ στο ένταλμα γίνεται λόγος για έρευνα με σκοπό την ταυτοποίηση τέτοιων, εάν υπάρχουν. Την υπόθεση ανέλαβε μετά από αίτημα της εισαγγελίας του Όσναμπρουκ η εισαγγελία του Βερολίνου.
Το τελευταίο ερώτημα αφορά τη στελέχωση της εισαγγελίας του Όσναμπρυκ και συγκεκριμένα τον προϊστάμενο της αρχής, Μπέρναρντ Σύντμπεκ. Ο Σύντμπεκ είναι μέλος του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος και υπήρξε επικεφαλής του γραφείου του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης του κρατιδίου της Κάτω Σαξωνίας, επίσης Χριστιανοδημοκράτη Μπερντ Μπούζεμαν. Όλα τα ερωτήματα που τίθενται εκθέτουν και τους δύο αντιπάλους. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η FIU δεν έκανε σωστά τη δουλειά της και προφανώς κάτι τέτοιο οδηγεί και σε ευθύνες του πολιτικού προϊστάμενου, του Σολτς. Ήδη η υπόθεση χρησιμοποιείται από όλους τους πολιτικούς αντιπάλους του, που εκφράζουν έτσι το λιγότερο αμφιβολίες για την καταλληλόλητά του για τη θέση του καγκελάριου, αλλά και για την εντιμότητά του.
Η επιλογή όμως μιας εισαγγελίας που διοικείται από έναν (αυτόν τον καιρό) πολιτικό αντίπαλο του Σολτς να κινήσει μια διαδικασία έρευνας που σίγουρα βλάπτει την εικόνα του υποψηφίου των Σοσιαλδημοκρατών για την καγκελαρία, και μάλιστα με τρόπους που εγείρουν αμφιβολίες για το κατά πόσον είναι σύννομες ή έστω τυπικά σωστές, δημιουργούν ισχυρή την εντύπωση πως στην πραγματικότητα η υπόθεση είναι ένας άσσος στο μανίκι των Χριστιανοδημοκρατών, οι οποίοι περίμεναν την κατάλληλη στιγμή να τον τραβήξουν. Ανεξάρτητη δικαιοσύνη όμως δεν σημαίνει ακριβώς αυτό. Ήδη ο κεντροαριστερός χώρος χτυπάει από την αντίστροφη πλευρά: η υπόθεση αποτελεί σκάνδαλο στον χώρο της δικαιοσύνης και αποκαλύπτει αυτοκρατορικές τάσεις του Λάσετ.