ΑΘΗΝΑ
23:17
|
25.04.2024
H 12η Δεκεμβρίου αποτελεί μια αποφράδα ημέρα για την Ιταλία. Άνοιξε τον δρόμο της βίαιης σύγκρουσης των κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών με το εργατικό κίνημα.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

H 12η Δεκεμβρίου αποτελεί μια αποφράδα ημέρα για την Ιταλία. Γιατί κάθε χρόνο η ημερομηνία αυτή θυμίζει την άνανδρη επίθεση των νεοφασιστών στην Αγροτική Τράπεζα στην Πιάτσα Φοντάνα του Μιλάνου, με τα 16 θύματα, που κατέληξε στην ιταμή δολοφονία του αναρχοσυνδικαλιστή Πίνο Πινέλι μέσα στην Ασφάλεια. Και κυρίως όμως άνοιξε τον δρόμο για τη Στρατηγική της Κρίσης και της βίαιης σύγκρουσης των μηχανισμών του κράτους και των παρακρατικών του με το εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα, που μέχρι τότε –σε εκείνο το νικηφόρο «Θερμό Φθινόπωρο» των απεργιών και κινητοποιήσεων– είχε αφυπνίσει μεγάλες μάζες, φέρνοντας αλλαγές στην ταξική συνείδηση και απαιτήσεις για τα δικαιώματα και την κοινωνία.

Το αιματηρό επεισόδιο της Πιάτσα Φοντάνα, αποτελεί ένα ορόσημο κι ένα αρνητικό παράδειγμα, που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να προκαλεί αναταράξεις στη σκηνή της πολιτικής, της Ιστορίας και των κομματικών παθών στην Ιταλία. Όπως πάντα το επίσημο κράτος θα αναπέμψει αναθέματα κατά της τρομοκρατίας, όπως έπραξε ο πρόεδρος, Σέρτζο Ματαρέλα, που αρκέσθηκε να τη χαρακτηρίσει «επίθεση κατά της δημοκρατίας». Μόνο που, ακόμη και σήμερα που τα γεγονότα είναι αδιάψευστα και ταυτοποιημένοι οι δράστες, το αστικό κράτος και οι φορείς του αποσιωπούν ότι εκείνοι που επιτέθηκαν στη δημοκρατία ήσαν οι ίδιοι που καλούνταν να την υπηρετήσουν: η αστυνομία, οι μυστικές υπηρεσίες κι οι πολιτικοί.

Την ωμή τούτη αλήθεια, που κάποιοι ανερυθρίαστα τολμούνε μέχρι και να την αποδώσουν στον «πολιτικό ρεαλισμό» ή στον «δίκαιο πόλεμο»  α λα Καρλ Σμιτ του Justus hostis, που στη μορφή του ενσαρκώνει τον αναγκαίο εχθρό της κοινωνίας Όλες εν κατακλείδι, οι δυνάμεις του πασχίζουν, με βιβλία, ταινίες, δημοσιεύσεις κάθε τύπου, να διαστρεβλώσουν αν  όχι την αδιάψευστη αλήθεια, τουλάχιστον τις ευθύνες και να απαλλάξουν τους «πρωταγωνιστές» που προέρχονται από τους μηχανισμούς της εξουσίας.

Άλλωστε αρωγός τους σε αυτή την προσπάθεια στέκεται και η χρονική απόσταση και η ολοένα και περισσότερο γενικευμένη αδιαφορία των νεώτερων γενεών, που πιεσμένες από τις ανάγκες και τους καταναγκασμούς των καιρών τους, αδιαφορούν ή είναι αξιολογικά σκεπτικιστές για το ό,τι συνέβη στο παρελθόν. Εξάλλου, όσο περισσότερο γερνούν και φεύγουν από τη ζωή οι πρωταγωνιστές και οι μάζες που συμμετείχαν στα γεγονότα εκείνων των εποχών, όσο λείπουν οι μάρτυρες και οι πρωταγωνιστές μίας αντίστασης σε εκείνον τον παραλογισμό και την αυθαιρεσία της εξουσίας, όσο οι δράστες δεν έχουν τιμωρηθεί και κατονομασθεί και οι οικογένειες των θυμάτων δεν έχουν δικαιωθεί, όσο επεκτείνεται η απογοήτευση  για το αξιολογικό και εννοιολογικό περιεχόμενο των αγώνων-που οι κρίσεις και οι καταναγκασμοί τους έχουν αφοπλίσει υπέρ μίας μοιρολατρίας τις μάζες- τόσο οι ιστορικές στιγμές όπως αυτή της Πιάτσα Φοντάνα, μετρούν λιγότερο και είναι πιο ευεπίφορες για να χειραγωγηθούν μονόδρομα προς όφελος της εξουσίας.

Όπως έλεγε και ο J-F.Lyotard «η εξαπάτηση δεν γίνεται στο όνομα του ρεαλισμού, αλλά στο όνομα του Απόλυτου». Κανείς δεν πρόκειται να επικαλεσθεί τα αληθινά ελατήρια που επιτάσσουν την ιστορική παραποίηση, αλλά αντίθετα θα προβάλλει ένα αφηρημένο ιδανικό, την «τάξη», την «ευνομία», την «ανθρωπιά» (του οικογενειάρχη Καλαμπρέζι π.χ), ακόμη και την ευρύχωρη έννοια της «αλήθειας», που στο όνομά της επιτελούνται οι πιο συσκοτιστικές κατακρεουργήσεις της. Ο Καλαμπρέζι βαπτίσθηκε από το επίσημο κράτος ήρωας, για τη δολοφονία του επινοήθηκε ένας ένοχος– ο Αντριάνο Σόφρι, ως εντολέας της εκτέλεσής του, μολονότι δεν βρισκόταν ούτε καν στην πόλη που σκοτώθηκε ο αστυνομικός και είχε άλλοθι- βαπτίσθηκε ήρωας, έγινε έως και γραμματόσημο του κράτους. Σάμπως δηλ. να ανακηρύσσαμε ήρωα τον Κορκονέα, ένα πράμα… Ενώ αντίθετα τα θύματα δεν έχουν δικαιωθεί, ο Πινέλι που οι εντεταλμένοι αστυνομικοί τον σκότωσαν και ο Βαλπρέντα, που τόσο διασύρθηκε, δεν βρήκαν ποτέ επίσημη δικαίωση, δεν τους εκφράσθηκε ποτέ μια δημόσια «συγγνώμη». Απεναντίας βιβλία όπως το «Λάσπη. Η δολοφονία Καλαμπρέζι κι η ιταλική Αριστερά ( Fango. L’omicidio Calabresi e la sinistra italiana)», του Αουρέλιο Γκριμάλντι, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο, ανενδοίαστα διαστρεβλώνουν την αλήθεια και ρίχνουν πραγματική λάσπη, στην αντίθετη όμως πλευρά, διασπείροντας το ψεύδος πως ο «άμεμπτος» τούτος αστυνομικός-ο οποίος με ιδιαίτερο ζήλο συνέχισε και μετά την «αξιέπαινη» αντικομμουνιστική δράση του- έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος μίας αιμοβόρας και ασύδοτης Αριστεράς.

Οι ασυνέπειες και ανακρίβειες στην παράθεση του υλικού είναι ατέλειωτες όπως αποκαλύπτουν στις κριτικές τους καλά πληροφορημένοι και πράγματι καλοπροαίρετοι δημοσιογράφοι. Δεδομένα αποσιωπούνται, άλλα διαστρεβλώνονται, προκειμένου να επικρατήσει μία αντίληψη όλως διαφορετική από εκείνη που, ακόμη και στα δικαστήρια αποδείχθηκε. Πλαστουργείται, ιδίως όσον αφορά τις εντάξεις ανθρώπων σε οργανώσεις, μία ατμόσφαιρα ανάλογη με εκείνης της εποχής, όπου σύρονταν στα εδώλια με ανυπόστατες κατηγορίες προβεβλημένα στελέχη του αριστερού κινήματος. Και φυσικά πουθενά δεν αναφέρει κάτι για την τελική αθώωσή τους, αλλά αφήνει να αιωρείται πως επρόκειτο για αιμοσταγή και αντικοινωνικά, εγκληματικά στοιχεία και βδελύγματα. Όπως π.χ για το κατηγορητήριο κατά των αναρχικών Πάολο Μπράσκι, Πάολο Φατσόλι και Άντζελο Ντελα Σάβια (ο οποίος βρήκε τον θάνατο σε μία «παράξενη» αυτοκτονία το1971) για τις βόμβες, που τελικά αποδείχθηκε ότι τις είχαν βάλει οι ακροδεξιοί και που είχαν συνδεσμολογίες, υλικά και τεχνική ανάλογη με εκείνη του στρατού- δηλαδή καμία σχέση με τις αυτοσχέδιες των αναρχικών. Βιβλία σαν και τούτο δεν αποβλέπουν μόνο στον αποκαθαρμό -ηθικό τε και πραγματολογικό- από τις ευθύνες όσων ήταν υπεύθυνοι ή αυτουργοί, αλλά αποτελούν συνάμα και τον ιμάντα για τη μεταφορά ψευδών ή παραποιημένων ειδήσεων, ιδεολογικών μηνυμάτων, που εντείνουν το «ταξικό μίσος» και το ressentiment, τη δομική μνησικακία, που η τάξη της ευνομίας και του «αντικομουνισμού».

Τη στιγμή που υπάρχουν ατράνταχτα στοιχεία, που αποκαλύπτουν εξαρχής τη σύνδεση φασιστικών κύκλων, ναζιστών- ως το μακρύ χέρι του κράτους- με τις μυστικές υπηρεσίες, την αστυνομία, την Χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση, τον Τύπο και τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Σάραγκατ (που εξέδωσε το ιταμό ανακοινωθέν όπου ανοικτά κατηγορούσε την Αριστερά και τους αναρχικούς, υποδεικνύοντας «πογκρόμ» εναντίον τους). Βιβλία όπως το αποκαλυπτικό «Η κρατική Σφαγή» (La Strage di Stato, που σχεδόν από την πρώτη στιγμή του συμβάντος άρχισε να συλλέγει στοιχεία, εκεί (όπως π.χ η καταστροφή της δεύτερης βόμβας στη Σκάλα του Μιλάνου, που δεν εξερράγη) όπου το κράτος τα αποσιωπούσε, ή όπως το Βόμβες και Μυστικά (Bombe e segreti) του Λουτσάνο Λάντσα, ή άλλα βιβλία (όπως των Γκαμπριέλε Φούγκα και Ενρίκο Μαλτίνι,  που υποδεικνύουν πως το «τρίο» των Καλαμπρέζι, του επικεφαλής του Αντονίνο Αλέγκρα και ο δικαστής Αντόνιο Αμάτι, ήδη πριν ακόμη κι από τις βομβιστικές επιθέσεις- πρόβα της 25ης Απριλίου, είχαν βαλθεί να ενοχοποιήσουν per mare, per terra τον αναρχικό κύκλο. Ή ακόμη και το «Κόκκινες Ψυχές ενάντια σε Μαύρες Ψυχές» (Cuori Rossi contro Cuori Neri) για την αριστερή και δεξιά πολιτική εγκληματικότητα, έστω και αν πασχίζει να τηρήσει μία κάποια ίση απόσταση, χωρίς όμως να παραλείπει να καταδείξει πόσο μεγαλύτερο ήταν το μπιλάτζο των θυμάτων εις βάρος της αυτονομίας και της επαναστατημένης νεολαίας. Πόσο οι βόμβες των νεοφασιτών, οι σφαίρες των αστυνομικών, το ξύλο κι η βία με τους πολλούς εκατοντάδες νεκρούς δεν μπορούνε να ισοσκελίσουν τους λίγους δεκάδες αστυνομικούς, μίσθαρνους δημοσιογράφους και διεφθαρμένους πολιτικούς που εκτελέσθηκαν- κι ιδίως δε η προβεβλημένη δολοφονία του Άλντο Μόρο, που εν μέρει οφείλεται και στην «προδοσία» των δικών του και την πρόθεση του Τζούλιο Αντρεότι να τελειώνει με τον εσωκομματικό του αντίπαλο.

Η πολυαίμακτη έκρηξη της 12ης Δεκεμβρίου 1969,   της οποίας οι δράστες αγκαλά και δεν έχουν τιμωρηθεί ακόμη, μολονότι είναι πλέον ηλίου φαεινότερο από ποιόν (νεοφασιστικό) χώρο προέρχονταν, εξακολουθεί έως τους σημερινούς καιρούς ν’ αποτελεί ένα από τα πιο ενδεικτικά παραδείγματα της εκμαυλιστικής επιρροής που μπορεί να έχει η κρατική χειραγώγηση των γεγονότων και της πληροφόρησης και της ανατριχιαστικής αήθειας που μπορούνε να επιδείξουν οι κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών, στη σύλληψη, οργάνωση, στρατολόγηση πρόθυμων στοιχείων και στην εκτέλεση τέτοιων πράξεων. Το επεισόδιο της Πιάτσα Φοντάνα, και ό,τι επακολούθησε, ιδίως με τον «θάνατο» του αναρχοσυνδικαλιστή Τζουζέπε Πινέλι μέσα στο αστυνομικό τμήμα,  αποτελεί ένα δείγμα της βρόμικης διαχείρισης της κρίσης των Μολυβένιων Χρόνων (Anni di Piombo) από το ιταλικό πολιτικο-δικαστικό κατεστημένο, τις μυστικές υπηρεσίες, και την πανταχού παρούσα CIA (με τις διάφορες επιχειρήσεις Gladio της, που άπλωναν και απλώνουν τα παρακλάδια της και στην Ελλάδα.

Μία στρατηγική που είχε ως κύριο μέλημα τον εξοπλισμό των ακραίων νεοφασιστικών στοιχείων, όπως της «Νέας Τάξης» (Ordine Nuovo) του Πίνο Ράουτι και την επιμελητειακή, πολιτική, επικοινωνιακή τους συνδρομή στο να πραγματοποιούν ένοπλες προβοκάτσιες, τις οποίες οι μηχανισμοί ελέγχου της κοινής γνώμης απέδιδαν στην «κόκκινη τρομοκρατία». Μέχρι κι ο τότε πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Σάραγκατ είχε επιστρατευθεί για να συκοφαντήσει τις αριστερές οργανώσεις και το πρωτοποριακό συνδικαλιστικό και φοιτητικό κίνημα της εποχής, όπως στην περίπτωση της δολοφονίας του αστυνομικού Ανναρούμμα, που σαφής διαστρέβλωση του γεγονότος υπάρχει στο βιβλίο (σελ 79). Εκεί όπου αναφέρεται ότι ο Ανναρούμα δολοφονήθηκε με μία σφαίρα που προήλθε από την πλευρά των διαδηλωτών (χωρίς να λέει ποιος το έκανε), μολονότι έως σήμερα δεν έχει αποδειχθεί εάν επρόκειτο για ατύχημα, όχι όμως για δολοφονία, καθώς οφειλόταν στο σπασμένο παρμπρίζ από λοστό διαδηλωτή, που αποτέλεσμα είχε τη σύγκρουση του τζιπ του- που, όπως στη στρατηγική Χρυσοχοΐδη- στόχο είχε να πέφτει  εγκάρσια στις τάξεις των διαδηλωτών και ο σώζων εαυτόν σωθείτω.

Όχι μόνον η έκρηξη στην Πιάτσα Φοντάνα, αποδείχθηκε πως υπήρξε οργανωμένο σχέδιο και εκτέλεση των νεοφασιστικών στοιχείων, αλλά επίσης και πολλές άλλες παρόμοιες ενέργειες, από τη δολοφονία αστυνομικών στο Φριούλι κι αλλού, μέχρι τη βομβιστική επίθεση στον σταθμό της Μπολόνια. Άλλωστε, είτε οι έρευνες, είτε τυχαία περιστατικά επιβεβαίωσαν στο κύλισμα του χρόνου το πόσο ευσταθούσε το –επιστημονικής φαντασίας υπό άλλες συνθήκες -σενάριο για συνεργασία όλων αυτών των κύκλων, περιλαμβανομένης και της CIA: η σύλληψη το 1972 του «Νεοταξικού» Φράνκο Φρέντα κι η διαπίστωση ότι τα εκρηκτικά της έκρηξης προέρχονταν από τον κύκλο του, ή η απαγγελία κατηγοριών το 1998 από τον μιλανέζο δικαστή Γκουΐντο Σαλβίνι κατά του αμερικανού αξιωματικού Ντέιβιντ Κάρετ σταθμάρχη της CIA -για στρατιωτική κατασκοπεία και άμεση συμμετοχή στα γεγονότα της Πιάτσα Φοντάνα.

Η επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα, παρά τη μεθοδευμένη αποτυχία της δικαιοσύνης να καταδικάσει τους εντοπισμένους ενόχους (Κάρλο Μαρία Μάτζι, Ντέλφο Τζόρτζι και Τζανκάρλο Ρονιόνι), συντηρεί την ανάγκη να υπάρξει κάποτε μία θαρραλέα αποτίμηση της ευθύνης που φέρει  για τη δράση του εκείνην την εποχή ένας συγκεκριμένος χώρος -το νεοφασιστικο MSI- παρά την άφεση που προσπαθεί να του προσφέρει μέσω της λήθης και της συμμετοχής σε μία (πραγματική;) δημοκρατική διαδικασία ο μεταλλαγμένος πολιτικός επίγονός του της Εθνικής Συμμαχίας (ΑΝ) του Τζανφράνκο Φίνι, που συμμετέχει στη σημερινή κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, αλλά υπενθυμίζει επίσης την εγγενή δυνατότητα που έχει το κράτος να ασκεί εκείνο τρομοκρατία. Γιατί πάντοτε τα κράτη που αντιμετωπίζουν μία σοβαρή κοινωνική κρίση καταφεύγουν πάντοτε και μόνο στην, λεγόμενη Αμυντική τρομοκρατία, μία έμμεση μορφή τρομοκρατίας, η οποία πρέπει πάση θυσία να φαίνεται πως στρέφεται εναντίον τους.

Ο Τζανφράνκο Σανγκουϊνέτι υπενθυμίζει στο ανεπανάληπτό του «Περί της Τρομοκρατίας και του Κράτους» (ελλ. Μτφ Ύψιλον, 1982, σελ 70) πως «το (κάθε) κράτος εξασθενημένο από τις επιθέσεις που δέχεται αυτό κι η οικονομία του (…) αναλαμβάνει μ’ επισημότητα να σκηνοθετήσει το θέαμα της κοινής και πανίερης άμυνας μπροστά στο τέρας της τρομοκρατίας. Και στο όνομα αυτής της ευλαβικής αποστολής μπορεί να απαιτεί απ’ όλους τους υποτελείς του ακόμη ένα κομμάτι από τη φτενή τους ελευθερία, που πάει και δυναμώνει τον αστυνομικό έλεγχο σ’ όλον τον πληθυσμό». Κι ο κρατικός έλεγχος ως γνωστόν ανθεί και τρέφεται εκεί όπου υπάρχει η αστάθεια (στην απασχόληση, στην οικονομία, στις εργασιακές σχέσεις, στον συνδικαλισμό), την οποία βαπτίζει «αταξία», «ανομία», παρότι είναι το ίδιο που τη συντηρεί, υποστηρίζοντας αφηρημένες μορφές κοινωνικού/πολιτικού/εργασιακού/ επικοινωνιακού γίγνεσθαι ώστε να ενισχύει την απροσδιοριστία και το άγχος της ‘δυστυχούς συνείδησης’ των ανερμάτιστων πολιτών, όπως θα έλεγε κι ο Χέγκελ.

Δυστυχώς, η σφαγή της Πιάτσα Φοντάνα, μόλο που αποδείχθηκε ότι ήταν έργο των μυστικών υπηρεσιών (SID) και των φασιστικών κύκλων, κατέδειξε γι’ άλλη μία φορά και την εγγενή ανικανότητα των αριστερών κομμάτων (ακόμη και των ακραίων οργανώσεων, όπως η Lotta Continua) να δείξουν με το δάκτυλο την πασιφανή αλήθεια: ότι το κράτος και η δημοκρατική Πολιτεία δεν διστάζει να σφάξει όταν νοιώθει ότι υπάρχει επιβουλή, πραγματική, ή προφασισμένη, εναντίον των νόμων του (γραπτών κι εθιμικών): όπως θα έλεγε κι ο Μαρξ «για το κράτος ένας νόμος υπάρχει κι είναι απαραβίαστος: η επιβίωση του κράτους». Και το κράτος μπορεί προβοκατόρικα να δολοφονήσει ακόμη και δικά του παιδιά (βλέπε αστυνομικούς, ή πράκτορες) και να μετακυλίσει την ευθύνη στους «αναρχικούς», ή τους «τρομοκράτες», όποτε τα συμφέροντα και τ’ αδιέξοδά του το επιβάλλουν.  Η θεωρία του Καρλ Σμιντ για την διαρκή αναζήτηση από το κράτος ενός εχθρού (είτε ως εξωτερική επιβουλή, είτε ως εσωτερικό κίνδυνο) για τη νομιμοποίησή του και την επιβίωσή του, σε πολλές περιπτώσεις της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας (όχι μόνον στην Ιταλία) έχει επιβεβαιωθεί πλειστάκις.

Η σφαγή της Πιάτσα Φοντάνα είχε οργανωθεί στην εντέλεια: πρώτα έγιναν οι αναίμακτες πρόβες στις εκρήξεις τον Απρίλιο του Απριλίου ‘69 στη Φιέρα και στον σταθμό του Μιλάνου, και κατόπιν σε διάφορα τραίνα, προτού δοθεί το αποφασιστικό κι αιματηρό πλήγμα του Δεκέμβρη (όπως ακριβώς είχε προβαρισθεί κι η απαγωγή του Μόρο, με την αναίμακτη απαγωγή του Ντε Μαρτίνο το ‘77. Όμως οι πρόβες των μυστικών υπηρεσιών, επισημαίνει ξανά ο Σανγκουϊνέτι, πάντοτε υποδεικνύουν τους στόχους που θα επακολουθήσουν: το 69 ήταν ο πληθυσμός, το 79 ένας πολιτικός. Και το σύστημα αντέδρασε κατάλληλα και συντεταγμένα: κατηγόρησε εκείνους που ήθελε, κάλυψε όσους επιθυμούσε και κατόρθωσε να περάσει τα μέτρα και τα μηνύματα που επιδίωκε με το μικρότερο δυνατό κόστος. Διότι η ανθρώπινη ζωή δεν είναι τίποτε μπροστά στα οργανωμένα συμφέροντα του κράτους και των χορηγών του.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

«Η Ευρώπη το σπίτι μας» μένει χωρίς στέγη σε Ισπανία και Πορτογαλία

Τι θα ζυγίσει την ψήφο στις Ευρωεκλογές; Πλημμυρίδα εξώσεων, αύξηση ενοικίων, αντικειμενικών αξιών. Ισπανοί και Πορτογάλοι νιώθουν πως η καθημερινότητα διαψεύδει τις προβλέψεις των Βρυξελλών.

Μπιενάλε: Το Περίπτερο του Ισραήλ κλείνει για τους ομήρους αλλά όχι για τους νεκρούς Παλαιστίνιους

Η γενοκτονία στη Γάζα δεν επιτρέπεται να περνά απαρατήρητη σε ένα παγκόσμιο γεγονός, που υποτίθεται ότι προωθεί τις υψηλές αξίες της ανθρωπότητας.
ΣΥΝΑΦΗ

Πικρία για ΠΑΣΟΚ και Ευρωκοινοβούλιο εκφράζει η Εύα Καϊλή

Ποιοι κατεβαίνουν στις ευρωεκλογές με την Πλεύση Ελευθερίας

Νέος γύρος ελληνοτουρκικών συνομιλιών Θετικής Ατζέντας αύριο, στην Τουρκία

Οι προηγούμενες εκλογές μέτρο σύγκρισης στις ευρωεκλογές λέει ο Μητσοτάκης στο ΣΚΑΪ

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα