Στις 10 Μαρτίου ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των εκλογών σε πέντε ομόσπονδα κρατίδια της Ινδίας (Ουτάρ Πραντές, Ουταρακάντ, Μανιπούρ, Γκόα και Παντζάμπ). Το κυβερνών εθνικιστικό κόμμα Μπαρατίγια Τζανάτα (BJP) του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι αναδείχθηκε χωρίς αμφιβολία ως ο απόλυτος νικητής, καθώς κατόρθωσε να διατηρήσει την εξουσία του στις τέσσερις πρώτες πολιτείες, επικρατώντας με άνεση. Στην πέμπτη εξ ’αυτών, στην πολιτεία του Παντζάμπ, σάρωσε το Aam Aadmi Party (AAP, ήτοι «Κόμμα του Καθημερινού Ανθρώπου») του Αρβίντ Κετζριβάλ (Arvind Kejriwal), εκτοπίζοντας από την τοπική κυβέρνηση το κόμμα του Κογκρέσου.
Όμως, ήδη από την προεκλογική περίοδο, τα βλέμματα ήταν στραμμένα στην Ουτάρ Πραντές. Δεν είναι μόνο ότι πρόκειται για την πολυπληθέστερη πολιτεία της Ινδίας, με πληθυσμό άνω των διακοσίων εκατομμυρίων, από την οποία εκλέγονται οι περισσότεροι αριθμητικά βουλευτές στο ινδικό κοινοβούλιο. Είναι και ότι η συγκεκριμένη πολιτεία έχει ειδικό βάρος στην ινδική πολιτική σκηνή και ζωή. Έχει υπάρξει (και συνεχίζει να είναι) η πολιτεία στην οποία πρωτοτίθεται συχνά σε εφαρμογή η ατζέντα της πολιτικής χιντούτβα και ύστερα, εφόσον κρίνεται επιτυχής, με την Ουτάρ Πραντές ως πρότυπο, επιδιώκεται να εισαχθεί ακέραια ή με ορισμένες διαφοροποιήσεις και σε άλλες περιοχές της Ινδίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι: η κατεδάφιση του μουσουλμανικού τεμένους Μπάμπρι στην πόλη Αγιόντια το 1992 από όχλο φανατικών Ινδουιστών, το αιματηρό αντι-μουσουλμανικό πογκρόμ στην Μουζαφαρναγκάρ το 2013 και η πρόσφατη ποινικοποίηση των δια-θρησκευτικών γάμων. Εκτός από την Αγιόντια, που είναι πολύ σημαντική για πολλούς λόγους στο φαντασιακό των Ινδουιστών εθνικιστών, στην Ουτάρ Πραντές βρίσκεται το Βαρανάσι, η ιερότερη πόλη του Ινδουισμού που αποτελεί εκλογική περιφέρεια του Μόντι.
Πιστεύεται λοιπόν ότι το τωρινό αποτέλεσμα των εκλογών στην Ουτάρ Πραντές, δηλαδή η εύκολη επικράτηση του Μπαρατίγια Τζανάτα, μπορεί να αποβεί καταλυτικό για τις βουλευτικές εκλογές του 2024. (Παρότι ο χαρακτήρας των πολιτειακών εκλογών διαφέρει σημαντικά από αυτόν των βουλευτικών, οι πρώτες είναι ενδεικτικές του πολιτικού προσανατολισμού του εκάστοτε εκλογικού σώματος. Στις πολιτειακές εκλογές μάλιστα συμβαίνει συχνά να έχουν καλύτερη απόδοση τα τοπικής εμβέλειας κόμματα, όπως π.χ. στην περίπτωση της Δυτικής Βεγγάλης, αντίθετα από τις βουλευτικές εκλογές, στις οποίες τα πανινδικής εμβέλειας κόμματα, όπως το Μπαρατίγια Τζανάτα, έχουν σαφώς το πλεονέκτημα.)
Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο Μόντι μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων έσπευσε να καλλιεργήσει το κλίμα υπέρ του κόμματός του, προκαταβάλλοντας το αποτέλεσμα των εκλογών του 2024, δηλώνοντας: «Όταν το 2019 σχηματίσαμε την κυβέρνηση σε κεντρικό (πανινδικό) επίπεδο, οι ειδικοί (εκλογολόγοι) υποστήριξαν ότι αυτό οφειλόταν στην επικράτηση μας (δηλ. του Μπαρατίγια Τζανάτα) στις εκλογές της Ουτάρ Πραντές το 2017. (…) Πιστεύω ότι οι ίδιοι αυτοί ειδικοί θα πουν, αντίστοιχα, ότι το αποτέλεσμα των εκλογών (της Ουτάρ Πραντές) του 2022 θα κρίνει και το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του 2024».
Πράγματι, η νίκη του Μπαρατίγια Τζανάτα στην Ουτάρ Πραντές είναι ιστορική καθώς για πρώτη φορά από το 1985 και μετά το ίδιο κόμμα πρόκειται να βρεθεί στην τοπική κυβέρνηση για δύο διαδοχικές θητείες. Το κόμμα του Μόντι κέρδισε με ευρεία πλειοψηφία (με το 41,3% των ψήφων) καταλαμβάνοντας 255 έδρες, σε σύνολο 403, ενώ για την αυτοδυναμία χρειάζονταν τουλάχιστον 202 έδρες. Ακολούθησε το κόμμα Σαματζβάντι (Samajwadi) του Ακιλές Γιαντάβ (Akhilesh Yadav) με 111 έδρες, ενώ το κόμμα του Κογκρέσου μετά βίας κέρδισε δύο έδρες.
Η νίκη αυτή πιστώνεται βέβαια προσωπικά και στον πρωθυπουργό του κρατιδίου, Γιόγκι Αντιτιανάθ (φωτογραφία), ηγετικό στέλεχος του Μπαρατίγια Τζανάτα, ο οποίος θα ανανεώσει την πεντάχρονη θητεία του. Ο ίδιος, εκτός από πολιτικός, είναι και ιερέας του ινδουιστικού ναού Γκορακνάθ και υπήρξε ιδρυτής της εξτρεμιστικής νεανικής οργάνωσης Χίντου Βαχίνι. Παραμένει βασικός εκφραστής της ατζέντας της πολιτικής χιντούτβα και μάλιστα της πιο σκληρής της εκδοχής. Φημολογείται ότι θα διαδεχθεί τον 71χρονο Μόντι στην πρωθυπουργία της χώρας.
Από την πρώτη θητεία του έχει εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς «νόμου και τάξης» στην πολιτεία, διατηρώντας και για αυτόν τον λόγο αγαστή συνεργασία με τις τοπικές αστυνομικές αρχές. Σε ομιλίες του έχει στοχοποιήσει τα κατά δήλωσή του «παραβατικά στοιχεία», ταυτίζοντάς τα μάλιστα πολλές φορές με τους Μουσουλμάνους. Έχει άλλωστε, ουκ ολίγες φορές επικριθεί για ρητορική μίσους κατά των τελευταίων.
Υποστηρικτές του Μπαρατίγια Τζανάτα και του Γιόγκι Αντιτιανάθ σε διάφορες περιοχές της πολιτείας πανηγυρίζουν για την εκλογική νίκη ανεβασμένοι πάνω σε μπουλντόζες. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας η μπουλντόζα αναδείχθηκε ως σύμβολο της πολιτικής του Αντιτιανάθ αλλά χρησιμοποιήθηκε και κοροϊδευτικά (μάλλον ανεπιτυχώς) εναντίον του από την αντιπολίτευση, δηλαδή τον Ακιλές Γιαντάβ. Ο Αντιτιανάθ είχε δηλώσει ότι οι μπουλντόζες χρησιμοποιήθηκαν και θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται τόσο στο πλαίσιο της αναπτυξιακής του ατζέντας, δηλαδή για την δημιουργία νέων δρόμων στην πολιτεία, όσο και για την πάταξη του εγκλήματος, πιο συγκεκριμένα για την ισοπέδωση των περιουσιών που έχουν αποκτηθεί από τη μαφία, η οποία φέρεται να δραστηριοποιείται στην πολιτεία. Στο Βαρανάσι, μάλιστα, διάφοροι υποστηρικτές του κόμματος στο εθεάθησαν να κάνουν τατουάζ με σχήμα μπουλντόζας.
Το ηττημένο κόμμα Σαματζβάντι, κατά την προεκλογική του εκστρατεία, εστίασε σε θέματα οικονομίας. Είναι γεγονός ότι η Ουτάρ Πραντές παραμένει μια από τις φτωχότερες πολιτείες και το τελευταίο διάστημα πλήττεται από ένα εκρηκτικό μίγμα ανόδου του πληθωρισμού, αυξήσεις των τιμών βασικών αγαθών και βαριών επιπτώσεων από τα λοκντάουν, ενώ κλονίστηκε από τις μαζικές κινητοποιήσεις των αγροτών. Ωστόσο, διαφάνηκε ότι η έμφαση μόνο σε θέματα οικονομίας δεν ήταν αρκετή για να κερδηθούν οι εκλογές.
Στον αντίποδα, ο Αντιτιανάθ βάσισε την προεκλογική του εκστρατεία στις πάγιες τακτικές του Μπαρατίγια Τζανάτα και στον αποτελεσματικό εκλογικό μηχανισμό του, που του έφεραν τελικά τη νίκη. Πιο συγκεκριμένα, ακολουθήθηκε ένας συνδυασμός θρησκευτικής πόλωσης (στρέφοντας το 80% της ινδουιστικής πλειοψηφίας κατά του 20% της μουσουλμανικής), εκμετάλλευσης των πολιτικών ταυτότητας, και ιδιαίτερα της καστικής, ενώ παράλληλα λίγο πριν τις εκλογές, δόθηκαν οικονομικές παροχές σε στοχευμένα τμήματα των φτωχότερων στρωμάτων.
Συμπερασματικά , οι νίκες του Μπαρατίγια Τζανάτα στις τέσσερις πολιτείες αναδιαμορφώνουν τον πολιτικό χάρτη της Ινδίας και θέτουν τις βάσεις για μια επικράτηση του κόμματος στις βουλευτικές εκλογές του 2024. Επιπλέον, φαίνεται ότι ο ινδουιστικός εθνικισμός αποκτά όλο και πιο βαθιές ρίζες σε μεγάλο κομμάτι της ινδικής κοινωνίας, υποσκελίζοντας έτσι τα οικονομικά προβλήματα.
Όλα αυτά βέβαια θα εξαρτηθούν και από τις κινήσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης . Το κενό που έχει προκύψει από τη περαιτέρω συρρίκνωση του κόμματος του Κογκρέσου επιδιώκουν να καλύψουν τόσο το Τρίναμουλ της Μαμάτα Μπάνερτζι , όσο και το ΑΑP .
Το μεν Τρίναμουλ, παρότι είναι τοπικής εμβέλειας κόμμα από τη Δυτική Βεγγάλη, ειδικά μετά τη νίκη του προσπαθεί να επεκτείνει τη βάση του λαμβάνοντας μέρος σε εκλογικές αναμετρήσεις και σε άλλες πολιτείες (π.χ. πρόσφατα στη Γκόα) και να παίξει ρόλο και σε πανινδικό επίπεδο.
Το δε AAP, επίσης, μετά την πρόσφατη νίκη του στο Παντζάμπ εγείρει αξιώσεις για να πρωταγωνιστήσει και σε πανινδικό επίπεδο. Μάλιστα, έγινε το πρώτο τοπικής εμβέλειας κόμμα που έχει ανέλθει στην εξουσία σε πάνω από μία πολιτείες αφού βρίσκεται ήδη στην κυβέρνηση της ενωσιακής επικράτειας του Νέου Δελχί . Το εν λόγω κόμμα ιδρύθηκε το 2012, αυτοπροσδιορίζεται ως συνεχιστής του κινήματος του 2011 κατά τις διαφθοράς, και ως εκ τούτου, έχει ως κεντρικότερή θέση και δέσμευσή του την καταπολέμηση της διαφθοράς. Αποτελεί ερώτημα, όμως, το κατά πόσο αποτελεί πραγματική (πολιτικά) εναλλακτική επιλογή στο Μπαρατιγια Τζανάτα, αφού δεν έχει αμφισβητήσει ποτέ ανοιχτά την πολιτική χιντούτβα.
Σε κάθε περίπτωση, τα δύο αυτά κόμματα (Τρίναμουλ και AAP) φαίνεται πως θα ανταγωνιστούν για την ηγεμονία του αντιπολιτευτικού συνασπισμού που μένει να φανεί πώς θα διαμορφωθεί μέχρι τις εκλογές του 2024.