ΑΘΗΝΑ
13:10
|
19.04.2024
Εκεί στην πόλη της πηγής Αρεθούσας, η διδαχή του Αισχύλειου δράματος θα ζωντανεύσει τον Μάιο και το καλοκαίρι.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Οι Συρακούσες είναι ένας τόπος όπου ακόμη και σήμερα μετά τόσους αιώνες που ο ελληνισμός έχει περιορισθεί στην καθ’ ημάς Ανατολή και παρόλο που οι ήχοι της γλώσσας μας δεν ακούγονται στην καθημερινότητα, εξακολουθεί να ηχεί ο παλμός της κουλτούρας, που πασχίζει άσβεστα να κρατήσει μία επαφή με το αρχαιοελληνικό παρελθόν της.

Εκεί στην πόλη της πηγής Αρεθούσας, όπου με βάση τον θρύλο του ερωτικού κυνηγιού της, ενώνονται τα νάματα του ποταμού Αλφειού, η διδαχή του Αισχύλειου δράματος θα ζωντανεύσει στο αρχαίο ελληνικό θέατρό της, μέσα από το ανέβασμα της τριλογίας της Ορέστειας. Και μάλιστα στις 9 Ιουλίου και τα τρία δράματα (Αγαμέμνων-Χοηφόροι-Ευμενίδες) θα ανέβουν δοσμένα μαζί κατά τα αρχαία έθιμα σε μία παράσταση.

Είναι η πρώτη φορά από το 2008 (οπόταν και ανέβηκε σε μετάφραση του Πιερ Πάολο Παζολίνι) που η αισχύλεια τριλογία θα παρουσιαστεί στις Συρακούσες. Μία πόλη άρρηκτα δεμένη με τον μεγάλο τραγικό ποιητή, ο οποίος στα χρόνια της ακμής του είχε κληθεί από τον φωτισμένο τύραννο των Συρακουσών Ιέρωνα να διδάξει τα έργα του. Μάλιστα προς τιμήν του, ο κράτιστος των τραγικών (κατά τους Αριστοφάνειους «Βατράχους», το πρώτο με την ευρεία έννοια παράδειγμα μεθοδολογικής και συγκριτικής κριτικής μελέτης στην αρχαία γραμματολογία) είχε συνθέσει τις «Αιτναίες», για να τιμήσει την ίδρυση της ομώνυμης πόλης στις υπώρειες του γνωστού ηφαιστείου. Άλλωστε στην αγαπημένη του Σικελία επέστρεψε ο Αισχύλος για να πεθάνει, το 456 πΧ στη Γέλα, δύο χρόνια μετά την τελευταία νίκη του με την «Ορέστεια» στην Αθήνα, το 458πΧ.

Τέτοια ήταν η απήχηση του Αισχύλειου δράματος στις Συρακούσες, που όπως μαρτυρείται στα Σικελικά, όσοι σώθηκαν από τους ηττημένους Αθηναίους μετά την αποτυχία της κατάληψης της πόλης και δεν άφησαν μαρτυρικά τη ζωή τους στα κολασμένα ορυχεία της ήταν όσοι γνώριζαν και μπορούσαν να παραστήσουν τις τραγωδίες του! Σκηνή που αιώνες αργότερα, κάνοντας άλλους παραλληλισμούς, οδηγούσαν τον Σεφέρη να στοχάζεται τους Αθηναίους αιχμαλώτους να παρηγορούνται στα λαγούμια, απαγγέλλοντας αλυσοδεμένοι τους στίχους του τραγικού.

Η ανακοίνωση της σύγχρονης διδασκαλίας της «Ορέστειας» έχει προκαλέσει διεθνές ενδιαφέρον και πολλά μέσα ενημέρωσης έχουν δημοσιεύσει εκτενή ρεπορτάζ για το θεατρικό αυτό γεγονός, το οποίο θα εξελιχθεί σε διαφορετικά στάδια. Ύστερα από 2.500 χρόνια ο τραγικός λόγος του Αισχύλου θ’ αντιλαλήσει και πάλι σ’ εκείνο το αρχαίο θέατρο που κάποτε ριγούσε με τα επί σκηνής δρώμενα και παλλόταν από τον φόβο, τη συγκίνηση, αλλά και την υπερηφάνεια, με το μήνυμα που ανέπεμπε, για τη θεία δίκη στην ανθρώπινη μεγαλαυχία, την καταδίκη του πολέμου και τη λυμαντήρια δύναμη της δικαιοσύνης -ανθρώπινης και θείας. Μήνυμα που και σήμερα, με την κλαγγή των όπλων να ηχεί τόσο σιμά μας, γίνεται επίκαιρο και επιζητεί άμεσα τη δικαιοσύνη και τη λύση.

Αυτό το πανανθρώπινο «κατηγορώ» του Αισχύλου σε κάθε ανθρώπινη αδικία, είτε σκόπιμη, καθοδηγούμενη από την απληστία, τον κομπασμό, τη «βούληση για δύναμη», όπως θα έλεγε κι ο Νίτσε, είτε επιβεβλημένη από τα σκοτεινά ορμέμφυτα της ανθρώπινης ψυχής, θα ξαναπαρουσιασθεί: όχι πια στην πρωτότυπη γλώσσα του, αλλά στον πυρήνα του διδάγματος που το μήνυμα κουβαλά. Άλλωστε ο Χέγκελ στη «Λογική» του το σημείωνε: το «σήμα», ως γράμμα ή σύμβολο, δεν παρακρατεί τίποτε για τον εαυτό του, θυσιάζεται για το περιεχόμενο. Αυτό το περιεχόμενο υποδέχονται κι οι Συρακούσιοι ή γενικότερα οι Σικελιώτες, με τη γνωστή ενδόμυχη και φανερά εκπεφρασμένη πεποίθησή τους πως ακόμη -πέρα κι από τους διάφορους Βερβερίνους, Άραβες, Νορμανδούς, Καταλανούς, Γάλλους ή Νεοϊταλούς κατακτητές- διατηρούν μέσα τους ένα ελληνικό γονίδιο.

Η σεζόν της Ορέστειας θα ξεκινήσει νωρίτερα, καθώς θα εγκαινιαστεί στις 17 Μαΐου με τον «Αγαμέμνονα» σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Λίβερμορ σε νέα μετάφραση του Βάλτερ Λαπίνι.  Άλλωστε, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Λίβερμορ, ο Αγαμέμνων είναι το «αρχέτυπο», για το οποίο «έχεις την εξαιρετική ευκαιρία να αποδεχθείς την πρόκληση για να σκηνοθετήσεις, βάζοντας το ‘θεμέλιο’ πάνω στο οποίο, με έναν ‘ασταμάτητο’ τρόπο, θα αναπτυχθούν τα άλλα δύο δράματα της τριλογίας. Ως αρχέτυπο, ο Αγαμέμνονας αντιστοιχεί στον ίδιο τον ορισμό του ‘κλασικού’: κάτι που είναι υποδειγματικό από τη στιγμή της δημιουργίας του, αλλά πάντα ζωντανό και εξαιρετικά επίκαιρο, γι’ αυτό πρέπει να επιστραφεί με όλη του τη δυναμική και στιβαρότητα. Ένα έργο ανώτατης φιλολογίας».

Η τριλογία του Αισχύλου είναι ο ύμνος της δικαιοσύνης και της ανάγκης αυτή η δικαιοσύνη να κυριαρχεί πάνω στα ανθρώπινα, είτε ως τιμωρία, είτε ως λύτρωση, αλλά με γνώμονα τη διαχρονική διδαχή της μη αντεκδίκησης. Όχι μίσος, μνησικακίες, ανταποδόσεις και φονικά: οι Ευμενίδες και το «μέτρο» που διδάσκουν θα πρέπει στο τέλος να κατισχύουν: κρίνω δ’ άφθονον όλβον/μητ’ εν πτολιπόρθης/ μητ’ ουν αυτός αλούς υπ’ άλ΄/λον βίον κατίδοιμοι [άφθονη ευτυχία προτιμών/δε θά’θελα ούτε πορθητής να γένω/μα ούτε κι εξουσία νάβλεπα/ το είναι μου ενός άλλου σκλαβωμένο (Αγαμ. 471-474,μτφ Ι.Ν.Γρυπάρης).

Η υπεροψία έχει συνέπειες και θε να’ ρθει μια μέρα που δίχως φίλους πια θα λάβεις τη μάχαιρα που έδωσες: άντιτον έτι σε χρη στερούμενων φίλων-τύμμα τύμματι τείσαι (1429-30) και παθείν τον έρξαντα θέσμιον γαρ (1560). Αλλά κι η εκδικητικότητα του Ορέστη μία νίκη μίασμα είναι άζηλα νίκης τησδε έχων μιάσματα (Χοηφόρες, 1017), που πέφτουν πάνω σου σαν Ερινύες λυσσασμένες σκύλες. Η μητροκτονία του Ορέστη, που ακολουθεί την πατροκτονία του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα, μία απήχηση είναι επίσης του εμφυλίου πολέμου, που βλέπουμε ν’ απλώνεται γύρω μας από τη Μέση Ανατολή μέχρι την Ουκρανία. Οι Ερινύες τούτες οι πολεμικές πρέπει κατά τον Αισχύλο σε πονετικές Ευμενίδες να μετατραπούνε, βγάζοντας το «άναρχον» και το «δεσποτούμενον» έξω από το «άστυ», αλλά σεβαστικά να διατηρεί τον φόβο της εκτροπής από το μέτρο και την ολβιότητα που φέρνει (και μη το δεινόν παν πόλεως έξω βαλείν). Γιατί ποιος θα είναι δίκαιος εάν δεν φοβάται; (τις γαρ δεδοικώς μηδέν ένδικος βροτών)

Και πώς να μην έχει δίκαιο ο Λίβερμορ ότι ο Αγαμέμνων, όπως κι ολόκληρο το σώμα της τριλογίας, είναι έργο μίας τέτοιας ανώτατης φιλολογίας, όταν έχει αποδειχθεί περίτρανα πως η προέκταση του αρχαίου δράματος σε νεότερες ιστορικές περιόδους είναι αναφαίρετη, καθώς κουβαλά μέσα του την ανθρωπιστική ερμηνεία της ίδιας της ύπαρξης και του περιβάλλοντος του ανθρώπου, την αυτοσυνειδησία της μοίρας του στον κόσμο, σε συνδυασμό με την αγαθοεργή ή κολάσιμη επίδραση των φυσικών κι υπερβατικών δυνάμεων με τη μορφή του θείου ή της μοίρας. Και αυτό σε συνδυασμό με το «στοιχείο του κάλλους, που συνεπιφέρει την ψυχική λύτρωση με την αυτοσυνειδησία και την κατισχυτική συνειδησιακή ανάταση, ως ουσία κι ως τέχνη, προς ευφροσύνη κι ευδαιμονία του ανθρώπου», όπως σημείωνε κι ο Μπάμπης Κλάρας (Ανθρωπιστική Ερμηνεία του Αρχαίου Δράματος, Ι. Σιδέρης, 1975 σ.23).

Αυτοσυνειδησία και λυτρωτική ευδαιμονία, κατά το Αριστοτέλειο «δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα κάθαρσιν», λοιπόν θα γευθεί το κοινό των Συρακουσών. Και με ποιο άλλο δράμα, τούτη η διττή λειτουργία του δράματος, η ευχαρίστηση δια του φόβου και του ρίγους, δεν επιτελείται με εναργέστερο τρόπο από τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή, που θα πάρει στο Ελληνικό Θέατρο των Συρακουσών τη σκυτάλη την Τετάρτη 18 Μαΐου σε σκηνοθεσία του Καναδού σκηνοθέτη Ρόμπερτ Κάρσεν και σε νέα μετάφραση του Φραντσέσκο Μορόζι. Όπως διευκρινίζει άλλωστε κι ο σκηνοθέτης, δίνοντας το περίγραμμα του πώς χειρίσθηκε το διάσημο τούτο δράμα,  που κατ’ αυτόν «είναι ΤΟ δράμα: τα θέματά του και ο τρόπος που αναπτύσσονται το κάνουν την τραγωδία με την οποία συγκρίνονται όλες οι υπόλοιπες. Το έργο μπορεί να διαβαστεί ως μια μοιρολατρική οδηγία προς τον άνθρωπο για την ανάγκη να αποδεχθεί ένα άδικο πεπρωμένο, αλλά μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως μια γιορτή της ανεξαρτησίας του πνεύματος του ανθρώπου, που τον παρακινεί να αντισταθεί σε αυτό το πεπρωμένο και να το πολεμήσει, όσο ανούσιο κι αν ή άχρηστο αυτό μπορεί να είναι». Το δράμα, που συνίσταται στο αναπότρεπτο πεπρωμένο του Οιδίποδα, απρόκλητο αρχικά, αλλά στο τέλος εσωτερικό κι εθελούσιο, πρώτα ως αλαζονική άρνηση και στη συνέχεια (ύβρις φυτεύειν τύραννον) ως ταπεινωτική αυτοπαραδοχή κι αυτοτιμωρία, του τυφλού τα τ’ ώτα τε τον νουν τα τ’ όμματα βασιλιά, που όταν μπροστά του πια απογυμνώνεται η αδυσώπητη αλήθεια, περαιώνει εκείνο που με τραγική ειρωνεία είχε προμαντεύσει στην αρχή της τραγωδίας. Μόλις γνώρισε, έπαθε εκείνα που διέτασσε για τους άλλους, τους υποθετικούς αίτιους της λοιμικής που είχε εισπέσει πάνω στον λαό του και για την οποία ο ίδιος ευθυνόταν. Λόγια παραπάνω από επίκαιρα, εάν κάποιος θελήσει να παραλληλίσει τα έργα κι ημέρες σημερινών τυράννων, που κουβαλούν -ενσυνείδητα οι περισσότεροι- το άγος της οποιασδήποτε αδικίας προς τους λαούς τους, πιστεύοντας πως η μοίρα θα τους χαρισθεί.

Στις  17 Ιουνίου, ο Γιάκοπο Γκάσμαν θα κάνει το ντεμπούτο του στο ελληνικό θέατρο, με τη σκηνοθεσία της τραγωδίας εκείνης που κορυφώνει την απότιση του τιμήματος που απαιτείται για τη λύση του άγους των Ατρειδών: την Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη, σε μετάφραση Τζόρτζο Γερανό. Με την τραγωδία αυτή και χρονολογικά αποτίεται ταυτόχρονα και φόρος τιμής στον τρίτο μέγιστο τραγωδό, τον Ευριπίδη. Και μάλιστα όπως  γράφει ο Γκάσμαν στις σημειώσεις του σκηνοθέτη: με ένα «κείμενο γεμάτο ερωτήματα και αντιφάσεις, ξεκινώντας από τον στιλιστικά υβριδικό του χαρακτήρα. Είναι μια σκοτεινή και ανήσυχη τραγωδία που ξαφνικά μετατρέπεται σε μια ‘τραγωδία διαφυγής’, ένα είδος τολμηρής απόδρασης από μια χώρα όπου προφανώς γίνονται ανθρωποθυσίες αλλά που, με μια πιο προσεκτική εξέταση, θα αποκαλύψει μια πολύ πιο διφορούμενη και άπιαστη φύση». Μία διαφυγή, των δύο αδελφών που έμειναν για να λυτρώσουν τη γενιά τους, μεταφέροντας το ξόανο της θεάς ώστε να μη μολυνθεί από αίμα. Που σήμερα μεταφερμένο στην επικαιρότητα συμβολίζει την υπερούσια αξία ειρήνης και της πίστης σε ιδανικά που δεν πρέπει να μολυνθεί άλλο με αίμα, αίμα αθώων στο βωμό μίας βάρβαρης σκοπιμότητας, που παρεκβαίνει από τα οικουμενικά ιδανικά, που όσο κι εάν η μεταμοντέρνα φόρμουλα «δεν υπάρχουν δεδομένα, παρά μόνον ερμηνείες» δεν είναι δυνατόν να τα απολακτίσουν.

Το έργο αυτό θα «διαφύγει» κι από τις Συρακούσες: θα ανέβει στις 15 και 16 Ιουλίου στην Πομπηία ως μέρος της εκδήλωσης Pompeii Theatrum Mundi και στις 14 και 15 Σεπτεμβρίου θα μετοικίσει και στο Ρωμαϊκό Θέατρο στη Βερόνα. Σε όλες τις παραγωγές συμμετέχουν μαθητές της Ακαδημίας Τέχνης Αρχαίου Δράματος. ενώ στις  6 Ιουλίου ή Αισχύλεια τριλογία θα ανέβει σε συμπαραγωγή με το εθνικό ίδρυμα δραματικής τέχνης INDA και το Εθνικό Θέατρο της Γένοβας.

Το βραβείο  L’ Eschilo d’ Oro 2022 θα απονεμηθεί εξάλλου στον σημαντικό δραματικό ερμηνευτή Γκλάουκο Μάουρι, που έχει αφήσει εποχή στον ρόλο του Οιδίποδα. Έναν ρόλο που υποδύθηκε για πρώτη φορά πριν 50 χρόνια ακριβώς στις Συρακούσες, και που συνέχισε να ερευνά πάνω από μισό αιώνα. Και μάλιστα τον προέκτεινε και στις υπόλοιπες αντιστοιχίες του τραγικού χαρακτήρα αυτού -που ξεπέφτει από την απόλυτη ισχύ κι έπαρση στην έσχατη δυστυχία και ταπεινότητα- ανά τους αιώνες. Με μία έμφυτη ευαισθησία στους ρόλους αυτούς, ο Μάουρι μεγαλούργησε στην απόδοση τέτοιων ρόλων, τόσο από τα αρχαία κλασικά έργα στον Σαίξπηρ, όσο και στη δραματουργία του εικοστού αιώνα και δώθε.  Το L’ Eschilo d’ Oro στον Γκλάουκο Μάουρι είναι επίσης η αναγνώριση ενός ηθοποιού που συνεχίζει με αφοσίωση, επιμέλεια κι «απαράμιλλη σοφία» να παίζει στις σκηνές της μισής Ιταλίας έως σήμερα στον ρόλο του Ληρ.

Το βραβείο θα απονεμηθεί στον Γκλάουκο Μάουρι Mauri πριν από την παράσταση ακριβώς του Οιδίποδα Τυράννου. Τραγική διαπίστωση: Ελπίζουμε κι εμείς ότι ο διαλεκτός ηθοποιός θα ανέβει και στην Μπιενάλε της Βενετίας για να δει το έργο της Λουκίας Αλαβάνου στο ελληνικό περίπτερο και ν’ αφήσει ένα πολύτιμο σχόλιο στην καλλιτέχνιδα, που όψιμα συναντήθηκε με τον Οιδιπόδειο μύθο και στην προσπάθειά της να τον συνταιριάξει με τις επίκαιρες κι αφ’ υψηλού (politically correct και bon ton) ευαισθησίες για τους Ρομά, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τα στερεότυπα και μέσα από τον θεατρινισμό -όχι τη θεατρικότητα- και τη βιασύνη στο γύρισμα, σπατάλησε μία πολύ καλή ευκαιρία να εκμεταλλευθεί την πανάκριβη και πολυλειτουργική VR 360 τεχνολογία. Και να της πει, τουλάχιστον αυτός, πως ο Οιδίπους επί Κολωνώ, ίσως μία από τις πιο μεταφυσικές τραγωδία στον κόσμο κι ένας από τους δυσκολότερους, μαζί με τον Προμηθέα και τον Ληρ ρόλους επί σκηνής,  δεν ήταν κι ουδέποτε είναι μπουλουκτσίδικο έργο (sic!).

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Εγκαινιάστηκε το περίπτερο της Ελλάδας στην 60η Μπιενάλε Βενετίας

Ανακαλύφθηκε το μεγαλύτερο θαλάσσιο ερπετό 202 εκατομμυρίων ετών

Guardian: «Ελιτίστικο» το σχέδιο της Ελλάδας για πριβέ ξεναγήσεις στην Ακρόπολη

Ανησυχεί για τη δημογραφική κατάρρευση στην Ελλάδα ο Ίλον Μασκ

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα