Στις 25 Μαΐου του 2020, εν μέσω πανδημίας και περιοριστικών μέτρων παντού, μια δολοφονία – δια ασφυξίας – Αφροαμερικανού πολίτη από αστυνομικό στη Μινεσότα καταγράφτηκε σε κάμερα κινητού. Δεν ήταν κάτι σπάνιο, κάθε άλλο, πάμπολλες ήταν οι καταγεγραμμένες σε κάμερα δολοφονίες Αφροαμερικανών – και όχι μόνον – πολιτών των ΗΠΑ από την αστυνομία. Αρκετές από αυτές είχαν προκαλέσει μαζικές διαμαρτυρίες και ταραχές. Το κίνημα Black Lives Matter δημιουργήθηκε το 2012 σε απάντηση μίας από τις εν ψυχρώ δολοφονίες αυτές και είχε παρουσία στη συνέχεια σε αλλεπάλληλες εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες.
Αυτό όμως που ακολούθησε ήταν πρωτοφανές. Ένα τεράστιο κύμα διαμαρτυρίας και εξεγέρσεων ξεσηκώθηκε όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και σε όλο τον κόσμο. Το θέμα του ρατσισμού και της στοχοποίησης των μαύρων ανά τον κόσμο τέθηκε επιτακτικά από εκατομμύρια ανθρώπων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη.
Οι New York Times μιλούσαν για το μεγαλύτερο κύμα διαμαρτυριών στην ιστορία των ΗΠΑ, υπολογίζοντας πως συμμετείχαν στις σχετικές διαδηλώσεις από 15 μέχρι 26 εκατομμύρια Αμερικανοί πολίτες τις πρώτες μόλις εβδομάδες μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ.
Μέσα σε αυτό το κλίμα οργής και ενώ οι Δημοκρατικοί είδαν την εξέγερση σαν άλλη μια ευκαιρία για να τρωθεί ο Ντόναλντ Τραμπ, και τα φιλικά προς τους Δημοκρατικούς ΜΜΕ προώθησαν και κατέγραψαν – για πρώτη ίσως φορά – με σχετική ακρίβεια τα αιτήματα, την ένταση και τα γεγονότα γύρω από τις διαδηλώσεις – συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης πως η αστυνομία επεδίωκε τα επεισόδια, ξαφνικά το #BLM απέκτησε φωνή. Τα αιτήματά του – πέρα από την καταδίκη των δολοφόνων αστυνομικών – ήταν διάχυτα και συχνά αόριστα, αλλά πολλές φορές εξαιρετικά ριζοσπαστικά όπως η κορυφαία απαίτηση για «αποχρηματοδότηση της αστυνομίας», πέρα από την προώθηση της αντιρατσιστικής παιδείας, την καθήλωση των αγαλμάτων όσων εμπλέκονταν στο δουλεμπόριο και τις φυλετικές διακρίσεις, την εποπτεία των κατασταλτικών δυνάμεων για παραβιάσεις δικαιωμάτων, κτλ. Οι Δημοκρατικοί βουλευτές σε μια θεαματική κίνηση είχαν «κλίνει το γόνυ» σαν φόρο τιμής στη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, στο νόημα της εξέγερσης και ως αντιρατσιστική δέσμευση.
Δυο χρόνια μετά, μπορούμε μετά βεβαιότητας να πούμε πως η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από το πνεύμα του κινήματος – του οποίου η μαζικότητα μάλλον συνεισέφερε στην ανάδειξη των Δημοκρατικών στην Προεδρία και στον έλεγχο Κογκρέσου και Γερουσίας από αυτούς – ενώ οι ΗΠΑ συνολικά βαδίζουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, εκείνη του κοινωνικού συντηρητισμού και της διεύρυνσης της αστυνομοκρατίας.
Το θετικό ήταν η καταδίκη του δολοφόνου του Τζορτζ Φλόιντ, του Ντέρεκ Σόβιν, ενώ έχει υπάρξει πρόσφατα καταδίκη για συνέργεια των συναδέλφων του που συμμετείχαν στο περιστατικό. Ο δολοφόνος βέβαια άσκησε πριν λίγες εβδομάδες έφεση. Πρόκειται για σπάνια εξέλιξη – κατηγορίες απαγγέλθηκαν από το 2005 σε κάτω από 1% των αστυνομικών που εμπλέκονται σε φονικά επεισόδια και το ένα τρίτο από αυτούς καταδικάστηκε στον έναν ή τον άλλο βαθμό – η οποία είναι αμφίβολο αν θα συνέβαινε αν δεν είχε κυριολεκτικά εξεγερθεί η μισή Αμερική. Ενδεχομένως, έχει υπάρξει μετά τη δολοφονία του Φλόιντ, οριακά αυξημένη προθυμία για απαγγελία κατηγοριών σε τέτοιες περιπτώσεις.
Όμως η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει γυρίσει ανάποδα το σύνθημα περί «αποχρηματοδότησης της αστυνομίας». Τελευταία πρόταση του προέδρου των ΗΠΑ είναι η μεταφορά των χρημάτων που έχουν δοθεί στις πολιτείες και τις πόλεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, και έχουν περισσέψει, στην πρόσληψη περισσότερων αστυνομικών και στον εξοπλισμό τους. Έχει προηγηθεί η πρόταση προϋπολογισμού των ΗΠΑ που διαθέτει 32 δισεκατομμύρια δολάρια επιπλέον για την αστυνομία σε όλη τη χώρα. Αυτό ενώ συνολικά τα χρήματα που πηγαίνουν στην αστυνομία στις ΗΠΑ είναι περισσότερα από τις συνολικές αμυντικές δαπάνες της Ρωσίας και υστερούν μόνο σε σχέση με τον αμυντικό προϋπολογισμό των ίδιων των ΗΠΑ και της Κίνας.
Η εκστρατεία για την αποχρηματοδότηση της αστυνομίας στις ΗΠΑ δεν ήταν κάποια ριζοσπαστική υπερβολή, και υποστηρίχθηκε από μεγάλες οργανώσεις στις ΗΠΑ – όπως η αρχαιότερη οργάνωση πολιτικών δικαιωμάτων της χώρας, το ACLU. Η αστυνόμευση απορροφά ένα τεράστιο ποσοστό των δημοτικών προϋπολογισμών με αποτέλεσμα να μην επενδύονται χρήματα σε κοινωνικές υπηρεσίες και σε κοινωνικές παροχές, που θα μπορούσαν να αποτρέψουν την εγκληματικότητα, πολύ αποτελεσματικότερα από ένα ολοένα πιο εξοπλισμένο και πιο πολυάνθρωπο αστυνομικό σώμα. Η υπερχρηματοδότηση της αστυνομίας άλλωστε – ιδιωτική και δημόσια – αποτελεί δίαυλο για μαύρο χρήμα, διαπλοκή και σύγκρουση συμφερόντων.
Δεν είναι μόνο η εγκατάλειψη του αιτήματος για επανεξέταση της αστυνόμευσης στις ΗΠΑ και του τρόπου που οργανώνεται αποκλειστικά γύρω από τη χρήση φονικής βίας. Ακόμα και ως προς το άμεσο ζητούμενο των διαμαρτυριών του 2020, τον ρατσισμό και την αυθαιρεσία των σωμάτων ασφαλείας στις ΗΠΑ, δεν έχει σημειωθεί ιδιαίτερη πρόοδος. Κάτι που είναι εμφανές στις στατιστικές μια και το 2021 υπήρξε χρονιά που άγγιξε το ρεκόρ όλων των εποχών του 2018, στον αριθμό φόνων πολιτών από την αστυνομία στις ΗΠΑ. Από τα 1.135 θύματα του 2021 – σύμφωνα με την αστυνομία – περίπου το 40% δεν κρατούσαν πυροβόλο όπλο και 77 ήταν πεζοί και τελείως άοπλοι.
Ούτε όσον αφορά τη φυλετική διάσταση των δολοφονιών, δεν έχει υπάρξει πρόοδος: οι Αφροαμερικανοί δολοφονούνται με διπλάσια συχνότητα αναλογικά με τον πληθυσμό τους, σε σχέση με τους «λευκούς», όπως και πριν τη δολοφονία του Φλόιντ.
Από όλους τους φόνους που έγιναν από την αμερικανική αστυνομία το 2021, μόλις σε 12 υπήρξε απαγγελία κατηγοριών εναντίον των αστυνομικών που τους διέπραξαν.
Ίσως το μόνο αποτύπωμα στην παρούσα κυβέρνηση από το οργισμένο κύμα διαμαρτυριών εναντίον της αστυνομικής αυθαιρεσίας το καλοκαίρι του 2020, είναι μια πρωτοβουλία του Μπάιντεν, ακόμα στα σκαριά, να αλλάξει το πλαίσιο εκπαίδευσης και τους κανόνες εμπλοκής της αστυνομίας…
Φωτογραφία: Taymaz Valley – , CC BY 2.0,