ΑΘΗΝΑ
06:06
|
20.04.2024
Ένα επικίνδυνο μίγμα συνεπειών έχει δημιουργήσει μία τεράστια κρίση στον γεωργικό τομέα, που απειλεί άμεσα τη διατροφική ισορροπία του πλανήτη.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Στις αρχές Απριλίου, τα βρετανικά Mc Donald’s ξεκίνησαν να μειώνουν σε μία τις φέτες τομάτας στα χάμπουργκέρ τους.  Με αυτόν τον τρόπο, η μεγάλη αλυσίδα φαστφούντ απέβλεψε να περιορίσει τις ζημιές και τη μείωση κέρδους που θα προκαλούσε η μείωση της παραγωγής του προϊόντος στην Ολλανδία και η διακοπή στις εξαγωγές που επέβαλαν οι μαροκινές αρχές, με στόχο να διασφαλισθεί η εγχώρια ζήτηση κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού.

Αυτό ήταν μόλις ένα παράδειγμα για να κατανοήσουμε τι επιπτώσεις μπορεί να έχει στην παγκόσμια οικονομία η κρίση στην Ουκρανία. Γιατί ο πόλεμος δεν έχει ως συνέπεια μόνον την εμφανή  αύξηση του κόστους παραγωγής ή την μείωσή της λόγω των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, με αποτέλεσμα να υπάρξει διακοπή της εξαγωγής σιτηρών, που αυξάνουν τον κίνδυνο του επισιτισμού, ή  πετρελαίου. Ένα σύνδρομο φαινόμενο, που αυξάνει τον κίνδυνο να δημιουργηθεί έλλειψη προϊόντων ή κατακόρυφη άνοδος στην τιμή τους είναι και ο αγροτικός προστατευτισμός, που μοιάζει να γίνεται πλέον κανόνας. Στον προστατευτισμό αυτό της παραγωγής τους καταφεύγουν πλέον πολλές χώρες ώστε να διασφαλίσουν την ανεμπόδιστη και, ενδεχομένως, πιο φθηνή εγχώρια κατανάλωση, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που η διακοπή των εξαγωγών θα έχει σε άλλα κράτη ή περιοχές του κόσμου.

Η υποτροπή αυτή της κρίσης στην Ουκρανία κατά τις τελευταίες εβδομάδες, μαζί με την άνοδο των τιμών των πρώτων υλών, αντανακλάται στα προστατευτικά εμπόδια που συνολικά 19 χώρες έχουν θεσπίσει για τις αγροτοδιατροφικές εξαγωγές τους  και που ισοδυναμούν με το 17,3% των θερμίδων που ανταλλάσσονται στον κόσμο.

Οι γεωργικές απαγορεύσεις αφορούν μία πλειάδα από διατροφικά αγαθά. Το Ιράν απαγόρευσε την εξαγωγή πατάτας, η Τουρκία αυτή των φασολιών. Η έλλειψη ηλιέλαιου από την αγορά, καθώς η Ουκρανία έχει σχεδόν το μονοπώλιο και μαζί με τη Ρωσία ελέγχουν το 80% της παγκόσμιας αγοράς, προκάλεσε την απάντηση της Ινδονησίας, η οποία απαγόρευσε την εξαγωγή φοινικέλαιου. Ενός από τα πιο συνηθισμένα υποκατάστατα στη βιομηχανία τροφίμων (αλλά και στην παρασκευή των σαμπουάν). Είναι εύλογο και αυτό συμβαίνει πάντα, πως οι κάθε κυβέρνηση σχεδόν πάντα θα επιλέξει πρώτιστα να κρηπιδώσει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και της ανάγκης της αγοράς να διαθέτει προϊόντα ανταγωνιστικά, απέναντι στις απαιτήσεις των αγροτών.

Μολαταύτα, στην προκειμένη περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία, η κάθε προσπάθεια να διαφυλαχθεί η επάρκεια των προϊόντων προσέκρουσε σε άλλη μία από τις φαύλες επιδράσεις του πολέμου: την ιλιγγιώδη αύξηση στις τιμές στα λιπάσματα, ενός τομέα που είναι αφενός εξαρτημένος από τη ρωσική παραγωγή, που είναι ηγέτιδα δύναμη στον κόσμο και αφετέρου είναι προσδεμένη και με την τιμή του φυσικού αερίου. Μόνο η Ρωσία και η Λευκορωσία (δύο χώρες που πλήττονται από τις διεθνείς κυρώσεις) εξάγουν το 40% λιπασμάτων σε ποτάσιο, ενώ μόνο η Ρωσία εξασφαλίζει το 48% της παγκόσμιας ζήτησης σε νιτρικό αμμώνιο. Μαζί η Ρωσία και η Ουκρανία διαθέτουν το 28% της παγκόσμιας ζήτησης σε φωσφορούχα και νιτρικά λιπάσματα. Είναι φυσιολογικό, πως μέσα στις συνέπειες του πολέμου είναι και η ραγδαία αύξηση στις τιμές στο σιτάρι, το καλαμπόκι και τη σόγια, ενώ και πολλές μικρές παραγωγές χώρες αυτών των προϊόντων κινδυνεύουν με μείωση των καλλιεργειών με όλες τις επιπτώσεις που θα έχει αυτό. Για αυτό τον λόγο, λίγο πριν την κρίση ο πρόεδρος της Βραζιλίας Ζαΐχ Μπολσονάρου (η χώρα του οποίου μαζί με τις Ινδίες, τις ΗΠΑ και την Κίνα είναι οι μεγαλύτεροι αγοραστές λιπασμάτων) έσπευσε παρά τις διαμαρτυρίες των δυτικών συμμάχων του να κλείσει ξεχωριστή συμφωνία με τη Ρωσία, ώστε να μη στερηθεί των ζωτικών αυτών λιπασμάτων για την επιβίωση του γεωργικού της τομέα.
Σύμφωνα δε με την Παγκόσμια Τράπεζα οι τιμές των λιπασμάτων μέλλουν να παραμείνουν στα ύψη για πολύ καιρό ακόμη, όσο παραμένουν –λόγω του πολέμου και των κυρώσεων- υψηλές οι τιμές σε φυσικό αέριο και πρωτογενείς ύλες για την παραγωγή.

Αυτό το επικίνδυνο μίγμα συνεπειών και αγροτικής πολιτικής έχει δημιουργήσει μία τεράστια κρίση στον γεωργικό τομέα, που απειλεί άμεσα τη διατροφική ισορροπία του πλανήτη. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι 45 χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής υπολογίζεται ότι θα καταγράψουν αύξηση του πληθωρισμού άνω το 12% από τώρα έως το τέλος του έτους. Κάποιες βέβαια, εκτιμάται οι οκτώ από τις 45, θα μπορέσουν εν μέρει να ισοσκελίσουν τα υψηλότερα έξοδα για εισαγωγές αγροτικών προϊόντων με υψηλότερα έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου, χάρη στην «δίψα» της Δύσης για ενέργεια, με την Ιταλία να πρωτοστατεί στην προσπάθεια να απαλλαγεί από την ρωσική ενεργειακή εξάρτηση.

Εντούτοις, το θετικό τούτο αποτέλεσμα θα είναι μόνο μερικό: πολλές χώρες, ενώ παράγουν πετρέλαιο, είναι παράλληλα αναγκασμένες να εισάγουν βενζίνη εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν διαθέτουν μονάδες διύλισης. Για παράδειγμα, η Νιγηρία, η οποία παρόλο που είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου στην Αφρική, εισάγει όλη τη βενζίνη που χρειάζεται. Τα στοιχεία του ΟΠΕΚ πιστοποιούν ότι το 2020 η Νιγηρία δαπάνησε 71,2 δισεκατομμύρια δολάρια για την εισαγωγή προϊόντων διύλισης πετρελαίου, ενώ κέρδισε 27,7 δισεκατομμύρια δολάρια από την πώληση αργού πετρελαίου. Δηλ. δημιουργήθηκε ένα αρνητικό ισοζύγιο 43,5 δισεκ. δολαρίων σε μία χώρα πλούσια σε κοιτάσματα!

Αλλά αυτό δεν συμβαίνει αποκλειστικά στη Αφρική. Έτερο περίτρανο παράδειγμα είναι η Αργεντινή. Μια πλούσια σε πλουτοπαραγωγικές πηγές χώρα και η οποία αντλεί το 70% του διεθνούς εισοδήματός της από το εμπόριο τροφίμων, η γεωργία βρίσκεται να χαροπαλεύει με την αύξηση των λιπασμάτων. Η αύξηση που έχει φθάσει το +55 και ακόμη ψηλότερα, στραγγαλίζει τους αγρότες, που δεν λαμβάνουν την παραμικρή ενίσχυση και υποστήριξη από την κυβέρνηση, η οποία εν τούτοις επείγεται για έσοδα, προκειμένου να αποπληρώσει τα χρέη που συσσωρεύτηκαν στο όνομα μιας περονιστικής δημοσιονομικής πολιτικής. Εν ολίγοις, η σύγκρουση στην Ουκρανία ασκεί μία δυσανάλογη πίεση στην παγκόσμια οικονομία, η οποία δεν έχει προλάβει να συνέλθει από την επίδραση της πανδημίας.

Παραδόξως, το πρόβλημα δεν αφορά την παραγωγή τουλάχιστον προς το παρόν. Σύμφωνα με την Igc, την οργάνωση που παρακολουθεί την παραγωγή δημητριακών στον κόσμο, η παγκόσμια παραγωγή σιταριού αναμένεται κατά τι μειωμένη σε περίπου 193 εκατ. τόνους, μόλις ένα εκατ. λιγότερο από το 2021. Φυσικά, 25 εκατομμύρια τόνοι σιταριού είναι προς το παρόν μπλοκαρισμένοι στην Ουκρανία, λόγω των ζημιών στις υποδομές και τον αποκλεισμό των λιμένων της από τον ρωσικό στόλο, αλλά και από τις κυρώσεις κατά της Μόσχας στις εξαγωγές και θαλάσσιες μεταφορές. Βέβαια, οι εξαγωγές από τη Ρωσία και την Ουκρανία, όπως προοικονομούν οι προσπάθειες για σχετικές διαπραγματεύσεις, θα ήταν εφικτό να επανεκκινήσουν, ενώ κι οι όποιες ανάγκες ενδεχομένως θα αντισταθμίζονταν και θα αντισταθμιστούν από την αύξηση των πωλήσεων από τη Βόρεια Αμερική. Ωστόσο, ακόμη πιο δύσκολα προβλέψιμες είναι οι συνέπειες από τη μείωση εξαγωγών σιτηρών και καλαμποκιού στις χώρες της Ασίας και η επίπτωση από την απαγόρευση των σχετικών εξαγωγών από το Πεκίνο.

Αλλά αυτό που θα μπορούσε να γονατίσει τις πιο ευάλωτες χώρες θα μπορούσε να είναι ο αγροτικός προστατευτισμός σε συνδυασμό με μία θραύση στη διεθνή αλυσίδα παραγωγής και εμπορίου. Το καθημερινό φαγητό κινδυνεύει να κοστίζει υπερβολικά για τις φτωχές χώρες, που ήδη πολλές από αυτές μόλις απέχουν από την επισιτιστική κρίση και το φάσμα της πείνας. Επιπλέον, η αύξηση της τιμής στα τρόφιμα, τα λιπάσματα, τα ενεργειακά προϊόντα και τα συμπαρομαρτούντα αυτών, θα έχει αρνητική επίδραση και θα επιδεινώσει το δημοσιονομικό χρέος πολλών χωρών. Ιδίως για πιο ευάλωτες χώρες στην Ευρώπη (βλέπε σε αυτές και την Ελλάδα), οι οποίες θα εξαναγκασθούν σε μία παράλληλη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, που στην πραγματικότητα θα μειώσει τα διαθέσιμα στοιχεία για διεθνείς ελιγμούς στην οικονομία, τις συνεργασίες και στην αποπληρωμή των υποχρεώσεών τους. Κι εάν συμπεριληφθεί σε αυτό η αύξηση των επιτοκίων στη Δύση, σε συνδυασμό με την κατακόρυφη άνοδο του δολαρίου, η κατάσταση στα ισοζύγια πολλών κρατών θα επιδεινωθεί δριμύτατα.  

Εν ολίγοις, το κόστος του πολέμου, που πλέον αποκαλύπτεται πως ναι μεν στρατιωτικά είναι τοπικός, αλλά στις ευρύτερες συνέπειές του αποδεικνύεται παγκόσμιος ήδη προμηνύεται καταστροφικό για όλους, ανεξαρτήτως της στιβαρότητας της οικονομίας και της πρωτογενούς παραγωγής τους. Αλλά ακόμη χειρότερη αναμένεται η κατάσταση για τις πιο φτωχές χώρες ή τις χώρες εισαγωγείς και μη παραγωγούς, που θα πέσουν θύματα του αγροτικού προστατευτισμού, που μετά την ενεργειακή κρίση αποτελεί τη δεύτερη πιο άμεση πηγή φόβου.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Στο Ντονιέτσκ βρέθηκε νεκρός ο Ράσελ Μπέντλεϊ

Άδεια για την ιδιωτική σχολή ιατρικής στην Αθήνα από την Επιτροπή Ανταγωνισμού

Δύο χρόνια με αναστολή σε κατηγορούμενο για τη φωτιά στο Μάτι

Νεαρός αυτοπυρπολύθηκε έξω από το δικαστήριο που δικάζει τον Τραμπ

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα