ΑΘΗΝΑ
09:44
|
23.04.2024
Ξαναπροβάλλεται εκείνη η παλιά, μαυρόασπρη, ταινία, που όλοι νόμιζαν χαμένη έπειτα από τις δεκαετίες της κατοπινής επίπλαστης ευμάρειας.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η αδιέξοδη κατάσταση στις επιχειρήσεις ένεκα της αυξημένης τιμής στην ενέργεια, που ωθεί ακόμη και στην Ελλάδα τους ιδιοκτήτες να σκέπτονται τη μείωση του ωραρίου λειτουργίας, από καιρό απασχολεί τους συναδέλφους τους στην Ιταλία, που εφευρίσκουν όλο και περισσότερους τρόπους για να εξοικονομήσουν χρήματα. Οι Ιταλοί απαντούν με μείωση του φωτισμού, με ρολά που κατεβαίνουν νωρίτερα, με κλείσιμο συσκευών, με αποφυγή χρήσης κλιματιστικών ή θέρμανσης μπροστά στις αναπόφευκτες αυξήσεις τιμών. Πολλά καταστήματα κολλάνε στις προθήκες τους λογαριασμούς ρεύματος και ενέργειας για να δουν οι πελάτες το κόστος λειτουργίας.

Στη γειτονική χώρα ζουν μία σχιζοφρενική κατάσταση, όπου αφενός η κυβέρνηση περιλαμβάνει μέτρα βοήθειας στον προϋπολογισμό και από την άλλη θέτει σε εφαρμογή το νέο αυξημένο τιμολόγιο για το φυσικό αέριο και την ενέργεια από την 1η Οκτωβρίου.

Η ενεργειακή κρίση στην οποία σύρθηκε η Ε.Ε. με τη σύρραξη στην Ουκρανία και επιμένει να ακολουθεί την ίδια ατραπό, τοις Αμερικάνοις ρήμασιν πειθόμενη, θυμίζει σε πολλούς στην Ιταλία τα χρόνια της δεκαετίας του ‘70. Εκείνη την παλιά, μαυρόασπρη, ταινία, που νόμιζαν χαμένη έπειτα από τις δεκαετίες της κατοπινής επίπλαστης ευμάρειας. Αυτή η ίδια μαυρόασπρη ταινία τώρα ξαναπροβάλλεται στην ξεθωριασμένη μνήμη τους. Αλλά τούτη η ταινία δεν ξυπνά νοσταλγικές αναμνήσεις από μία ανέμελη νιότη, αλλά μοιάζει περισσότερο σαν ένας εφιάλτης που ξαναζωντανεύει αν κάποιος αναλογισθεί τα μέτρα που ήδη ανακοίνωσε η ιταλική κυβέρνηση για την εξοικονόμηση ενέργειας και τι άλλο μέλλει γενέσθαι όσο συνεχίζεται η ίδια κατάσταση. Γιατί, μπορεί ο χαρακτήρας τους να είναι περιορισμένος αρχικά και στην πλειονότητά του να αφορά τις λειτουργίες των υπηρεσιών του δημοσίου, εντούτοις λίγοι είναι εκείνοι όσοι αισιοδοξούν πως η κατάσταση δεν θα εκτραχυνθεί περαιτέρω στην καθημερινότητα των πολιτών. Ήδη έχουν αρχίσει να δημοσιεύονται ιστορίες με ανθρώπους που αρχίζουν να πωλούν τα κοσμήματά τους για να πληρώσουν λογαριασμούς, ενώ υπολογίζεται πως 8-10.000 μικρές επιχειρήσεις μπορεί να κλείσουν άμεσα λόγω του δυσθεώρητου ενεργειακού κόστους. Όλοι σήμερα στην Ιταλία απεύχονται να ξημερώσει ξανά εκείνη η μέρα, όπως πριν από 50 χρόνια, που θα χρειασθεί και πάλι να πουν «αντίο» σε έναν τρόπο ζωής  που έχουν συνηθίσει και τους έχει χαρακτηρίσει.

Γιατί εκείνη τη μακρινή 2α Δεκεμβρίου του 1973 η τότε Ιταλία, που είχε για δύο δεκαετίες συνηθίσει στην αισιοδοξία και την καταναλωτική τρυφηλότητα του «μπουμ» της οικονομίας της, είχε ξυπνήσει βίαια από το όνειρό της. Τα δραστικότατα μέτρα που είχαν ανακοινωθεί για να εξοικονομηθεί ενέργεια ανέτρεπαν ριζικά την καθημερινότητά τους, τον τρόπο ζωής, που η πληθώρα προϊόντων και ευκαιριών της «κοινωνίας της ευμάρειας» προσέφερε. Η κρίση τούς επανέφερε σε μία συμπεριφορά, που όσοι την είχαν γνωρίσει στην προπολεμική και πρώτη μεταπολεμική εποχή στην ύπαιθρο και τα προάστια των πόλεμων, είχαν απωθήσει. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευδαν να βγάλουν τα περιφρονημένα ποδήλατά τους από το κελάρι, άλλοι τα «διπλά» ποδήλατα τάντεμ της κυριακάτικης ψυχαγωγίας, ενώ κάποιοι επιστράτευαν μέχρι και τα πατίνια, ή στις πιο ακραίες περιπτώσεις στην ύπαιθρο τα άλογα και τις άμαξες με τα υποζύγια!

Σάμπως μια τραγική ειρωνεία, εκείνη την εποχή στους κινηματογράφους προβαλλόταν η ταινία ‘La nuit americaine’ (Effetto notte στην ιταλική κόπια της) του Φρανσουά Τριφό, ενώ στα πικάπ κάθε νεαρού γύριζε ο εμβληματικός δίσκος ‘Dark Side of the Moon’ των Pink Floyd. Σημάδια που δείχνουν ότι πολλές φορές η τέχνη μπορεί άθελά της να προμηνύσει τα μελλούμενα. Από τις αρχές εκείνου του ζοφερού Δεκεμβρίου στα 1973 έως και τις 2 Ιουνίου 1974 η Ιταλία, και όχι μόνο αυτή, βυθίστηκε σε ένα πυκνό σκοτάδι και, το χειρότερο, ξεκίνησε η τρομερή λιτότητα, που για την υπόλοιπη δεκαετία θα έφερνε στο χείλος της χρεοκοπίας τη χώρα και θα χείμαζε τα νοικοκυριά με τον πληθωρισμό, την ανεργία, την απόγνωση που έσπρωχνε τους νέους στα ναρκωτικά, τις κοινωνικές ανακατατάξεις, την αναπόφευκτη σε εποχές κρίσης άνοδο του νεοφασισμού, αλλά επίσης και την επιλογή της τρομοκρατίας – άμυνα ενάντια στην εκτεταμένη καταστολή- ως μόνη διέξοδο και αντίδραση για τη νεολαία και θα επέτεινε την πολιτική κρίση.

Όσοι βιώσανε και όσοι έχουνε μελετήσει την πολυτάραχη εποχή εκείνη ομολογούν πως φοβούνται ότι και οι σημερινοί οιωνοί είναι παρόμοιοι: ο πόλεμος στην Ουκρανία, ως άλλη μεσανατολική κρίση, η ανεκτή ακρίβεια και λιτότητα στον προϋπολογισμό του Μάριο Ντράγκι, που θα δεσμεύσει τις επόμενες κυβερνήσεις, το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάκαμψης, που συνέταξε με συνένοχο τις Βρυξέλλες, οι δραστικές περικοπές στην ενέργεια και τη λειτουργία του δημοσίου, η εκλογική επικράτηση της ακροδεξιάς Τζόρτζα Μελόνι – που το πολιτικό-οικονομικό καθεστώς της Ιταλίας ανέχεται, όπως τότε με το ακροδεξιό Msi του Τζόρτζο Αλμιράντε, στα σπάργανα του οποίου τράφηκε πολιτικά η τωρινή φιλόδοξη πρώτη γυναίκα και πρώτη ακροδεξιά Πρωθυπουργός. Η ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, οι ιδιωτικοποιήσεις και η αυθαιρεσία των μονοπωλίων, η επερχόμενη κοινωνική αγανάκτηση, μοιάζουν να ξεχύνονται από ένα ξεχασμένο ανοικτό χρονοντούλαπο της Ιστορίας με νέο περίβλημα.

Γιατί και τότε οι Ιταλοί ήταν αναγκασμένοι να περνούν τις Κυριακές χωρίς το πολυπόθητο αυτοκίνητο που είχε γίνει απαραίτητο για κάθε οικογένεια, όπως και οι εκδρομές. Τα φώτα των πόλεων σκοτείνιασαν, οι εγκαταστάσεις κάθε είδους έκλειναν στις 23.00, τα φώτα νέον των μπαρ και των κινηματογράφων έσβηναν όλη τη νύκτα. Όπως συνέβη και στην τωρινή συγκυρία -όσο και αν οι πολιτικο-οικονομικοί κύκλοι και τα πιαστά τους μέσα ενημέρωσης θέλουν να το φορτώσουν στη ρωσική εισβολή- η ενεργειακή κρίση είχε ξεκινήσει ήδη πριν μερικά χρόνια, όμως το αποκορύφωμά της ήλθε με την κρίση στο μεσανατολικό. Μετά τα χρόνια της ξέφρενης οικονομικής άνθησης, που έφερε συνάμα την αύξηση των ενεργειακών αναγκών, ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, με τη συνδυασμένη επίθεση από την Αίγυπτο και τη Συρία ενάντια στο Ισραήλ, οδήγησε πρώτα σε αύξηση της τιμής του αργού πετρελαίου από τον ΟΠΕΚ προς τα κράτη που υποστήριζαν το Τελ Αβίβ και μετά σε πραγματικό εμπάργκο .

Η τιμή του πετρελαίου εκτινάχθηκε τότε από τρία σε 12 δολάρια το βαρέλι και όλες οι δυτικές χώρες, ξεκινώντας από την Ολλανδία, έλαβαν μέτρα για τον περιορισμό της χρήσης ενέργειας. Η ιταλική κυβέρνηση του Μαριάνο Ρούμορ, σε μία συνεδρίαση, που περαιώθηκε αργά το βράδυ της 23ης Νοεμβρίου 1973, θέσπισε το διάταγμα 304. Το διάταγμα της λιτότητας, όπως ονομάστηκε, απαγόρευε την κυκλοφορία αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών τις αργίες και τις Κυριακές και επεκτεινόταν και στα σκάφη και τα ιδιωτικά αεροπλάνα. «Μπαίνουμε σε έναν δύσκολο χειμώνα», είχε διαμηνύσει ο Ρούμορ στο τηλεοπτικό του διάγγελμα. Λέξεις που ηχούν μία προς μία παρόμοιες  στην προειδοποίηση «πως ο φετινός χειμώνας δεν θα είναι εύκολος» του τωρινού υπουργού Οικονομικών Φράνκο, αναφορικά με τα μέτρα, το Εθνικό Πρόγραμμα και την οικονομική πολιτική που θα αντιμετωπίσουν εκατομμύρια Ιταλοί στο άμεσο μέλλον.

Εκείνην την εποχή βέβαια, κανείς δεν αποτέλεσε εξαίρεση από τα δρακόντεια μέτρα: ακόμη και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας αναγκαζόταν να μετακινείται για μικρές αποστάσεις πεζή, ενώ για να παραστεί στην τελετή της Αμώμου Συλλήψεως στη διάσημη Piazza di Spagna «ξέθαψε» μία παλιά άμαξα από τα υπόγεια του Κυρηναλίου Μεγάρου. Δρόμοι και αυτοκινητόδρομοι άδειαζαν τα Σαββατοκύριακα, σε μια σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, που θύμιζε τις απαρχές της πανδημίας. Μόνο οχήματα ασφαλείας και έκτακτης ανάγκης, γιατροί και ιερείς της ενορίας μπορούσαν να κυκλοφορήσουν, για τους υπόλοιπους το πρόστιμο ήταν ένα εκατομμύριο λιρέτες.

Όλες οι πόλεις μείωσαν τον δημόσιο φωτισμό κατά 40% και επιτρεπόταν να ανάβει μόνο ο ένας λαμπτήρας στους δύο κατά τη διάρκεια της νύκτας.  Τα πρατήρια υγρών καυσίμων ήταν κλειστά από τις 12 το μεσημέρι του Σαββάτου έως όλη την Κυριακή. Τα δημόσια γραφεία κι υπηρεσίες έκλειναν στις 17.30, αλλά το χειρότερο ήταν πως όλα τα καταστήματα έπρεπε να κλείνουν τα ρολά τους στις 19.00. Οι επιγραφές νέον των καταστημάτων, οι βιτρίνες των μπαρ και των εστιατορίων, των σούπερ μάρκετ και των πολυκαταστημάτων έπρεπε να παραμένουν σβηστές. Τα μπαρ και τα εστιατόρια έπρεπε να κλείνουν τα μεσάνυχτα, ενώ οι δημόσιοι χώροι, οι κινηματογράφοι, τα θέατρα και οι σύλλογοι χορού έπρεπε να σβήνουν τα φώτα στις 23:00. Ακόμη και για τις γιορτές στο τέλος του χρόνου, η λιτότητα επέβαλε οι οικογένειες να αλλάξουν τη χρονιά στο σπίτι, ενώ συνίστατο και να περιοριστούν ακόμη και τα χριστουγεννιάτικα φώτα.

Προκειμένου να αναγκασθούν οι οικογένειες να δειπνούν νωρίτερα, η κρατική τηλεόραση RAI άλλαξε την ώρα μετάδοσης του δημοφιλούς ειδησεογραφικού προγράμματος, που έκτοτε παρέμεινε η ίδια: αν και από καταβολής τηλεόρασης το δελτίο ειδήσεων προβαλλόταν στις 20.30, το Tg1 μετακόμισε τότε στις 20.00. Μία ώρα που έχει παραμείνει και σήμερα και την έχει συνηθίσει πλέον ολάκερη η Ιταλία. Αλλά και για να ενθαρρύνει τους Ιταλούς να κοιμούνται νωρίτερα και να εξοικονομούν ρεύμα, τα τηλεοπτικά δίκτυα δεν επιτρεπόταν να μεταδίδουν προγράμματα πέραν των 22:45, άντε βία μέχρι τις 23.00. Η κρατική ηλεκτρική εταιρεία Enel και οι εταιρείες διανομής ηλεκτρικής ενέργειας μείωσαν την τάση στο 6-7% από τις 21.00, περιορίζοντας την  ικανότητα των νοικοκυριών να χρησιμοποιούν ενεργοβόρες οικιακές συσκευές στα σπίτια. Η συνιστώμενη θερμοκρασία θέρμανσης στα κτίρια ήταν το πολύ 20 βαθμοί.

Η πολιτική για την εξοικονόμηση ενέργειας άλλαξε εν μία νυκτί τη ζωή των Ιταλών, που μετά την αφθονία της οικονομικής ανάπτυξης ξύπνησαν φτωχότεροι. Επιπλέον καθόρισε τη συμπεριφορά τους: τα μέτρα ανάγκαζαν τα νοικοκυριά να ρυθμίζουν ανάλογα την ώρα του δείπνου, που πλέον έπαιρνε όλη η οικογένεια μπροστά στην τηλεόραση κοιτάζοντας τις ειδήσεις – μιας κι η έξοδος στα εστιατόρια ήταν σχεδόν απαγορευμένη, λόγω και ωραρίου, αλλά και κόστους. Οι εκδρομές εκτός πόλης σχεδόν σταμάτησαν, τα καταστήματα έκλειναν νωρίς, τα γραφεία κι οι επιχειρήσεις νωρίτερα. Βέβαια, πάντα μία δυσκολία συχνά αποτελεί συνάμα και μία ευκαιρία για να διαφοροποιήσει κάποιος τις συνήθειές του, να αξιοποιήσει την εφευρετικότητά του, χωρίς να εγκαταλείψει ολότελα τη διασκέδαση.

Φυσικά, τα δημόσια μέσα μεταφοράς μπορούσαν να κυκλοφορούν: οι Ιταλοί άλλαξαν συνήθειες και με λεωφορεία, τρένα, ταξί άρχισαν να οργανώνουν ομαδικά ταξίδια, να ανακαλύπτουν απρόσμενες φιλίες με γείτονες στους οποίους μέχρι την προηγούμενη μέρα αντάλλασσαν μόλις μια βιαστική «καλημέρα».

Για να εξοικονομείται βενζίνη, μειώθηκαν επίσης και τα όρια ταχύτητας: στην πόλη το όριο παρέμεινε στα 50 χλμ. την ώρα, αλλά στους προαστιακούς δρόμους έπεσε στα 100 χλμ. την ώρα και στους αυτοκινητόδρομους στα 120 χλμ. την ώρα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι 11 εκατομμύρια ποδήλατα εισέβαλαν στους δρόμους και τις πλατείες της χώρας, μαζί με tandem, αναπηρικά καροτσάκια και πατίνια, επειδή οι Ιταλοί δεν νοούσαν να παραμείνουν στο σπίτι έπειτα  από μια εβδομάδα στη δουλειά και την έγνοια της δύσκολης καθημερινότητάς τους.

Τα γυμναστήρια γέμισαν τότε με νέους αθλητές, τα γήπεδα ήταν κατάμεστα. Τον Μάρτιο έληξε το εμπάργκο πετρελαίου και από τον Απρίλιο του 1974 η ενεργειακή κρίση εκτονώθηκε. Οι Κυριακές άρχιζαν με εναλλασσόμενες πινακίδες, μια Κυριακή μπορούσαν να κυκλοφορούν μόνο αυτοκίνητα με ζυγό τελικό αριθμό και την επόμενη Κυριακή μόνο εκείνα με μονό τελικό αριθμό.

Μετά από λίγους μήνες, η λιτότητα δεν ήταν πλέον απαραίτητη, ακόμη κι αν τα κύρια μακροοικονομικά στοιχεία έδειχναν αρνητικά νούμερα και ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε στα ύψη, έως και 12,5%. Και τούτοι οι λίγοι μήνες του επάρατου εκείνου χειμώνα είχαν αλλάξει το κλίμα στη χώρα και η συνήθεια για προσεκτική χρήση της ενέργειας παρέμεινε για αρκετά χρόνια. Τέτοια ήταν η αλλαγή στα ήθη των Ιταλών που το 1976 η Rai αποφάσισε να βγάλει στον αέρα το πολύωρο (και μακροημερότατο) οικογενειακό πρόγραμμα αναψυχής ‘Domenica in’ ακριβώς για να πείσει τις οικογένειες να μείνουν στο σπίτι τις Κυριακές, αποφεύγοντας τα ταξίδια με αυτοκίνητο εκτός πόλης.

Η συνήθεια της πολύωρης τηλεθέασης έφερε μετ’ ολίγου και τα ιδιωτικά κανάλια, τις εκτεταμένες  διαφημίσεις στους έγχρωμους πλέον δέκτες. Σιγά-σιγά πάλι τα μέτρα χαλάρωσαν, οι ντίσκο αντικατέστησαν τις αίθουσες χορού και οι πρώτοι υπολογιστές και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια μπήκαν στη ζωή των Ιταλών. Η λιτότητα έδωσε σιγά σιγά τη θέση της σε έναν νέο καταναλωτισμό, η δεκαετία του ‘80 και η δαψιλή λαϊκιστική πολιτική του Μπετίνο Κράξι με την επίφαση της αφθονίας, του «ανώδυνου» πληθωρισμού της λιρέτας και του δημοσίου χρέους, που όμως εξασφάλιζαν την καλοπέραση, τη λάμψη του Milano da bere και της ιταλικής movida, η «παραμυθένια» ακόμη δεκαετία του ’80 – όπως απαθανατίζεται στις χονδροειδείς εκείνες φαρσοκωμωδίες του ιταλικού σινεμά – έκανε τους Ιταλούς να λησμονήσουν για πάντα εκείνη τη δεινή περίοδο.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Μπιενάλε: Το Περίπτερο του Ισραήλ κλείνει για τους ομήρους αλλά όχι για τους νεκρούς Παλαιστίνιους

Η γενοκτονία στη Γάζα δεν επιτρέπεται να περνά απαρατήρητη σε ένα παγκόσμιο γεγονός, που υποτίθεται ότι προωθεί τις υψηλές αξίες της ανθρωπότητας.
ΣΥΝΑΦΗ

ΠΑΣΟΚ: Τι συζητά με την Ουκρανία η κυβέρνηση;

Χανιά: 112 για φωτιά κοντά στον Ναύσταθμο Κρήτης

Στον εισαγγελέα οι συλληφθέντες για τη δολοφονία Λυγγερίδη

Οι «Σπαρτιάτες» και τα επικίνδυνα παιχνίδια με τη δημοκρατία

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα