ΑΘΗΝΑ
06:11
|
26.04.2024
Πρέπει να μιλήσουμε για την ιδιαίτερη προσωπικότητα του Μοχάμεντ Ρεζά και το καθεστώς του. Αυτό ίσως μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα το σημερινό Ιράν.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Στις πρόσφατες κινητοποιήσεις στο Ιράν, είναι συχνές οι εικόνες με νεαρές Ιρανές, άνευ χιτζάμπ, να διαμαρτύρονται με τη σημαία της χώρας τους στους ώμους τους. Μια προσεκτική ματιά θα αποκαλύψει όμως, πως η τρικολόρε που χρησιμοποιούν οι διαδηλώτριες, δεν φέρει το χαρακτηριστικό έμβλημα της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Οι τέσσερις καμπύλες και το καλλιγράφημα στο κέντρο, μια καλλιτεχνική απεικόνιση του Αλλάχ, σχηματίζουν μια τουλίπα. Σύμφωνα με μυθολογικές παραδόσεις του περσικού κόσμου, τουλίπες φυτρώνουν στους τάφους πολεμιστών που έδωσαν τη ζωή τους για τη χώρα. Αντίθετα με αυτό το σύμβολο, οι σημαίες των διαδηλωτών έχουν στο κέντρο τους σπαθοφόρο λιοντάρι, με έναν ήλιο να προβάλλει από πίσω. Είναι η σημαία του Αυτοκρατορικού Κράτους του Ιράν, του βασιλείου των Παχλαβί, δηλαδή του καθεστώτος το οποίο ανετράπη το 1979.

Με αυτές τις αυτοκρατορικές σημαίες των Παχλαβί είχε σημαιοστολιστεί το Δυτικό Βερολίνο τον Ιούνιο του 1967. Ο Σάχης του Ιράν, Μοχάμεντ Ρεζά, δεύτερος της δυναστείας των Παχλαβί (1925-1979), με την όμορφη τρίτη σύζυγό του, Φαράχ, βρισκόντουσαν σε αυτή τη νησίδα του καπιταλιστικού κόσμου σε επίσημη επίσκεψη. Τη δεκαετία του ‘60 οι διπλωματικές επισκέψεις δεν θυμίζουν ιδιαιτέρως τον 21ο αιώνα, μα μάλλον φέρουν ακόμη στοιχεία του 19ου.

Ανάμεσα σε μια σειρά δεξιώσεων, επίσημων επισκέψεων και ανούσιων φιλοφρονήσεων, ο δυτικόφιλος Σάχης αποφάσισε να επισκεφτεί την πρεμιέρα του «Μαγικού Αυλού» του Μότσαρτ, στη γερμανική Όπερα. Το απόγευμα εκείνο των αρχών του Ιούνη ήταν παγωμένο και επί της Bismarckstraße είχε συγκεντρωθεί ένας μικρός αριθμός Γερμανών αριστεριστών, προκειμένου να διαμαρτυρηθούν ενάντια στον «Βασιλέα των Βασιλέων» (Shahanshah), αρχαίο τίτλο της Περσίας, τον οποίο ο Παχλαβί θα πρόσθετε στους υπάρχοντες, λίγους μήνες μετά από το απόγευμα στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία μας. Το απόγευμα αυτό μας αφορά όμως διότι έμελλε να συνταράξει την Γερμανία και να βγάλει τη γερμανική ριζοσπαστική αριστερά στο προσκήνιο.

Αλλά για να καταλάβουμε γιατί οι Γερμανοί διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στον ηγέτη ενός μακρινού βασιλείου πριν από 55 χρόνια, θα πρέπει να πρώτα να μιλήσουμε για την ιδιαίτερη αυτή προσωπικότητα του Μοχάμεντ Ρεζά και το καθεστώς του. Και αυτό ίσως μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα το σημερινό Ιράν.

Το Ιράν των Παχλαβί

Η ιστορία των Παχλαβί ξεκινά, όπως και πολλές ιστορίες σε αυτή τη γειτονιά του κόσμου, με ένα πραξικόπημα και την εμπλοκή της Βρετανίας. Το 1921, η Βρετανική Αυτοκρατορία ενορχήστρωσε την ανατροπή του Αχμάντ, του έφηβου βασιλιά της δυναστείας των Qajar, η οποία διοικούσε την Περσία τον προηγούμενο ενάμιση αιώνα. Ο λόγος ήταν η ανικανότητα της διοίκησης της χώρας, η οποία με τη σειρά της έφερνε συγκεκριμένα εμπόδια στην εκμετάλλευση και τον έλεγχο της από τις αποικιακές δυνάμεις. Στη θέση του νεαρού Αχμάντ, στον θρόνο ανέβηκε ο στρατιωτικός Ρεζά Παχλαβί ο οποίος αργότερα έλαβε και τον τίτλο του Σάχη.

Οι Βρετανοί συνεχίζουν να ελέγχουν τα πετρέλαια της χώρας, ο Σάχης χτίζει μια νέα ελίτ τριγύρω του και οι δουλειές των λίγων πήγαιναν καλά, κάτι το οποίο δεν μπορεί να ισχυριστεί και ο ιρανικός λαός. Αλλά υπήρχαν και προβλήματα. Ο Ρεζά Παχλαβί αποφασίζει να διατηρήσει μια ουδέτερη πολιτική σε διεθνές επίπεδο και ενώ τα πετρέλαια ανήκουν στους Βρετανούς, διατηρεί σχέσεις με την Σοβιετική Ένωση και κρατάει ισορροπία ανάμεσα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις, καθώς χρησιμοποιεί κυρίως γερμανούς τεχνοκράτες ως συμβούλους σε μια σειρά τομείς. Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ο γερμανόφιλος Σάχης συνεχίζει να κρατά ουδέτερη στάση, οπότε οι Βρετανοί, όπως του προσέφεραν το στέμμα, έτσι και του το αφαίρεσαν. Νέος Σάχης γίνεται το 1941, ο 21χρονος, άτολμος και φοβικός γιός του, Μοχάμεντ Ρεζά, ο οποίος και θα επισκεφτεί χρόνια μετά το Βερολίνο.

Ο Μοχάμεντ Ρεζά, σπουδαγμένος στην Ευρώπη, δεν έκανε καλή αρχή. Με τον ιρανικό στρατό ταπεινωμένο, εξαναγκάστηκε ο ίδιος σε ρόλο κομπάρσου κατά τη συμμαχική συνάντηση στην Τεχεράνη, όπου ο Στάλιν να απέπεμψε τους Ιρανούς φρουρούς από τα ανάκτορα και τους αντικατέστησε με άνδρες του Κόκκινου Στρατού. Ο νεαρός Σάχης έπαθε εμμονή με την ανασυγκρότηση του ιρανικού στρατού, αλλά το μεγαλύτερο κομμάτι των πρώτων χρόνων της βασιλείας του το πέρασε με γαλανομάτες Ευρωπαίες (μια άλλη εμμονή του), παραμένοντας άβουλο υποχείριο αυλικών και υπουργών του.

Οι πρωθυπουργοί του όμως μόνο άβουλοι δεν ήταν. Ο Μοχάμεντ Μοσαντέκ, που ανέλαβε την εξουσία το 1951, προχώρησε στην εθνικοποίηση των πετρελαίων της χώρας και ήταν αποφασισμένος να περιορίσει και τις αρμοδιότητες του Σάχη. Ο Σάχης δεν το βρήκε καλή ιδέα, απέπεμψε τον πρωθυπουργό, ο οποίος επέστρεψε πίσω λίγο αργότερα μετά από σφοδρές λαϊκές αντιδράσεις. Ούτε όμως η Βρετανία και οι ΗΠΑ βρήκαν ενδιαφέρουσες τις ιδέες του Μοσαντέκ και το 1953 η CIA οργανώνει πραξικόπημα για την ανατροπή του, με τη στήριξη του Σάχη. Το πραξικόπημα αποτυγχάνει και ο Σάχης εγκατέλειψε τη χώρα.

Πίσω στην Τεχεράνη η κυβέρνηση δυσκολεύεται να διατηρήσει τον έλεγχο. Κομμουνιστές προσπαθούν να την ανατρέψουν και να θέσουν τη χώρα υπό σοβιετική επιρροή, ενώ η CIA οργανώνει νέο πραξικόπημα, στο οποίο εμπλέκει τον εξόριστο Σάχη, αγοράζοντας μάλιστα τη συμμετοχή του με ένα εκατομμύριο δολάρια τα οποία και του παραδόθηκαν σε βαλίτσες. Το πραξικόπημα στέφεται με επιτυχία, πολιτικοί αντίπαλοι του Σάχη καταλήγουν στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο πρωθυπουργός Μοσαντέκ συλλαμβάνεται και τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμό ως το τέλος της ζωής του και ο Σάχης ξανά βρίσκεται στο ανάκτορό του και τον θρόνο του.

Αυτή τη φορά ο Σάχης δεν θα παίξει παιχνίδια. Ενισχύει τη θέση του στο εσωτερικό της χώρας, αντιγράφοντας πολιτικές του φυλακισμένου Μοσαντέκ, πολιτικές που οδήγησαν σε μια ακόμη αμερικανοκινούμενη απόπειρα πραξικοπήματος. Ο Σάχης στρέφεται προς την Σοβιετική Ένωση και αυτή τη φορά οι ΗΠΑ τον απειλούν ανοιχτά. Οι δύο πλευρές έρχονται σε συμβιβασμό, ο Σάχης αναγνωρίζει το κράτος του Ισραήλ, κηρύσσει την Σοβιετική Ένωση ως μέγιστη απειλή για το Ιράν και το φιλοσοβιετικό γειτονικό Ιράκ ως εχθρό. Με την αμερικανική στήριξη αναδιαμορφώνει τον ιρανικό στρατό, εμπορεύεται τα πετρέλαια με τη Δύση ενώ περιορίζει πολιτικές ελευθερίες στο εσωτερικό με τη συνδρομή της SAVAK, της διαβόητης μυστικής αστυνομίας.

Το 1963 ξεκινά ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, η «Λευκή Επανάσταση» όπως την ονόμασε ο Σάχης, την οποία και νομιμοποίησε μέσω ενός δημοψηφίσματος. Η δημοκρατική αντιπολίτευση το μποϊκόταρε, καθώς δεν υπήρχαν παραβάν και οι διαφωνούντες ψήφιζαν σε ξεχωριστή κάλπη. «Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα ψήφιζε κατά του Σάχη υπό αυτές τις συνθήκες» είχε ειπωθεί για αυτή τη διαδικασία. Η Λευκή Επανάσταση εκσυγχρόνισε βίαια το Ιράν, παραμέρισε τον ρόλο της θρησκείας, έδωσε δικαίωμα ψήφου (και υποχρέωση στρατιωτικής θητείας) στις γυναίκες και μετέτρεψε το Ιράν σε περιφερειακή οικονομική και στρατιωτική δύναμη. Το κόστος όμως ήταν δυσβάσταχτο για τον ιρανικό λαό.

Ενώ κάποια θετικά βήματα έγιναν στον χώρο της εκπαίδευσης και του γυναικείου ζητήματος, τους καρπούς της οικονομικής ανάπτυξης δεν τους έλαβε ισομερώς η ιρανική κοινωνία. Ιδιωτικοποιήσεις, αναδιανομή της γης η οποία δεν κάλυψε την πλειοψηφία των αγροτών, αναδιοργάνωση στον τρόπο παραγωγής ήταν μερικές μόνο από τις αλλαγές, οι οποίες θα έφερναν τη χώρα κοντά στα πρότυπα της Δύσης. Όμως το καθεστώς παρέμενε αυταρχικό, ο ονειροβάτης Σάχης δήλωνε πως το Ιράν θα ξεπεράσει σε οικονομική ισχύ και τις ΗΠΑ, ενώ στην πραγματικότητα η κοινωνική πλειοψηφία όχι μόνο δεν προόδευσε αλλά έχασε και τον παραδοσιακό τρόπο ζωής της. Χαρακτηριστική ήταν η απαγόρευση της μαντίλας στις δημόσιες υπαλλήλους, σε μια αντιστροφή της σημερινής κατάστασης στη χώρα. Η πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του ‘70 χειροτέρεψε την κατάσταση, η ανεργία, η οποία ενισχύθηκε από την αστυφιλία, εκτοξεύθηκε και ο σκληρός πολέμιος των Παχλαβί, ο εξόριστος αγιατολλάχ Χομεϊνί, γινόταν όλο και πιο δημοφιλής καθώς οι κασέτες με τις ομιλίες του περνούσαν από χέρι σε χέρι.

Ενδεικτική της αποσύνδεσής με τον λαό του, είναι η φιέστα που διοργάνωσε ο Σάχης το 1971 για τα 2.500 χρόνια Περσικής Αυτοκρατορίας, παρουσία δεκάδων εστεμμένων και επισήμων από όλο τον κόσμο. Οι ευσεβείς Ιρανοί δεν ενέκριναν το άφθονο αλκοόλ το οποίο έρεε στην αυτοσχέδια πόλη, η οποία στήθηκε για τους φιλοξενούμενους στην Περσέπολη και όπως σημειώθηκε για την αστρονομικά ακριβή γιορτή «οι Ιρανοί όχι μόνο δεν συμμετέχουν στους εορτασμούς, αλλά πολλοί από αυτούς πεινάνε».

Η κατάσταση γινόταν όλο και πιο έκρυθμη στην Τεχεράνη. Το 1978, ένα πλήθος 6 έως 9 εκατομμυρίων ανθρώπων (πάνω από το 10% του πληθυσμού της χώρας) διαδήλωσε στην πρωτεύουσα και ο τρομαγμένος Σάχης είδε τον οργισμένο λαό από το ελικόπτερό του. Η αμνηστία που δόθηκε στους αντιπάλους του, ανάμεσά τους και ο λαοφιλής θρησκευτικός ηγέτης Χομεϊνί, δεν καθησύχασε τους πολίτες, ούτε και το τηλεοπτικό διάγγελμα, στο οποίο ισχυρίστηκε ότι «άκουσε τη φωνή της επανάστασης».

Ήταν πλέον φανερό πως οι Παχλαβί και η εξουσία τους μετρούσαν ημέρες. Στις αρχές του 1979 οι δυνάμεις ασφαλείας δεν μπορούσαν πλέον να ελέγξουν την κατάσταση, η Δύση ετοιμαζόταν να τον αντικαταστήσει και ο «Βασιλέας των Βασιλέων» παρέδωσε την εξουσία του στους πολιτικούς του αντιπάλους και πήρε τον δρόμο της εξορίας, στην οποία και πέθανε. Μέσα σε λίγες ώρες από τη φυγή του, ο λαός του Ιράν γκρέμισε κάθε άγαλμα και μνημείο της δυναστείας του, ενώ σύντομα ο Χομεϊνί επέστρεψε στη χώρα, η οποία θα περνούσε από την εξουσία των Παχλαβί στην Ισλαμική Επανάσταση.

Η αυτοκρατορική επίσκεψη που έφερε την εξέγερση

Επιστροφή στις 2 Ιουνίου του 1967. Το αυτοκρατορικό ζεύγος βγαίνει από τη λιμουζίνα του, οι επίσημοι έχουν παραταχθεί και κάπου στο βάθος, οι Γερμανοί αριστεριστές φωνάζουν συνθήματα και κρατούν πλακάτ στα οποία αποκαλούν τον Σάχη δολοφόνο. Η αστυνομία του Βερολίνου τους κρατά σε απόσταση από τον υψηλό επισκέπτη, αλλά ο Σάχης δεν είναι συνηθισμένος στην κριτική και στέλνει άντρες της SAVAK να αντιμετωπίσουν το πλήθος. Σύντομα η ήρεμη συγκέντρωση παίρνει άσχημη τροπή και SAVAK μαζί με τους Βερολινέζους αστυνομικούς κυνηγούν τους διαδηλωτές στους γύρω δρόμους και τις εσωτερικές αυλές των κτιρίων.

Η γερμανική Αριστερά διαμαρτυρόταν ενάντια σε ένα σκληρό καθεστώς το οποίο δολοφονούσε και βασάνιζε τους αντιπάλους του. Αλλά όχι μόνο. Το 1967 βρίσκεται καταμεσής του Ψυχρού Πολέμου και οι Γερμανοί αντιλαμβάνονται πως η όποια κοινωνική αλλαγή και απελευθέρωση προσέκρουε στην δυνατότητα της Ουάσινγκτον να επιβάλλει το δικό της κοινωνικοοικονομικό μοντέλο στον κόσμο. Με λίγα λόγια, αντιλαμβάνονταν πως η μητέρα των μαχών ήταν πάντα ενάντια σε αυτό το οποίο καλούσαν αμερικανικό ιμπεριαλισμό – και το Ιράν του Σάχη ήταν πιστός σύμμαχος αυτού του μπλοκ εξουσίας.

Ανάμεσα στους διαδηλωτές βρίσκεται και ο νεαρός Μπένο Όνεζοργκ. Ο φοιτητής Θεολογίας συμμετείχε για πρώτη φορά στη ζωή του σε μια διαδήλωση. Δεν ξέρουμε ποιό ήταν το στοιχείο που τον έκανε να διαβεί τη γραμμή από την παθητική δυσαρέσκεια στην ενεργό διαμαρτυρία, αλλά ελπίζουμε να άξιζε. Διότι αυτή η πρώτη, θα ήταν και η τελευταία διαδήλωση που συμμετείχε. Ο Μπένο δολοφονήθηκε εν ψυχρώ, με μια σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού από έναν Γερμανό αστυνομικό, ο οποίος αποδείχθηκε, χρόνια μετά, πως ήταν και πράκτορας της Στάζι, αν και δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που υποδηλώνει πως εκτελούσε διαταγές. Το πιο πιθανό σενάριο μέχρι και σήμερα είναι πως λειτούργησε η γνωστή αλαζονεία της αστυνομίας.

Το σοκ της δολοφονίας του Όνεζοργκ σάρωσε την τότε Δυτική Γερμανία. Οι μετατοπίσεις στο εσωτερικό της γερμανικής νεολαίας ήταν συγκλονιστικές. Χιλιάδες ριζοσπαστικοποιήθηκαν μέσα σε μια νύχτα, σε μια διαδικασία αντίστοιχη με τις αντιδράσεις στη δολοφονία του Τζουλιάνι το 2001 στην Γένοβα ή τη δολοφονία Γρηγορόπουλου το 2008 στην Αθήνα. Χιλιάδες αυτοκίνητα συνόδευσαν τη σορό του άτυχου Μπένο στην ιδιαίτερη πατρίδα του και τα πανεπιστήμια βρισκόντουσαν σε αναβρασμό. Στο Μόναχο 9.000 φοιτητές βγήκαν στους δρόμους, στην Φραγκφούρτη 8.000, στο Αμβούργο 2.000. Η Γερουσία του Δυτικού Βερολίνου υπερασπίζεται την αστυνομία και τα μέσα ενημέρωσης προβαίνουν σε ένα όργιο παραπληροφόρησης, παρουσιάζοντας εικόνες χτυπημένων διαδηλωτών ως θύματα των εξεγερμένων νέων.

Οι ταραχές συνεχίζουν και με το νέο ακαδημαϊκό έτος, καθώς αυτό που νιώθει η νεολαία της χώρας είναι πως η Δυτική Γερμανία ξαναβρίσκει τον παλιό αυταρχικό εαυτό της. Η αθώωση του αστυνομικού ξεκινά νέο κύκλο διαδηλώσεων με εκτεταμένα επεισόδια να λαμβάνουν χώρα σε κάθε πανεπιστημιούπολη της χώρας. Πολλοί αξιωματούχοι εξαναγκάζονται σε παραίτηση, για να ηρεμήσουν την εξεγερμένη νεολαία, αλλά είναι πολύ αργά.

Επιθέσεις σε μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι καθημερινό φαινόμενο, στα πανεπιστήμια προβάλλουν ντοκιμαντέρ για την κατασκευή μολότοφ, παραγωγή ενός μετέπειτα μέλους της Φράξιας Κόκκινος Στρατός (RAF). Οι νέοι και οι νέες της Δυτικής Γερμανίας περνούν στο επόμενο στάδιο: τον ένοπλο αγώνα ο οποίος και θα καθορίσει την πολιτική ζωή της χώρας για δεκαετίες.

Η Σοσιαλιστική Φοιτητική Ένωση (SDS) δημιουργείται και κυριαρχεί στα πανεπιστήμια, ενώ ιδρύεται η Συσπείρωση Εξωκοινοβουλευτικής Αντιπολίτευσης (ΑPO). Μα τα τέκνα αυτής της εξεγερσιακής διεργασίας, τα οποία κατεξοχήν θα τρομοκρατήσουν την άρχουσα τάξη της Γερμανίας, είναι οι ένοπλες ομάδες του «Κινήματος 2 Ιουνίου» και η «Φράξια Κόκκινος Στρατός». Η πρώτη ανήκει στον αναρχικό χώρο και η δεύτερη έχει μαρξιστικές καταβολές. Οι οργανώσεις αυτές δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα μιας ριζοσπαστικοποιημένης νεολαίας, αλλά η απάντηση που αυτή έδωσε, όταν αντιλήφθηκε την αδυναμία του κινήματος να επιδράσει συνολικά στη γερμανική κοινωνία και την ισχυρή θέση και οργάνωση του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος είχε πλέον υπερβεί κόκκινες γραμμές με τη δολοφονία Όνεζοργκ.

Το «Κίνημα 2 Ιουνίου» θα δράσει περίπου για μια δεκαετία και είναι υπεύθυνο για ένοπλες ληστείες τραπεζών, βομβιστικές επιθέσεις, απαγωγές και δολοφονίες εξέχοντων μελών της γερμανικής ελίτ και του κρατικού μηχανισμού. Πολλά μέλη του θα συλληφθούν, κάποια θα αποδράσουν, κάποια θα δολοφονηθούν από το γερμανικό κράτος. Το 1980, στις 2 Ιουνίου, η οργάνωση θα διαλυθεί και τα απομείνατα μέλη θα ενωθούν με την Φράξια Κόκκινος Στρατός.

Η «Φράξια Κόκκινος Στρατός» αποτελεί πιθανότατα τη σημαντικότερη μαρξιστική ένοπλη ομάδα της μεταπολεμικής Δυτικής Ευρώπης. Με ευρύτατη νομιμοποίηση στο εσωτερικό της νεολαίας, τα μεγέθη των χτυπημάτων της δεν είχαν προηγούμενο. Βιομήχανοι, τραπεζίτες και δικαστικοί συγκαταλέγονται ανάμεσα στους 34 θανάτους τους οποίους προκάλεσε η οργάνωση, η οποία ήταν αποφασισμένη να πετύχει εκεί που απέτυχε η προηγούμενη γενιά Γερμανών: στην αποναζιστικοποίηση της χώρας. Ανάμεσα στους 34 θανάτους, υπήρχαν και πολλές παράπλευρες απώλειες κατά την οργάνωση, όπως σοφέρ, φρουροί κ.ά.

Το γερμανικό κράτος αντέδρασε σκληρά στη δράση της RAF, με 26 θανάτους μελών της και νομοθετικές τομές στην αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού, όπως τα λευκά κελιά, αυτός ο φρικτός τόπος εγκλεισμού, βασανιστικός από μόνος του, τα οποία και έκαναν την πρώτη εμφάνισή τους στην Ευρώπη. Στις 20 Απριλίου 1998 η οργάνωση διαλύεται, ανακοινώνοντας το τέλος της με ένα γράμμα στις εφημερίδες το οποίο τελείωνε ως: «Το αντάρτικο πόλεων υπό τη μορφή της RAF αποτελεί πλέον ιστορία.»

Αυτή είναι η ιστορία του Ιράν πριν την Ισλαμική Επανάσταση, απαραίτητο εφόδιο για να κατανοήσουμε την κατάσταση της χώρας στο σήμερα και αυτή ήταν και η απροσδόκητη τροπή της επίσκεψης του τελευταίου ηγέτη των Παχλαβί στην Γερμανία, η οποία προκάλεσε μια εξέγερση, γέννησε ελπίδες για αλλαγές στη γερμανική κοινωνία και ένα από τα εκτενέστερα αντάρτικα πόλεων της ηπείρου, όταν αυτές οι ελπίδες έδωσαν τη θέση τους στην απογοήτευση και την ήττα.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

The Old Oak: A symbol of endurance

Πικρία για ΠΑΣΟΚ και Ευρωκοινοβούλιο εκφράζει η Εύα Καϊλή

Ποιοι κατεβαίνουν στις ευρωεκλογές με την Πλεύση Ελευθερίας

Νέος γύρος ελληνοτουρκικών συνομιλιών Θετικής Ατζέντας αύριο, στην Τουρκία

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα