ΑΘΗΝΑ
00:45
|
19.04.2024
Τη 16η Μαρτίου του 1975 παίχτηκε ένας ποδοσφαιρικός αγώνας, με την κυριολεξία της λέξης «κινηματογραφικός».
Μπερνάντο Μπερτολούτσι, Πιερ Πάολο Παζολίνι
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Τη 16η Μαρτίου του 1975 παίχτηκε ένας ποδοσφαιρικός αγώνας πολύ διαφορετικός από τους άλλους, με την κυριολεξία της λέξης «κινηματογραφικός». Και τούτο γιατί αντίπαλοι στις δύο ομάδες ήταν δύο, αλληλοπικραμένοι, φίλοι που έπρεπε να λύσουν τις διαφορές τους με τον καλύτερο τρόπο που και οι δύο τους γνώριζαν. Με μία μπάλα. Οι δύο φίλοι ήταν ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, ο δάσκαλος, και ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο άξιος μαθητής και το πεδίο της μονομαχίας τους το γήπεδο της Τσιτανέλα στην Πάρμα.

Η ημερομηνία της έμφορτης από νοήματα αναμέτρησης ορίσθηκε την ημέρα των γενεθλίων του μαθητή και συμμέτοχοι ήταν τα συνεργεία τους, που τότε γύριζαν δύο θρυλικές ταινίες. Το «Σαλό ή 100 ημέρες στα Σόδομα» για τον Παζολίνι και το Novecento, το 1900, για τον Μπερτολούτσι.

Οι Μπερτολούτσι και Παζολίνι ήταν πάντοτε δεμένοι σε μία άρρηκτη και έντονη φιλία. Ο μεγάλος ο Φριουλάνος ποιητής, διανοούμενος και σκηνοθέτης ήταν εκείνος που ενθάρρυνε στο ντεμπούτο του τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι στον κινηματογράφο και τον προώθησε στο ιταλικό και διεθνές στερέωμα. Οι δυο τους συναναστρέφονταν πολύ ο ένας στον άλλο, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει, όπως συμβαίνει πάντοτε στον ανταγωνιστικό χώρο της τέχνης, πως οι ανταλλαγές μεταξύ τους ήταν  πάντοτε αγαστές και δεν υπήρχαν παρεξηγήσεις και διαφωνίες.

Νovecento vs Centoventi

Εκείνο τον Μάρτιο του ‘75 το παιχνίδι θεωρήθηκε μία ευκαιρία να λυθεί η ψυχρότητα που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους με αφορμή τη στάση του Παζολίνι απέναντι στην υποδοχή της ταινίας του Μπερτολούτσι «Το τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι». Ο Παζολίνι είχε απορρίψει την ταινία και είχε αρνηθεί  να υπογράψει την έκκληση για να μην καταδικαστεί στο πυρ το εξώτερον το φιλμ. Ο Μπερτολούτσι είχε την ιδέα να κλείσει τη διαφορά αυτή την ίδια ημέρα που θα έκλεινε τα 34 χρόνια του, σε έναν χώρο ουδέτερο, όχι μακριά από εκεί που γυρίζονταν οι δύο ταινίες.

Αμφότεροι, οι Μπερτολούτσι και Παζολίνι ήσαν ποδοσφαιρόφιλοι, αν και σε διαφορετική ένταση ο ένας από τον άλλον. Ο Μπερτολούτσι ήταν οπαδός της αγαπημένης του Πάρμας, αλλά δεν ήταν τόσο φανατικός όσο ο Παζολίνι. Ο μεγάλος ποιητής διατηρούσε πάντοτε για το ποδόσφαιρο μία τέτοια λατρεία, που δεν θα ήταν υπερβολή -σύμφωνα και με τα λεγόμενα όσων τον ήξεραν καλά- που μία καριέρα στα γήπεδα ήταν το μεγάλο απωθημένο του. Ο ίδιος παραδεχόταν ότι θα επιθυμούσε να ήταν αριστερό εξτρέμ, απ΄ ό,τι ποιητής ή σκηνοθέτης και έτρεφε λατρεία για τον Αμεντέο Μπιαβάτι, από τον οποίο είχε κλέψει τη διάσημη διπλή τρίπλα του. Ο ίδιος ήταν εξαιρετικός δεξιοτέχνης, πολύ γρήγορος και με πλαστικές κινήσεις. Όπως ο ίδιος αποκάλυπτε σε συνέντευξή του, όταν ήταν νέος στις αλάνες όπου έπαιζε το παρωνύμιό του ήταν «Στούκας». Ο Παζολίνι, μετά την τέχνη και τον έρωτα, θεωρούσε το ποδόσφαιρο το μεγάλο πάθος του και μάλιστα σε ένα εκτενές άρθρο του το 1971 στην εφημερίδα Giorno, πρότεινε μία γραμματική του ποδοσφαίρου στα πρότυπα της ποιητικής τέχνης, συγκρίνοντας κάποιες κινήσεις με του λυρικούς πόδες, τις τρίπλες με την τεχνική των enjambements κλπ.

«Το ποδόσφαιρο είναι μια γλώσσα με τους ποιητές και τους πεζογράφους της», διατράνωνε σε εκείνο το άρθρο, προσδιορίζοντας πως «[…] Το ποδόσφαιρο είναι ένα σύστημα σημείων, δηλαδή μια γλώσσα. Έχει όλα τα κατ’ εξοχήν θεμελιώδη χαρακτηριστικά της γλώσσας, αυτό που θέσαμε αμέσως ως όρο σύγκρισης, δηλαδή γραπτή-προφορική γλώσσα». Μάλιστα οι «λέξεις» της γλώσσας του ποδοσφαίρου σχηματίζονται ακριβώς όπως οι λέξεις του γραπτού προφορικού […] λόγου. Όπως τα «φωνήματα» είναι λοιπόν οι «ελάχιστες μονάδες» του γραπτού-προφορικού λόγου, έτσι στο ποδόσφαιρο τα αντίστοιχα είναι τα «ποδήματα». «Ένας άνθρωπος που χρησιμοποιεί τα πόδια του για να κλωτσάει μια μπάλα χρησιμοποιεί μία τέτοια ελάχιστη μονάδα (…) Οι άπειρες δυνατότητες συνδυασμού των  ‘ποδημάτων’ σχηματίζουν τις «ποδοσφαιρικές λέξεις». Και το σύνολο των ‘ποδοσφαιρικών λέξεων’ σχηματίζει έναν λόγο, που διέπεται από πραγματικούς συντακτικούς κανόνες», έγραφε το 1971.

Για τον Παζολίνι υπάρχουν 22 τέτοια ποδήματα, όσοι είναι οι παίκτες και οι ποδοσφαιρικές λέξεις που μπορούνε να σχηματισθούν, όπως και αυτές του ανθρώπινου λόγου, τείνουν στο άπειρο. Η σύνταξή τους εκφράζεται στο παιχνίδι, που είναι ένας τέλειος «δραματικός» (της δράσης δηλ. ) λόγος. Ο Παζολίνι έκανε μία σαφή διάκριση ανάμεσα στην «πεζογραφία» και την «ποίηση» του ποδοσφαίρου. Δηλ. εμβάθυνε την ανάλυσή του ακόμη περισσότερο σε υποκώδικες του βασικού γλωσσικού-λεκτικού συνόλου: ανάμεσα στην ποιητική τεχνοτροπία των Νοτιοαμερικανών και δη των Βραζιλιάνων, έναντι στην πεζογραφία των Ευρωπαίων, στη ρεαλιστική και την αισθητική (όπως ήταν της Ιταλίας) πεζογραφία.

Μάλιστα, στο γκολ, ο Παζολίνι βρίσκει την απόλυτη απόληξη του ποιητικού στοιχείου, που συνίσταται στο ξεπέρασμα και την πλήρη ανατροπή του κώδικα. Κάθε γκολ είναι «μία εφεύρεση, μία ηλεκτροπληξία, μία έκπληξη, μη αναστρέψιμη. Όπως ακριβώς και η ποιητική λέξη. Ο πρώτος σκόρερ ενός πρωταθλήματος είναι πάντα ο καλύτερος ποιητής της χρονιάς […]». Ακόμα και η «τρίπλα» είναι από μόνη της ποιητική (αν και όχι «πάντα» όπως η δράση του γκολ). Στην πραγματικότητα, το όνειρο κάθε παίκτη (το οποίο μοιράζεται κάθε θεατής) είναι να ξεκινήσει από τη μεσαία γραμμή, να ντριμπλάρει τους πάντες και να σκοράρει. Αν, μέσα στα επιτρεπόμενα όρια, μπορεί κανείς να φανταστεί ένα υπέροχο πράγμα στο ποδόσφαιρο, αυτό είναι. Τα αδιάσειστα παραδείγματα που αναφέρει ο Παζολίνι στο άρθρο-δοκίμιό του συνδέονται με τα ονόματα των μεγάλων ποδοσφαιριστών εκείνων των καιρών: Ριβέρα, Ματσόλα, Ρίβα και άλλων θρυλικών άσσων.

Αυτήν την ποιητική, που έβγαζε και στις ταινίες του, προσπαθούσε σε κάθε περίσταση να ενσαρκώσει με τη μπάλα ο Παζολίνι. Όπως αφηγούνταν ο Νινέτο Ντάβολι, δεν έχανε ευκαιρία όποτε βρισκόταν σε μία αλάνα να ζητά από τα παιδιά που έπαιζαν να ρίξει κι αυτός κανα-δύο μπαλιές. Επιπλέον, συμμετείχε ανελλιπώς και στους αγώνες της ομάδας των καλλιτεχνών ενάντια σε δημοσιογράφους κλπ στα φιλανθρωπικά παιχνίδια. Μάλιστα στις 14 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, ο Παζολίνι έπαιξε και κέρδισε τον τελευταίο του αγώνα στο Στάδιο Μπαλαρίνι στο Σαν Μπενεντέτο ντελ Τρόντο, φορώντας την αγαπημένη του φανέλα με το νούμερο 11. Αυτή που έβαλε στο φέρετρό του ο Νινέτο Ντάβολιi μετά τη δολοφονική ενέδρα.

Οι Εκατονείκοσι (Centoventi) ενάντια στους Χιλιεννιακόσιους (Novecento).

Ο Παζολίνι ήταν αναπόφευκτο να μη δεχθεί την πρόκληση του Μπερτολούτσι. Οι δύο ομάδες πήραν το όνομά τους, που μάλιστα συνδέονται παρηχητικά, από τους τίτλους των ταινιών τους. Οι Νοβετσέντο από τις 120 ημέρες στα Σόδομα και οι Νοβετσέντο, από το 1900. Όλα έπρεπε να είναι άψογα για τη διεξαγωγή του. Ο Μπερτολούτσι έφερε μάλιστα και το έπαθλο, ένα κύπελλο και τη σαμπάνια που ο νικητής θα γευόταν μέσα σε αυτό εάν κέρδιζε το παιχνίδι.

Μέγας οπαδός της θρυλικής ομάδας της Μπολόνια, ο Παζολίνι έφτιαξε εμφανίσεις που μιμούνταν αυτές της αγαπημένης του ομάδας, ενώ  ο Μπερτολούτσι ανέθεσε στον ενδυματολόγο Γκιτ Μαγκρίνι να φτιάξει εμφανίσεις, σορτς και κάλτσες με διαφορετικούς χρωματικούς συνδυασμούς ώστε να μπερδεύουν τους αντιπάλους. Οι Novecento εμφανίσθηκαν με μία ιριδίζουσα μωβ φανέλα, και πολύχρωμες κάλτσες, με τη μπάλα να φαινόταν κάποιες φορές να συγχωνεύεται.  Αυτό δεν φάνηκε όμως να πτοεί τους Centroventi στην αρχή του παιχνιδιού, καθώς προηγήθηκαν 2-0, με τον Παζολίνι «Στούκας»,  σαν τον διάσημο χιτλερικό βομβαρδιστικό, να διεισδύει ασυγκράτητος στις γραμμές του αντιπάλου.

Η ομάδα του Παζολίνι είχε ανακοινώσει πως στις τάξεις της θα ενισχυόταν από ένα πρώην ποδοσφαιριστή στο πρωτάθλημα του Λατίου και κατοπινό ηθοποιό, τον Ουμπέρτο Κεσάρι.  Αλλά και ο Μπερτολούτσι δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια και έπεισε δύο παίκτες από την ομάδα νέων της Πάρμα να ενταχθούν στην ομάδα του Νοβετσέντο. Ένας από αυτούς ήταν ο νεαρός, σχεδόν παιδί, Κάρλο Αντσελότι, ο μετέπειτα άσσος της Μίλαν και διάσημος πολυτροπαιούχος προπονητής με τη Μίλαν, τη Ρεάλ Μαδρίτης και άλλες ομάδες. Ο ίδιος δήλωνε μετά βλέποντας την αναμνηστική φωτογραφία του αγώνα: «Αυτός στα δεξιά στη φωτογραφία είμαι εγώ, έβαλα γκολ και επευφημούσα μέσα στο κρύο». 

Όπως φαίνεται αυτές οι «μεταγραφές» έκαναν και την ποιοτική διαφορά που βάρυνε στο τελικό αποτέλεσμα. Στο τέλος οι Novecento του Μπερτολούτσι κέρδισαν το παιχνίδι με 5-2. Με τον ίδιο τον Παζολίνι να έχει εγκαταλείψει νωρίτερα από τη λήξη το παιχνίδι τραυματίας, έπειτα από μία σοβαρή αγκωνιά που δέχθηκε. Μαύρος από το τραύμα, αλλά και από οργή, ο Παζολίνι χρειάσθηκε να παρακολουθήσει τον Μπερτολούτσι να παίρνει το κύπελλο και να πίνει σαρκαστικά τη σαμπάνια μέσα από αυτό.

Εν μέρει ο μεγάλος ποιητής ένιωσε αυτό που περιέγραφε στο ποίημά του «Γκολ» ένας άλλος μεγάλος Ιταλός ποιητής, ο Ουμπέρτο Σάβα: «ο τερματοφύλακας πεσσών αμυνόμενος/επί ματαίω μέχρις εσχάτων, κρύπτων στη γη/το πρόσωπο, για να μη δει το πικρό φως/ ο συμπαίκτης στα γόνατα που τον εμψυχώνει/, με τα χέρια και τα λόγια να σηκωθεί/ ανακαλύπτει τα μάτια του δακρύβρεκτα» : [Il portiere caduto alla difesa / ultima vana, contro terra cela / la faccia, a non veder l’amara luce κλπ].

Εκτενή αποσπάσματα από τον αγώνα εκείνον έχουν απαθανατισθεί από την κάμερα της Κλαιρ Πεπλόε, σύζυγο του Μπερτολούτσι, έχουν ενσωματωθεί σε πολλά ρεπορτάζ για τους δύο μεγάλους σκηνοθέτες. Πολλές είναι και οι φωτογραφίες, ενώ εκτενής αναφορά στο παιχνίδι γίνεται στο βιβλίο του Βαλέριο Κούρτσο «Το κατά Παζολίνι ποδόσφαιρο» (κατ’ αντιστοιχία με το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» του σκηνοθέτη), που περιγράφει την παθιασμένη σχέση του με το ποδόσφαιρο.

Το ποδοσφαιρικό αυτό παιχνίδι πρόλαβε να συμφιλιώσει δύο ανθρώπους, προτού ο θάνατος του ενός αφήσει άλυτη τη διαφορά. Οκτώ μήνες αργότερα στο Idroscalo στην Όστια, ο Παζολίνι θα βρει τον φρικτό θάνατο, που ακόμη τα κίνητρά του, πέρα από τις προφανείς συνθήκες του, δεν έχουν διευκρινισθεί και έχουν δώσει λαβή για πολλές ερμηνείες, συνωμοσιολογικού ακόμη χαρακτήρα.

Πιερ Πάολο Παζολίνι
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Εγκαινιάστηκε το περίπτερο της Ελλάδας στην 60η Μπιενάλε Βενετίας

Το WFP έστειλε στη Γάζα κονσέρβες με…σκουλήκια

Βρέθηκε η 16χρονη Χριστίνα που είχε χαθεί στη Θεσσαλονίκη

Σε λάθος κατεύθυνση η χώρα λέει το 68% των Ελλήνων, αλλά το 32,3% ψηφίζει… ΝΔ

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα