Την εκδοχή της ισραηλινής κυβέρνησης για τον θάνατο της Αμερικανο-παλαιστίνιας δημοσιογράφου Σιρίν Αμπού Ακλέχ, δέχεται η ετήσια έκθεση του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, η οποία δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, αρνούμενη να την χαρακτηρίσει ως δολοφονία.
Η δημοσιογράφος του Al Jazeera, έπεσε νεκρή από ισραηλινά πυρά στις 11 Μαΐου 2022 ενώ κάλυπτε μια από τις δεκάδες τον τελευταίο χρόνο εισβολές των ισραηλινών δυνάμεων κατοχής στο προσφυγικό στρατόπεδο της Τζενίν, στη Δυτική Όχθη.
Παρότι τόσο η δημοσιογράφος, όσο και το συνεργείο που τη συνόδευε, φορούσαν τα γνωστά γιλέκα που φέρουν την ένδειξη PRESS, στοχοποιήθηκαν και δέχθηκαν πυρά, με αποτέλεσμα η Σιρίν Αμπού Ακλέχ να πέσει νεκρή και ένας ακόμα δημοσιογράφος να τραυματιστεί.
«Στις 5 Σεπτεμβρίου, οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (IDF), ανέφεραν ότι ολοκλήρωσαν την έρευνά τους για τις συνθήκες θανάτου της Αμπού Ακλέχ και δήλωσαν ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να χτυπήθηκε κατά λάθος από πυρά των IDF. Σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης, ο στρατιωτικός γενικός εισαγγελέας δήλωσε ότι δεν υπάρχει υπόνοια για ποινικό αδίκημα και αρνήθηκε να ξεκινήσει ποινική έρευνα για το περιστατικό. Ορισμένες ΜΚΟ για τα ανθρώπινα δικαιώματα επέκριναν την έρευνα των IDF, δηλώνοντας ότι δεν θα μπορούσε να αντικαταστήσει μια ποινική έρευνα», αναφέρει η έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, «ξεπλένοντας» την δολοφονία της δημοσιογράφου μέσω του προσχήματος του «λάθους».
Η ισραηλινή κυβέρνηση αρχικά προσπάθησε να αποδώσει τον θάνατο της Αμπού Ακλέχ σε «ανταλλαγή πυροβολισμών» μεταξύ του Ισραηλινού Στρατού και Παλαιστινίων μαχητών, ισχυρισμό που γρήγορα διαψεύστηκε από βίντεο, μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων και πολλαπλές έρευνες μέσων ενημέρωσης.
«Αναζητούμε μια ανεξάρτητη, αξιόπιστη έρευνα για το περιστατικό», είχε απαντήσει ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν σε ερώτηση δημοσιογράφου, τους μήνες πριν από την δημοσίευση του πορίσματος των ισραηλινών αρχών.
Ωστόσο, όπως δείχνουν τα πράγματα, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αποδέχτηκε τελικά ως «ανεξάρτητη και αξιόπιστη» την ισραηλινή έρευνα, την έρευνα του φερόμενου ως κατηγορούμενου δηλαδή.
«Χαιρετίζουμε την επανεξέταση αυτού του τραγικού περιστατικού από το Ισραήλ και υπογραμμίζουμε για άλλη μια φορά τη σημασία της λογοδοσίας σε αυτή την υπόθεση, όπως και τη λήψη μέτρων για την πρόληψη παρόμοιων περιστατικών στο μέλλον», δήλωσε όταν δημοσιοποιήθηκε το ισραηλινό πόρισμα, ο πρώην εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Νεντ Πράις .
Τον Νοέμβριο του 2022, εν μέσω αυξανόμενων πιέσεων από την οικογένεια της δολοφονημένης δημοσιογράφου, ακτιβιστών απ’ όλο τον κόσμο και αρκετών Δημοκρατικών βουλευτών του Κογκρέσου, το FBI ανακοίνωσε ότι ξεκίνησε τη δική του έρευνα για τη δολοφονία. Το Ισραήλ δήλωσε ότι θα αρνηθεί να συνεργαστεί με την έρευνα. «Οι στρατιώτες μας δεν θα ερευνηθούν από το FBI ή από οποιαδήποτε άλλη ξένη χώρα ή οντότητα, όσο φιλική και αν είναι. Δεν θα εγκαταλείψουμε τους στρατιώτες μας σε ξένες έρευνες», δήλωσε ο τότε πρωθυπουργός Γιαΐρ Λάπιντ.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, το Al Jazeera ανακοίνωσε ότι υπέβαλε υπόθεση στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC) για τη δολοφονία, καταθέτοντας έναν φάκελο με τα στοιχεία της εξάμηνης έρευνας που πραγματοποίησε.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν εξέφρασε αμέσως την αντίθεσή της σε μια τέτοια έρευνα. «Όσον αφορά το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, διατηρούμε τις μακροχρόνιες αντιρρήσεις μας για την έρευνα του σχετικά με την Παλαιστίνη και τη θέση ότι πρέπει να επικεντρωθεί στη βασική του αποστολή να υπηρετήσει ως δικαστήριο έσχατης ανάγκης για την τιμωρία και αποτροπή εγκλημάτων θηριωδίας», δήλωσε ο Νεντ Πράις.
Όλες αυτές οι κινήσεις και αντιδράσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν, προδιέγραφαν και το τελικό «ξέπλυμα» των ισραηλινών δυνάμεων κατοχής, μέσα από την έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που δόθηκε στη δημοσιότητα χθες…
Να σημειωθεί τέλος, ότι καμία αναφορά δεν γίνεται στην έκθεση για τον θάνατο του Ομάρ Ασάαντ, του 80χρονου Αμερικανο-παλαιστίνιου που κατά τη διάρκεια της σύλληψής του από τις ισραηλινές δυνάμεις, τον Ιανουάριο του 2022.
Άσαντ φέρεται να υπέστη καρδιακή προσβολή αφού τον έσυραν από το αυτοκίνητό του στρατιώτες των ισραηλινών δυνάμεων κατοχής, τον έδεσαν, τον φίμωσαν και τον έκλεισαν σε μια κρύα εγκαταλελειμμένη αποθήκη για ώρες.