Η Τουρκία, η Συρία, η Ρωσία και το Ιράν πρόκειται να συστήσουν ένα κοινό κέντρο στη βόρεια Συρία για την παρακολούθηση των εξελίξεων στην περιοχή, ανακοίνωσε ο Τούρκος υπουργός Άμυνας, Χουλουσί Ακάρ.
Ο Ακάρ είπε πως οι συνομιλίες μεταξύ Άγκυρας και Δαμασκού για την εξομάλυνση των μεταξύ τους σχέσεων θα συνεχιστούν, καλώντας, παράλληλα, την τελευταία να γίνει πιο ρεαλιστική στις απαιτήσεις της.
Ο Τούρκος υπουργός Άμυνας έδωσε τις πληροφορίες σχετικά με τις συνεχιζόμενες συνομιλίες μεταξύ Τουρκίας και Συρίας υπό τη μεσολάβηση Ρωσίας και Ιράν σε χθεσινοβραδινή συνέντευξή του στο CNN Türk.
«Αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε ένα κοινό κέντρο στα συριακά εδάφη. Συμφωνήσαμε επίσης στη συνέχιση των συνομιλιών [με τη Συρία]. Αυτό το κέντρο θα παρακολουθεί τα γεγονότα στο πεδίο», είπε. Το κέντρο θα έχει αξιωματούχους από την Τουρκία, τη Συρία, τη Ρωσία και το Ιράν, οι οποίοι εργάζονται τετραμερώς για την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Άγκυρας και Δαμασκού.
Υπό τη μεσολάβηση της Μόσχας και της Τεχεράνης, η Άγκυρα και η Δαμασκός ξεκίνησαν συνομιλίες για την εξομάλυνση των σχέσεων μετά από περισσότερο από μια δεκαετία ανεπαρκούς επικοινωνίας λόγω του συριακού εμφυλίου πολέμου που ξεκίνησε το 2011. Οι υπουργοί Άμυνας και Εξωτερικών των τεσσάρων πλευρών έχουν τους τελευταίους έξι μήνες πραγματοποιήσει συναντήσεις και προσδοκάται ότι η διαδικασία θα συνεχιστεί και μετά τις τουρκικές εκλογές.
«Οι Σύροι συνομιλητές μας θα πρέπει να έχουν καλύτερη κατανόηση της πραγματικότητας [στη Βόρεια Συρία]. Διαφορετικά, οι μη ρεαλιστικές απαιτήσεις τους θα παρατείνουν τη διαδικασία», είπε ο Ακάρ.
Η νύξη του Ακάρ αναφέρεται στις επίμονες εκκλήσεις της Δαμασκού για αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από τα συριακά εδάφη, προκειμένου να μπορέσει να σημειωθεί πρόοδος στις διπλωματικές συνομιλίες. Ο Ακάρ υποστήριξε ότι η Τουρκία δεν βρίσκεται στη Συρία ως κατοχική δύναμη, αλλά για την ασφάλεια των συνόρων της, έναντι του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIL) και των κουρδικών Μονάδων Προστασίας του Λαού (YPG), που η Τουρκία χαρακτηρίζει τρομοκρατική οργάνωση.
«Δεν είμαστε κατοχική δύναμη. Αλλά δεν μπορούμε να αφήσουμε την ασφάλεια των συνόρων μας στο έλεος των άλλων. Έχουμε απωθήσει τρομοκράτες από τα σύνορά μας μέσω των στρατιωτικών μας επιχειρήσεων. Με έναν τρόπο, συμβάλλουμε στην προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας», σημείωσε.
Τονίζοντας ότι η υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών στο YPG ανοίγει το δρόμο για την ίδρυση ενός τρομοκρατικού κράτους που εκτείνεται από τα σύνορα του Ιράκ έως τις ακτές της Μεσογείου στη βόρεια Συρία, ο Ακάρ υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο εμποδίστηκε χάρη στις τουρκικές στρατιωτικές επεμβάσεις.
Καμία απόσυρση από τη Συρία, τονίζει ο Τσαβούσογλου
Στο μεταξύ, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, υποστήριξε ότι η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων δεν θα είναι δυνατή βραχυπρόθεσμα, λόγω των συνεχιζόμενων τρομοκρατικών απειλών.
Σε σημερινή του συνέντευξη στην εφημερίδα Hürriyet, ο Τσαβούσογλου υπογράμμισε ότι η Τουρκία είναι υποστηρικτής της πολιτικής ενότητας και της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας. «Η καλύτερη λύση είναι να επιτευχθεί μια διαρκής σταθερότητα στη Συρία με την εφαρμογή της πολιτικής διαδικασίας», είπε, αναφερόμενος στο ψήφισμα 2254 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που προβλέπει ορισμένη συνεννόηση μεταξύ της κυβέρνησης Άσαντ και της αντιπολίτευσης.
«Αν αποσυρθούμε τώρα, οι τρομοκρατικές οργανώσεις θα καλύψουν το κενό. Αυτό σημαίνει ένοπλη σύγκρουση και επιπλέον προσφυγικό βάρος για την Τουρκία», δήλωσε ο Τσαβούσογλου.
Η Τουρκία έχει στρατεύματα στη βόρεια Συρία, συμπεριλαμβανομένης της επαρχίας Ιντλίμπ. Σύμφωνα με την Άγκυρα, οποιαδήποτε στρατιωτική ενέργεια στην περιοχή μπορεί να προκαλέσει ένα νέο κύμα προσφύγων προς την Τουρκία, η οποία ήδη φιλοξενεί πάνω από 3,6 εκατομμύρια Σύρους.
Τους ισχυρισμούς του Ακάρ, πως οι ΗΠΑ επιδιώκουν τη σύσταση ενός «τρομοκρατικού» κράτους σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας, διατυπώθηκαν και από τον Τσαβούσογλου τον προηγούμενο μήνα. Οι ΗΠΑ γνωρίζουν καλά ότι η Τουρκία πολεμά ενάντια στο YPG, τόνιζε τότε ο Τσαβούσογλου, προσθέτοντας ότι η Ουάσινγκτον είναι δυσαρεστημένη λόγω της πρόσφατης επαφής της Άγκυρας με τη Δαμασκό με τη μεσολάβηση Μόσχας και Τεχεράνης.