ΑΘΗΝΑ
22:45
|
27.04.2024
Ο πρόσφατος θάνατος του Ούγγρου σκακιστή και θεωρητικού μας καλεί να δούμε εκ νέου το πληθωρικό έργο ενός θιασώτη της επανάστασης των ‘70ς.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ο πρόσφατος θάνατος του Ούγγρου σκακιστή και θεωρητικού Αντράς Αντοριάν σε ηλικία 73 ετών μας καλεί να δούμε εκ νέου το πληθωρικό έργο ενός θιασώτη της επανάστασης των ‘70ς, που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του έως σήμερα.

Όπως θα περιγράψει και ο ίδιος, το 1985 υπήρξε για τον Αντράς Αντοριάν μια «μαύρη» χρονιά. Είναι τότε που θα πεθάνει η αγαπημένη του μητέρα, σε ηλικία 70 ετών. Η σχέση του Αντοριάν μαζί της υπήρξε παραπάνω από καλή -αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι όταν  ενηλικιώθηκε ο Αντράς θα αλλάξει το όνομά του, παίρνοντας αυτό της μητέρας του, αντί του Ρόχας που είχε ως τότε. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα γίνει ένας ακόμα σκακιστής που θα υπερνικήσει το όνομα του πατρός -με προεξάρχοντα ανάμεσά τους τον φίλο του, Γκάρι Κασπάροβ. Ο Αντράς θα περιγράψει γλαφυρά το σοκ του θανάτου. Σε αντίθεση με τις πανανθρώπινες τραγωδίες που είναι πολύ μεγάλες και πολύ απομακρυσμένες για να μας επηρεάσουν υπαρξιακά, περιοριζόμενες ίσως στο να μας προκαλούν το (ενοχικό) αίσθημα της ανακούφισηςπου δεν υπήρξαμε εμείς τα θύματά τους, τα χτυπήματα της μοίρας στον μικρόκοσμό μας, στους λίγους και σημαντικούς άλλους της ζωής μας, μας υπενθυμίζουν με τον πλέον απτό τρόπο, αυτόν της ριζικής απώλειας, τη δική μας εφήμερη ύπαρξη. Η διαδικασία του πένθους ανάγεται έτσι σε μια μαθητεία ωρίμανσης που καλείται να καταλήξει στην αποδοχή της θνητότητας και στην ανάληψη της ευθύνης της. Κοινώς, «μ’ αυτή τη φθαρτή, επισφαλή ύπαρξη που μου έλαχε τι προτίθεμαι να κάνω;».

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η υπαρξιακή κρίση που κατέλαβε τον Αντοριάν δεν ήταν δικαιολογημένη από αντικειμενική άποψη. Μην ξεχνάμε ότι ακριβώς εκείνο το διάστημα ο Ούγγρος συμμετέχει στην ομάδα των «δεύτερων» που έχει συγκροτήσει ο Γκάρι Κασπάροβ στην πορεία του προς τον παγκόσμιο τίτλο. Οι γνώσεις του Αντοριάν στην Άμυνα Γκρίνφελντον καθιστούν πολύτιμο. Δεν είναι όμως αμελητέα και η εν γένει σκακιστική του πορεία. Σε ηλικία 19 ετών, το 1969, θα τερματίσει στη δεύτερη θέση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Νέων -την πρώτη θα καταλάβει ο μέγας Ανατόλι Κάρποφ· την ίδια χρονιά ωστόσο θα κερδίσει το Ευρωπαϊκό αντίστοιχο. Διεθνής μετρ το 1970, γκραν μετρ τρία χρόνια αργότερα, θα συνοδεύσει τη διάκριση κατακτώντας το εθνικό πρωτάθλημα Ουγγαρίας -μια επιτυχία που θα επαναλάβει το 1984, έναν χρόνο δηλαδή πριν την κρίση ταυτότητας που μελετάμε εδώ. Δεν θα λείψουν όλο αυτό το διάστημα και οι διεθνείς επιτυχίες. To 1975 θα τερματίσει δεύτερος στο Λονδίνο, μισό βαθμό πίσω από τον Τόνι Μάιλς, αλλά η μεγάλη στιγμή του θα είναι το 1979, όπου και θα ισοβαθμήσει στο Ιντερζόναλ της Ρίγας στις θέσεις 3 και 4 με τον συμπατριώτη του Ρίμπλι (πρώτος εκεί θα τερματίσει ο Ταλ και δεύτερος ο Πολουγκαγιέβσκι). Στο τάι μπρέικ που ακολούθησε ο Αντοριάν κέρδισε τον Ρίμπλι και βρέθηκε στην τελική φάση των ματς των διεκδικητών, μια από τις κορυφαίες στιγμές στην καριέρα κάθε επαγγελματία σκακιστή. Εκεί θα αποκλειστεί στα προημιτελικά από τον Ρόμπερτ Χιούμπνερ, τον Γερμανό παπυρολόγο, που επίσης άγγιζε την κορυφαία στιγμή της καριέρας του· το σκορ υπήρξε οριακό, μόλις 4,5-3,5, γεγονός που δείχνει και την υψηλή δυναμικότητα των δύο αντιπάλων, με τα πάντα να κρίνονται στις λεπτομέρειες. Ο Αντοριάν θα συνεχίσει να παίζει σε υψηλό επίπεδο, φτάνοντας στο πικ της δυναμικότητάς του το 1984. Τότε αγγίζει το ΕΛΟ των 2.580 μονάδων, καταλαμβάνοντας την 20ή θέση στον κόσμο. Αν συνυπολογίσουμε εδώ και την κατάκτηση του χρυσού ολυμπιακού μεταλλίου από την ομάδα της Ουγγαρίας στην Ολυμπιάδα του 1978 στο Μπουένος Άιρες, όπου ο Αντοριάν έπαιζε στην 4η σκακιέρα, καταλαβαίνουμε ότι η καριέρα του Αντράς ως σκακιστή δεν ήταν διόλου αμελητέα σε μια εποχή όπου ο επαγγελματισμός δεν έχει επικρατήσει πλήρως και όπου η σκακιστική δραστηριότητα απαιτεί ακόμα πολλές θυσίες ώστε να συνδυαστεί με την καθημερινή επίτευξη της ικανοποίησης των βιοτικών αναγκών.

Ο Αντοριάν απέναντι στον νεαρό Σορτ, το 1980

Όμως όλα αυτά δεν ήταν αρκετά. Ο Αντοριάν χρειαζόταν κάτι άλλο. Αναστοχαζόμενος τις ικανότητές του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα έπρεπε να εξελίξει το συγγραφικό του ταλέντο. Ενθυμούμενος τις ημέρες των αποφάσεων θα παρατηρήσει χωρίς ίχνος μετριοφροσύνης πως το τάλαντό του στη γραφή εκτεινόταν σε μεγάλο θεματικό εύρος: «Έγραφα πολύ ήδη από την εφηβεία μου: σκακιστικά άρθρα, αναλύσεις, εκθέσεις, πεζογραφία και ποίηση (17 ποιήματα και στα αγγλικά), στίχους, περιστασιακά ακόμη και μουσική. Είμαι εξαιρετικά εξωστρεφής, όπως θα το έθετε ένας ψυχολόγος, και έτσι ήταν φυσικό να πάρω το στιλό στο χέρι». Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, στην αναζήτηση μιας ενότητας σε όλη αυτή τη δραστηριότητα -τουλάχιστον στον βαθμό που αφορά το σκάκι- διαπίστωσε ότι το φυσικό κέντρο των ενδιαφερόντων του κινούταν γύρω από τη δυνατότητα των μαύρων να επιτύχουν εξίσου καλά αποτελέσματα με τα λευκά. Η ιδέα είχε γεννηθεί. Έναν χρόνο αργότερα το BlackisOK! κυκλοφορούσε από τις εκδόσεις Batsford, γινόμενο ταχέως μπεστ σέλερ στους κύκλους των λεγόμενων club players, των ερασιτεχνών δηλαδή που παίζουν συστηματικά σκάκι στις λέσχες τους.

Η βασική ιδέα του Αντοριάν είναι απλή, ου μη και κοινότοπη: η εγκαθιδρυμένη στους επαγγελματικούς σκακιστικούς κύκλους ιδέα περί πλεονεκτήματος των λευκών λόγω της πρώτης κίνησης αποτελεί προϊόν προκατάληψης. Η εδραίωσή της αποτελεί την επανάληψη μιας συνήθειας, όπου η επιτέλεση της πεποίθησης την έχει μετατρέψει άκριτα σε βεβαιότητα. Ο έλεγχος αυτής της προκατάληψης, ανατρέχοντας ήδη σε αποφάνσεις των κλασικών, μπορεί να μας επαναφέρει σε μια αξιολογικά ουδέτερη αντιμετώπιση του χρώματος των κομματιών στο σκάκι. Ενώ υπάρχουν παιχνίδια που το πλεονέκτημα της πρώτης κίνησης είναι υπαρκτό, υπάρχουν ταυτόχρονα παιχνίδια όπου η πρώτη κίνηση είναι μειονέκτημα -κλασικό παράδειγμα εδώ είναι το πόκερ, όπου όποιος μιλάει πρώτος εκτίθεται, δίνοντας πληροφορία στον αντίπαλο. Τέλος υπάρχουν παιχνίδια όπου το ποιος παίζει πρώτος είναι μάλλον αδιάφορο. Για τον Αντοριάν το σκάκι ανήκει εμφατικά σ’ αυτήν την κατηγορία.

Δεν έχει νόημα να αναλωθεί κανείς στην εξέταση της ισχύος αυτού του συλλογισμού -αν και ο Αντοριάν σ’ όλη του τη ζωή δεν έπαψε να επανεξετάζει τον ισχυρισμό του από την άποψη του «πάθους για την αλήθεια» που κινητoποιεί τη σκακιστική ανάλυση. Εξού και τα σίκουελτου BlackisOK! έχουν παρόμοια ευφάνταστους τίτλους: ΒlackisstillOK! (2004), BlackisOKForever! (2005). Αντίθετα έχει νόημα να δει κανείς τον ισχυρισμό στο πλαίσιο της εξέλιξης των σκακιστικών ιδεών, ώστε να κατανοήσει και το εύρος της επιτυχίας του βιβλίου. Η ιδέα ότι κάθε παρτίδα σκακιού θα έπρεπε να καταλήγει στην ισοπαλία είναι εκφρασμένη ήδη από την εποχή του Λάσκερ. Η τομή εξάλλου που έφερε το μοντέρνο σκάκι του Στάινιτς σε σχέση με τον ρομαντισμό του 19ου αιώνα είναι ακριβώς η ιδέα ότι η επίθεση δεν μπορεί να προκύψει βολονταριστικά αλλά μόνο αν το επιτρέπει στρατηγικά η θέση. Και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο ως προϊόν λάθους του αντιπάλου, είτε μεγάλου είτε απλώς με τη μορφή της παραχώρησης στρατηγικών συναινέσεων που συσσωρευμένες δημιουργούν το έδαφος για την πραγματοποίηση της επίθεσης. Σ’ αυτό το πλαίσιο κάθε κίνηση του μαύρου μπορεί να εξουδετερώνει την αντίστοιχη προηγηθείσατου λευκού. Ακόμα και σε συμμετρικές θέσεις όπου το πλεονέκτημα -μικρό μεν αλλά επίμονο- μπορεί να κρατήσει για όλη την παρτίδα, η εξισορροπητική δύναμη της απάντησης είναι αρκετή. Αυτή η συνειδητοποίηση, εξάλλου, ήταν που προκάλεσε και την πρώτη εμφάνιση του τρόμου ότι το παιχνίδι τελειώνει σε μια «σούπα» ισοπαλιών. Αν ο μαύρος μπορεί συμμετρικά να ακολουθεί τον λευκό και να αναπτύσσει την τεχνική του ώστε να «κρατά», το παιχνίδι έχει τελειώσει.

Επειδή όμως τα πράγματα ποτέ δεν είναι τόσο απλά, ήταν εκεί που η έννοια της ασυμμετρίας αρχίζει να αναπτύσσεται. Οι υπερμοντέρνοι του Μεσοπολέμου έδωσαν την πρώτη ώθηση για τη συνειδητοποίηση μιας αλήθειας που επανεμφανίστηκε με ορμή στη διαβόητη Επανάσταση των ’70ς, η οποία και αποτελεί τη βάση που κάνει διανοητό το εγχείρημα του Αντοριάν. Κομβική είναι εδώ η ιδέα του δυναμισμού και της ασυμμετρίας. Όπως θα το θέσει κι ο ίδιος ο Αντοριάν, περιγράφοντας αναδρομικά το εγχείρημά του, ο μαύρος μπορεί να αρνηθεί να μπει στο παιχνίδι της αναμέτρησης για την ισότητα και να επιλέξει τη δημιουργία ασύμμετρων θέσεων. Εκεί δεν τίθεται πλέον ζήτημα στατικής αξιολόγησης της θέσης, αλλά ευκαιριών αντιπαιχνιδιού. Ο μαύρος δεν παίζει για να εξουδετερώσει το πλεονέκτημα της πρώτης κίνησης του αντιπάλου, αλλά για να κερδίσει. Το «OK!» του Αντοριάν δεν είναι το «ΟΚ» της επίτευξης της ισότητας, αλλά η σαφής διεκδίκηση της νίκης. Κι αυτή θα προέλθει μόνο από τις περιπλοκές που δημιουργεί μια θέση στην οποία οι αντικειμενικές αδυναμίες προσφέρουν ανταλλάγματα αντεπίθεσης. Το στοιχείο του «τζόγου» που πρωτοστατεί εδώ υπενθυμίζει για άλλη μια φορά το γεγονός ότι το σκάκι είναι ένα παιχνίδι αγωνιστικό και όχι απλώς αναλυτικό: η ευκαιρία προκύπτει μέσα από την αναμέτρηση, και η αναμέτρηση προϋποθέτει όχι μόνο αναλυτικές αλλά και κοσμοθεωρητικές αποφάσεις. Υπ’ αυτή την έννοια, η απόφανση ότι «ο μαύρος είναι εντάξει!» δεν είναι περιγραφική αλλά κανονιστική: είναι μια διακήρυξη, ένα προγραμματικό σχέδιο και όχι ένα δελτίο ειδήσεων και νέων εξελίξεων.

O Αντοριάν στην κορυφαία στιγμή της αγωνιστικής καριέρας του θα κερδίσει τον Ρίμπλι, στο τάι μπρέικ του Ιντερζόναλ της Ρίγα το 1979, για να βρεθεί στα προημιτελικά των Διεκδικητών. Το τάι μπρέικ πραγματοποιήθηκε στη Βουδαπέστη. Photo credit: L. Petrovits, MTI, via http://origo.hu

Αν και η θεωρητική βάση του εγχειρήματος του Αντοριάν ήταν καθόλα υπαρκτή -ο Αντοριάν δεν καινοτομεί, αλλά ακολουθεί σε μια ίσως πιο ακραία μορφή τις τάσεις των καιρών- ο ίδιος σκηνοθετεί την πορεία του ως μια διαδικασία αναμέτρησης για αναγνώριση από το περιβάλλον του: αυτοκατανοείταιως ένας μοναχικός Δον Κιχώτης που προσπαθεί να πείσει τους ανθρώπους που συναντά στο διάβα του ότι αυτά που βλέπει δεν είναι ανεμόμυλοι αλλά αληθινοί, απειλητικά ορθωμένοι, πύργοι. Σ’ αυτό το κλίμα θα περιγράψει τη συγκαταβατικότητα με την οποία αρχικά τον αντιμετώπιζαν οι οικείοι του. Ωστόσο, θα παρατηρήσει θριαμβευτικά, «όσο περνούσε ο καιρός, ο στρατός των σκεπτικιστών μειώθηκε, και είδα τα κομμάτια μου να δημοσιεύονται σε διάφορα σκακιστικά περιοδικά σε 59 χώρες». Οι Δον Κιχώτες πάει μπροστά/ κι οι Σάντσοι ακολουθούν», που λέει και ο ποιητής.

Είναι αλήθεια ότι η επιτυχία του Αντοριάν στο να γίνει ένα λαϊκό μπεστ σέλερ είναι αποτέλεσμα όχι μόνο των καιρών αλλά και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της προσέγγισής του. Σε αντίθεση με τις σχοινοτενείς αναλύσεις των γκραν μετρ που συνοδεύουν την Επανάσταση των ’70ς (μην πάμε πολύ μακριά, ας δοκιμάσει ο μέσος σκακιστής το ομώνυμο -καίτοι χρόνια μετά δημοσιευμένο- ομώνυμο βιβλίο του Κασπάροβ), που παρουσιάζουν σειρές βαριαντών επί βαριαντών, ο Αντοριάν χωρίς να διαθέτει κανένα αξιοθαύμαστο περιγραφικό εύρος ανάλυσης των θέσεων, διαθέτει ωστόσο το πάθος ενός ποιητή. Το όραμά του για την ίση τύχη των μαύρων περνάει μέσα από την περιγραφή των επιτυχιών του και των αναλύσεών του σε συγκεκριμένα ανοίγματα με τρόπο που προσπερνά τις ακαδημαϊκές επιταγές ακρίβειας. Το δημιουργικό πάθος γεμίζει τον αναγνώστη με μια αισιοδοξία που τον θέτουν σε ένα επίπεδο πέραν της αλήθειας ή μη των ισχυρισμών. Οι μινιατούρες (παρτίδες που κρίνονται σε μικρό αριθμό κινήσεων) με τις οποίες τελειώνει ευφυώς το βιβλίο ο Αντοριάν λειτουργούν ως μια επίδειξη πυροτεχνημάτων στο τέλος ενός πάρτι που δεν εφείσθη σεμνότητας και σπατάλησε αν μη τι άλλο όλη την ενέργεια του διοργανωτή του. Και θα πρέπει φυσικά να συνυπολογιστεί ότι για τον μέσο ερασιτέχνη το παιχνίδι με τα μαύρα διατηρεί μια φαντασιακή υπερβατικότητα, σαν να μαγεύεται κανείς από το χρώμα που δηλώνει την είσοδο σε μια αντικανονικότητα, της οποίας την αναποδιά αξίζει να εξερευνήσει. Ο Αντοριάν δείχνει έτσι να συναρμόζει τις τάσεις της ποπ κουλτούρας με τις τρέντιθεωρητικές εξελίξεις, δημιουργώντας ένα σημείο αναφοράς.

Το μπεστ σέλερ του Αντοριάν

Η συγγραφική επιτυχία, ωστόσο, δεν θα απομακρύνει τον Αντοριάν από το αγωνιστικό σκάκι. Παρόλο που θα μείνει στην ιστορία ως ο συγγραφέας του Black is OK! Θα συνεχίσει να αγωνίζεται σε ατομικά τουρνουά (θα κερδίσει φερ’ ειπείν το όπεν της Νέας Υόρκης το 1987), θα συμμετάσχει σε Ολυμπιάδες, καθώς και σε διασυλλογικές διοργανώσεις -θα είναι κι αυτός ένας από τους πάμπολλους παίκτες της ελίτ που θα αγωνιστούν στη γερμανική Μπούντεσλίγκα, την πιο ισχυρή ίσως διασυλλογική διοργάνωση στον έξω και μετα-σοβιετικό κόσμο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 δε θα γνωρίσει τον νεαρό τότε Πέτερ Λέκο, το τελευταίο μεγάλο ταλέντο της Ουγγαρίας στο σκάκι, στην άνοδο του οποίου θα βοηθήσει με αποφασιστικό τρόπο ως προπονητής. Ταυτόχρονα, θα εμπλακεί και με πιο οργανωτικές θέσεις στη μεγάλη σκακιστική οικογένεια, γινόμενος διεθνής διαιτητής.

Εν ολίγοις, ο Αντράς Αντοριάν υπήρξε άλλος ένας από εκείνους τους «τρελούς» ελάσσονες εκλεκτούς της Κάισσας, που την υπηρέτησαν με αγωνιστικό, διανοητικό, συγγραφικό και οργανωτικό πάθος. Αγωνιστικές επιτυχίες, μεταλαμπάδευση της γνώσης στην επόμενη γενιά, ένα σλόγκαν που έγινε σταθμός για κάθε ερασιτέχνη που πρωτόπαιξε τις δεκαετίες του ’80 και του ’90: όλα αυτά συντελούν στο να μπορούμε να αποφανθούμε χωρίς καμία αμφιβολία πως ναι, ο Αντράς Αντοριάν ήταν όντως ΟΚ.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Καμπότζη: Είκοσι στρατιώτες σκοτώθηκαν σε έκρηξη σε βάση πυρομαχικών

Οι σοσιαλιστές οπαδοί καλούν τον Ισπανό πρωθυπουργό να παραμείνει στη θέση του

Αρμενία: Συνεχίζονται οι διαμαρτυρίες για την οριοθέτηση των συνόρων με το Αζερμπαϊτζάν

Κυκλοφοριακές ρυθμίσεις λόγω εργασιών συντήρησης στην Αττική οδό

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα