ΑΘΗΝΑ
11:33
|
02.05.2024
Ο Σίλβιο είναι νεκρός, αλλά υπάρχει φόβος ότι ο Μπερλουσκονισμός θα συντηρηθεί σε μια κοινωνία γαλουχημένη στο πρότυπο: της κουτοπονηριάς και της άξεστης συμπεριφοράς.
Του Ιταλού σκιτσογράφου TOMAS
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Nun c’è bisogno ‘a zingara
p’addiviná, Cuncè’…
(Παλιό, διάσημο ναπολιτάνικο τραγούδι)

Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι είναι νεκρός. Ωστόσο, ο Μπερλουσκονισμός όλα αυτά τα χρόνια, αντιπροσώπευσε την αυτοβιογραφία της Ιταλίας και υπάρχει ο δικαιολογημένος φόβος ότι θα τον συντηρήσει μια κοινωνία γαλουχημένη με βάση αυτό το πρότυπο: της κουτοπονηριάς και της άξεστης συμπεριφοράς.

Το φαινόμενο ενός κατά συρροήν ψεύτη

Ο Μοντανέλι, που τον γνώριζε καλά, τον είχε αποκαλέσει «τον μεγαλύτερο πλασιέ της Ιταλίας». Το πρόβλημα είναι ότι σε αυτό το τέταρτο του αιώνα ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι δεν μας πούλησε ψεύτικα συμβόλαια ή μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, ισχυριζόμενος, πως είναι ευκαιρίες. Αντίθετα, επέβαλε σε όλη την ιταλική κοινωνία σάπια και απατηλά όνειρα- αντιπερισπασμούς μπροστά στην πραγματική αποστράγγιση του κοινωνικού της κεφαλαίου, προκειμένου να γεμίσει τα προσωπικά του ταμεία σε φαραωνικά επίπεδα. Και είναι μια συνεχής πηγή έκπληξης να διαπιστώνει κανείς ότι ακόμα το 8% των ψηφοφόρων πολιτών της γείτονος, συνεχίζει να πιστεύει σε έναν τόσο ξεδιάντροπο κατά συρροή ψεύτη.

Ωστόσο, όσοι λένε ότι με την Τζόρτζια Μελόνι εγκαταστάθηκε η πρώτη δεξιά κυβέρνηση της Ιταλίας κάνουν λάθος. Διότι, ο Μπερλουσκόνι, τέσσερις φορές πρωθυπουργός (1994-1995, 2001-2005, 2005-2006, 2008-2011), ήταν πάντα εκ φύσεως δεξιός- και ως τέτοιος κυβέρνησε, έστω και αδέξια τείνοντας προς την καταστροφή. 

Δεδομένου ότι μια χώρα τόσο περίπλοκη όσο η Ιταλία, δεν την κυβερνά κανείς με ανέκδοτα και παρόμοιες ανάλαφρες ανοησίες. Μάλλον ένα μπαράκι της γειτονιάς με δεξιούς θαμώνες, θύμιζε η ρητορική του: αδιόρθωτος μάτσο, παροιμιώδης ομοφοβικός, ανυπότακτος στους κανόνες, αυταρχικός και αλαζόνας με τους υφισταμένους του.

Παροιμιώδης δε, ήταν η συνεχής προσφυγή στο ψέμα, αφού η ανειλικρίνεια ήταν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του. Ξεκινώντας μάλιστα από το ίδιο του το σώμα, του οποίου το κοντό ανάστημα καμουφλάριζε, καταφεύγοντας ακόμη και σε παπούτσια, με ενισχυμένο πάτο, που του χάριζαν ύψος. Αλλά και οι «διάσημες» σεξουαλικές επιδόσεις του, τίθενται εν αμφιβόλω, μετά από εγχείρηση προστάτη που έκανε, ήδη από την δεκαετία του ’90.

Έτσι, με αυτό το καταστροφικό ιστορικό, το οποίο υποδηλώνει την παρουσία ενός καταφανέστατου συμπλέγματος κατωτερότητας που μετατράπηκε σε ανωτερότητα- το οποίο καλλιεργήθηκε περιβαλλόμενος από yes-men που γελούσαν κατ’ εντολήν και κορίτσια, έτοιμα να μεγαλοποιήσουν τον «εξαιρετικό» ανδρισμό του. 

Ένα ακροατήριο/χαρέμι που με το κύρος του ως πλούσιου, του επέτρεπε να αγοράζει με το κιλό, με αποτέλεσμα να πιστεύει και ο ίδιος τις ανοησίες που έλεγε.

Έτσι, η δουλικότητα με την οποία περιέβαλε τον εαυτό του τον οδήγησε στο να πιστεύει ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα δεν αποτελείται παρά μόνο από ανόητους -ως εκ τούτου επέμενε να πλασάρει τις ανοησίες του ακόμη και σε όσους δεν ήταν στη μισθοδοσία του, με αποτέλεσμα την αυξανόμενη απόρριψη. 

Εξ ου και η απορία του όταν ανακάλυψε ότι η Άνγκελα Μέρκελ και ο Νικολά Σαρκοζί δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα γέλια τους στο άκουσμα και μόνο του ονόματός του. Ένας γεννημένος αστείος που δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ήταν αστείος.

Ένας πρώην βουλευτής της Forza Italia, αγανακτισμένος με τον Καβαλιέρε είπε κάποτε:

Πρέπει να δίνετε προσοχή στις αλλαγές της έκφρασής του: Για παράδειγμα, λέει τα συνηθισμένα του ανέκδοτα και μετά γελάει μαζί με το πλήθος των ενθουσιωδών ακροατών, με τον αέρα του χαλαρού φίλου. 

Λοιπόν, μόλις έχει την εντύπωση ότι κανείς δεν τον βλέπει πια, τα μάτια του -μέχρι τότε χαρούμενα και  ανέμελα- ξαφνικά αλλάζουν και αποκτούν το δολοφονικό βλέμμα ενός σαρκοβόρου αρπακτικού, από την μινωική περίοδο.

Το αίνιγμα  Μπερλουσκόνι

Το αίνιγμα του πολιτικού Μπερλουσκόνι, του επιχειρηματία Μπερλουσκόνι, του πλούσιου Μπερλουσκόνι, έχει διερευνηθεί και εξιστορηθεί ευρέως. 

Γνωρίζουμε για το ξεκίνημά του ως μικρός επιχειρηματίας στον κατασκευαστικό τομέα χάρη στη χρηματοδότηση από ένα πιστωτικό ίδρυμα -που σύμφωνα με επανειλημμένες φήμες, μύριζε πλυντήριο χρήματος μαφιόζικης προέλευσης- όπως το υποκατάστημα της Banco di Rasini στο Μιλάνο, όπου «τυχαία» εργαζόταν και ο πατέρας του.

Από εκείνη τη στιγμή και μετά, αξιόπιστες δημοσιογραφικές και δικαστικές έρευνες καταδεικνύουν τη συνεχή παρουσία στο πλευρό του, από ανθρώπους που ήταν επιφορτισμένοι με την εξασφάλιση ενός άμεσου διαύλου επικοινωνίας με τον οργανωμένο υπόκοσμο.

Δεν είναι άγνωστη η μέθοδος που υιοθετήθηκε για την υφαρπαγή του εκδοτικού κολοσσού Mondadori, εξασφαλίζοντας αρχικά την όχι και τόσο ανιδιοτελή καλοσύνη ορισμένων δικαστών.

Γνωστό είναι επίσης το προοίμιο της καθόδου του στην πολιτική, συνοδευόμενο από τις επίμονες παρακλήσεις του φίλου του Μπετίνο Κράξι αλλά και από τα υπομνήματα των πιο έμπιστων συνεργατών του: «Όταν ο Σίλβιο αποφάσισε να μπει στον χώρο με τη Forza Italia, η εναλλακτική μας ήταν να καταλήξουμε στη φυλακή ως κλέφτες ή μαφιόζοι», εκμυστηρεύτηκε ο ισόβιος συνεργάτης του και  παιδικός του φίλος, Φελίτσε Κονφαλονιέρι – ακόμα πρόεδρος της Mediaset για λογαριασμό του αφεντικού.

Όλα αυτά -χρήματα, ίντριγκες, εξουσία- είναι πασίγνωστα. Αλλά τι κρυβόταν πίσω από αυτό το χαρούμενο αρπακτικό χαμόγελό του και την ακλόνητη αποφασιστικότητά του;

Η θεώρηση του κόσμου, στον οποίο έκανε τα πρώτα του βήματα ο «Berlusca», λίγο γεράκι και λίγο τζέντλεμαν (στην αυτοβιογραφία του στο περιοδικό «Μια ιταλική ιστορία» του 2001, έγραφε «ότι ως παιδί, εκτός του ότι ήταν ευφυής, άνετος, με αυτοκυριαρχία και εύκολη επικοινωνία», με το καλό του γούστο στα ρούχα προκαλούσε τον φθόνο.

Στο μεταξύ, ρίχνει το βλέμμα του με ζηλοφθονία προς τα κτίρια της Corso Vittorio ή της Viale dei Giardini, ατενίζοντας απειλητικά τον κόσμο της παλιάς μιλανέζικης ευμάρειας. 

Εξ ου και αναπτύσσεται, μέσα στο εκκολαπτήριο του άγχους του για κοινωνική τοποθέτηση και της δυσαρέσκειας, η επιθυμία για εκδίκηση που παίρνει τη μορφή μιας μονομανούς ιδέας: «Θα σας δείξω εγώ! Θα σας αγοράσω όλους!».

Σίγουρα ο Μπερλουσκόνι, πραγματοποιώντας την ακάθεκτη πτήση του, δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι, την ίδια στιγμή, ο Πάολο Σίλος Λαμπίνι, σκιαγραφούσε το προφίλ του τύπου του:

Ανάμεσα στα στρώματα της μέσης εκπαίδευσης βρίσκονται συχνότερα τα χειρότερα άτομα, πρόθυμα να αναλάβουν την κοινωνική άνοδο και την αναρρίχηση στον πλουτισμό, με κάθε μέσο.

Σύμφωνα με τη γνωστή θεωρία -που επανειλημμένα έχει διατυπώσει ο ίδιος, ότι «το κοινό αποτελείται από αγοράκια, ούτε καν πολύ έξυπνα».

Γιατί ο Μπερλουσκόνι μας μισεί. Αλλά είναι ένα συναίσθημα που στρέφεται και εναντίον του εαυτού του, τόσο ανείπωτο όσο και βαθύ. Τι άλλο μπορεί να πει κανείς για τη μανιακή ανάγκη του, να επεμβαίνει σε ένα σώμα που δεν ανταποκρίνεται στις δικές του φιλοδοξίες και να διατηρείται νεανικό, με λίφτινγκ και ενέσεις σιλικόνης, ενώ γίνεται και αντικείμενο μεταμοσχεύσεων. 

Πλαστικοποιημένο. Όπως και η φάτσα του, τα τελευταία χρόνια.

Φοβάται ο Μπερλουσκόνι;

Σίγουρα έχει έναν φόβο: τον τρόμο της καταδίκης. Για αυτό, θέλει να  ξορκιστεί μπαίνοντας στην πολιτική για να εξασφαλίσει παραχωρήσεις, ελαφρυντικά και άλλα διαβολικά που ετοιμάζουν οι δικηγόροι του και εφαρμόζουν οι υπουργοί του. Με τους δικαστές να γίνονται ο μπαμπούλας στους εφιάλτες του ώριμου, άτακτου και ιδιότροπου παιδιού.

Είναι σαφής η αρνητική εντύπωση που έχει ο Μπερλουσκόνι για ολόκληρο το δικαστικό σώμα και φυσικά με εκείνους που τολμούν να τον κατηγορήσουν. Για όλους τους άλλους, όπως και για όποιον υποτάσσεται στη θέλησή του να κυριαρχήσει, είναι έτοιμος να φορέσει τη μάσκα του «καλού Τσαουσέσκου». 

Ορισμός, για τον οποίο, είμαστε υπόχρεοι στον συνήθη ύποπτο,  Φελίτσε Κονφαλονιέρι.

Και τώρα;

Τώρα, όμως, το ταξίδι, έφτασε στο τέλος του. Μια δημόσια ιστορία, η οποία πάντα μόλυνε αυτό που άγγιζε: την πολιτική -φυσικά- αλλά και την ενημέρωση, την ψυχαγωγία, ακόμη και το ποδοσφαιρικό σόου.

Τι απομένει όμως, μετά την τριαντάχρονη παραμονή στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας;

Κάποιοι μπορεί να πουν ότι -με τη Μελόνι- έδωσε στη Δεξιά σταθερότητα στη διακυβέρνηση. Όμως, πάνω από όλα -και για να κλείσουμε όπως αρχίσαμε- ήταν μια αυτοβιογραφία των μεταλλάξεων που έλαβαν χώρα τον τελευταίο μισό αιώνα στη μήτρα της ιταλικής κοινωνίας: μια μετάβαση «από το μέτριο και κοινότοπο στον μέτριο λυκάνθρωπο».

_______________

Κι εδώ, «la grande canzone napoletana» των Capaldo-Gambardella, που γράφτηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα  (1906). Τραγούδι: Gabriella Ferri. Roma-Viterbo (1942-2004 ).

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ για την αντιμετώπιση της ακρίβειας

Αποφυλάκιζεται ο Νίκος Μιχαλολιάκος

ΟΟΣΑ για Ελλάδα: Χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης από το Πρόγραμμα Σταθερότητας

Ανάληψη ευθύνης για παρέμβαση σε εκδήλωση με ομιλητή τον Χρυσοχοΐδη

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα