ΑΘΗΝΑ
01:32
|
09.05.2024
Τι σκεφτόμαστε άραγε όταν ακούμε τον όρο «συμπεριληπτική γλώσσα»; Ή ακόμα χειρότερα, «ουδέτερη γλώσσα»;
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Τι σκεφτόμαστε άραγε όταν ακούμε τον όρο  «συμπεριληπτική γλώσσα»; Ή ακόμα χειρότερα, «ουδέτερη γλώσσα»; Θα έλεγε κανείς ότι ανήκουν στις πιο αμφιλεγόμενες έννοιες που καλούμαστε να διαχειριστούμε ατομικά και συλλογικά τα τελευταία χρόνια, αφού υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις ως προς την υιοθέτησή της.

Οι άνθρωποι που γράφουν καθημερινά, φαντάζομαι ήδη, θα έχουν αντιμετωπίσει το εξής πρόβλημα: Πώς απευθυνόμαστε άραγε σε ένα κοινό ανθρώπων, όταν έχουμε να συντάξουμε ένα κείμενο, μια παρουσίαση ή απλά ένα email; Χρησιμοποιούμε το κοινωνικά καθιερωμένο αρσενικό γένος – που υποτίθεται εκπροσωπεί όλα τα γένη – για να αναφερθούμε σε ένα επάγγελμα ή να απευθυνθούμε σε ένα πρόσωπο, ή μήπως συμπεριλαμβάνουμε και το θηλυκό γένος – γνωστό ως θηλυκοποίηση, ή τελικά απευθυνόμαστε σε όλα;

Προσωπικά, έχω δυσκολευτεί πολλές φορές και για αυτό στα επίσημα -τουλάχιστον- κείμενα που συντάσσω τα τελευταία χρόνια, προσπαθώ να χρησιμοποιώ γλώσσα που να μην εγείρει κάποια διάκριση εις βάρος κάποιου ατόμου. Άρα, μήπως ήδη χρησιμοποιούσα συμπεριληπτική γλώσσα, πριν καν ακούσω τον όρο «συμπεριληπτική γλώσσα»; Είναι μια «νέα» τάση που συνειδητά ή ασυνείδητα ακολουθούμε κυρίως στον γραπτό και, στη συνέχεια, στον προφορικό λόγο; Τι θα συμβεί, όμως, αν κάνουμε κάποιο λάθος;  Οϊμέ, τι μπέρδεμα είναι τούτο;!

Αρχικά, ας δούμε τι σημαίνουν οι όροι, συμπεριληπτική και ουδέτερη ως προς το φύλο γλώσσα. Οι έννοιες τους συχνά ταυτίζονται, προάγοντας κοινές αξίες και επιδιώξεις αλλά είναι θεμιτό να ξεκαθαρίσουμε ότι η ουδέτερη ως προς το φύλο γλώσσα αποτελεί υποσύνολο της συμπεριληπτικής γλώσσας. Συνεπώς, από τούδε και στο εξής, θα αναφέρομαι και στα δύο ως συμπεριληπτική γλώσσα.

Η συμπεριληπτική γλώσσα αναφέρεται στη χρήση γλώσσας που αποφεύγει τον αποκλεισμό, την περιθωριοποίηση ή τη διαιώνιση στερεοτύπων για συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων με βάση παράγοντες όπως το φύλο, τη φυλή, την εθνικότητα, την ηλικία, την αναπηρία, τον σεξουαλικό προσανατολισμό κ.ά..

Η ουδέτερη γλώσσα, από την άλλη πλευρά, εστιάζει συγκεκριμένα στην αποφυγή της γλώσσας που υπονοεί ή ενισχύει προκαταλήψεις ή υποθέσεις για το βιολογικό και κοινωνικό φύλο ενός ατόμου.

Και τι μας το λες; Αμμ σας το λέω, γιατί πλήθος διεθνών οργανισμών, πολυεθνικών, πανεπιστημίων, ειδησεογραφικών πρακτορείων και κρατών συντάσσουν και προωθούν οδηγούς για τους ορθούς τρόπους χρήσης και υιοθέτησης της συμπεριληπτικής γλώσσας. Άρα, αν δεν σε αφορά που ο Κυριάκος έγινε Κούλα, αλλά αν χρειαστεί να εργαστείς σε επίσημο φορέα και όχι στο μαγαζάκι του κυρ. Παντελή, θα πρέπει να το έχεις στο νου σου, μην πετάξεις κανένα βατράχι και φας το κεφάλι σου! Πολύ συμπεριληπτική η γλώσσα μου, δε νομίζεις;

Στην έρευνά μου, προσπάθησα να εντοπίσω την περίοδο εκκίνησης της χρήσης της συμπεριληπτικής γλώσσας αλλά κατέληξα ότι η ένταξή της έγινε σταδιακά για να καλύψει αναδυόμενες κοινωνικές ανάγκες τις τελευταίες δεκαετίες. Και προφανώς είναι λογικό αφού μέχρι τα μέσα και τα τέλη του 20ου αι. δεν είχαμε λύσει άλλα κι άλλα οφθαλμοφανή ζητήματα. Θυμήσου ότι στην Ελλάδα, το νόμιμο δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες κατοχυρώθηκε μόλις το 1952! Κι όμως, η χρήση της και η συνειδητοποίηση της σημασίας της εξελίσσονται δυναμικά τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως τα τελευταία 30 χρόνια, όπου ακαδημαϊκοί και γλωσσολόγοι σε όλο τον κόσμο ξεκίνησαν έρευνες και πρότειναν λύσεις και πρακτικές για την ορθή χρήση των γλωσσών (κυρίως αυτών που προσδιορίζονται από γένη) αποκλείοντας πατριαρχικές εφαρμογές, προκαταλήψεις και διακρίσεις εις βάρος συγκεκριμένων μειονοτικών ομάδων. Άξιο αναφοράς είναι ότι το φεμινιστικό κίνημα και η LGBTQIA+ κοινότητα έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διεκδίκηση της χρήσης της από επίσημους, κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς. Γλωσσικοί ακτιβιστές παγκοσμίως προσπαθούν να ευαισθητοποιήσουν τον κόσμο χρησιμοποιώντας διάφορα κανάλια επικοινωνίας -κυρίως των μέσων κοινωνικής δικτύωσης- με σκοπό την επίτευξη αλλαγών στη χρήση της γλώσσας για την επίλυση κοινωνικών, πολιτιστικών και πολιτικών ζητημάτων.

Μα γιατί είναι τόσο σημαντικό να την υιοθετήσουμε και να την χρησιμοποιούμε στην καθημερινή επικοινωνία μας;  Στο κάτω κάτω, αν ξαφνικά αλλάξω τον τρόπο που μιλάω, αυτό σημαίνει ότι θα εκλείψουν οι διακρίσεις και οι προκαταλήψεις σε βάρος μειονοτικών ομάδων; Φτάνει με την πολιτική ορθότητα, δεν θα μπορούμε να εκφραστούμε σε λίγο!

Δεν είναι απλά ζήτημα πολιτικής ορθότητας. Η γλώσσα επηρεάζει δυναμικά νοοτροπίες, συμπεριφορές και αντιλήψεις. Η γλώσσα δεν είναι μόνο ένας απλός τρόπος να επικοινωνούμε για να επιβιώνουμε. Είναι τρόπος σκέψης, είναι γνώση, είναι έκφραση, είναι τέχνη και ψυχαγωγία, είναι ό,τι μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Ακόμα και ο τρόπος που επιλέγουμε να τη χρησιμοποιούμε αποτελεί πολιτική τοποθέτηση. Γλώσσα είναι τα πάντα γύρω μας. Κι όμως από την γλώσσα, πολλοί συνάνθρωποί μας δεν εκπροσωπούνται ή υποεκπροσωπούνται ακόμα και σήμερα. Νομίζεις ότι είναι δίκαιο αυτό;

Η διεύρυνση και ο εμπλουτισμός της γλώσσας είναι η ελάχιστη αντίσταση που μπορούμε να προσφέρουμε, σε έναν κόσμο που εκμηδενίζει ανθρώπους από τον δημόσιο βίο.

Ας δούμε μερικά παραδείγματα όπου επιχειρείται η εφαρμογή της συμπεριληπτικής γλώσσας, καθώς και τις αντιστάσεις που -αδιαλείπτως- εκφράζονται από αυτούς που αντιτίθενται στην εφαρμογή της.

Ο Καναδάς και το νομοσχέδιο C-16 του 42ου Κοινοβουλίου

Πριν από μερικά χρόνια, το 2016, το Φιλελεύθερο Κόμμα του Τζάστιν Τριντό παρουσίασε νομοσχέδιο για την τροποποίηση καναδικού Νόμου Περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Ποινικού Κώδικα. Το 2017, υπερψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο και τέθηκε άμεσα σε ισχύ. Ο  συγκεκριμένος νόμος προσθέτει την ταυτότητα και την έκφραση φύλου ως προστατευόμενους όρους στον καναδικό Νόμο Περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά και στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που αφορούν την προπαγάνδα μίσους, την υποκίνηση σε γενοκτονία και τους επιβαρυντικούς παράγοντες στην ποινή.

Τι σημαίνουν όλα αυτά;

Το νομοσχέδιο αποσκοπεί στην προστασία των ατόμων από διακρίσεις ενώπιον της ομοσπονδιακής δικαιοδοσίας του Καναδά και από το να αποτελούν στόχους προπαγάνδας μίσους ως συνέπεια της ταυτότητας ή της έκφρασης του φύλου τους. Προσθέτει, επίσης, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ένα αδίκημα έχει ως κίνητρο μεροληψία, προκατάληψη ή μίσος λόγω της ταυτότητας ή της έκφρασης του φύλου ενός ατόμου, αποτελούν επιβαρυντικό παράγοντα σε μια ποινική δίκη.

Όταν παρουσιάστηκε το νομοσχέδιο το 2016, ο Τζόρνταν Πίτερσον, καθηγητής Ψυχολογίας και δημοφιλής συγγραφέας, ισχυρίστηκε σε μια σειρά βίντεο που ανέβασε στο YouTube, ότι το νομοσχέδιο θα μετέτρεπε τη χρήση μερικών αντωνυμιών για το φύλο ως «υποχρεωτική ομιλία» και επεκτάθηκε σε μια γενική κριτική απέναντι στην πολιτική ορθότητα. Αυτό, δημιούργησε μια τεράστια συζήτηση στη χώρα, με τα υπέρ και τα κατά της ουδέτερης γλώσσας, που έφερε στο προσκήνιο το νομοσχέδιο.

Μέσα από αυτή την κριτική γεννήθηκε η εξής απορία: Αν κάνεις λάθος ή και επιμείνεις να απευθυνθείς με τη μη προτιμώμενη από το άτομο αντωνυμία, που επιθυμεί να αυτοπροσδιοριστεί (εδώ γίνεται λόγος κυρίως για τα τρανς άτομα), τότε κινδυνεύεις να μπεις φυλακή, καθώς σύμφωνα με την τροπολογία προβλέπεται ότι κάνεις ρητορική μίσους;

Αν και η τροπολογία αγκαλιάστηκε κατά γενική ομολογία από τον καναδικό πληθυσμό, υπήρχαν όπως ήταν αναμενόμενο και αντιδράσεις.

Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο ισχυρισμός ακούγεται παράλογος αλλά ήταν η δικαιολογία που χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τον πληθυσμό της alt δεξιάς του Καναδά αλλά και από όσους δεν είναι φιλικά διακείμενοι προς τέτοιους νεωτερισμούς.  Σύμφωνα με την Μπρέντα Κόσμαν, καθηγήτρια Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, η εσφαλμένη χρήση μη προτιμώμενης αντωνυμίας δεν πληροί τις νομικές προϋποθέσεις για το αδίκημα της υποκίνησης μίσους. Σήμερα, έχουμε 2023, περίπου 6 χρόνια μετά την εφαρμογή του νόμου και μηδενικές υποθέσεις ανάλογες με αυτές που ισχυρίστηκε ο Πίτερσον ότι θα προέκυπταν.

Σουηδία και το ουδέτερο Hen

H Σουηδία είναι γνωστή για τις προοδευτικές πολιτικές που ακολουθεί σε ζητήματα που άπτονται της ισότητας και των διακρίσεων. Σε αντίθεση, με τα φινλανδικά που είναι μια γλώσσα που δεν περιέχει αντωνυμίες που προσδιορίζουν το αρσενικό/θηλυκό, τα σουηδικά περιλαμβάνουν αντωνυμίες που προσδιορίζουν μόνο τα δύο γένη (han/hon), ενώ το ουδέτερο εκλείπει. Συνεπώς, πολλές φορές όταν δεν είναι γνωστό το γένος ενός ανθρώπου, δημιουργούνται συγχύσεις στον γραπτό και προφορικό λόγο ως προς την εκφορά του. Κι όμως, ήδη από το 1966, o Ρολφ Ντουνάς ακαδημαϊκός, πρότεινε την εισαγωγή του hen (αυτό) – επηρεασμένος από τα φινλανδικά – ως το τρίτο ενικό της προσωπικής αντωνυμίας. Το 1994 έγινε, επίσης, ένας δημόσιος διάλογος χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τελικά, αυτό που δεν κατάφεραν να κάνουν οι ακαδημαϊκοί και γλωσσολόγοι, το κατάφερε ο συγγραφέας ενός παιδικού βιβλίου το 2012, ο Γέσπερ Λούντκβιστ, που αντικατέστησε το han/hon με το ουδέτερο hen. Και σε αυτή τη περίπτωση, είχαμε αντιδράσεις υπέρ και κατά της χρήσης του hen. Το 2014, το hen συμπεριλήφθηκε στο Svenska Akademiens Ordlista, το επίσημο λεξικό της Σουηδικής Ακαδημίας.

Σύμφωνα με μία επιστημονική δημοσίευση (Four Dimensions of Criticism Against Gender-Fair Language) που εξετάζει την αποδοχή από τους Σουηδούς της αντωνυμίας hen, υπάρχουν τέσσερις διαστάσεις κριτικής απέναντι στην υιοθέτηση της συμπεριληπτικής γλώσσας. Άξιο αναφοράς, είναι ότι οι ερωτηθέντες της έρευνας είναι φοιτητές/τριες και ως εκ τούτου η έρευνα δεν μπορεί να είναι αντιπροσωπευτική όλου του σουηδικού πληθυσμού.

  • Υπεράσπιση γλωσσικού status quo (39,4%)
  • Σεξισμός και cisgenderism (το να αποδέχεσαι το βιολογικό φύλο που σου έχει αποδοθεί) (27.4%)
  • Υποβάθμιση της αξίας του θέματος και των υποστηρικτών του (26.9%)
  • Διάσπαση προσοχής στην επικοινωνία (6.3%)

Στην έρευνα, επίσης, περιγράφεται το γεγονός ότι η συμπεριληπτική γλώσσα μπορεί να «απειλήσει» τις προσωπικές κοινωνικές ταυτότητες των συμμετεχόντων στην έρευνα. Για παράδειγμα, αναφέρεται ότι τα άτομα με ισχυρή ταυτότητα γυναικείου ή αρσενικού φύλου είναι πιο αρνητικά στην υιοθέτηση του hen και επιλέγουν να το χρησιμοποιούν λιγότερο συχνά.

Κάνοντας έρευνα για αυτό το αμφιλεγόμενο θέμα, έχω διαβάσει αρκετά άρθρα που εκφράζουν  κάποια γνώμη, θετική, ουδέτερη ή αρνητική, είτε διάφορους οδηγούς για το πώς αντιμετωπίζουν πιο εκσυγχρονισμένα κράτη την ορθή χρήσης της συμπεριληπτικής γλώσσας. Υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις ανάλογα με τη γλώσσα κάθε χώρας. Για παράδειγμα, στο Ηνωμένο Βασίλειο προτιμάται η χρήση του «they/them», ενώ στη Γαλλία συνίσταται η θηλυκοποίηση της γλώσσας εφόσον δεν υπάρχει ουδέτερο γένος (πχ. ο/η γιατρός), ενώ σε άλλες γλώσσες όπως τα φινλανδικά και τα εσθονικά δεν συναντιούνται γένη, οπότε δεν έχουν σχεδιαστεί συγκεκριμένες πολιτικές.

Αυτό που με προβλημάτισε, όμως, και με παρακίνησε να γράψω το συγκεκριμένο άρθρο, δεν είναι τα αρνητικά σχόλια που έχω διαβάσει – κατά καιρούς – στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που προασπίζουν το status quo της γλώσσας, γεγονός αναμενόμενο από τα πιο συντηρητικά στρώματα της κοινωνίας αλλά η εναντίωση ατόμων του περιβάλλοντός μου – κυρίως προοδευτικών –  ως προς τη συγκεκριμένη πρακτική.

Τα βασικά επιχειρήματα που έχω κληθεί να αντικρούσω είναι: 

  • Η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός και εξελίσσεται φυσικά, γιατί να επέμβουμε;
  • Γιατί να μπούμε στη διαδικασία να αλλάξουμε το status quo της γλώσσας, για ένα πολύ μικρό μέρος της κοινωνίας;

Θα απαντήσω σε αυτά τα επιχειρήματα με ένα εγχώριο παράδειγμα.

Το γλωσσικό ζήτημα στην Ελλάδα

Θα μπορούσα να γράψω ολόκληρες σελίδες για το γλωσσικό ζήτημα στην Ελλάδα, καθώς είναι τόσο περίπλοκο και χρόνιο που ταλάνισε για περισσότερους από 20 αιώνες τον ελληνικό πληθυσμό. Γλωσσικό ζήτημα ορίζεται ο γλωσσικός διχασμός σε γραπτό (λόγιο) και προφορικό λόγο (δημώδη). Έχει τις ρίζες του ήδη από τα αρχαία χρόνια και λήγει με την καθιέρωση της δημοτικής στα δημοτικά σχολεία στις 28 Σεπτεμβρίου του 1974.

Με την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους το 1831, πέρα από τα υπόλοιπα ανυπέρβλητα προβλήματα, προέκυψε και το γλωσσικό ζήτημα, καθώς η καθομιλουμένη μετά το πέρας της Τουρκοκρατίας και της Ενετοκρατίας είχε υιοθετήσει πολλές ξένες λέξεις. Μετά από χρόνιες διαμάχες μεταξύ των υποστηρικτών της καθαρεύουσας (κυρίως αρχαΐζουσας) και της δημοτικής, εμφανίζεται μια από τις πιο κομβικές προσωπικότητες του γλωσσικού ζητήματος, ο Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος ξεκινά μια τάση καθαρισμού της γλώσσας, με αποτέλεσμα μια νέα μορφή της καθαρεύουσας, η οποία ορίζεται ως επίσημη γλώσσα το 1834. Φυσικά, το γλωσσικό ζήτημα δεν έληξε εκεί και συνεχίστηκε μεταξύ διαξιφισμών των δύο αντιπάλων ομάδων. Να σημειωθεί ότι ο Κοραής κατηγορήθηκε από τους μεν (αρχαΐζοντες) ότι αρνείται τη γλωσσική παράδοση και από τους δε (δημοτικιστές) για τεχνητή παρέμβαση στη γλώσσα.

Πολλά χρόνια αργότερα και ενώ η διαμάχη συνεχιζόταν, μια άλλη ισχυρή παρουσία στο γλωσσικό ζήτημα εμφανίστηκε με την έκδοση του βιβλίου «Το Ταξίδι μου» από τον Γιάννη Ψυχάρη σε δημοτική γλώσσα το 1888. Ο Ψυχάρης θεωρείται πατέρας της ακραίας μαχητικής δημοτικής και πλέον το ζήτημα παίρνει πέρα από κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις.

Με σύγχρονους όρους, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Ψυχάρης και ο Κοραής ήταν γλωσσικοί ακτιβιστές ή και influencers… αφού δημιούργησαν νέες τάσεις και προκάλεσαν τους συντηρητικούς κύκλους της εποχής!

#katharevousa #dimotiki #glwssa

Λίγα χρόνια αργότερα το 1901, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Ακρόπολις η μετάφραση της Αγίας Γραφής σε ακραία δημοτική από το λόγιο Αλέξανδρο Πάλλη, με σκοπό να μπορέσουν να έχουν πρόσβαση στα λόγια του Χριστού και οι πληβείοι αγράμματοι. Τι το ‘θελαν; Έξαλλοι οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών έκαναν την πρώτη κατάληψη στην ιστορία του ελληνικού κράτους και στην εξέγερση που διήρκησε περίπου ενάμιση μήνα, σκοτώθηκαν 8 άτομα και τραυματίστηκαν περίπου 70. Τα αιτήματα τους ήταν να εκδιωχθούν από την εφημερίδα οι υπάλληλοι που σχετίζονταν με τη μετάφραση και να αφοριστεί από την Εκκλησία ο Πάλλης. Αυτά είναι τα γνωστά «Ευαγγελικά».

Πού θέλω να καταλήξω; Ότι θα ήταν πολύ ρομαντικό να ισχυριστούμε ότι η εξέλιξη της γλώσσας προκύπτει φυσικά, αφού είναι σαν να διαγράφουμε ένα πολύ μεγάλο και αιματηρό κομμάτι της ιστορίας. Φυσικά, και οι δημοτικιστές προσπάθησαν να υποστηρίξουν μια γλώσσα η οποία θα έλεγε κανείς ότι ήταν συμπεριληπτική, αφού άνθρωποι προσπάθησαν να μεταφράσουν ή και να παράξουν ποίηση και λογοτεχνία στη «μαλλιαρή» με στόχο την πρόσβαση της από τους αγράμματους που ήταν και η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας. Σε άλλη περίπτωση, θα μιλούσαμε για τη γλώσσα των λίγων, των λόγιων και θα αποκλειόταν ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας.

Και στο επιχείρημα, αν αξίζει να αλλάξουμε τον τρόπο που χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για «λίγα» άτομα, έχω να απαντήσω ότι για μένα εκεί κρύβει η κοινωνία την ωριμότητα και τη δύναμή της, όταν εκπροσωπούνται όλοι οι άνθρωποι που αποτελούν μέρος της χωρίς προϋποθέσεις.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Η Αντιφασιστική Νίκη συνεχίζει να εμπνέει τους λαούς, λέει το ΚΚΕ

Νεκροταφείο κατοικίδιων απέκτησε η Πάτρα

Τον Ιμάμογλου συνάντησε σήμερα ο Δήμαρχος Αθηναίων

Τουρκική NAVTEX στο κεντρικό Αιγαίο πριν την επίσκεψη Μητσοτάκη στην Άγκυρα

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα