ΑΘΗΝΑ
21:24
|
27.04.2024
Ένα ιδιότυπο σκακιστικό εγχειρίδιο από την εποχή του Μεσοπολέμου.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Όταν το 1966 μια ομάδα Γιουγκοσλάβων γκραν μετρ και θεωρητικών προχωρούσε στην έκδοση του Šahovski Informator, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η έκδοση δεν θα άλλαζε τα πάντα στον τρόπο που ο σκακιστικός κόσμος αποκτά πρόσβαση στις παρτίδες, αλλά και τον ίδιο τον τρόπο που τις σχολιάζουμε -άρα, κατ’ επέκταση, και που τις σκεπτόμαστε.

Το Informator δημιουργήθηκε για να καλύψει το κενό ενημέρωσης των σκακιστών: σε μια εποχή που τα τουρνουά πολλαπλασιάζονται, η ελεύθερη πρόσβαση στις παρτίδες αποτελεί ένα όπλο στην προετοιμασία του επαγγελματία. Ξέροντας τι παίζεται τριγύρω, μπορεί να έχει ενημέρωση για τις καινοτομίες στα ανοίγματα, ώστε να μην πιαστεί στον ύπνο στις προσεχείς αναμετρήσεις του. Ωστόσο, για να επιτευχθεί η επικοινωνία ανάμεσα στις πάμπολλες γλώσσες που ομιλούνται στον σκακιστικό κόσμο, είναι επιτακτικό να βρεθεί ένας τρόπος σχολιασμού που να μην απαιτεί λέξεις -άρα και πλήθος μεταφράσεων που θα καθιστούσαν τον όγκο του κειμένου δυσβάσταχτο. Επινοήθηκε έτσι μια σειρά συμβόλων που τοποθετούνταν στο τέλος των βαριαντών της ανάλυσης, επισημαίνοντας έτσι το πού καταλήγει. Η χρήση του +− επί παραδείγματι σημαίνει ότι η θέση είναι νικηφόρα για τον λευκό, ενώ το −+ ότι είναι νικηφόρα για τον μαύρο, δύο βελάκια εκατέρωθεν ότι υπάρχει αντεπίθεση κ.λπ. κ.λπ. Μπορούσε έτσι κάποιος να δίνει έτοιμη μια ανάλυση χωρίς να εμποδίζεται από τη γλώσσα. Μέσα σε λίγα χρόνια το Informatorήταν το δεύτερο χέρι των σκακιστών, ενώ συν τω χρόνω ο αναλυτικός του τρόπος κυριάρχησε.

Όμως, όπως ο Ιανός έχει δύο πρόσωπα, έτσι και η εξέλιξη της ανάλυσης των παρτίδων με άξονα τις συγκεκριμένες βαριάντες, με τη συγκεκριμένη αξιολόγηση στο τέλος της παράθεσής τους, είχε και αρνητικές επιπτώσεις. Οι βαριάντες, ειδικά με την επέκταση των υπολογιστών και της υπολογιστικής τους δύναμης, μπορούν να φτάσουν σε μεγάλο βάθος κινήσεων. Δεν μπορεί ωστόσο από μόνη της η έκθεσή τους να καταδείξει τις γενικές ιδέες που οδήγησαν σ’ αυτές. Κι αν για έναν επαγγελματία γκραν μετρ αυτό είναι περιττό, για τους μικρότερης δυναμικότητας σκακιστές η παρακολούθησή τους γίνεται Γολγοθάς, αν δεν συνοδεύεται από την επεξηγηματική βοήθεια κάποιου προπονητή.

Οι βαριάντες αποτελούν προϊόν μετρήματος, υπολογισμού, δηλαδή, υποψήφιων κινήσεων. Το ποιες είναι όμως οι υποψήφιες κινήσεις είναι κάτι που μαθαίνεται μέσα από τη γενικότερη κατανόηση του παιχνιδιού. Απαιτεί την ανάπτυξη της ικανότητας εκτίμησης της θέσης, την υποψία για την ύπαρξη ή μη τακτικών δυνατοτήτων (οι περιβόητοι «συνδυασμοί», σειρά φορσέ, συχνά μάλιστα και εντυπωσιακών, κινήσεων που οδηγούν σε κάποιο κέρδος), τη στρατηγική αποτίμησή της. Όλα αυτά απαιτούν επεξήγηση, η οποία αναγκαστικά προϋποθέτει την ύπαρξη δυνατής πρόζας. Η ανάλυση χωρίς την πρόζα κερδίζει σε βάθος αλλά χάνει σε ερμηνευτικό πλάτος, και στα χέρια ενός όχι καλά εκπαιδευμένου σκακιστή κινδυνεύει από ευεργετική να γίνει επιζήμια, καθώς ο νους, αποκομμένος από τις ιδέες που επιτρέπουν την οργάνωση των βαριαντών σε μία τάξη, χάνεται βολοδέρνοντας ανάμεσα σε σύμβολα, αδυνατώντας να καταλάβει γιατί έχασε ο ένας και κέρδισε ο άλλος. Με τον ίδιο τρόπο που σήμερα η παρακολούθηση μιας παρτίδας με ανοιχτό το πρόγραμμα του υπολογιστή επαναπαύει την κρίση, προσφέροντας την αντικειμενική ετυμηγορία, αποκρύπτοντας ωστόσο το πού αυτή στηρίζεται.

Από αυτή την άποψη, η μελέτη παλαιότερων της Informator περιόδου εγχειριδίων, πέρα από τη στενή γνωσιακή εμπειρία που μπορεί να προσφέρει, αναδεικνύει και έναν διαφορετικό τρόπο του σκέπτεσθαι, αρκετά αποκαλυπτικό της διαφοράς των zeitgeist. Αφορμή για αυτή την εισαγωγή, όπως και για τις σκέψεις που θα ακολουθήσουν, στάθηκε ένα βιβλίο που έπεσε πρόσφατα στα χέρια μου.Πρόκειται για το Πώς δεν πρέπει να παίζεται το σκάκι του Ευγένιου Ζνόσκο-Μπορόβσκι, σε μετάφραση Στράτου Κακαδέλλη από τις εκδόσεις Καθρέφτης Ήχων Αληθινών. Ο Στράτος Κακαδέλλης έχει μεταφράσει στο παρελθόν το κλασικό βιβλίο του Ριχάρδου Ρέτι Μοντέρνες ιδέες στο σκάκι, καθώς και τον πρώτο τόμο από το εμβληματικό έργο του Γκάρι Κασπάροβ Οι μεγάλοι προκάτοχοί μου (και τα δύο από τις εκδόσεις Κέδρος). Από αυτό το ιστορικό συμπεραίνει κανείς ότι τον ενδιαφέρει η κλασική σκακιστική γραμματεία, και γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι και η τελευταία μεταφραστική επιλογή του εντάσσεται εκεί. Ταυτόχρονα, έχουμε τη σπάνια ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή με μία από τις πιο παραγνωρισμένες μορφές της σκακιστικής ιστορίας.

Ένα sui generis σκακιστικό εγχειρίδιο

Ο Ευγένιος Αλεξάντροβιτς Ζνόσκο-Μπορόβσκι γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1884. Μαθαίνοντας σκάκι από μικρή ηλικία, βρέθηκε το 1895 στο διαβόητο τουρνουά του Χάστινγκς, ως μέλος της ταξιδιωτικής αποστολής του Μιχαήλ Τσιγκόριν, του μεγαλύτερου ονόματος στο ρωσικό σκάκι της εποχής, κι ενός από τους μεγαλύτερους μετρ του κόσμου. Το δικό του ντεμπούτο στα μεγάλα τουρνουά θα γίνει στην Οστάνδη το 1906, ενώ τα επόμενα χρόνια, αν και ποτέ δεν θα γίνει μόνιμος κάτοικος του σκακιστικού Ολύμπου, θα πετύχει σημαντικές νίκες ενάντια στους κορυφαίους παίκτες του κόσμου, τον Ρουμπινστάιν, τον Ταρτακόβερ, τον Όιβε.

Σύντομα θα φανεί το τάλαντό του στη γραφή και θα διαπρέψει ως σκακιστικός συγγραφέας, αφήνοντας πίσω του έργα δημιουργικής πνοής με έντονη την παρουσία του προσωπικού στυλ. Άνθρωπος των γραμμάτων, ο Ζνόσκο-Μπορόβσκιθα γράψει στην εξωσκακιστική ζωή του μια πραγματεία για το ρωσικό θέατρο, καθώς και θεατρικά έργα, ενώ διετέλεσε για λίγο και θεατρικός σκηνοθέτης. Ο βίος του θα είχε έντονο το αποτύπωμα της εποχής: πρώτα ο Ρωσο-ιαπωνικός Πόλεμος του 1905, έπειτα ο Μεγάλος Πόλεμος και κατόπιν η Επανάσταση. Ο πρώτος θα του επιφέρει έναν τραυματισμό που του χάρισε παράσημο· ο δεύτερος μια πιο σοβαρή πληγή στο πόδι που τον κράτησε μακριά από το σκάκι για χρόνια· η τρίτη την αυτοεξορία στο Παρίσι, όπου εκκινεί για δεύτερη φορά τη ζωή του. Επιμελητής ρωσικών εφημερίδων, γραφιάς, σκακιστής: η παρισινή ζωή του Ζνόσκο-Μπορόβσκιθα σημαδευτεί από τη δημοφιλία του συγγραφέα και την παρέα εξεχουσών προσωπικοτήτων.

Μία από αυτές και ο Μαρσέλ Ντυσάν. Μέγας λάτρης του σκακιού ο Ντυσάν, η σκακιστική πορεία του οποίου θα παρουσιαστεί ελπίζω σύντομα και σε αυτή τη σειρά των κειμένων, εντόπιζε κρίσιμες αναλογίες ανάμεσα στο σκάκι και την τέχνη. «Όλοι οι καλλιτέχνες δεν είναι σκακιστές», θα δηλώσει, «αλλά όλοι οι σκακιστές είναι καλλιτέχνες». Βλέποντας τη σκακιστική παρτίδα ως μια μορφοποίηση της άμορφης ύλης των κομματιών, ο Ντυσάν θα μεταφράσει μάλιστα κι ένα βιβλίο του Ζνόσκο-Μπορόβσκι στα γαλλικά. Πρόκειται για το Comment il faut commencer une partied’échecs, το οποίο θα παρουσιάσει στο κοινό το 1933.

Η ιστορία αυτής της μετάφρασης, που δεν έχει ακόμα γραφεί, προσφέρει ενδιαφέρον παρασκήνιο. Διότι εύλογα προκύπτει το ερώτημα από ποια γλώσσα μετέφρασε ο Ντυσάν τον Ζνόσκο-Μπορόβσκι, που καίτοι Ρώσος κατοικοεδρεύει πλέον στη Γαλλία. Τα ερωτήματα πληθαίνουν όταν διαπιστώσει κανείς ότι παραθέσεις της εισαγωγής του βιβλίου συμφωνούν με τις αντιλήψεις του ίδιου του Ντυσάν ως προς τη σχέση σκακιού και τέχνης. Μερικοί έχουν φτάσει στο σημείο να μιλούν για διασκευασμένη εκδοχή του έργου, η οποία θα το συνοδεύσει και στις μετέπειτα αγγλικές μεταφράσεις. Προσωπικά, καθώς δεν κατάφερα να εντοπίσω τις πρώτες εκδόσεις, θα κρατήσω αυτή τη συνάφεια των ιδεών, που μου φαίνεται περισσότερο γόνιμη από τη ληξιαρχική έρευνα για την πατρότητα φράσεων. Η φιλική σχέση των δύο αντρών εξηγεί προφανώς και μια κοινότητα απόψεων, πόσο μάλλον όταν αυτές απηχούν το γενικό πνεύμα της εποχής, όπου η αμφισβήτηση των κλασικών δογμάτων προσφέρει μια αύρα δημιουργικής μεταβολής των ιδεών περί του παιχνιδιού, στην κατεύθυνση της δυναμικής προσέγγισης έναντι της στατικότητας:

«Το χθεσινό μηχανικό παιχνίδι δίνει τη θέση του στο παιχνίδι των αξιών: τα τετράγωνα, τα κομμάτια ποικίλλουν ως προς τη σημασία τους. Όλα αρχίζουν να κινούνται, η υλιστική πλευρά του παιχνιδιού κυριαρχείται από το πνεύμα […] Το ίδιο συμβαίνει και με τις κινήσεις: αυτή που δεν είναι μέρος μιας ακολουθίας πρέπει να είναι μια αδύναμη κίνηση. Ένα φαινομενικά αδύναμο χτύπημα γίνεται δυνατό αν προηγείται μιας σειράς ελιγμών που το δικαιολογούν. Έτσι, το σκάκι χάνει κάθε μηχανικό χαρακτήρα. Η ιδέα κυριαρχεί, το ευφυές παιχνίδι έχει γίνει ένα πνευματικό παιχνίδι που εκφράζεται σε έργα τέχνης», θα γράψει ο Ζνόσκο-Μπορόβσκι και θα μεταφράσει ο Ντυσάν.

OΖνόσκο-Μπορόβσκι παίζοντας σκάκι την εποχή που γράφεται το Πώς δεν πρέπει να παίζεται το σκάκι

Το Πώς δεν πρέπει να παίζεται το σκάκι είναι το βιβλίο που προηγείται. Εδώ έχουμε τη δυνατότητα να έχουμε πλέον μια άμεση πρόσβαση, στα ελληνικά, στη σκέψη του Ζνόσκο-Μπορόβσκι. Ήδη κατά τη δικαιολόγηση του τίτλου ο Ρώσος εμιγκρές εκθέτει το πνεύμα του:

Όταν έδινα στο βιβλιαράκι μου τον παράξενο τίτλο Πώς δεν πρέπει να παίζεται το σκάκι, δεν είχα καμία πρόθεση να πρωτοτυπήσω. Όμως, είναι τόσο πολλοί εκείνοι που προσπαθούν να διδάξουν πώς παίζεται το σκάκι και τόσο φτωχά, σε γενικές γραμμές, τα αποτελέσματα των προσπαθειών τους που θεώρησα φυσικό να επιδιώξω να επιτεθώ στο πρόβλημα από την άλλη μεριά. Αντί να διδάξουμε τους ανθρώπους πώς να γίνουν άγιοι, δεν θα ήταν καλύτερο να τους δείξουμε πρώτα πώς να αποφύγουν την αμαρτία;

Το βιβλίο δεν αποτελεί εγχειρίδιο με την κλασική έννοια του όρου. Προϊόν επεξεργασίας διαλέξεων του συγγραφέα σε ζωντανό κοινό, κουβαλά αυτή την αμεσότητα όχι ως προχειρότητα της γραφής, αλλά ως στάση απέναντι στον αναγνώστη: Ο Ζνόσκο-Μπορόβσκι μιλά ως ένας παθιασμένος δάσκαλος που μαλώνει τον μαθητή για τα κοινά λάθη που διαστρέφουν το αντικείμενο του πάθους του. Ο βασικός πυλώνας πάνω στον οποίο αρθρώνεται είναι η γενική κοσμοθεωρητική προσέγγιση που πρέπει να έχει ο παίκτης όταν προσέρχεται στη σκακιέρα για να παίξει μια παρτίδα. Αυτή συνοψίζεται στο ότι το «σκάκι είναι παιχνίδι κατανόησης. Όχι απομνημόνευσης».

Μ’ αυτό ως μότο ο Ζνόσκο-Μπορόβσκι διατρέχει τα κοινά λάθη, που ακολουθούν μια μη αφομοιωμένη πρόσληψη των βασικών στρατηγικών και τακτικών κανόνων του παιχνιδιού, για να εντοπίσει τους κινδύνους που επιφέρει μια μηχανοποίηση της κίνησης, μακριά από τον αναστοχασμό του πνεύματος που κινεί το χέρι που θα την εκτελέσει. Δεν είναι τυχαίο ότι βρισκόμαστε στον Μεσοπόλεμο, όπου η συζήτηση περί της τεχνικής και του κινδύνου της αυτονόμησης της ορθολογικότητας τίθεται στο προσκήνιο -με τις τραγικές συνέπειες να εμφανίζονται λίγα χρόνια αργότερα στο σφαγείο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Ζνόσκο-Μπορόβσκι δεν εκθέτει παρά μεμονωμένες περιπτώσεις λαθών στο άνοιγμα και λαθών στο φινάλε, με το κεντρικό μέρος του βιβλίου του να βασίζεται σε ανάλυση θέσεων που δείχνουν την αναγκαιότητα της εκμάθησης του τρόπου για τη σωστή εκτίμηση της θέσης, από την οποία και θα προκύψει κατόπι το «μέτρημα» των βαριαντών. Ο Ζνόσκο-Μπορόβσκι επιστρέφει στη διδαχή των βασικών, μέσα από την οπτική της αμφισβήτησης των πάντων μέχρι της αποδείξεώς τους. Συχνά έχει κανείς την εντύπωση μιας λιακάδας διαβάζοντας τις παραθέσεις του. Μέσα στο δάσος μιας ζοφώδους εποχής, ο Ζνόσκο-Μπορόβσκι βρίσκει στο σκάκι ένα ξέφωτο όπου ο άνθρωπος μπορεί να αισθανθεί κύριος της τύχης του, μακριά από τις συντριβές που του προετοιμάζει το πεπρωμένο:

«Μη θεωρήσετε ότι υπάρχει κάτι υπερβολικά δύσκολο, ακόμα και σ’ αυτά τα παραδείγματα της υψηλότερης σκακιστικής έμπνευσης. Το μεγάλο προνόμιο του σκακιού είναι ότι δεν υπάρχει κάτι κρυφό σε αυτό· φαίνονται τα πάντα πάνω στη σκακιέρα, κανένα κομμάτι δεν περνάει απαρατήρητο».

Τα διδάγματα του Ζνόσκο-Μπορόβσκι δεν εμπίπτουν στην κατηγορία της αυτοβοήθειας. Δεν υπάρχει συνταγή της επιτυχίας πίσω από εύκολους κανόνες: όσο και να λέγονται, προϋποθέτουν κάτι βαθύτερο, την ίδια την εξέλιξη του νου που έρχεται να κινήσει τα πιόνια. Ο σκακιστής στον οποίον απευθύνεται ο Ζνόσκο-Μπορόβσκι είναι ένας παίκτης που αναγνωρίζει ότι είναι υπεύθυνος για την ανωριμότητά του και ως εκ τούτου προσπαθεί να την υπερβεί. Η διδασκαλία εδώ είναι μια πράξη Διαφωτισμού. Και για να ολοκληρωθεί αυτός εμφανίζεται στο προσκήνιο ο άλλος, ο αντίπαλος. Ο σκακιστής προσπαθεί να αναπτύξει τις ικανότητές του, αλλά η στιγμή που θα κληθεί να τις πραγματώσει προσκρούει πάνω στην ίδια τη θέληση μιας άλλης σκακιστικής υποκειμενικότητας. Ο Ζνόσκο-Μπορόβσκι μιλάει για το σκάκι ως αναμέτρηση, κι αυτή προϋποθέτει πάντα έναν αγώνα για την επιβολή της πιο σωστής ιδέας. Όταν και οι δύο παίζουν με συνέπεια, κανείς δεν μπορεί να κατισχύσει. Έτσι, πολλές φορές είναι αρκετό να περιοριστούμε όχι σε μια θριαμβευτική επικράτηση αλλά στον συμβιβασμό με ένα μικρό πλεονέκτημα.

Στο σκάκι, όπως και στη ζωή, σπανίως αποκτάμε όλα όσα θέλουμε και πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι μ’ εκείνα που μπορούμε να αποκτήσουμε, εφόσον μας εξασφαλίζουν ότι πλησιάζουμε περισσότερο τον στόχο μας.

Θα μπορούσε να δει κανείς εδώ να προοικονομείται μια συζήτηση των σημερινών «θέσεων ισότητας», όπου το πλεονέκτημα, αν υπάρχει, είναι συμβολικό και το τελικό αποτέλεσμα καθορίζεται από το κατά πόσο ένας σκακιστής είναι έτοιμος να το ακολουθήσει ως το τέλος, πιέζοντας επί μακρόν. Θα μπορούσε επίσης να συμπεράνει από εδώ έναν ύμνο για την ισοπαλία, όπου το μη αποτέλεσμα θα εθεωρείτο ως η απόλυτη έκφραση δύο συνεπών δημιουργικοτήτων. Σε κάθε περίπτωση, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο είναι σημαντικός ο στοχασμός του Ζνόσκο-Μπορόβσκι, γιατί μέσα από ένα εύληπτο εισαγωγικό κείμενο προεκτείνονται στοχασμοί που βοηθούν την έκφραση της σκακιστικής ανησυχίας, δίχως την οποία καμία εξέλιξη δεν μπορεί να προκύψει.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Η Γερμανία είναι χλιαρή στην ιδέα της Κίνας για διεθνή έρευνα για τις εκρήξεις του Nord Stream

Γάζα: Νέες συνομιλίες στο Ριάντ αυτή την εβδομάδα

Μια ταινία γυρισμένη στο διάστημα

Ανδρουλάκης: «Επί Κυριάκου Μητσοτάκη η Ελλάδα πήρε το “πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα” ακρίβειας»

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα