ΑΘΗΝΑ
17:03
|
28.04.2024
Το ντοκιμαντέρ «Πανελλήνιον» των Σ. Μαντζαβίνου και Κ. Αντάραχα μιλά για μια σκακιστική απόδραση από την καθημερινότητα.
Πανελλήνιον
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η σκηνή βρίσκεται στο μέσον της ταινίας. Η κάμερα τραβάει μέσα από το καφενείο, που είναι κλειστό -οι καρέκλες βρίσκονται πάνω στα τραπέζια. Έξω βρέχει. Στην τζαμαρία, κρατώντας ομπρέλα και κοιτώντας προς τα μέσα, στέκεται ο Βελτς, ο πιανίστας Βέντσισλαβ Ζαφίροφ, τακτικός θαμώνας που έχουμε γνωρίσει προηγουμένως. Η μορφή του είναι θολή από την πτώση της βροχής στο τζάμι, ακούμε ωστόσο τη φωνή του καθαρά. Θυμάται τον φόβο των Ινδιάνων για τις φωτογραφίες. Εξηγεί πώς η σκέψη του καταλήγει σε μια απάντηση για τον φόβο αυτό μέσα από την παρατήρηση του τρόπου που φωτογραφίζονται πλέον οι άνθρωποι: με ένα ψεύτικο, απολιθωμένο χαμόγελο που του θυμίζει δεινοσαύρους. Μοιάζει περίεργο, αλλά έχω την αίσθηση πως όλος ο πυρήνας του ντοκιμαντέρ, ενός ντοκιμαντέρ για ένα σκακιστικό καφενείο, βρίσκεται εδώ. Στην κατάδειξη αυτών των τελευταίων Ινδιάνων που αρνούνται να φωτογραφηθούν με τον ίδιο απολιθωμένο τρόπο.

Το Πανελλήνιον ξεκινά ως ένα ντοκιμαντέρ για ένα ιστορικό καφενείο των Αθηνών και μεταμορφώνεται σε ένα υπαρξιακό δράμα για τη δυσκολία προσαρμογής -αλλά και την αντίσταση απέναντι- σε έναν κόσμο που όσο εξελίσσει τη διαφοροποιητική λειτουργία των συστημάτων του τόσο εντείνει την ομογενοποίηση συμπεριφορών και αντιλήψεων. Από αυτήν την άποψη θα μπορούσε να έχει ως αντιστικτικό μότο τη διάσημη ρήση του Γκυ Ντεμπόρ «Πώς γίνεται να εξοριστείς σε έναν ομογενοποιημένο κόσμο;». Οι θαμώνες του Πανελληνίου, «φανταστικά πλάσματα» που μεταμορφώνονται σε ανθρώπους μόνο όταν μπαίνουν στο καφενείο για να ζητήσουν παιχνίδι, όπως εξηγεί σε μια αποστροφή του λόγου του ο Βελτς, έχουν πετύχει αυτή την «αυτοεξορία» δημιουργώντας ένα παράλληλο σύμπαν, έναν ναό, όπως άλλος θαμώνας εξηγεί, ο οποίος διατηρεί χαρακτηριστικά άβατου.

Η έμφαση στην ιδιαιτερότητα των θαμώνων είναι κομβική. Η ίδια η περιγραφή του ντοκιμαντέρ αναφέρει το Πανελλήνιον ως «ένα καταφύγιο για ανθρώπους που ασφυκτιούν στην καθημερινότητά τους, που απεχθάνονται τις συνθήκες της σύγχρονης πραγματικότητας και αποτυγχάνουν να προσαρμοστούν σε αυτές». Από τον συλλέκτη σκορπιών, τον εμμονικό μελετητή των παρτίδων του Όιβε (του πιο νορμάλ παγκόσμιου πρωταθλητή, όπως μας εξηγεί, που δεν χώρισε τη γυναίκα του, δεν μπήκε στο ψυχιατρείο, δεν πήρε ναρκωτικά), τον εριστικό παίκτη τού «φάε την ψωλιά» όταν κάνει το ματ, έως τον ψυχικά ασθενή, ο ανθρωπότυπος που επιλέγει ως στέκι του το Πανελλήνιον δεν παρουσιάζεται από τους δημιουργούς του ντοκιμαντέρ καρικατουρίστικα ούτε με «αποικιοκρατικό» βλέμμα, αλλά ενταγμένος σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο που εξηγεί και την «κατασκευή» του και την επιλογή του. Οι εκκεντρικοί θαμώνες είναι το αποτέλεσμα κεντρομόλων κοινωνικών δυνάμεων.

Το καφενείο παρουσιάζεται στο ντοκιμαντέρ στην τομή πολλαπλών αντιθετικών δίπολων. Η τομή τού μέσα και του έξω διατρέχει το φιλμ, δημιουργώντας την κυρίαρχη αντίθεση. Οι περαστικοί, αυτοί που διστάζουν να μπουν ή στέκονται απλώς να φωτογραφίσουν, είναι οι εκπρόσωποι της σύγχρονης πραγματικότητας, νέοι, όμορφοι, δυναμικοί στην κίνησή τους. Το γεγονός ότι οι δημιουργοί καταφέρνουν να μας τους δείξουν ανοικειωτικα είναι κομμάτι της επιτυχίας του ντοκιμαντέρ: από τον μέσα κόσμο μας, εμείς «οι περίεργοι» ανακτούμε το δικαίωμα στην ορθολογικότητα της ύπαρξής μας. Υπό αυτή την έννοια, αν οι θαμώνες παρουσιάζονται «παθολογικοί» -«πέρα από ανθρώπους που εξασκούν το πάθος μου [το σκάκι] βρήκα εδώ και ανθρώπους ελαττωματικούς σαν εμένα», λέει ένας άλλος- δείχνουν ταυτόχρονα πως η κατασκευή του «κανονικού» δεν είναι τόσο αυτονόητη όσο φαίνεται. Για τον Βελτς, ο «κανονικός», καθημερινός άνθρωπος του 8ωρου δεν ζει, τότε «γιατί βιάζεται να επιστρέψει σε αυτό;».

Το ίδιο το καφενείο, όπως το δουλεύει ο Γιάννης, αντικαθιστώντας στη διαχείριση τον θείο του τον Νίκο, αποτελεί την επιτομή της διαλεκτικής υπαίθρου-πόλης στη μεταπολεμική Ελλάδα. Το καφενείο είναι γεμάτο από το χωριό, το Βιζίτσι (που σήμερα λέγεται Βυζίκι) Αρκαδίας, από το οποίο αναγκάστηκαν λόγω φτώχειας να φύγουν. Στο καφενείο δεσπόζουν μια αεροφωτογραφία του, καθώς και ο «Ύμνος προς το Βιζίτσι», ανάμεσα σε πορτρέτα παγκόσμιων πρωταθλητών στο σκάκι. Η ιδιαιτερότητα του καφενείου αναδιπλασιάζεται λοιπόν σε δύο επίπεδα, αφενός του ειδικού σκακιστικού καφενείου, αφετέρου του καφενείου προελεύσεως, στον τρόπο που λειτουργούσαν κάποτε όλα τα καφενεία, όπου ο τόπος καταγωγής των ιδιοκτητών τονιζόταν. Αυτή η ιδιαιτερότητα εδώ σημαίνει ότι η λειτουργία του μαγαζιού ακολουθεί τα τοπικά ήθη και έθιμα του χωριού καταγωγής, ως μια προσπάθεια να διατηρηθεί η επαφή με αυτό.

Κοντινό στην αεροφωτογραφία. Τόσο κοντινό που είναι λες και κοιτάζεις το ίδιο το εικονιζόμενο χωριό. Καταλαβαίνεις ότι πρόκειται περί φωτογραφίας όταν ανοίξει η λάμπα του καφενείου, αντικατοπτριζόμενη στο τζάμι του κάδρου. Η κάμερα αρχίζει να κατεβαίνει αργά και ο Γιάννης, ο καφετζής, τραγουδά τη «Νεραντζούλα», ένα τραγούδι που άρεσε στον πατέρα του και του έλεγε να το τραγουδά. Στο τραπέζι κάτω από τη φωτογραφία δύο σκακιστές, δύο φραπέδες, ένα σκακιστικό χρονόμετρο. Ο Δημήτρης Μαριανίδης και ο Ιάκωβος Μαρτέν ανακοινώνουν εναλλάξ ο ένας στον άλλο τις κινήσεις τους: παίζουν μπλάιντ. Όταν ο τόπος λείπει -είτε είναι το χωριό είτε η σκακιέρα-, η μνήμη -το τραγούδι και το αλγεβρικό σύστημα περιγραφής των κινήσεων-αναπληρώνει την έλλειψη. Μέσα σε μια σκηνή ούτε 2 λεπτών οι Σπύρος Μαντζαβίνος και Κώστας Αντάραχας δημιούργησαν ένα ποίημα.

Το τρέιλερ της ταινίας

Αξίζει να παρατηρήσει κανείς τη διαφορά αυτής της καφενειακής συγκρότησης κατά τη διαλεκτική υπαίθρου-πόλης με τις σύγχρονες τάσεις στη διαλεκτική πόλης-παγκοσμιότητας. Πλέον η έγνοια των δημιουργών ενός μαγαζιού δεν είναι η τοπική διαφοροποίηση αλλά η διεθνική ομοιογένεια. Για το στήσιμο των μαγαζιών επιστρατεύονται εξειδικευμένα αρχιτεκτονικά γραφεία που καταλήγουν στην παραγωγή υποτίθεται διαφορετικών, αλλά εντέλει ίδιων χώρων όπου η συνεχής κίνηση του πληθυσμού, τουριστών και ψηφιακών νομάδων καθιστά τους χώρους πεδία τυχαίας και στιγμιαίας συνύπαρξης, όπου σπανίως θα δημιουργηθούν σταθερές σχέσεις.

Το Πανελλήνιον παρουσιάζει έτσι έναν εναλλακτικό τρόπο χρήσης του «ελεύθερου χρόνου». Στην τομή προνεωτερικών και νεωτερικών εξελίξεων, οι θαμώνες του καφενείου συμμετέχουν μεν στην παραγωγική διαδικασία, αλλά ξεφεύγουν από τη διαδικασία αποικιοποίησης του ελεύθερου χρόνου που συνιστά η διαδεδομένη χρήση του. Παρότι από αυστηρά οικονομολογική σκοπιά στο καφενείο οι πελάτες καταναλώνουν, δεν το κάνουν ακολουθώντας την εμπορευματική κίνηση της επιλογής μιας φαντασμαγορίας. Το καφενείο ως «θέατρο» αποτελεί έναν τόπο επιτέλεσης μιας υποκειμενικότητας που παράγει και εκθέτει το κανονιστικό της πλαίσιο. Το σκάκι γίνεται εδώ το κοινό έδαφος αυτής της επιτέλεσης. Ως παιχνίδι που απαιτεί μια δεξιοτεχνία θέτει ένα όριο εισόδου, περισσότερο μυητικό παρά εξεταστικό, καθώς και επίπεδα ιεραρχήσεων -γι’ αυτό και όταν αναλύει ο μετρ, κυριαρχεί ο σεβασμός. Ταυτόχρονα, το σκάκι ως πολιτισμικό προϊόν μετατρέπεται, όταν τα ποτά αρχίσουν να συσσωρεύονται, σε αλληγορία. «Νομίζουμε ότι παίζουμε», λέει κάποια στιγμή ο Βελτς, ο σαμάνος αυτού του μαγικού τόπου, «αλλά ίσως να παίζει κάποιος άλλος».

Στην κορύφωση του φιλοσοφικού πυρήνα της ταινίας βρίσκεται η συζήτηση που ξεκινά ανάμεσα στους θαμώνες, μετά από την ανάλυση μιας σπουδής (ενός είδους προβλήματος που αναφέρεται σε φινάλε) σχετικά με το πατ. Το πατ αποτελεί μια μορφή ισοπαλίας που προκύπτει όταν η πλευρά που καλείται να παίξει δεν διαθέτει καμία νόμιμη κίνηση στη διάθεσή της. Όταν δηλαδή κομμάτια και πιόνια είναι μπλοκαρισμένα και ο βασιλιάς δεν μπορεί να κινηθεί ει μη μόνο σε τετράγωνο που δέχεται απειλή. Η αυτοκτονία του βασιλιά δεν επιτρέπεται, επομένως η παρτίδα, ως αδιέξοδη, λογίζεται ισόπαλη. Η έκπληξη που προκαλεί αυτός ο κανονισμός στους αμύητους, έκπληξη που προκύπτει από τη συνήθως υλική ανισορροπία της τελικής θέσης, όπου η μία πλευρά κυριαρχεί αλλά η άλλη βρίσκει τον τρόπο σωτηρίας, γίνεται η αφορμή για την ανάλυση του φιλοσοφικού βάθους του σκακιού. Το σκάκι, μας λέει ο θαμώνας, είναι γοητευτικό γιατί προϋποθέτει και εκτελεί αυτή τη νομική, δηλαδή πολιτισμική, κίνηση. Ο κανόνας εδώ εφαρμόζεται πάντα, η λογική κυριαρχεί. Σε αντίθεση με την τυχαιότητα του βίου, στο παιχνίδι πάντα υπάρχει επίλυση. Εκεί είναι που θα παρέμβει ο Βελτς, για να δηλώσει αντίθετα, πως «είμαστε όλοι πατ», πως η ζωή σ’ αυτό ακολουθεί το σκάκι.

Ο Βελτς αποτελεί βασικό πυλώνα της ταινίας -δεν είναι τυχαίο που μαζί με τον καφετζή Γιάννη είναι ο μόνος θαμώνας του οποίου πληροφορούμαστε την ιστορία σε μεγαλύτερο βάθος και τον παρακολουθούμε και εκτός Πανελληνίου. Μαθαίνοντας σκάκι σε ένα καφενείο της Βουλγαρίας, θα εξοικειωθεί με το πατ από το πρώτο φινάλε που κατάλαβε σε βάθος. Εξηγώντας το αυτό στη μόνη γυναίκα θαμώνα που παρουσιάζει το ντοκιμαντέρ, θα το περιγράψει, απαντώντας στην πρότασή της ότι η ύπαρξη του πατ σηματοδοτεί την ύπαρξη κρυφών δυνατοτήτων, αλλιώς: «υπάρχει μαγεία». Η μαγεία έγκειται νομίζω στο εξής, ότι παρόλο που το πατ συνιστά μια κατάσταση αδιεξόδου, η επίτευξή του είναι για το ένα μέρος σωτήρια. Σε μια πραγματικότητα όπως η δική μας δεν είναι η επίτευξη της νίκης ο στόχος, αλλά το πατ. Το καφενείο, αυτή η μικροκοινότητα στο κέντρο μιας πόλης που αλλάζει και τα συμπαρασύρει όλα, είναι αυτό το σωτήριο τετράγωνο, γύρω από το οποίο καμία νόμιμη κίνηση δεν είναι επιτρεπτή -και ευτυχώς! «Είμαστε όλοι πατ» δεν σημαίνει δηλαδή ότι είμαστε σε αδιέξοδο, αλλά ότι είμαστε -από θαύμα!- σωσμένοι.

Οι Μαντζαβίνος και Αντάραχας κινηματογραφούν αυτό το θαύμα με μαεστρία. Πολλές σκηνές θα μπορούσαν να σταθούν ως αυτόνομα διαμάντια μικρού μήκους, ενώ το συνολικό σενάριο θα μπορούσε στηρίξει και μια ταινία μυθοπλασίας. Αν το Γκαμπί της Βασίλισσας εκλαΐκευσε το σκάκι, ωθώντας πλήθος νέων παικτών σ’ αυτό, το έκανε με έναν τρόπο και σε ένα περιβάλλον απομάγευσης. Η πραγματικότητα των χώρων διεξαγωγής παιχνιδιών, οι στρίμερ, τα ονλάιν τουρνουά συνιστούν μια εξόχως ζωηρή εξέλιξη, η οποία ωστόσο έχει αφήσει πίσω της κάτι από τη μαγεία του παιχνιδιού. Το Πανελλήνιον είναι ένα τεκμήριο αυτού του μαγικού κόσμου που συγκροτούσε ένα σκακιστικό περιθώριο το οποίο αποκάλυπτε τα (υπαρξιακά) μυστικά του μόνο σε όσους μπορούσαν να θυσιάσουν πράγματα για να εισέλθουν σ’ αυτό. Μετά το Γκαμπί της Βασίλισσας, μου έλεγε φίλος μετρ, πολλοί έμαθαν να παίζουν στο διαδίκτυο, με αποτέλεσμα να μην ξέρουν, όταν βρέθηκαν μπροστά σε κανονική σκακιέρα, πώς να πιάνουν τα κομμάτια. Ανεξαρτήτως επιπέδου, όλοι οι θαμώνες στο Πανελλήνιον ξέρουν, αν μη τι άλλο, πώς αγγίζεται το ξύλο.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Γάζα: Ο αριθμός των νεκρών από τα ισραηλινά χτυπήματα πλησιάζει τους 34.500

ΗΠΑ: Εκατοντάδες συλλήψεις φοιτητών καθώς εξαπλώνονται οι διαδηλώσεις για τον πόλεμο στη Γάζα

Ένας νεκρός και τέσσερις αγνοούμενοι σε ναυάγιο με μετανάστες στη Σάμο

Εξάρχεια: Μητέρα και δύο παιδιά διασώθηκαν από φλεγόμενο διαμέρισμα

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα