ΑΘΗΝΑ
18:03
|
27.04.2024
Άρκεσαν 4 μέρες για να κάνει τον κύκλο της η είδηση του θανάτου νεαρού μετά από πυροβολισμό αστυνομικού. «Μεμονωμένα περιστατικά» ή καθαρή υποκρισία;
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Άρκεσαν τέσσερις μόλις μέρες για να κάνει τον κύκλο της η είδηση του θανάτου του νεαρού μετά από πυροβολισμό αστυνομικού το περασμένο Σάββατο κοντά στη Λάρισα. Το περιστατικό με τον «20χρονο υπήκοο Συρίας, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε βαθμό κακουργήματος και αποφυλακίστηκε πρόσφατα υπό όρους για διακίνηση παράτυπων μεταναστών, ενώ τέλος Ιουνίου τρέχοντος έτους είχε συλληφθεί εκ νέου για κλοπή οχήματος και κατοχή ναρκωτικών ουσιών», αλλά ο οποίος παραμένει ανώνυμος, σα μια ανθρώπινη ζωή στα αζήτητα, δεν είχε καθαυτό εκπλήξεις: μια τροχαία καταδίωξη ατόμου που διαφεύγει τον έλεγχο, η οποία ολοκληρώνεται με τον θάνατό του σε συνθήκες οι οποίες εγείρουν σοβαρότατα ερωτήματα (αυτή τη φορά, λόγω της έλλειψης σχετικής οπτικοακουστικής καταγραφής) καταχρηστικής αστυνομικής βίας. Η βασιμότητα των ερωτημάτων αυτών έχει να κάνει και με τα χαρακτηριστικά του θύματος, τα οποία είναι τυπικά για τα περιστατικά αυτά: νεαρός, 20 ετών, μέλος εθνοτικής μειονότητας, ο οποίος μάλιστα έχει απασχολήσει τις αρχές σε προηγούμενο χρόνο – όπως φαίνεται, όμως, όχι αρκετά ώστε να γνωστοποιηθεί και το όνομά του μετά το θάνατό του υπό τις συνθήκες αυτές.

Ίσως δεν έχει τόσο νόημα να αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά των περιστατικών αυτού του τύπου για ακόμη μια φορά. Δεν χρειάζονται πάντως ιδιαίτερες επιστημονικές δάφνες για να αντιληφθεί οποιοσδήποτε ότι, καθώς έχουμε να κάνουμε με σχετικά σπάνια κατηγορία περιστατικών σε σχέση με τον συνολικό όγκο των επαφών αστυνομίας και κοινού, τρία συνεχόμενα περιστατικά, αυτά τα οποία μας είναι γνωστά, με σχεδόν πανομοιότυπα χαρακτηριστικά, επαρκούν ως ενδείξεις ενός συστηματικότερου προβλήματος. Οι αποδείξεις ότι το πρόβλημα είναι τέτοιο θέτουν ένα δυσκολότερο, ευρύτερο ερώτημα, το οποίο έχει να κάνει με την πενιχρότητα των επίσημων δεδομένων και της υπόλοιπης επίσημα παρεχόμενης πληροφόρησης για τη δραστηριότητα της αστυνομίας στη χώρα μας. Δεν απουσιάζουν βέβαια άλλες καταγραφές σε σχέση με την αστυνομική βία στην Ελλάδα, αν και η επίσημη απάντηση είναι βέβαια ότι πρόκειται ίσως για μεροληπτικές καταγραφές, ότι αυτοί οι οργανισμοί και οι οργανώσεις έχουν ατζέντα, εχθρική μάλιστα προς τον «ιερό θεσμό της αστυνομίας» και ότι τάχα δεν προσφέρουν αξιόπιστα δεδομένα. Και όμως, όλες αυτές οι ενδείξεις και η απλή κοινή εμπειρία συγκλίνουν ως προς το ότι η υπέρμετρη και καταχρηστική αστυνομική βία στην Ελλάδα αποτελεί ένα γενικότερο πρόβλημα, το οποίο δεν περιορίζεται στην υποκατηγορία του, η οποία αφορά στη χρήση του πυροβόλου όπλου από τους αστυνομικούς. Με απλούστερα λόγια: ο ισχυρισμός ότι αυτά αποτελούν «μεμονωμένα περιστατικά» αποτελεί καθαρή υποκρισία.

Περισσότερο ενδιαφέρον έχει να αναλογιστούμε πιο συγκεκριμένα πώς εξελίχθηκε αυτή τη φορά ο σύντομος κύκλος της είδησης της θανάτωσης του 20χρονου ανώνυμου, αλλά και τις συνέπειες αυτής της συντομίας. Πρώτο στοιχείο αποτελεί βέβαια η προφανής προσπάθεια να ελεγχθεί η αφήγηση για το περιστατικό στα μέσα ενημέρωσης, αλλά αυτή ήταν αναμενόμενη. Το νέο στοιχείο βρίσκεται στο κλίμα, το οποίο επικράτησε στον σχολιασμό της είδησης ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στη διαμόρφωσή του ασφαλώς συνέβαλε η επίσημη ανακοίνωση της αστυνομίας, η οποία έδωσε τις αναγκαίες πληροφορίες για το ποινικό προφίλ του θύματος, ώστε τελικά να αναδειχθεί το περιστατικό ως πράξη ηρωισμού στον πόλεμο κατά των διακινητών και δίκαιης τιμωρίας του εικοσάχρονου ξένου μιάσματος, χαρακτηριστικό το οποίο επισήμανε και η ΕΕΔΑ. Στα επαινετικά επιφωνήματα των σχολιαστών αυτών αντιστοιχεί και μια σχετική σιωπή πολλών από όσους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχαν κάτι να πουν για τον Σαμπάνη και τον Φραγκούλη, μόνο κάμποσους μήνες πριν το περασμένο Σάββατο. Βάρυνε άραγε το τόσο «ακατάλληλου» προφίλ του θύματος και η σύντομη πορεία της ποινικής προδικασίας ή εν πάση περιπτώσει η έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης για την πορεία αυτή; Πάντως σήμερα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το πιο πρόσφατο δημοσίευμα που αναφέρει η αναζήτηση στο Google δημοσιεύτηκε προ δύο ημερών. Η κουβέντα στα σόσιαλ έχει κοπάσει. Ο υπουργός εξήγγειλε πρόγραμμα «επανεκπαίδευσης των αστυνομικών για το πρωτόκολλο εμπλοκής», επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα τη γνωστή πολιτική της κυβέρνησης (στις συνέπειες της οποίας έχουμε αναφερθεί παλαιότερα) πως «δεν μπορούμε να αφήνουμε αδικήματα μικρής εγκληματικότητας ατιμώρητα». Τα χρώματα της νέας κανονικότητας είναι πιο σκούρα.

Μέσα στις συνθήκες αυτές ήταν αναπόφευκτο ότι τα κρίσιμα πολιτικά ερωτήματα δεν τέθηκαν στη δημόσια συζήτηση. Είναι βέβαια εφιαλτικές οι προεκτάσεις του ερωτήματος που πράγματι τέθηκε, πώς «εκπυρσοκροτεί» ένα πυροβόλο όπλο και το βλήμα διαγράφει τροχιά τέτοια, ώστε να προκαλέσει διαμπερές τραύμα στα πλευρά ενός ανθρώπου εν κινήσει και αυτός κατ’ αποτέλεσμα να καταλήξει, στο σημείο του περιστατικού, από ακατάσχετη αιμορραγία; Ωστόσο τα πολιτικά κρίσιμα ερωτήματα, αυτά που θα έπρεπε να απασχολούν όλους μας, δεν αφορούν το αποτέλεσμα το ίδιο, αλλά τις προϋποθέσεις του. Αν επρόκειτο για ατύχημα ας μας το πει το δικαστήριο – αλλά και έτσι, θα πρόκειται για ατύχημα το οποίο δεν θα έπρεπε να είχε συμβεί ποτέ. Δουλειά των δημοσιογράφων, των αναλυτών, των σχολιαστών, αλλά και της αντιπολίτευσης είναι να θέτουν και να αναζητούν τις απαντήσεις στα «πρακτικά», αλλά πολιτικά πρωτεύοντα ερωτήματα που προηγούνται: τί ακριβώς προβλέπει το πρωτόκολλο εμπλοκής; Πώς ρυθμίζεται εσωτερικά η διεξαγωγή μιας καταδίωξης από την αστυνομία; Πότε ακριβώς επιτρέπεται να βγαίνει το όπλο από τη θήκη του; Γιατί βρισκόταν ήδη στο χέρι του αστυνομικού έτοιμο να χρησιμοποιηθεί; Ποιά ακριβώς είναι η εκπαίδευση που λαμβάνουν οι αστυνομικοί για τις περιστάσεις αυτές; Είχαν δοθεί οδηγίες στο προσωπικό που διενεργούσε της συγκεκριμένη καταδίωξη και ποιές ήταν αυτές;

Ατυχέστατα, αντί τέτοιων ερωτημάτων, πολλές φορές η δημόσια συζήτηση μολύνεται από το μικρόβιο του νομικισμού. Δεν αρκεί όμως η υπενθύμιση ότι η υπάρχουσα νομοθεσία θέτει κάποιους όρους για τη χρήση του πυροβόλου όπλου από τους αστυνομικούς. Ο Ν.3169/2003, πράγματι απαγορεύει, ανάμεσα σε άλλα, τον πυροβολισμό εναντίον προσώπου που τρέπεται σε φυγή όταν καλείται να υποστεί νόμιμο έλεγχο (α.3 παρ.7(δ)). Δεν είναι εδώ το σημείο για να αναλυθεί το γιατί ο Ν.3169/2003 δεν αποτελεί ικανοποιητική ρύθμιση της χρήσης πυροβόλων όπλων από τους αστυνομικούς. Δεν είναι πάντως δύσκολο να αντιληφθεί οποιοσδήποτε πως το τί ακριβώς συμβαίνει στην πράξη δεν καθορίζεται γραμμικά από τον νόμο, αλλά μεσολαβείται από μια σειρά ενδιάμεσων παραγόντων, όπως είναι οι πάγιες εντολές και οι σχετικοί κανονισμοί, το κλίμα που επικρατεί και το οποίο καλλιεργεί η ηγεσία εντός του οργανισμού της αστυνομίας, η επάρκεια της εκπαίδευσης που παρέχεται στους αστυνομικούς, οι γενικότερες συνθήκες εργασίας των αστυνομικών, ιδίως το οργανωσιακό στρες, η φύση και η επάρκεια των εντολών που δίνονται κατά τη διάρκεια της εξέλιξης ενός περιστατικού, και τελικά η ικανότητα του ίδιου του αστυνομικού να εκτιμά τα χαρακτηριστικά και τη δυναμική μιας κατάστασης, ώστε να πάρει αποφάσεις και να προβεί στις ανάλογες, μακάρι ορθές και σύννομες, ενέργειες. Τα κρίσιμα (πολιτικά) ερωτήματα έχουν πρώτιστα να κάνουν με τους ενδιάμεσους αυτούς παράγοντες.

Στη χώρα μας όμως είναι έντονη η τάση όλοι, ιδίως οι πολιτικές και φυσικές ηγεσίες, να κρύβονται πίσω από την επίκληση της αρχής της νομιμότητας, και κατά τούτο τη βολική, αλλά ανόητη και τελικά υστερόβουλη αντίληψη ότι ο αστυνομικός εφαρμόζει το νόμο σαν κάποιου είδους μηχανή. Αν υπάρχει ένα συμπέρασμα που προκύπτει από το σύνολο της ογκωδέστατης διαθέσιμης επιστημονικής έρευνας για την αστυνομία είναι ότι η πιστή εφαρμογή μιας νομικής διάταξης από τους αστυνομικούς στον δρόμο είναι στην καλύτερη περίπτωση μια ευγενής, αξιέπαινη φιλοδοξία. Παρεμπιπτόντως, εάν οι εγκληματολόγοι ήθελαν να προσφέρουν μία μόνο υπηρεσία στη δημόσια συζήτηση, θα μπορούσαν να τονίσουν τη γνώση αυτή και τις σημαντικότατες συνέπειές της – αν και βέβαια το τι θέλουν και, ιδίως, το τι μπορούν να κάνουν οι εγκληματολόγοι στις συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα είναι μια άλλης τάξεως συζήτηση.

Εν πάση περιπτώσει, η αντίληψη ότι «ισχύει η νομιμότητα», και πόσο μάλλον η νοοτροπία του «περνάμε μια διάταξη νόμου και τακτοποιούμε το θέμα» αποτελεί ξεδιάντροπη, αν όχι ευθέως εγκληματική αποποίηση πραγματικών και σοβαρότατων θεσμικών και πολιτικών ευθυνών απέναντι στην ποιότητα του δημοκρατικού κατά το Σύνταγμα πολιτεύματος, απέναντι στους ανθρώπους (όχι μόνο τους Έλληνες πολίτες), τους οποίους έχει υπό το νόμο αποστολή να προστατεύει – και όχι να δικάζει – η αστυνομία, και τελικά απέναντι στο ίδιο το προσωπικό της αστυνομίας, το οποίο αφήνεται είτε έκθετο είτε έρμαιο δυνάμεων εκτροπής ή και των χειρότερων ενστίκτων του. Αυτοί όμως που όφειλαν να θέσουν όλα τα κρίσιμα ερωτήματα σιώπησαν για άλλη μια φορά. Το ατέρμονο, ανούσιο πέρα δώθε μεταξύ πανηγυρικών αλαλαγμών, αυστηρών καταγγελιών, φτηνών επαίνων και πρόχειρων αφορισμών απέκρυψε και πάλι την μέση οδό, στην οποία βρίσκεται η ουσία του πράγματος και το έμπρακτο ενδιαφέρον για έννοιες, όπως το κράτος δικαίου ή η δικαιοσύνη. Αυτή η μέση οδός είναι και αυτή που θα έσωζε, ίσως, κάποιες ζωές που έχουν το θλιβερό προνόμιο να έλκουν τις σφαίρες της υπαρκτής αστυνομίας.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Βελόπουλος: Προσβλητικές οι δηλώσεις Μητσοτάκη για καλές θέσεις εργασίας και υψηλές αμοιβές

Σακελλαρίδης: «Το σημαντικό για τη Νέα Αριστερά, είναι να πετύχουμε το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό»

Οι σοσιαλιστές οπαδοί καλούν τον Ισπανό πρωθυπουργό να παραμείνει στη θέση του

Θάνατος Ναβάλνι: Δεν βρίσκουν στοιχεία για ευθύνες Πούτιν οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα