Η ρωσική νομοθεσία δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη ιδιωτικών στρατιωτικών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένης της Wagner, είπε χθες ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντίμιρ Πούτιν, στην εφημερίδα Kommersant, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την πρόσφατη συνάντησή του με διοικητές της Wagner, της ιδιωτικής στρατιωτικής εταιρείας που στασίασε τον περασμένο μήνα.
Παρευρισκόμενος σε έκθεση τεχνολογίας στη Μόσχα, ο Πούτιν ρωτήθηκε η Wagner θα συνεχίσει να λειτουργεί ως μαχόμενος σχηματισμός.
«Λοιπόν, η PMC Wagner δεν υπάρχει!» είπε ο Πούτιν στον ανταποκριτή της Kommersant. «Δεν έχουμε νόμο για τις ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες! Οπότε απλά δεν υπάρχει!»
«Η ομάδα υπάρχει, αλλά νομικά δεν υπάρχει», διευκρίνισε στη συνέχεια. «Είναι ένα ξεχωριστό θέμα, που σχετίζεται με τη νομιμοποίηση, που πρέπει να ληφθεί υπόψη από την Κρατική Δούμα και την κυβέρνηση. Ένα περίπλοκο ζήτημα».
Η ντε φάκτο ύπαρξη της ηγούμενης από τον Γιεβγκένι Πριγκόζιν στρατιωτικής οργάνωσης αναγνωρίστηκε τυπικά από τον ρωσικό στρατό μόνο όταν εκείνη ενεπλάκη στις μάχες στο Ντονμπάς πέρυσι, και ειδικά στο Μπαχμούτ ή Αρτεμόβσκ.
Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, επιβεβαίωσε τα δημοσιέυματα που ανέφεραν ότι ο Πούτιν είχε συναντηθεί με 35 μέλη της Wagner στις 29 Ιουνίου, αρκετές ημέρες μετά την ένοπλη ανταρσία της ομάδας.
Χθες, o ρεπόρτερ της Kommersant δώσει την δική του εκδοχή για το τι συνέβη.
«Δεν έχω εκδοχή», απάντησε ο Ρώσος πρόεδρος. «Εσείς ή το ΝΑΤΟ μπορεί να έχετε μια εκδοχή. Εγώ έχω το τι πραγματικά συνέβη».
Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο Πούτιν ήθελε περισσότερο να συναντηθεί τιμητικά με διοικητές της Βάγκνερ που είχαν πολεμήσει, παρά με τον Πριγκόζιν, αν και ήταν κι εκείνος παρών.
«Λοιπόν, είστε στο Κρεμλίνο», ανέφερε πως τους είπε.
«Στη συνάντηση έδωσα μια αξιολόγηση για το τι έκαναν στο πεδίο της μάχης και τι έκαναν κατά τη διάρκεια των γεγονότων της 24ης Ιουνίου», είπε ο Πούτιν. «Τρίτον, τους παρουσίασα τις πιθανές παραλλαγές για το πώς θα μπορούσαν να συνεχίσουν την υπηρεσία τους, ακόμη και στη μάχη. Αυτό είναι όλο.”
Κάποια στιγμή, είπε ο Πούτιν, πρόσφερε στους άνδρες που συγκεντρώθηκαν στο Κρεμλίνο να συνεχίσουν τη στρατιωτική τους θητεία υπό τον ίδιο διοικητή που υπηρετούσαν τους τελευταίους 16 μήνες, γνωστός από το διακριτικό του «Γκρίζα Μαλλιά».
«Πολλοί έγνεψαν καταφατικά όταν το είπα αυτό», συνέχισε ο Πούτιν. «Και ο Πριγκόζιν, που καθόταν μπροστά και δεν το είδε αυτό, αφού άκουσε, είπε:
-“ Όχι, τα παιδιά δεν συμφωνούν με αυτή την απόφαση”».
Πριν θέσει το ζήτημα της συνάντησης με τη Wagner, ο ρεπόρτερ της εφημερίδας ρώτησε τον Πούτιν σχετικά με το κόστος των τροφίμων και το ενδεχόμενο ανανέωσης της συμφωνίας για τα σιτηρά που διέρχονται από τη Μαύρη Θάλασσα.
Σε σχέση με το αυξημένο κόστος των τροφίμων, ο Πούτιν απάντησε πως αυτό «συνδέεται με τα λάθη των κορυφαίων δυτικών οικονομιών στον τομέα της χρηματοδότησης και των επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας» στον τομέα της οποίας, είπε, πως δεν έγιναν επαρκείς επενδύσεις στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
«Στον αγώνα κατά της πανδημίας του κορωνοϊού», πρόσθεσε, οι κορυφαίες δυτικές οικονομίες «άρχισαν να στηρίζουν τόσο τους πολίτες όσο και ορισμένους τομείς της οικονομίας. Το κάναμε κι εμείς, αλλά το κάναμε σε λογικό βαθμό. Αλλά εκεί δεν το έκαναν: τύπωσαν ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, άρχισαν να μαζεύουν με το φτυάρι τρόφιμα από την παγκόσμια αγορά στις χώρες τους και έφεραν τις φτωχότερες χώρες σε πολύ δύσκολη κατάσταση» είπε, προσθέτοντας ότι μετά την έναρξη της « ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης», αποφάσισαν «να χρεώσουν τα πάντα στη Ρωσία». «Η χρήση των κυρώσεων ως μέσου ανταγωνισμού», πρόσθεσε, απλά «επιδείνωσε την κατάσταση στις παγκόσμιες αγορές τροφίμων».
«Και η λεγόμενη συμφωνία για τα σιτηρά δικαιολογήθηκε από την επιθυμία να υποστηριχθούν οι φτωχότερες χώρες», συνέχισε ο Πούτιν. «Έχω ήδη πει πολλές φορές: από τον συνολικό όγκο τροφίμων, κυρίως σιτηρών, που εξάγονται από την Ουκρανία, μόνο το 3% και κάτι πήγε στις φτωχότερες χώρες του κόσμου – μόνο το 3% και κάτι! Όλα τα άλλα πήγαν σε μια καλοφαγωμένη, ευημερούσα Ευρώπη! Ωστόσο, πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν αρχίσει να εγκαταλείπουν τα ουκρανικά σιτηρά. Άρχισαν να κάνουν διακρίσεις κατά των ουκρανικών σιτηρών – όχι εμείς!», είπε, με την εφημερίδα να σημειώνει ότι δεν έκρυψε τον εκνευρισμό του.
«Όσον αφορά τους όρους υπό τους οποίους συμφωνήσαμε να διασφαλίσουμε την ασφάλεια της εξαγωγής ουκρανικών σιτηρών, υπήρχαν ρήτρες αυτής της συμφωνίας με τον ΟΗΕ, σύμφωνα με τις οποίες έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα ρωσικά συμφέροντα», πρόσθεσε, αναφερόμενος στη λεγόμενη συμφωνία της Μαύρης Θάλασσας, η οποία λήγει τη Δευτέρα και την οποία η Μόσχα δηλώνει πως δε βλέπει λόγο να ανανεώσει ξανά, εφόσον αυτή δεν εφαρμόζεται πλήρως. «Αυτό είναι logistics, αυτό είναι ασφάλιση, αυτή είναι η κίνηση χρημάτων που σχετίζεται με την πληρωμή για τα προϊόντα μας και πολλά άλλα», εξήγησε σε σχέση με τις πλευρές της συμφωνίας που αφορούν την ομαλή εξαγωγή των ρωσικών τροφίμων, τα οποία, τυπικά τουλάχιστον, δεν υπόκεινται σε κυρώσεις.
«Τίποτα – θέλω να το τονίσω αυτό – δεν έγινε τίποτα απολύτως! Όλα είναι ένα μονόπλευρο παιχνίδι! Ούτε ένα στοιχείο που σχετίζεται με το γεγονός ότι υπάρχουν συμφέροντα της Ρωσικής Ομοσπονδίας δεν έχει εκπληρωθεί! Παρόλα αυτά, παρατείναμε οικειοθελώς αυτή τη λεγόμενη συμφωνία πολλές φορές. Πολλές φορές! Λοιπόν ακούστε: φτάνει, εντέλει», κατέληξε.
Αναφερόμενος στην πρόταση του ΟΗΕ προς τη Μόσχα να παρατείνει και πάλι η Ρωσία την ισχύ της συμφωνίας, και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να δοθεί χρόνος στις Βρυξέλλες να διαμορφώσουν έναν τρόπο επαναφοράς της Ρωσικής Αγροτικής Τράπεζας στο σύστημα διεθνών συναλλαγών SWIFT, ο Πούτιν είπε:
«Όχι πρώτα η παράταση και μετά η εκπλήρωση των υποσχέσεων, αλλά πρώτα η εκπλήρωση των υποσχέσεων και μετά η συμμετοχή μας».
Πρόσθεσε δε, ότι η επαναφορά της Rosselkhozbank στο σύστημα SWIFT δεν αποτελεί το μόνο ζήτημα που πρέπει να λυθεί, καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν ζητήματα που αφορούν τα logistics και την ασφάλιση των φορτίων των ρωσικών τροφίμων και λιπασμάτων.
Σε σχέση με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ, ο Πούτιν είπε πως οι άνθρωποι των Ηνωμένων Εθνών «προσπαθούν ειλικρινά να κάνουν τις δυτικές χώρες να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, αλλά μέχρι στιγμής δεν τα έχουν καταφέρει».