Πάμε πάλι. Άγρια δολοφονία γυναίκας, τρανς, μαύρης, σεξεργάτριας, μετανάστριας, της Άννας. Ουάου, καμιά μας δεν το περίμενε… Πέσαμε από τα σύννεφα και χάσκαμε μπροστά στην τηλεόραση, βλέποντας τα νέα για την άγρια δολοφονία «άντρα» στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα, παραβιάζοντας το δικαίωμα του θύματος στον αυτοπροσδιορισμό.
Από που να το πιάσεις; Από την αστυνομία που έκανε λόγο για άντρα, ενώ ήταν ξεκάθαρο ότι ήταν τρανς γυναίκα, από τα συστημικά μίντια που αναπαρήγαγαν αυτούσια την είδηση – λες και σαν πρόβατα τρώνε σανό, ή από τα ρατσιστικά σχόλια στο διαδίκτυο που χειροκροτούσαν χαιρέκακα το στυγερό έγκλημα, υποστηρίζοντας τον δράστη που να αγιάσει το χέρι του; Μια λιγότερη…
Ουφ, ουφ και πάλι ουφ. Στραβομουτσουνιάζει το στόμα σου σα να παθαίνεις εγκεφαλικό, σφίγγεις τη γροθιά σου για να ξεσφίξει το στομάχι σου, αλλά δεν ξαφνιάζεσαι. Όχι… Άλλη μια γυναικοκτονία στην Ελλαδίτσα των μόλις 10 εκατομμυρίων.
Η Άννα έχει μια σειρά προσδιοριστικών επιθέτων που χρησιμοποιούνται περισσότερο από το όνομα της και θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με τα βαγόνια ενός τρένου. Η Άννα στο τιμόνι οδηγούσε, προσπαθώντας να καθαρίσει τον δρόμο από τα εμπόδια που σαν μαγνήτες έπεφταν στον δρόμο της, για να φτάσει στο φως και να μπορέσει να χορέψει ελεύθερη.
Μήπως υπάρχει μια αιτιώδης σχέση μεταξύ αυτών των επιθετικών προσδιορισμών; Ήταν μετανάστρια επειδή ήταν τρανς; Ήταν σεξεργάτρια επειδή ήταν μαύρη και τρανς; Δολοφονήθηκε γιατί ήταν τρανς γυναίκα, ή μετανάστρια, ή μαύρη, ή και σεξεργάτρια; Θα ήταν αυθαίρετο από την πλευρά μου, να τοποθετήσω στην εξίσωση τους παράγοντες «κινδύνου» για τη ζωή της Άννας. Γιατί πολύ απλά ή Άννα δεν είναι ο άγνωστος χ σε μια εξίσωση, πριν από όλα ήταν ένας άνθρωπος, αλλά η κοινωνία προτιμά να αντικαθιστά αυτή τη λέξη με όλα αυτά τα επίθετα, εάν αυτά -για την ίδια την κοινωνία- έχουν αρνητικό πρόσημο. Τρανς, γυναίκα, μαύρος, φτωχός, Αλβανός, μετανάστης, λεσβία, άστεγος, ναρκομανής, βίγκαν και ούτω καθεξής. Η στιγματοποιήση είναι συνέργεια σε έναν πόλεμο δίχως τέλος.
Η Άννα πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις ευαλωτότητας για να δολοφονηθεί. Τικ τικ τικ! Για αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν μας κάνει καμία εντύπωση. Μα θα έλεγε κανείς ότι την ίδια μέρα στέφθηκε Miss Ολλανδία τρανς γυναίκα και στην τηλεόραση βλέπουμε συχνά διαφημιστικά σποτάκια με τρανς άτομα. Είχε προκαλέσει τεράστια συζήτηση πριν από λίγα χρόνια η διαφήμιση της Pantene με LGBTQIA άτομα, καθώς και το Pride που εκτός από ότι έχει εδραιωθεί και συμμετέχει σε αυτό πλήθος κόσμου, την τελευταία φορά είδαμε και πολιτικά περίπτερα στην Ελλάδα να παρευρίσκονται, νομιμοποιώντας το κίνημα έστω και για να μαζέψουν ψήφους. Που ακούστηκε ξανά στον κόσμο τρανς άτομα να έχουν τέτοια προνόμια; Άρα, τα τρανς άτομα δεν έχουν βγει από την αφάνεια, δεν έχουν αποκτήσει φωνή;
Θα ήταν πολύ πολύ αφελές εκ μέρους μας να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο. Σίγουρα έχουν γίνει κάποια βήματα και οι δυτικές -τουλάχιστον- κοινωνίες έχουν περισσότερη ανοχή δίνοντας χώρο για συζήτηση, ενώ παράλληλα την τελευταία δεκαετία έχουν θεσμοθετηθεί νόμοι υπέρ (και κάποιοι κατά) των LGBTQIA ατόμων. Τι συμβαίνει όμως, πραγματικά;
Να, μια πρόχειρη ιδιοκατασκευασμένη παραβολή.
«Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι α-συμπτωματική και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».
Ας πούμε ότι ο Κώστας που πηγαίνει στην Β’ Λυκείου σε ένα σχολείο στη Νίκαια, είναι περισσότερο θηλυπρεπής από ότι είθισται, αλλά ντρέπεται και είναι αρκετά συνεσταλμένος καθώς δεν εμπιστεύεται ακόμα το σχολικό περιβάλλον για να ντύνεται και να αυτοπροσδιορίζεται με τον τρόπο που επιθυμεί. Είναι τόσο τυχερός που οι γονείς του τον έχουν αποδεχθεί για αυτό που είναι, ήδη από πολύ νωρίς. Δεν χρειάστηκε να παριστάνει κάτι άλλο, αφού από όταν ήταν μωρό επέλεγε να παίζει με τις κούκλες των ξαδέρφων του και στα κρυφά να φοράει τις φούστες και τα τακούνια της μαμάς του. Ένα βράδυ που είχαν πάει για φαγητό χωρίς εκείνον, όταν ήταν εννιά χρονών, τον βρήκαν μακιγιαρισμένο (έμοιαζε περισσότερο σαν κλόουν) φορώντας το κόκκινο φόρεμα με τις χρυσές πούλιες της μαμάς του, της Μένιας. Οι γονείς του δεν ξαφνιάστηκαν, απλά του είπαν ότι δεν χρειάζεται να λείπουν για να φοράει ο,τι θέλει και ότι η μαμά του μπορεί να του δείξει πως να βάφεται. Το σπίτι του ήταν ο παράδεισος του.
Τελικά, παίρνοντας το παράδειγμα της Μαρίας, της Κάτιας και της Ελένης που ξεκίνησαν να ντύνονται με γυναικεία ρούχα και άλλαξαν τα ονόματα τους στα αντίστοιχα θηλυκά σε γειτονικό σχολείο, αναθάρρεψε για να κάνει το πρώτο βήμα. Δειλά δειλά φοράει γυναικεία ρούχα, ενώ απαιτεί από το περιβάλλον του να την αποκαλούν Κωνσταντίνα.
Οι φίλες της την υποστηρίζουν, ενώ η διοίκηση του σχολείου είναι διχασμένη. Οι καθηγήτριες των Καλλιτεχνικών και της Μουσικής την στηρίζουν ανοιχτά, απευθυνόμενες σε αυτήν με το όνομα της αρεσκείας της, ενώ της θρησκευτικού κόντεψε της γυρίσει η γλώσσα ανάποδα όταν την είδε με φούστα κλαρωτή και γαρύφαλλο στο αφτί. Οι καθηγητές της Ιστορίας, Μαθηματικών και Φυσικής την βλέπουν με μισό μάτι όταν περνάει το διάδρομο, έχοντας πιει το αμίλητο νερό, ενώ ο Διευθυντής μη ξέροντας τι να κάνει – σκεπτόμενος γιατί σε αυτόν; – δεν καλοβλέπει την κατάσταση φοβούμενος ότι αυτό το γεγονός θα φέρει πόλωση στο σχολείο. Παρόλα αυτά, έχει τα χέρια του δεμένα αφού έχει πάρει κατευθυντήριες γραμμές από το Υπουργείο Παιδείας ότι όλοι οι μαθητές/τριες ανεξαιρέτως, μπορούν να αυτοπροσδιορίζονται κατά το δοκούν και να ντύνονται ανάλογα με το φύλο που ταυτίζονται, τηρώντας φυσικά τους κανόνες ευπρέπειας. Στον Σύλλογο Γονέων επικρατεί προπολεμικό κλίμα, με τους γονείς να επιχειρηματολογούν, να εξυβρίζονται και να χάνεται κάθε δίαυλος επικοινωνίας και λογικής. Κατά βάθος, ενώ η Κωνσταντίνα πολλές φορές αισθάνεται άβολα με τα αδιάκριτα βλέμματα, χαίρεται με το αλαμπουμπούρδελο που έχει προκαλέσει στο σχολείο και χασκογελάει με τις φίλες της ανακαλώντας την τρομοκρατημένη φάτσα της θρησκευτικού, λες και είναι ο εξαποδώ. Τελικά, το μόνο που έχει σημασία είναι πως για πρώτη φορά στη ζωή της αισθάνεται ο εαυτός της έξω από το σπίτι της.
Εκείνη τη περίοδο και πριν καλά καλά χωνέψουν τα τεκταινόμενα, πραγματοποιούνται οι εκλογές του 15μελούς και εκλέγεται πάλι ο ίδιος πρόεδρος -κάτι που δεν ξαφνιάζει κανέναν- ο οποίος αν και συντηρητικός, τηρεί σιγή ιχθύος επί του θέματος, και επικεντρώνεται περισσότερο στο να μιμηθεί τις πρακτικές που ακολουθούνται στα πρότυπα κολέγια των βορείων προαστίων. Όμως, αυτό που φοβίζει την Κωνσταντίνα και τις φίλες της, είναι η εκλογή τεσσάρων συμμαθητών της που έχουν εκφράσει ανοιχτά ότι οι μοντερνισμοί των άλλων σχολείων δεν έχουν θέση στο δικό τους και θα πατάξουν την εξαλλοσύνη και το γκλίτερ που κινδυνεύουν να φθείρουν τις παραδοσιακές αξίες του σχολείου τους.
Ενώ, στις συναντήσεις τους κάνουν απλώς νύξεις και δεν εκφέρουν φανερά την άποψη τους για την Κωνσταντίνα, όλοι τους υποψιάζονται τις παλαιολιθικές και φασιστικές απόψεις τους. Τα καλόπαιδα του σχολείου -αυτά που καπνίζουν στις τουαλέτες και που είναι πιθανότερο να εκλεγεί γυναίκα πρόεδρος στην Σαουδική Αραβία από το να γράψουν σωστά τη λέξη «ρηξικέλευθος» – αρχίζουν να έχουν μια περίεργη συμπεριφορά και να μην τους απασχολούν μόνο τα γκάζια της μηχανής και ο Τραννός. Όλοι ξέρουν ότι αυτοί ψήφισαν τα τέσσερα φασιστοειδή στις εκλογές του 15μελούς. Η Κωνσταντίνα νιώθει μια ανησυχία αφού πριν τις εκλογές, έμεναν μόνο σε βρισιές και πειράγματα αλλά είχε μάθει τόσα χρόνια να μη δίνει σημασία. Την προηγούμενη εβδομάδα, μετά το τελευταίο διάλειμμα, βρήκε κατουρημένη την αγαπημένη της πετρόλ τσάντα και όλα τα βιβλία που είχε μέσα. Αποφάσισε να μην πει τίποτα στο σχολείο και τους γονείς της για να μην προκαλέσει την οργή τους. Κάποια στιγμή θα βαρεθούν και θα σταματήσουν, σκέφτηκε. Τελικά, λίγες μέρες αργότερα, καθώς εισήλθε στο σχολείο αμέριμνη, είδε ένα μπουλούκι μαθητών μαζεμένο στο προαύλιο. Στον τοίχο δίπλα από το γραφείο των καθηγητών, ήταν γραμμένο με κόκκινη μπογιά «Ανωμαλάρα Ψόφα».
Εκείνη και κάποιοι από τους συμμαθητές της αποφάσισαν να μην το αφήσουν έτσι και κατήγγειλαν το γεγονός στον Διευθυντή. Τελικά, αφού βρέθηκαν οι ένοχοι, επενέβη το 15μελές και τους δόθηκε τριήμερη αποβολή αντί να τους αποβάλλουν από το σχολείο οριστικά.Ήταν ένα απλό πείραγμα!
Για λίγο καιρό δεν έκαναν τίποτα, αλλά αυτό δεν καθησύχαζε την Κωνσταντίνα αφού μέσα της ένιωθε ότι κάτι ετοίμαζαν για να την εκδικηθούν. Μοιράζοντας την ανησυχία με τις φίλες της, ένιωθε ότι δεν την καταλάβαιναν αφού εκείνες δεν έρχονταν αντιμέτωπες καθημερινά με προσβολές και τον φόβο ότι θα πάθουν κακό. Όσο κι αν προσπαθούσαν να την καταλάβουν, δεν ήταν στη θέση της. Εκείνη αντιλαμβανόταν ότι αυτά τα καλόπαιδα, υποκινούμενα από το γεγονός ότι εκλέχθηκαν οι φίλοι τους, ένιωθαν ισχυρότεροι και δεν θα έμεναν άπραγοι. Είχαν εκείνους για να τους καλύπτουν. Δεν θα σταματούσαν, εκείνη ήταν το αγαπημένο τους παιχνίδι. Πλέον, δεν ήταν οι κάγκουρες που έκαναν καφρίλες αλλά είχαν φωνή και άποψη για το τι μέλλει γενέσθαι με τα θέματα του σχολείου, ενώ και κάποιοι από τους καθηγητές φαινόταν να τους υποστηρίζουν στα κρυφά. Οι περισσότεροι συμμαθητές της έμεναν ουδέτεροι αφού δεν ήθελαν να μπουν στη μέση του κυκεώνα και να βρουν τον μπελά τους, ακόμα κι αν δεν συμφωνούσαν με τις ακραιότητες των παιδιών. Προτιμούσαν να αγνοούν το πρόβλημα και να το συζητάνε στα κρυφά στα διαλείμματα. Η Κωνσταντίνα ένιωθε πάλι όλα τα βλέμματα πάνω της, λίγα πλέον ήταν από αηδία και τα περισσότερα ήταν από λύπηση. Όμως, αυτό δεν τη σταμάτησε από το να είναι ο εαυτός της, δεν μπορούσαν να της πάρουν πίσω αυτό που είχε καταφέρει.
Έναν μήνα μετά, η Κωνσταντίνα δεν γύρισε σπίτι μετά το φροντιστήριο. Δεν τη βρήκαν ποτέ…ενώ έβγαλαν τη φήμη ότι το έσκασε.