Ο Κάλεμπ Μουάνγκι είναι 15 ετών, ζει στην Κένυα, αλλά δεν είναι ένα χαρούμενο παιδί, δεν παίζει με τους συμμαθητές του, καθώς τα βαριά τραύματα στο σώμα του δεν τον αφήνουν να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, που όφειλε να έχει όπως οι υπόλοιποι έφηβοι στην ηλικία του. Ο Κάλεμπ, σίγουρα, δεν αγαπάει το σχολείο του στην Κένυα, καθώς το «σχολείο» του δεν αγαπάει τον Κάλεμπ. Η Κένυα κρύβει μια βαθιά πληγή και όπως φαίνεται, αυτή την πληγή την «πληρώνουν» οι μαθητές, άλλοτε με αλλεπάλληλους ξυλοδαρμούς και μαστιγώματα και άλλοτε με την ίδια τους τη ζωή.
Όχι, δεν πρόκειται για τσακωμούς ανάμεσα στους ανήλικους μαθητές, αλλά για αυστηρές τιμωρίες, οι περισσότερες σωματικές, που γίνονται από τους εκπαιδευτικούς προς τους μαθητές. Ένας απάνθρωπος «νόμος», οι ρίζες του οποίου ξεκινούν από τα μέσα του 19ου αιώνα και καταλήγουν έως και τις μέρες μας, παρά την απαγόρευσή του από την κυβέρνηση το 2001.
Ο μικρός Κάλεμπ πριν δυο χρόνια μαστιγώθηκε άγρια από τους δασκάλους του για μια φρατζόλα ψωμί στην κυριολεξία. Έπεσε σε κώμα και για 11 ημέρες βρισκόταν στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Πραγματοποιήθηκαν χειρουργεία, του αφαιρέθηκε δέρμα από τους μηρούς του για να χρησιμοποιηθεί ως δερματικό μόσχευμα. Κι αν οι ουλές σε όλη του την πλάτη μαρτυρούν το ανελέητο μαρτύριο που υπέστη, η καρδιά του είναι ακόμα βαθιά πληγωμένη και πολλές φορές σήμερα, χτυπά με θυμό τον τοίχο με τις γροθιές του.
Ο αποικιοκρατικός νόμος της τιμωρίας βαθιά ριζωμένος στους Κενυάτες του σήμερα
Για τη ορθότερη προσέγγιση του θέματος οφείλουμε να γυρίσουμε χρόνια πίσω και να μελετήσουμε εις βάθος τη σύγχρονη ιστορία, γιατί αγαπητοί μου, ο ξυλοδαρμός των εκπαιδευτικών προς τους μαθητές, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, παραμένει ως ένα από τα κατάλοιπα, που άφησε πίσω της η ανεξέλεγκτη αποικιοκρατία των Ευρωπαίων στην Αφρική και εν προκειμένω των Βρετανών στην Κένυα.
Όλα ξεκινούν στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν οι Ευρωπαίοι πραγματοποιούν δυναμική έξοδο προς τον υπανάπτυκτο οικονομικά κόσμο της Αφρικής, με απώτερο σκοπό την αναζήτηση νέων αγορών και πηγών ενέργειας, αλλά και την ακλόνητη πίστη στην ανωτερότητα του δυτικού πολιτισμού και στο χρέος εξαγωγής αξιών, θεσμών και φιλανθρωπίας. Η νέα αυτή αποικιοκρατία έμεινε γνωστή ως ιμπεριαλισμός και διέφερε σημαντικά στους σκοπούς και στα αίτια των αντίστοιχων αποικιοκρατικών μεθόδων του 16ου αιώνα.
Συγκεκριμένα, η Κένυα έγινε επίσημα βρετανική αποικία το 1837, αποκτώντας την ανεξαρτησία της το 1963 (Φιορέντζη Χρ., 2008, 15). Πραγματοποιήθηκαν αμέτρητες πολεμικές επιχειρήσεις οργανωμένων στρατών εντόπιων λαών, οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν ιδιαίτερα άνισες και κατέληγαν σε σφαγές. Τα κατασταλτικά αυτά μέτρα, σε συνδυασμό με την πείνα και τις ασθένειες, που εξαπέλυσαν στην περιοχή κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, είχαν ως αποτέλεσμα σημαντικές απώλειες ζωών αλλά και της γης των αυτοχθόνων ανθρώπων.
Το βρετανικό καθεστώς προχώρησε σε ανακατανομή, απαλλοτριώνοντας γόνιμη γη από τους ντόπιους, προκειμένου να την παραδώσουν σε λευκούς αγρότες και ο ντόπιος πληθυσμός εξαναγκάστηκε να δουλεύει κάτω από άθλιες συνθήκες στα κτήματα που δικαιωματικά του ανήκαν. Παράλληλα, οι Άγγλοι είχαν επιβάλει εξευτελιστικούς φόρους στους φτωχούς ντόπιους, με χαρακτηριστικότερο τον «φόρο της Καλύβας», έναν φόρο που αντιστοιχούσε σε δυο μήνες εργασίας. Αποτέλεσμα αυτών, εκατοντάδες χιλιάδες από αυτούς να ζουν σε άθλιες συνθήκες σε παραγκουπόλεις γύρω από το Ναϊρόμπι, εκδιωγμένοι από τη γη τους και με ελάχιστες πιθανότητες απασχόλησης.
Οι σκληρές τιμωρίες και οι βασανισμοί των αδίστακτων Βρετανών αποικιοκρατών προς τον γηγενή λαό της Κένυας για όλα αυτά τα χρόνια ήταν απάνθρωποι, χωρίς απολύτως λόγο και τις περισσότερες φορές έφταναν στον θάνατο. Τα βασανιστήρια ποίκιλαν: Αρκετούς, αφού τους ξυλοκοπούσαν αλύπητα, του πετούσαν στο έδαφος, τους πατούσαν το λαρύγγι και τους τάιζαν λάσπη. Σύμφωνα με την Καρόλαιν Έλκινς, ιστορικό στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, τα βασανιστήρια των Βρετανών ξεπερνούσαν κάθε φαντασία. Υπάρχουν περιπτώσεις, που Αφρικανοί κάηκαν ή ψήθηκαν ζωντανοί. Οι δολοφονίες ανταρτών, ο ευνουχισμός αντρών και οι βιασμοί γυναικών ήταν συχνό φαινόμενο, όπως και οι ακρωτηριασμοί, αλλά και ο υποσιτισμός.
Αυτή η κατάσταση, που κορυφώνει δεκαετίες κακομεταχείρισης και καταπίεσης υπό την βρετανική κυριαρχία, δημιούργησε έντονη δυσαρέσκεια, η οποία με τη σειρά της τροφοδότησε τα διάφορα κενυάτικα εθνικιστικά κινήματα και τελικά οδήγησε στη λεγόμενη εξέγερση των Μάο Μάο (αρκετοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι η ονομασία «Μάου Μάου» πιθανόν να ήταν αναγραμματισμός της λέξης Ούμα-Ούμα, που σήμαινε «φύγε-φύγε». Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι η ονομασία «Μάου- Μάου» ήταν το ακρωνύμιο από τη φράση-γραμμένη στη γλώσσα Σουαχίλι: «Mzungu Arudi Ulaya, Mwafrika Apate Uhuru» που σήμαινε «αν ο λευκός γυρίσει στην Ευρώπη, ο Αφρικανός θα ελευθερωθεί»), που ξέσπασε το 1952 έως το 1956, ως αντίδραση στις ανισότητες και τις αδικίες των βρετανικών αρχών και των λευκών εποίκων.
Η απάντηση της αποικιοκρατικής διοίκησης ήταν μια σκληρή καταστολή των επαναστατών, με εκτελέσεις και σκληρές τιμωρίες με αποτέλεσμα πολλούς θανάτους. Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν αναφέρει πως τουλάχιστον μισό εκατομμύριο Κενυάτες από την περιφέρεια Κερίτσο υπέστησαν κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων περιλαμβανομένων εκτελέσεων και εκτοπισμών στη διάρκεια της βρετανικής αποικιοκρατικής διακυβέρνησης, η οποία τελείωσε το 1963.
Από τους βασανιστές αποικιοκράτες στους αδίστακτους ιεραπόστολους
«Όταν ήρθαν οι ιεραπόστολοι, οι Αφρικανοί είχαν τη γη και οι ιεραπόστολοι κρατούσαν τη Βίβλο. Μας έμαθαν να προσευχόμαστε με τα μάτια κλειστά. Όταν τα ανοίξαμε, εκείνοι είχαν τη γη κι εμείς κρατούσαμε τη Βίβλο» (Γιόμο Κενυάτα).
Δυστυχώς, και η χριστιανική ιεραποστολή στην Αφρική στα χρόνια της αποικιοκρατίας χρησιμοποιήθηκε για εφάμαρτους σκοπούς από του δυτικούς αποικιοκράτες. Η ανάγκη των ανεπτυγμένων βιομηχανικά κρατών της Ευρώπης για νέες πηγές πρώτων υλών, για νέες περιοχές επένδυσης των κεφαλαίων τους και η δημιουργία νέων αγορών για την εξαγωγή των προϊόντων τους, αλλά και η προσπάθεια της πολιτικής εξουσίας να νοηματοδοτήσει την ανθρώπινη ζωή, στις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου, σφετεριζόμενη τον χώρο της Εκκλησίας και της ιεραποστολής οδήγησε σε καταπιεστικές, βάναυσες και εγκληματικές ενέργειες (Ψυρούκης Ν.,1993,153).
Οι δυτικοί αποικιοκράτες, με πρόσχημα τη διάδοση του χριστιανισμού, αφαίμαξαν τις ιεραποστολικές χώρες, υφάρπαξαν απ’ αυτές το φυσικό και ορυκτό τους πλούτο, υποδούλωσαν τους ιθαγενείς και συντέλεσαν στην αλλοτρίωση των πολιτισμών τους. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό, ότι η Δύση παρέμεινε γνωστή στην ιστορία με τα διαβόητα «τρία Μ», που σήμαιναν: «Missionaris-Mercator-Militaris» (Ιεραπόστολος-Έμπορος-Στρατιωτικός), παραπέμποντας στους τρεις κατακτητές που επισκέπτονταν τους εξωτερικούς Ευρωπαϊκούς χώρους για να τους εκπολιτίσουν, να τους εκχριστιανίσουν και να τους εκσυγχρονίσουν».
Οι Ευρωπαίοι μισσιονάριοι στο πλαίσιο μιας υποτιθέμενης χριστιανικής ιεραποστολής, η οποία στηριζόταν δυστυχώς σε ιδεολογίες ξένες με το αληθινό νόημα του χριστιανισμού, εξυπηρετούσε πολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες που είχαν ως στόχο την υποδούλωση των λαών της Αφρικής με σκοπό να υφαρπάξουν το φυσικό τους πλούτο.
«Πολλές ευρωπαϊκές ιεραποστολές εξέφρασαν ως επί το πλείστον εθνοκεντρικές
συμπεριφορές και εξίσωναν τον χριστιανισμό με τον Δυτικό πολισμό» (Αναστασόπουλος Ηλ., 2009,194).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η χριστιανική ιεραποστολή εξέπεσε σε ένα είδος «συναισθηματικού ιμπεριαλισμού που επέτρεπε στους κατακτητές να φαντάζονται ότι σήκωναν το φορτίο της λευκής φυλής και πρόσφεραν την ευλογία της ειρήνης και της τάξης σ’ ένα κόσμο με πολιτική ανεπάρκεια» (Sabine G., 1961, 176).
Η τακτική της τιμωρίας που συνεχίζεται έως τις μέρες μας
Εξήντα χρόνια σχεδόν μετά τους φρικτούς βασανισμούς από τους αποικιοκράτες και τους ιεραπόστολους οι τακτικές τιμωρίας φαίνεται να είναι βαθιά ριζωμένες στην τραυματισμένη Κένυα. Φανερό παράδειγμα της αυστηρής τιμωρίας είναι το εκπαιδευτικό της σύστημα. Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch) την 1η Σεπτεμβρίου 1999 κατήγγειλε σε έκθεσή του με τίτλο: «Spare the Child: Corporal Punishment in Kenyan Schools», ότι η βίαιη σωματική τιμωρία, που επιβάλλεται στα χέρια των δασκάλων, είναι ένα τακτικό μέρος της εμπειρίας στην τάξη για πολλά παιδιά της Κένυας.
Και συνεχίζει, αποκαλύπτοντας ότι στις 23 Σεπτεμβρίου 1998, η 13χρονη Αναστέιζα Κοτόνγκι χτυπήθηκε σοβαρά από τη δασκάλα στο σχολείο της μαζί με την υπόλοιπη τάξη της. Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων πήρε συνέντευξη από την 13χρονη και τους γονείς της και εξέτασε τον φάκελο του δικαστηρίου που προέκυψε από την επίθεση. Το κορίτσι ανέφερε, «Η δασκάλα ήρθε στο μάθημα, ζητώντας τη λίστα με τα παιδιά που κάνουν θόρυβο κατά τη διάρκεια του μαθήματος. Όταν λοιπόν της δόθηκε η λίστα με κάλεσε και πήγα μπροστά στην τάξη και άρχισε να με χτυπάει. Μου είπε να ξαπλώσω και να βγάλω τη ζακέτα μου. Με ξυλοκόπησε στην πλάτη, με χτύπησαν με ένα μπαστούνι περισσότερες από πέντε φορές. Το έκανε σε μπροστά στους συμμαθητές μου». Σε αυτό το σημείο λιποθύμησε: «Όταν ξύπνησα, πήγα να κάτσω στην καρέκλα μου και περίμενα να πάνε οι άλλοι σπίτι. Όταν πήγα σπίτι, αιμορραγούσα από τον λαιμό και είχα μελανιές, μώλωπες στην πλάτη μου και αιμορραγούσα και στο χέρι… Ανέφεραν τι είχε συμβεί στον πατέρα μου και μετά πήγα με τον πατέρα μου στο αστυνομικό τμήμα».
Όταν η Αναστέιζα επέστρεψε στο σχολείο τρεις μέρες αργότερα, η διευθύντρια της είπε να πάει σπίτι γιατί θα τη χτυπούσε ξανά, λέγοντάς της ότι είναι η τελευταία μέρα που πατάει το πόδι της σε αυτό το σχολείο. Ωστόσο, και οι γονείς της αντιμετώπισαν παρόμοιες απειλές, καθώς όταν ο πατέρας της πήγε να παραπονεθεί, ο διευθυντής απείλησε να χτυπήσει και αυτόν. Ο διευθυντής κατηγορήθηκε τελικά για επίθεση. Όμως τα παιδιά που τραυματίζονται στα χέρια των δασκάλων τους, γενικά δεν μπορούν να κάνουν καμία επίσημη καταγγελία χωρίς να έχουν φυσικά τρομερές συνέπειες. Εκείνοι που διαμαρτύρονται για την κακομεταχείριση συχνά αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το σχολείο εντελώς, χάνοντας ουσιαστικά την ευκαιρία τους για εκπαίδευση.
Για τα περισσότερα παιδιά της Κένυας, η βία αποτελεί τακτικό μέρος της σχολικής εμπειρίας. Οι δάσκαλοι χρησιμοποιούν τον ξυλοδαρμό, το χαστούκι και το μαστίγωμα για να διατηρήσουν την πειθαρχία στην τάξη και να τιμωρήσουν τα παιδιά για κακή ακαδημαϊκή επίδοση. Η επιβολή σωματικής τιμωρίας είναι ρουτίνα για τους μαθητές, αυθαίρετη και συχνά βάναυση. Οι μώλωπες και τα κοψίματα είναι τακτικά υποπροϊόντα των σχολικών τιμωριών και πιο σοβαροί τραυματισμοί (σπασμένα οστά, χτυπημένα δόντια, εσωτερική αιμορραγία) δεν είναι σπάνιες. Κατά καιρούς, ξυλοδαρμοί από δασκάλους αφήνουν τα παιδιά μόνιμα παραμορφωμένα, ανάπηρα ή νεκρά.
Μια τέτοια ρουτίνα και αυστηρή σωματική τιμωρία παραβιάζει τόσο τον νόμο της Κένυας όσο και τα διεθνή πρότυπα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σύμφωνα με την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η σχολική σωματική τιμωρία είναι ασυμβίβαστη με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, την πιο ευρέως επικυρωμένη συνθήκη για τα ανθρώπινα δικαιώματα στον κόσμο.
Στην Κένυα, η πιο κοινή μέθοδος σωματικής τιμωρίας περιλαμβάνει δασκάλους να χτυπούν τους μαθητές με ένα «μπαστούνι». Μερικοί δάσκαλοι τιμωρούν επίσης τους μαθητές μαστιγώνοντάς τους με μαστίγια φτιαγμένα από καουτσούκ (από λωρίδες παλιών ελαστικών αυτοκινήτων), με βαρύτερα καλάμια ή απλά με χαστούκια, κλωτσιές ή τσιμπήματα. Ως επί το πλείστον, τα αγόρια χτυπιούνται στην πλάτη, ενώ τα κορίτσια στην παλάμη του χεριού. Κατά καιρούς, όμως, τα παιδιά χτυπιούνται σε άλλα μέρη του σώματος: στην πλάτη, στα χέρια, στα πόδια, στα πέλματα και μερικές φορές ακόμη και στο πρόσωπο και το κεφάλι. Τα παιδιά γενικά αναγκάζονται να γονατίσουν (περιστασιακά να ξαπλώσουν) μπροστά στην τάξη πριν τα ξυλοκοπήσουν ή τα χτυπήσουν μπροστά σε άλλους μαθητές. Άλλες φορές, οι δάσκαλοι απλώς σηκώνουν τα παιδιά επί τόπου, καθώς κάθονται στις καρέκλες τους.
Ανάλογα με τη φύση της κακής συμπεριφοράς του παιδιού και τη σκληρότητα του δασκάλου και του σχολείου, ένας μαθητής μπορεί να λάβει από 2 έως 20 ή περισσότερα χτυπήματα με μπαστούνι ταυτόχρονα. Σε ορισμένα σχολεία, τα παιδιά δήλωσαν στο Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ότι γινόταν μάρτυρες περιστατικών με μπαστούνι μόνο μία ή δύο φορές την εβδομάδα και ότι γενικά οι μαθητές δέχονταν μόνο δύο ή τρία χτυπήματα τη φορά. Επιπλέον, διάσπαρτες αναφορές κάνουν λόγο για ξυλοδαρμό παιδιών λόγω αδυναμίας να πληρώσουν τις σχολικές αξιολογήσεις τους.
Τα παιδιά πεθαίνουν περιστασιακά ως αποτέλεσμα της σωματικής τιμωρίας στην Κένυα. Ήταν αδύνατο, ωστόσο, να ληφθούν ακριβή στατιστικά στοιχεία για τέτοια σοβαρά περιστατικά: πολλοί άγριοι ξυλοδαρμοί δεν αναφέρονται ποτέ σε κυβερνητικές αρχές ή δημοσιογράφους, καθώς τα παιδιά και οι γονείς φοβούνται τα αντίποινα από τους δασκάλους και τους διευθυντές. Ομοίως, η κακή τήρηση αρχείων από την αστυνομία και το δικαστήριο δυσκολεύει τον εντοπισμό περιπτώσεων που αναφέρονται, καθώς τα αστυνομικά αρχεία μπορεί απλώς να περιγράφουν ένα σοβαρό περιστατικό σωματικής τιμωρίας ως επίθεση ή φόνο, χωρίς να σημειωθεί ότι συνέβη στο σχολείο.
Εκστρατείες ευαισθητοποίησης και κατάρτισης για τους εκπαιδευτικούς σχετικά με την πειθαρχία και τις εναλλακτικές λύσεις στη σωματική τιμωρία στα σχολεία είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Οι εκπαιδευτές σπάνια τιμωρούνται από τους διευθυντές ή από το υπουργείο Παιδείας, ακόμη και για σοβαρούς τραυματισμούς στα παιδιά υπό τη φροντίδα τους. Οι διευθυντές που ανέχονται τη συνεχή και αυστηρή σωματική τιμωρία που επιβάλλεται από τους δασκάλους σπάνια επικρίνονται, αν όχι ποτέ. Ακόμα και το 2001, που απαγορεύτηκε από την κυβέρνηση της Κένυας αυτές οι πρακτικές στα σχολεία, η στάση πολλών εκπαιδευτικών δεν έχει αλλάξει καθόλου.
Σύμφωνα λοιπόν με την έκθεση από το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διάφορες μορφές σωματικής τιμωρίας έχουν μακρά γενεαλογία στην Κένυα. Πολλοί Κενυάτες δήλωσαν, ότι η σωματική τιμωρία είναι από καιρό αποδεκτή στα σπίτια της Κένυας. Το σχολικό σύστημα της κυβέρνησης της Κένυας προέκυψε στις ημέρες της βρετανικής αποικιακής κυβέρνησης και υιοθέτησε τις βρετανικές παραδόσεις του 19ου αιώνα σχολικής πειθαρχίας, συμπεριλαμβανομένης της ευρείας χρήσης του μπαστούνι, όπως εξετάσαμε και παραπάνω.
Οι περισσότεροι ενήλικες Κενυάτες ξυλοκοπούνταν συχνά όταν ήταν παιδιά. Ένα υψηλό επίπεδο ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών και των παιδιών αποτελεί διαρκή ανησυχία για τις ομάδες για τα δικαιώματα της Κένυας και η σωματική τιμωρία του σχολείου εμφανίζεται σε αυτό το πλαίσιο. Η φτώχεια επίσης, βοηθά στη δημιουργία των συνθηκών που οδηγούν στην επιβολή της σχολικής σωματικής τιμωρίας. Οι γονείς και οι κοινότητες πληρώνουν για στολές, σχολικά βιβλία, τέλη κτιρίων (επισκευή, συντήρηση και κατασκευή σχολικών κτιρίων) και τέλη δραστηριοτήτων στο πλαίσιο συμφωνιών επιμερισμού κόστους μεταξύ της κυβέρνησης της Κένυας και των τοπικών κοινοτήτων. Πολλές φτωχές οικογένειες αγωνίζονται να κρατήσουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Τα παιδιά τους μπορεί να αντιμετωπίσουν παρενόχληση από δασκάλους, επειδή φορούσαν σκισμένες και βρώμικες στολές.
Ωστόσο, ακόμα και τα τελευταία χρόνια τα πράγματα δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει, καθώς στοιχεία από την τελευταία έκθεση Βίας κατά των Παιδιών, μια εθνική έρευνα στα νοικοκυριά το 2019, αποκάλυψε ότι περισσότεροι από τους μισούς από 18 έως 24 ετών στην Κένυα συμφώνησαν, ότι ήταν απαραίτητο οι εκπαιδευτικοί να χρησιμοποιούν σωματική τιμωρία στους μαθητές.
Ένας υπάλληλος από την Επιτροπή Υπηρεσιών Εκπαιδευτικών της Κένυας (TSC), ένας ανεξάρτητος οργανισμός που διαχειρίζεται όλες τις πτυχές του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού στην Κένυα δήλωσε, ότι τα τελευταία τρία χρόνια, οι αναφορές για τους πιο σοβαρούς ξυλοδαρμούς στα σχολεία έχουν υπερτετραπλασιαστεί από τα 7 στα 29 και τα περισσότερα περιστατικά δεν αναφέρονται ποτέ.
«Νιώθουμε ότι έχει ξεφύγει από τον έλεγχο όλο αυτό. Έχουμε περιπτώσεις παιδιών που τραυματίστηκαν και ακρωτηριάστηκαν. Ορισμένες από αυτές τις περιπτώσεις είχαν πολύ σοβαρές συνέπειες, ακόμη και θάνατο».
Η 15χρονη Έμπι Νόελ Σάμουλες πιστεύεται ότι είναι ένας από αυτούς. Η Έμπι ήταν οικότροφος στο δευτεροβάθμιο σχολείο Γκατάγκα, περίπου 60 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πρωτεύουσας Ναϊρόμπι. Στις 9 Μαρτίου 2019 η μητέρα της κλήθηκε από το σχολείο με το πρόσχημα, ότι η κόρη της δεν ήταν καλά και βρισκόταν στο νοσοκομείο. Όμως, όταν έφτασε εκεί η Έμπι ήταν ήδη νεκρή.
Το σχολείο δήλωσε, ότι η 15χρονη πέθανε στον ύπνο της, με τους μάρτυρες όμως να λένε, ότι χτυπήθηκε από τον υποδιευθυντή λόγω του χτενίσματός της.
«Η έκθεση της νεκροψίας αποκάλυψε, ότι είχε σοβαρό τραύμα στο κεφάλι, τραύμα αμβλύ βίας. Κάποιος την χτύπησε για να της προκαλέσει τέτοιου είδους τραυματισμό, που οδήγησε στον θάνατό της» θα τονίσει η μητέρα της 15χρονης Έμπι, με τον πόνο της, να την οδηγεί να έχει κινήσει εκστρατεία τα τελευταία 4 χρόνια, με σκοπό να διερευνηθεί ο θάνατος της κόρης της.
Ένας οργανισμός που πιέζει για αλλαγή στο εκπαιδευτικό σύστημα της Κένυας είναι η Beacon Teachers Africa. Ξεκίνησε στην Κένυα πριν από τέσσερα χρόνια από τη μη κυβερνητική ομάδα Plan International και στόχος του είναι, να δώσει στους δασκάλους την ευκαιρία να προστατεύσουν τα παιδιά στα σχολεία και τις κοινότητές τους.
Τώρα διαθέτει ένα δίκτυο 50.000 δασκάλων σε 47 χώρες της Αφρικής.