Ένα ταξίδι που ήταν προσωπικός μου στόχος εδώ και μήνες (αν όχι χρόνια), έγινε πραγματικότητα πρόσφατα, μέσα στον Ιούνιο που μόλις πέρασε. Η Ρωσία είναι ούτως ή άλλως ένας αγαπημένος προορισμός, αφού με αυτήν έχει συνδεθεί στο παρελθόν η φοιτητική μου, αλλά και η προσωπική μου ζωή. Ωστόσο αυτό που ζητούσα εδώ και καιρό ήταν ένα ταξίδι-δημοσιογραφική αποστολή στα μέρη που εδώ και περισσότερα από 10 χρόνια μαστίζονται από τη δίνη ενός ακήρυχτου πολέμου (από αρχές της ουκρανικής χούντας, που προέκυψε μετά το διαβόητο πραξικόπημα του «Μαϊντάν» της 22ης Φεβρουαρίου 2014. Στα δυτικά (και φυσικά και στα «καθ’ ημάς») συστημικά Μέσα γράφονται όλα αυτά τα χρόνια απίστευτα ψεύδη, ειδικά σε βάρος της Ρωσίας και της πολιτικής και στρατιωτικής της ηγεσίας.
Ως δημοσιογράφος με κρίση, αλλά και θέση επί των γεγονότων, χρειαζόμουν ένα ταξίδι εν είδει προσωπικής μαρτυρίας, με καταγραφή οπτικοακουστικού υλικού ικανού να λειτουργήσει ως πειστήριο για το ότι όλα, σχεδόν, όσα γράφονται στα δυτικά Μέσα περί δήθεν «Ρώσων εισβολέων», «ηρωικής αντίστασης του ουκρανικού λαού» στους «Ρώσους εισβολείς», «δικτατορικής Ρωσίας (και βεβαίως του ίδιου του Προέδρου Πούτιν) και αντίστοιχα «δημοκρατικής Ουκρανίας» είναι επιεικώς «φούμαρα». Μαζί με αυτά και ένα σωρό παράγωγα μυθεύματα, όπως αυτό που εκστόμισε πρόσφατα ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας μας Νίκος Δένδιας, ότι δήθεν «έχει εξαφανιστεί η ελληνική ομογένεια της Μαριούπολης» (ει μη και ολόκληρου του Νότου της Ρωσίας). Και μπορεί η απάντηση που έλαβε από τη Μαρία Ζαχάροβα (εκπρόσωπο Τύπου του ρωσικού Υπ.Εξ.) να ήταν αποστομωτική, πολύ πιο αποστομωτική όμως είναι η πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι Έλληνες της Ρωσίας και ειδικά όσοι κατοικούν στις «νέες περιοχές» του ρωσικού κράτους.
Δηλώνω εξαρχής κάτι που γνωρίζουν καλά όσοι/-ες παρακολουθούν τα γραπτά μου εδώ και χρόνια: θεωρώ ότι η ρωσική Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση (ΕΣΕ) της Ρωσικής Ομοσπονδίας στα εδάφη της πάλαι ποτέ νοτιοανατολικής Ουκρανίας είναι απολύτως δικαιολογημένη, αφού ήρθε για να υπερασπιστεί το δικαίωμα του γηγενούς ρωσικού και ρωσόφωνου πληθυσμού για αυτοδιάθεση, για ελεύθερη χρήση της μητρικής του γλώσσας, της διατήρησης των πολιτιστικών του παραδόσεων και το σεβασμό τη δημοκρατία και την ελεύθερη βούληση των ντόπιων κατοίκων. Και όλα αυτά απέναντι σε ένα καθεστώς δικτατορικό, καταπιεστικό, στην ουσία ναζιστικό, το πρώτο (και ελπίζω το τελευταίο) μετά τη διάλυση του γερμανικού Γ’ Ράιχ τον Αύγουστο του 1945. Συνεπώς εκ προοιμίου θεωρώ ότι οι περιοχές που επισκέφθηκα είναι απελευθερωμένες (και όχι «κατεχόμενες»), ανήκουν de facto στη Ρωσική Ομοσπονδία, οι κάτοικοί τους (ανεξαρτήτως εθνικότητας) είναι Ρώσοι πολίτες, με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από κάτι τέτοιο.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο γράφων μαζί με την ομάδα δημοσιογράφων που επισκέφθηκε τις περιοχές αυτές είχε τη δυνατότητα να συνομιλήσει με αρκετούς τοπικούς παράγοντες, εκλεγμένους τοπικούς «άρχοντες», αλλά και απλούς πολίτες που μας διηγήθηκαν τον πόνο τους (κυρίως από τα αλήτικα πλήγματα των ουκρανικών Ενόπλων Δυνάμεων-VSU), αλλά και τις προσδοκίες τους για το μέλλον, υπό τη νέα, ρωσική διοίκηση, ειδικά σε σύγκριση με αυτά που ήξεραν και είχαν γνωρίσει κατά τη διάρκεια της υπερτριακονταετούς διοίκησης της «ανεξάρτητης» Ουκρανίας.
Λίγα λόγια για το ταξίδι-δημοσιογραφική αποστολή
Πριν αρχίσω να διηγούμαι τις εμπειρίες μου από το ίδιο το ταξίδι, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ στο οργανωτικό σκέλος, δηλαδή ποιοι ήταν οι διοργανωτές της δημοσιογραφικής αποστολής, ποιοι οι προσκεκλημένοι και ποιες οι στοχεύσεις μιας τέτοιας αποστολής από επικοινωνιακής πλευράς (κάτι που προσωπικά θεωρώ απολύτως θεμιτό, δεδομένου του συστηματικού επικοινωνιακού «πολέμου» που διεξάγεται ειδικά στον δυτικό κόσμο εναντίον της Ρωσίας εδώ και χρόνια).
Επίσημοι διοργανωτές του λεγόμενου Press Tour (4ου στη σειρά από το Νοέμβριο του 2023 μέχρι σήμερα) είναι το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων Vashi Novosti («Οι Ειδήσεις σας») και το φιλανθρωπικό ίδρυμα που ίδρυσε ο διάσημος στη χώρα του και το εξωτερικό Ρώσος δημοσιογράφος, συγγραφέας, ιστορικός, ηθοποιός, πολιτικός και εθελοντής μαχητής στη ρωσική Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση (ΕΣΕ) Ζαχάρ Πριλέπιν. Θα ήταν παράλειψη, ωστόσο, να μην αναφερθώ στην ολόπλευρη στήριξη στο εγχείρημα αυτό που προσφέρει με τη θεσμική του ιδιότητα και με το κύρος του ως πολιτικός, ο εκ των αντιπροέδρων της ρωσικής Κρατικής Δούμας Αλεξάντρ Μπαμπακόφ, προερχόμενος από το κόμμα «Δίκαιη Ρωσία-Πατριώτες-Για την Αλήθεια», ένα αριστερό κόμμα της ρωσικής «θεσμικής» αντιπολίτευσης, 3ο σε κοινοβουλευτική δύναμη μετά την κυβερνώσα «Ενιαία Ρωσία» και το ΚΚ Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η βοήθεια που προσφέρθηκε στους συμμετέχοντες στο Press Tour στον τομέα της κάλυψης των εξόδων μεταφοράς, διαμονής και διατροφής, καθώς (το κυριότερο ίσως) και στον τομέα της ασφάλειας της αποστολής καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού ήταν απεριόριστη και εκτιμήθηκε αναλόγως απ’ όλους τους συμμετέχοντες.
Σε καθεμιά από τις μέχρι τώρα διοργανωθείσες δημοσιογραφικές αποστολές συμμετείχαν από περίπου 10 έως 12 δημοσιογράφοι από διάφορες χώρες του κόσμου. Στη δική μας αποστολή, εκτός της Ελλάδας που εκπροσωπήθηκε από τον γράφοντα, είχαμε δημοσιογράφους και μπλόγκερ από τις ΗΠΑ, την Κίνα, τη Γαλλία, τη Γκάνα, το Μάλι, τη Λιθουανία, αλλά και το πρακτορείο ειδήσεων των BRICS. Μαζί μας ταξίδεψαν και κάποιοι Ρώσοι συνάδελφοι που εκπροσωπούσαν φορείς όπως η Ακαδημία Επιστημών της Ρωσίας, αλλά και ανεξάρτητοι μπλόγκερ. Μαζί με τους συνεργάτες και το συνεργείο εξωτερικών λήψεων του Vashi Novosti συμπληρώθηκε ο αριθμός των 20 ατόμων που πραγματοποίησαν, τελικά, το συγκεκριμένο ταξίδι.
Μέρα 1η και 2η: Ταξίδι, άφιξη, διαμονή στη Μόσχα
Μέσω Βελιγραδίου πραγματοποιήθηκε η μετάβαση στο Μόσχα, αφού εξαιτίας των κυρώσεων κατά της Ρωσίας οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν κλείσει τον εναέριο χώρο τους για τα ρωσικά αεροπλάνα και έχουν καταργήσει τις απευθείας πτήσεις τους προς τη Μόσχα και άλλες ρωσικές πόλεις. Η Σερβία και η Τουρκία είναι οι κοντινότερες προς την Ελλάδα χώρες που έχουν «σπάσει» αυτόν τον κανόνα, γι’ αυτό και είναι δυνατή η αεροπορική μετάβαση στις ρωσικές πόλεις. Ωστόσο εξαιτίας της κακής, πολλές φορές, ανταπόκρισης ανάμεσα στις πτήσεις στον ενδιάμεσο σταθμό και αυτές από τον ενδιάμεσο σταθμό προς τον τελικό προορισμό, παρατείνεται κατά πολλές ώρες η παραμονή στο transit και ο συνολικός χρόνος του ταξιδίου. Για ένα ταξίδι με καθαρό χρόνο πτήσης περίπου 4μιση ώρες ο συνολικός χρόνος μέχρι και την άφιξη στον τελικό προορισμό μπορεί να είναι ακόμη και 4 έως 6 φορές μεγαλύτερος!
Εν πάση περιπτώσει, η άφιξή μου στο αεροδρόμιο Σερεμέτιεβο της Μόσχας (ένα από τα 3 διεθνή επιβατικά που διαθέτει η πόλη) έγινε γύρω στις 2:30 τα χαράματα της 10ης Ιουνίου. Μετά από μια αρκετά χρονοβόρα διαδικασία διατυπώσεων, που οφειλόταν στα αυξημένα μέτρα ασφαλείας μετά την πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση στο εμπορικό και συναυλιακό κέντρο Crocus City Hall στο Κρασνογκόρσκ (πόλη-δορυφόρο της Μόσχας), τελικά βγήκα στον «ανοιχτό αέρα» γύρω στις 4:30. Με υποδέχθηκαν στο αεροδρόμιο ο Ιβάν Αντρέγεφ, διευθυντής του πρακτορείου Vashi Novosti και ο Ολέγκ Σίντοροφ, δημοσιογράφος του πρακτορείου, παλιός μαχητής στην ΕΣΕ και οργανωτικός υπεύθυνος του ταξιδιού μας.
Τα δύο αυτά παλικάρια αποδείχθηκε στη συνέχεια ότι θα ήταν οι «φύλακες άγγελοί» μας καθ’ όλη τη διάρκεια της διαμονής μας στη Ρωσία και οι άνθρωποι που, μεταξύ άλλων, εκπλήρωναν κάθε μας επιθυμία σε όλο αυτό το διάστημα.
Η πρώτη απροσδόκητη (και ευχάριστη) εντύπωση ήταν από το ρωσικό «γρήγορο φαγητό» στο Σερεμέτιεβο, όπου με κόστος μικρότερο από 500 ρούβλια (δηλαδή περίπου 5 ευρώ) έφτιαξα μόνος μου ένα γεύμα με εξαιρετικά ποιοτικά υλικά (καμία σχέση με την καθ’ ημάς «πλαστικίλα») μαζί με αναψυκτικό. Η συνέχεια συμπεριελάμβανε την εγκατάσταση των μελών της αποστολής στο ξενοδοχείο μας, ένα συμπαθέστατο mini hotel γύρω στο 1,5 χλμ από την Κόκκινη Πλατεία. Ακολούθως η αποστολή μας συγκεντρώθηκε στο χώρο όπου εδρεύει το πρακτορείο Vashi Novosti, τον οποίο οι ίδιοι οι συντελεστές του αποκαλούν «Μπούνκερ (κρησφύγετο) στη Λουμπιάνκα», λόγω της γειτνίασης του χώρου με την ομώνυμη πλατεία, όπου παρεμπιπτόντως βρίσκεται και η έδρα της FSB (Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ρωσίας). Συζητήσαμε τις λεπτομέρειες του ταξιδιού, το πρόγραμμα που θα ακολουθούσαμε και προετοιμαστήκαμε ψυχολογικά γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Σε ένα πολυγλωσσικό περιβάλλον, όπου συνυπήρχαν τουλάχιστον 4 γλώσσες συνεννόησης (ρωσικά, αγγλικά, γαλλικά και κινεζικά) ξεκινήσαμε τις γνωριμίες μεταξύ μας και τις πρώτες συζητήσεις περί παντός επιστητού. Από το χώρο κατάφερα να αποκομίσω επίσης υπό τη μορφή δώρου ένα T-shirt με την απεικόνιση του προσώπου του πρώτου ηγέτη της ΛΔ Ντονιέτσκ Αλεξάντρ Ζαχάρτσενκο, αλλά και κάποια βιβλία του αγαπημένου μου Ζαχάρ Πριλέπιν, ο οποίος ουσιαστικά είναι ο άτυπος «πνευματικός καθοδηγητής» του όλου εγχειρήματος.
Το πρώτο διήμερο ουσιαστικά ξοδεύτηκε σε γνωριμία (για όσους/-ες δεν είχαν ξαναπάει) ή επανασύνδεση (για όσους/-ες είχαν καιρό να πάνε, όπως ο υποφαινόμενος) με τη Μόσχα.
Προσωπικά είχα την ευκαιρία να περπατήσω πολύ, να χρησιμοποιήσω το μετρό και τη δημόσια συγκοινωνία της πόλης, να ανακαλύψω διάφορα ωραία μέρη για φαγητό, ακόμη και να πάω στο θέατρο, χάρη στην ωραία έμπνευση του παλιού και καλού φίλου Θανάση Αυγερινού. Παρακολουθήσαμε μια εξαιρετική παράσταση αρχαίου ελληνικού δράματος, τη «Μήδεια» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία ενός νέου Έλληνα θεατράνθρωπου, του Κώστα Σαμούρκα, που συνδυάζει το ντοκτορά του στο ΜΧΑΤ (Θέατρο Τέχνης της Μόσχας) με σημαντικές σκηνοθετικές δουλειές σε μερικές από τις καλύτερες θεατρικές σκηνές της πόλης, όπως το Θέατρο «Τ.Ν. Γερμόλοβα» στην αρχή της οδού Τβερσκάγια, δυο βήματα από την Κόκκινη Πλατεία. Μια αίθουσα γεμάτη από σχεδόν 2 χιλιάδες θεατές χειροκροτούσε ασταμάτητα επί περίπου ένα 10λεπτο τους συντελεστές της παράστασης, για την οποία θα μπορούσα να γράψω ξεχωριστό άρθρο…
Εν ολίγοις, το πρώτο διήμερο στη ρωσική πρωτεύουσα ήταν το «διάστημα προσαρμογής» μας για τα όσα θα ακολουθούσαν, αφού το περαιτέρω πρόγραμμα ήταν πολύ πιο «σφιχτό», με πολλές (και πολύωρες) μετακινήσεις με το mini bus που έγινε σχεδόν «δεύτερο σπίτι» μας κατά τις επόμενες μέρες και με τοπία ενίοτε πανέμορφα και ενίοτε σκληρά -το τελευταίο αφορά κυρίως τα μέρη που μέχρι και σήμερα βομβαρδίζονται από τα στρατεύματα του καθεστώτος του Κιέβου, όπως το Τοκμάκ, ή πέρασαν από τη δίνη του πολέμου και σήμερα επουλώνουν τις πληγές τους, όπως η Μαριούπολη. Αλλά αυτά θα τα δούμε από το επόμενο μέρος της αφήγησής μας, το οποίο θα δημοσιευθεί σύντομα.
(Συνεχίζεται)