ΑΘΗΝΑ
17:29
|
26.04.2024
Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο όλες οι πλευρές σκότωσαν αιχμαλώτους. Η διαφορά είναι πως οι Ναζί οδηγούσαν τους αιχμαλώτους οργανωμένα και συνειδητά στο θάνατο.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

“Αυτοί που σήμερα σηκώνουν το ένα χέρι, αύριο θα σηκώσουν και τα δύο”. Αυτή η δήλωση του Νίκου Ζαχαριάδη, του ιστορικού γενικού γραμματέα του ΚΚΕ, στα χρόνια του μεσοπολέμου, του εμφυλίου και μέχρι το 1956, ήθελε να εκφράσει την αισιοδοξία και τη θέληση, την αποφασιστικότητα πως ο διεθνής φασισμός με τις διάφορες μορφές του θα ηττηθεί στρατιωτικά στα πεδία των μαχών από τους λαούς του κόσμου.

Η πρόβλεψη επιβεβαιώθηκε, τουλάχιστον όσον αφορά στη Γερμανία και την Ιταλία. Θρηνούσε η Γερμανίδα μάνα, στο ομώνυμο τραγούδι του Μπρεχτ, για τον γιο της: “Γιε μου, σου χάρισα τις αρβύλες και το καφέ πουκάμισο (στολή της χιτλερικής νεολαίας HJ και των Ταγμάτων Εφόδου SA) και δεν ήξερα πως αυτό το πουκάμισο θα γινόταν το σάβανό σου”. Ο ίδιος ποιητής περιγράφει σε άλλο τραγούδι τι πήρε η γυναίκα του στρατιώτη – της Βέρμαχτ εννοείται. Από κάθε πόλη που κατακτά ο στρατιώτης στέλνει στη σύζυγό του δώρα. Από την Πράγα, το Όσλο, τη Βαρσοβία, τις Βρυξέλλες, το Παρίσι. Από τη Ρωσία όμως η σύζυγος παραλαμβάνει το μαντήλι της χήρας…

Στις 27 Ιουλίου 1946 άρχισε η λειτουργία του Κέντρου Επαναπατρισμού Αιχμαλώτων (Heimkehrerlager) στο Γκρόνενφέλντε, στην Φρανκφούρτη επί του ποταμού Όντερ, στα σημερινά σύνορα της Γερμανίας με την Πολωνία. Ήταν αυτοί οι στρατιώτες και αξιωματικοί της Βέρμαχτ που γλύτωσαν το θάνατο στο μέτωπο. Ήταν αυτοί που ξεκίνησαν με σκοπό να υποδουλώσουν τους Σλάβους, να αποκτήσουν ζωτικό χώρο στις πεδιάδες της ΕΣΣΔ, χωράφια δηλαδή που θα ήταν δικά τους με σκλάβους να τα δουλεύουν, τους υπανθρώπους Σλάβους της χιτλερικής προπαγάνδας. Κίνησαν να κατακτήσουν τις τεράστιες πλουτοπαραγωγικές πηγές και να καθαρίσουν, κατά πως έλεγαν τη Γη, από τους Εβραίους και τους μπολσεβίκους. Ήταν πάρα πολλοί που πίστεψαν σε αυτήν την υπόσχεση, πεισμένοι ναζιστές, τα μικρά και μεσαία γρανάζια της εγκληματικής μηχανής. Πολλοί άλλοι δεν πίστεψαν ποτέ, αλλά αδυνατούσαν να αντιδράσουν. Ο τουφεκισμός κι η γκιλοτίνα ήταν η ποινή για όσους αντιδρούσαν. Και ποιος ήξερε τι συνέπειες θα είχε η όποια αντίδραση και αντίσταση πάνω στην οικογένεια, πίσω στην πατρίδα; Πειθώ και τρόμος. Πολέμησαν και οι μεν και οι δε λυσσαλέα. Αποφασιστικά. Ηττήθηκαν σκληρά και ολοκληρωτικά.

https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/a/a2/A_returned_German_prisoner_of_war_identified_this_woman%27s_son._He_will_never_return_because_he_is_dead._Prisoners..._-_NARA_-_541970.tif/lossy-page1-1000px-A_returned_German_prisoner_of_war_identified_this_woman%27s_son._He_will_never_return_because_he_is_dead._Prisoners..._-_NARA_-_541970.tif.jpg

Η διαταγή Νο 55

Στις 23 Φεβρουαρίου 1942, όταν πια είχε ξεκαθαρίσει πως οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να νικήσουν τον πόλεμο με την ευκολία που νόμιζαν ή και καθόλου, καθώς ήδη οι ΗΠΑ είχαν μπει ενεργά στην πολεμική προσπάθεια του αντιφασιστικού αγώνα μαζί με την Βρετανία, την ΕΣΣΔ, την Κίνα και άλλα κράτη, ο γενικός γραμματέας του ΚΚΣΕ, που τότε ονομάζονταν Πανενωσιακό ΚΚ (μπολσεβίκικο), Ιωσήφ Στάλιν, εξέδωσε τη διαταγή Νο 55. Σε αυτήν γίνεται σαφής ο στόχος της ΕΣΣΔ στον πόλεμο. Η απώθηση του εισβολέα, η συντριβή του ναζισμού, και η διαμόρφωση των συνθηκών για τη δημιουργία μιας νέας Γερμανίας, ιδανικά σοσιαλιστικής, αλλά όχι υποχρεωτικά. “Η ιστορία δείχνει πως οι Χίτλερ έρχονται και παρέρχονται, το γερμανικό έθνος όμως και το γερμανικό κράτος παραμένουν”. Και στο πλαίσιο αυτής της στάσης, ο Κόκκινος Στρατός καλείται να συλλαμβάνει αιχμαλώτους. Όχι, πως μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν συλλαμβάνονταν αιχμάλωτοι. Αντίθετα με τους Γερμανούς, που οδήγησαν στο θάνατο από πείνα, αρρώστιες και βία πάνω από τρία εκατομμύρια Σοβιετικούς αιχμαλώτους, μέχρι να συνειδητοποιήσουν πως λόγω της τροπής του πολέμου τους χρειάζονταν ως σκλάβους, οι Σοβιετικοί εξαρχής είχαν μια άλλη στάση, χωρίς αυτό να σημαίνει πως σε εκατοντάδες χιλιάδες περιπτώσεις δεν προτιμήθηκε η οδός της θανάτωσης.

Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όλες οι πλευρές σκότωσαν αιχμαλώτους ή τους οδήγησαν σε στρατόπεδα όπου λόγω των συνθηκών αυτοί αρρώσταιναν και πέθαιναν από τις κακουχίες. Η διαφορά όμως των δυο πλευρών είναι πως οι Ναζί και οι σύμμαχοί τους οδηγούσαν τους αιχμαλώτους οργανωμένα και συνειδητά στο θάνατο. Τέλος, στις τάξεις των αιχμαλώτων μέσα από τη Εθνική Επιτροπή “Ελεύθερη Γερμανία” (NKFD) οργανώνονταν αφενός η αντιναζιστική προπαγάνδα και ταυτόχρονα δημιουργούταν το πρόπλασμα των στελεχών που θα έφτιαχναν τη νέα Γερμανία με σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά. Μέλος σημαίνον αυτής της επιτροπής ήταν και ο στρατηγός Πάουλους, ο ηττημένος ηγήτορας της Μάχης του Στάλινγκραντ.

Ο πόλεμος τελειώνει

Με το τέλος του πολέμου όλες οι ένοπλες δυνάμεις της χιτλερικής Γερμανίας βρέθηκαν σε καθεστώς αιχμαλωσίας. Όλες οι νικήτριες δυνάμεις μετέφεραν αιχμαλώτους μακριά από την Γερμανία, στις ΗΠΑ οι Αμερικανοί, στην Αίγυπτο οι Βρετανοί, στην έρημο της Αλγερίας οι Γάλλοι. Και στην Σιβηρία οι Σοβιετικοί. Με εξαίρεση τις ΗΠΑ, παντού αλλού οι συνθήκες ήταν σκληρές. Προβλήματα στον επισιτισμό, ασθένειες, ελλιπής υγιεινή. Οι επίδοξοι κύριοι του κόσμου γεύονταν αυτό που έσπειραν, καθώς ήταν σαφές πως προτεραιότητα στον εφοδιασμό είχαν οι πολίτες των χωρών της Ευρώπης και όχι οι ηττημένοι στρατιώτες της Βέρμαχτ. Οι μαρτυρίες λένε πως η γαλλική αιχμαλωσία ήταν ιδιαίτερα σκληρή στην έρημο και οι Γάλλοι εκδικητικοί. Οι Βρετανοί ήταν αρκετά βίαιοι, προσέχοντας όμως να μην τους πεθαίνουν οι αιχμάλωτοι. Οι Αμερικανοί, έχοντας τα υλικά μέσα, ήταν οι πιο ήπιοι. Προφανώς ήθελαν και αυτοί, όπως οι Σοβιετικοί, να κερδίσουν με το μέρος τους τους αιχμαλώτους στο πλαίσιο του επερχόμενου ψυχρού πολέμου.

Όταν η Γερμανία παραδόθηκε τον Μάη του 1945 σε σοβιετική αιχμαλωσία βρίσκονταν 2,5 με 3 εκατομμύρια Γερμανοί. Ο αριθμός δεν είναι σαφής ακόμα και σήμερα. Οι ηλικίες ξεκινούσαν από παιδιά 14 χρονών μέχρι έφταναν μέχρι τους γέρους της Φόλκστουρμ, του τελευταίου ενόπλου σώματος που συγκρότησαν οι Ναζί στην απέλπιδα και εγκληματική τελευταία προσπάθειά τους να αντισταθούν στους επελαύνοντες Συμμάχους. Βέρμαχτ και Ες-Ες αποτελούσαν τον μαζικότατο και κύριο κορμό των αιχμαλώτων.

Από το καλοκαίρι του 1945 οι Σοβιετικοί άρχισαν να απελευθερώνουν Γερμανούς, από αυτούς που βρίσκονταν ήδη σε γερμανικό έδαφος. Στη συνέχεια και από πιο μακριά. Τα κριτήρια ήταν πρωτίστως ηλικιακά, είχαν να κάνουν με την κατάσταση της υγείας των αιχμαλώτων και έπειτα πολιτικά. Είχαν συνεπώς να κάνουν και με τη χρησιμότητα που θα μπορούσαν να έχουν οι αιχμάλωτοι. Στα εδάφη της ΕΣΣΔ οι αιχμάλωτοι χρησίμευαν στην πρώτη αντιμετώπιση των καταστροφών από τον πόλεμο. Εκτελούσαν εργασίες αποκατάστασης υποδομών, κυρίως δρόμων, σιδηροδρόμων, υδάτινων καναλιών. Και έκοβαν ξύλα. Πολλά ξύλα. Κατά κανόνα οι αιχμάλωτοι απασχολούνταν ως ξυλοκόποι. Ήδη όμως από το 1946 κατέστη σαφές στη σοβιετική ηγεσία πως οι αιχμάλωτοι δε θα μπορούσαν να παραμένουν σε αυτό το καθεστώς εσαεί. Ζητήματα πρακτικά, όπως η επιμελητεία και η περίθαλψη, αλλά και πολιτικό-ιδεολογικά οδήγησαν στο συμπέρασμα πως οι αιχμάλωτοι πρέπει βαθμιαία να επιστρέψουν. Στο έδαφος της Γερμανίας εξάλλου προετοιμαζόταν το σοσιαλιστικό κράτος της Λαοκρατικής Δημοκρατίας και γενικά οι ανάγκες ανοικοδόμησης στην κατεστραμμένη χώρα ήταν εξίσου μεγάλες, όπως και σε όλη την Ευρώπη.

Από το 1946 ο ρυθμός απελευθέρωσης και επιστροφής αύξανε. Υπήρχε η ανάγκη για διαχείριση αυτών των ανθρώπων, χρειάζονταν κάπου να μείνουν για λίγο και να προωθηθούν στους τόπους καταγωγής τους. Το στρατόπεδο του Γκρόνενφελντ στη Φρανκφούρτη επί του Όντερ ήταν το ενδεδειγμένο μέρος. Είχε λειτουργήσει ως στρατόπεδο αιχμαλώτων κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και στη διάρκεια του δευτέρου ήταν στρατόπεδο ξένων εργατών, που τους έφερναν καταναγκαστικά οι Ναζί από την Ανατολική Ευρώπη. Το σημείο είχε καλή σιδηροδρομική σύνδεση και εγκαταστάσεις. Η ευθύνη λειτουργίας βάραινε τις τοπικές γερμανικές αρχές, τον δήμο της πόλης, με την ενίσχυση βέβαια των Συμμάχων, κυρίως των Σοβιετικών, καθώς ο χώρος ήταν στη κατοχική ζώνη ευθύνης τους. Ταυτόχρονα φρόντιζαν ο Ερυθρός Σταυρός και οι εκκλησίες για υλικές παροχές. Μέχρι το 1950 που τελείωσε η λειτουργία του πέρασαν από αυτό 1.125.508 αιχμάλωτοι πολέμου και 60.763 πολίτες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Οι πολίτες και τα παιδιά ήταν πρόσφυγες που εγκατέλειψαν τις εστίες τους μετά τη ρύθμιση που έγινε σχετικά με τους γερμανόφωνους πληθυσμούς της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης με τη λήξη του πολέμου.

Οι συνθήκες στο στρατόπεδο ήταν δύσκολες: πείνα, ελλιπής υγιεινή και εδώ, όπως σε όλη την κατεστραμμένη από τον πόλεμο Ευρώπη και οι επαναπατρισθέντες προωθούνταν με τρένα προς τους τόπους καταγωγής τους. Καθώς δεν υπήρχαν επιβατικά βαγόνια οι μεταφορές γίνονταν μέσα σε βαγόνια εμπορευμάτων.

Η επιστροφή του αιχμαλώτου

Όταν έφτανε η πολυπόθητη ανακοίνωση της απόλυσης, ο αιχμάλωτος έφευγε με το τρένο από την ΕΣΣΔ και έφτανε στο Γκρόνενφελντ. Εκεί καταγράφονταν και εξετάζονταν από γιατρό. Απαραίτητη ήταν η ακτινογραφία προκειμένου να διαπιστωθεί αν ήταν φυματικός. Στη συνέχεια έπαιρνε εφόδια, ψωμί ή παξιμάδια, κονσέρβα κρέας, λίπος, ζάχαρη, λίγο καφέ ή τσάι, σαπούνι, και ένα μικρό χρηματικό ποσό προκειμένου να μπορέσει να ταξιδέψει στο βαγόνι εμπορευμάτων μέχρι τον τελικό προορισμό του.

Στον προορισμό οι αιχμάλωτοι γίνονταν δεκτοί ποικιλοτρόπως. Αν επρόκειτο για μεγάλο αριθμό και η τοπική κοινωνία ήταν ενημερωμένη, οργανώνονταν από πριν κανονική επίσημη υποδοχή, με μουσική, λουλούδια, στολισμένους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Ακολουθούσε γιορτή με όσα μέσα ήταν διαθέσιμα. Η επιστροφή όμως αποτελούσε και γυρισμό σε μια κατεστραμμένη χώρα, στα ερείπια, υλικά και ψυχικά. Το δράμα του πολέμου συνεχιζόταν κατά την αναζήτηση της οικογένειας, που δεν ήταν πάντα σίγουρο ότι είχε επιβιώσει ή ότι εξακολουθούσε να κατοικεί στον ίδιο τόπο. Το σπίτι πιθανά δεν υπήρχε πια, το βιός ίσως να είχε καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς ή τις μάχες. Όσοι επέστρεφαν μετά από τρία, τέσσερα, έξι ή και περισσότερα χρόνια απουσίας αντιμετώπιζαν επιφύλαξη, απόσταση από οικεία πρόσωπα που είχε αναπτυχθεί στα χρόνια αυτά. Γάμοι διαλύθηκαν, σχέσεις τελείωσαν. Και το τραύμα του πολέμου ήταν βαθιά χαραγμένο στις ψυχές, μόνο που τότε δεν υπήρχε ο όρος, ούτε στοχευμένοι τρόποι ρητής αντιμετώπισής του. Το τραύμα αυτό θα συνεχίσει να υπάρχει, θα μεταδοθεί στην επόμενη γενιά και θα αποτελέσει έναν από τους λόγους της ριζοσπαστικοποίησης της γερμανικής νεολαίας τις δεκαετίες του 1960 και 1970, ενώ οι ψυχολόγοι λένε πως έχει μεταδοθεί ακόμα και στα εγγόνια αυτών που έζησαν τον πόλεμο.

Οι τελευταίοι αιχμάλωτοι επέστρεψαν το 1955, μετά το ταξίδι του καγκελάριου της Δυτικής Γερμανίας, Κόνραντ Άντεναουερ στη Μόσχα, πρωτεύουσα της ΕΣΣΔ. Τα χρόνια μετά τον πόλεμο είχαν αρχίσει να φέρνουν και την αποναζιστικοποίηση, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια σχετική κριτική διάθεση αντιπαράθεσης με το παρελθόν, αν και σε μικρό βαθμό. Ήταν σαφές ότι το αν πιο πολύ αργούσε ή όχι η απελευθέρωση κάποιου ήταν δείγμα εμπλοκής του σε εγκλήματα και γενικά στον ναζιστικό μηχανισμό. Για παράδειγμα ένας αποδεδειγμένα οργανωμένος προ του 1933 στη Σοσιαλδημοκρατία είχε πολλές πιθανότητες να απελευθερωθεί σύντομα, ενώ ένας Ες-Ες από ευκατάστατη οικογένεια μάλλον έμενε παραπάνω. Σε συγκεκριμένους κύκλους λοιπόν μπορεί οι επαναπατρισθέντες να αντιμετώπιζαν ψυχρότητα, όμως, όπως λέει στο γερμανικό κρατικό ραδιόφωνο η κόρη του Γκότφριντ Γκίλμπερτ, που επέστρεψε 60 ετών το 1953 “Το χωριό τον υποδέχτηκε εγκάρδια. Πριν ήμασταν σκεπτικοί, γιατί ο πατέρας μου ήταν ναζί. Αλλά οι περισσότεροι εδώ υπήρξαν ναζί. Τον υποδεχτήκαμε με μπάντα, ο δήμαρχος έβγαλε λόγο, υπήρχε φαγητό”.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Τρένο με δυτικό οπλισμό κατέστρεψαν τα ρωσικά στρατεύματα στην περιοχή του Ντονιέτσκ

Άπρακτοι επέστρεψαν από το Ισραήλ οι Αιγύπτιοι διαπραγματευτές…

Τέμπη: Προανακριτική για το μπάζωμα θα ζητήσει ο ΣΥΡΙΖΑ

Παραδόθηκε το πόρισμα του υπ. Εσωτερικών για τη διαρροή προσωπικών δεδομένων αποδήμων

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα