ΑΘΗΝΑ
04:51
|
08.05.2024
Το νέο κράτος-αίνιγμα συνιστά πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα για όσους συνορεύουν με αυτό, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Στις 8 Οκτωβρίου, μια βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας σε σιιτικό τέμενος στη βορειοανατολική επαρχία Κουντούζ του Αφγανιστάν σκότωσε τουλάχιστον 70 ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους 140, όλοι τους μέλη της εθνοτικής μειονότητας των Χαζάρα. Η ανάληψη κατόπιν λίγων ωρών της ευθύνης για τη στυγερή τρομοκρατική ενέργεια από το “Ισλαμικό Κράτος του Χορασάν” (IS-K) συνοδεύτηκε ως συνήθως από την διακήρυξη αιτιολόγησής της.

Το σχετικό κείμενο, που δημοσιεύτηκε μέσα από τους διαύλους επικοινωνίας της τζιχαντιστικής οργάνωσης στο Telegram, δεν εκπλήσσει με την αναφορά του στον πρώτο στόχο της επίθεσης, τους “αρνητές” όπως τους κατονομάζει, όρος που οι τζιχαντιστές χρησιμοποιούν για τους Σιίτες, οι οποίοι δεν αναγνωρίζουν τα χαλιφάτα των δύο πρώτων διαδόχων του Προφήτη Μωάμεθ (κατά το σουνιτικό πάντα Ισλάμ). Αιφνιδιάζει όμως με τον δεύτερο, καθώς θέτει στο στόχαστρο την κυβέρνηση των Ταλιμπάν για τη φημολογούμενη προθυμία της να παραδώσει Ουιγούρους ισλαμιστές μαχητές που βρίσκονται στο Αφγανιστάν στην Κίνα, σε μια κίνηση που εντάσσεται στην προσπάθεια απόσπασης διεθνούς αναγνώρισης του νέου καθεστώτος από το Πεκίνο. Γνωστοποιώντας μάλιστα στη συνέχεια το πολεμικό ψευδώνυμο του βομβιστή (“Muhammad al-Uyghuri”, τουτέστιν “Μοχάμεντ ο Ουιγούρος”) η ανακοίνωση υπερτονίζει έτι περαιτέρω το πόσο αναβαθμισμένη σημασία έχει το ζήτημα της χειραφέτησης της συγκεκριμένης εθνοτικής μειονότητας για το IS-K.

Δεδομένου ότι η Κίνα δεν ήταν ως τώρα ψηλά στη λίστα του Ισλαμικού Κράτους γενικότερα και της θυγατρικής του IS-K ειδικότερα, κάθε απόπειρα να αναλυθούν τα παραπάνω θα ήταν υποχρεωμένη να διερωτηθεί σε πρώτη φάση γιατί η τζιχαντιστική οργάνωση επιλέγει τον παρόντα χρόνο, ώστε να διευρύνει τη λίστα των εχθρών της, προσθέτοντας μάλιστα σε αυτή τον κινεζικό “δράκο”.

Η ανάγκη στρατολόγησης νέων μαχητών προβάλει ως η πειστικότερη εξήγηση. Αν και δεν είναι ξεκάθαρο αν ο δράστης ήταν όντως Ουιγούρος (ισλαμιστές υπέρμαχοι της απόσχισης της κατοικούμενης από Ουιγούρους επαρχίας Σιντζιάνγκ έχουν υιοθετήσει παρόμοια noms de guerre) η πρόθεσή του να ταυτιστεί ο ίδιος και η οργάνωση με το αυτονομιστικό κίνημα δεν είναι άσχετη με την πρόθεση το IS-K να παρουσιαστεί ως ο νέος προστάτης της μειονότητας.

Σε αυτή την κατεύθυνση οι αντιφάσεις της διακυβέρνησης των Ταλιμπάν προσφέρουν επίσης μια ευνοϊκή συγκυρία. Η εκζήτηση διπλωματικής νομιμοποίησης από το νεοσύστατο Εμιράτο του Αφγανιστάν ανάγκασε στις αρχές Σεπτεμβρίου την Καμπούλ να υπαναχωρήσει στις πιέσεις του Πεκίνου, προχωρώντας σε απέλαση μαχητών του αποσχιστικού Ισλαμικού Κόμματος του Τουρκεστάν (ΤΙP), ένοπλης οργάνωσης αδελφής των Ταλιμπάν που για δεκαετίες δραστηριοποιείται στην Σιντζιάνγκ. Δεν δόθηκαν λεπτομέρειες για το πού βρίσκονται οι συγκεκριμένοι μαχητές, στρατολογημένοι οι περισσότεροι από την συνορεύουσα με την Κίνα βορειανατολική επαρχία του Μπαντακσάν, περιοχή που μέχρι πρότινος χρησίμευε ως ασφαλές καταφύγιο των εν λόγω μαχητών. Όμως η εντύπωση της εγκατάλειψης ενός πιστού τζιχαντιστικού φίλου στον βωμό του γεωπολιτικού κυνισμού δημιουργεί ιδανικές συνθήκες για την ένταξη έμπειρων πολεμικά ισλαμιστών στις τάξεις του IS-K.

Αν αναλογιστεί μάλιστα κανείς πως μόνο οι Ουιγούροι που υπηρέτησαν στη μεραρχία του ΤΙΡ στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας υπολογίζονται σε 400, ενώ η συνολική δύναμη του IS-K εκτιμάται στους 2500 πολεμιστές, καταλαβαίνει πως μιλάμε για μια διόλου ευκαταφρόνητη δεξαμενή, ποιοτικά και ποσοτικά. Δεξαμενή που μετά τις πρόσφατες βομβιστικές επιθέσεις (της Κουντούζ είχαν προηγηθεί άλλα 76 παρόμοια περιστατικά το πρώτο μόνο τετράμηνο του 2021) δύναται να διευρυνθεί και εσωτερικά, με τη μετακίνηση μαχητών της “μητρικής” οργάνωσης από το θέατρο επιχειρήσεων της Μέσης Ανατολής ή του κοντινού Ουζμπεκιστάν, όπου εδρεύει έτερο παρακλάδι του Ισλαμικού Κράτους.

Η απόσυρση δε των αμερικανικών και νατοϊκών δυνάμεων από το αφγανικό έδαφος δίνει μια ακόμη απάντηση στο ερώτημα “γιατί η Κίνα;”, αφού ο πρωταγωνιστικός ρόλος που επιθυμεί να διαδραματίσει ο ασιατικός γίγαντας έρχεται να υποκαταστήσει τον ρόλο του εξωτερικού δυνάστη που ως τώρα είχε ο δυτικός συνασπισμός. Όντας το επόμενο bête noire, το Πεκίνο παρέχει έναν στόχο ικανό και πειστικό να συσπειρώσει εναντίον του τις φιλικές προς κάθε εκδοχή τζιχαντισμού δυνάμεις, υπηρετώντας έτσι άθελά του τον πρωταρχικό στόχο της ενδυνάμωσης του IS-K.

Και η ισορροπία πρόκειται να γίνει ακόμη πιο εύθραστη το επόμενο διάστημα. Ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών Ουάνγκ Γι δήλωσε στο πλαίσιο τηλεδιάσκεψης που διεξήχθη στο Ιράν με αντικείμενο το Αφγανιστάν ότι οι Ταλιμπάν (με αντιπροσωπεία των οποίων συναντήθηκε στη Ντόχα προτού μεταβεί στην Τεχεράνη) “είναι πρόθυμοι για διάλογο με τον κόσμο”, επιβεβαιώνοντας πληροφορίες που θέλουν το Πεκίνο να σκέφτεται πολύ σοβαρά την αναγνώριση της νέας αφγανικής κυβέρνησης. Το σκεπτικό πίσω από μια τέτοια εξέλιξη δεν έχει να κάνει τόσο με τη διασφάλιση των κινεζικών επενδύσεων στο Αφγανιστάν, όσο με την πρόθεση ακριβώς να αποτραπεί η εξαγωγή του τζιχαντιστικού φαινομένου εντός της κινεζικής επικράτειας, εξέλιξη την οποία η κινεζική διπλωματία φαίνεται να συνδέει με την ύπαρξη ενός σταθερού και οικονομικά εξαρτημένου από την ίδια Εμιράτου.

Πρόκειται ωστόσο για μια επιλογή εμπεριέχουσα μεγάλη δόση ρίσκου. Η έντονη δραστηριότητα του Ισλαμικού Κράτους, για το οποίο το Αφγανιστάν φαίνεται να αποτελεί το επόμενο φιλόδοξο τζιχαντιστικό project, σε συνδυασμό με την προϊούσα επισιτιστική κρίση και τον απεχθή για τους σκληροπηρυνικούς οπαδούς του σαλαφιστικού τζιχαντισμού ρεαλισμό των Ταλιμπάν, συνιστούν στοιχεία που θέτουν εν αμφιβόλω την πολυδιαφημισμένη ικανότητα των τελευταίων να επιβάλουν σιδηρά πειθαρχία στο εσωτερικό της πολύπαθης χώρας. Χειρότερα, κινδυνεύουν να μεταβάλουν την αφγανική επικράτεια σε ένα πραγματικό φυτώριο ισλαμιστικού εξτρεμισμού, με τον κίνδυνο να διαχέεται όχι μόνο στα κοσμικά κράτη της Κεντρικής Ασίας αλλά να χτυπάει την πόρτα του Πακιστάν, όπου η προοπτική της μεταφοράς του πεδίου δράσης από τζιχαντιστικά στοιχεία που θα έχουν ως βάση το αφγανικό έδαφος δημιουργεί πονοκέφαλο στην πολιτική ηγεσία σχετικά με την ασφάλεια του ζωτικού για την ευημερία της πρώτης ισλαμικής “δημοκρατίας” εγχειρήματος του Οικονομικού Διαδρόμου Κίνας-Πακιστάν.

Για τη δε Κίνα, η δολοφονία το όχι τόσο μακρινό 2017 δύο Κινέζων δασκάλων από το Ισλαμικό Κράτος σε πακιστανικό έδαφος είναι μια οδυνηρή υπενθύμιση για όσους υποτιμούν τη δυναμική και την εμβέλεια του ισλαμιστικού φονταμενταλισμού, ενώ βρίσκονται τόσο κοντά του. Όπως είχαμε επισημάνει λίγες ώρες μετά την υποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν (ενώ πολλοί έκαναν λόγο για ανεπούλωτο τραύμα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού) το νέο κράτος-αίνιγμα συνιστά πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα για όσους συνορεύουν με αυτό παρά για τις Ηνωμένες Πολιτείες και το πληγωμένο γόητρό τους.

“Περισσότερο ρίσκο, παρά ευκαιρία” είχε χαρακτηρίσει ο ειδικός στη μελέτη της Κίνας, Άντριου Σμολ, τον τρόπο που κατά βάθος η Κίνα βλέπει την επάνοδο των Ταλιμπάν στην εξουσία. Η προοπτική να εξελιχθεί το Αφγανιστάν σε ένα φτηνό πεδίο βολής δείχνει να τον επιβεβαιώνει.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Στους 90 ανέρχεται ο αριθμός των νεκρών από τις πλημμύρες στη Βραζιλία

Επίσκεψη Μελόνι στη Λιβύη

Νετανιάχου: Η πρόταση εκεχειρίας της Χαμάς απέχει μακράν από τις βασικές απαιτήσεις μας

Η «πατριωτική» εκστρατεία της Μελόνι κατά των αμβλώσεων ξεκίνησε

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα