Από τις 22 Οκτωβρίου, μια εντός πολλών εισαγωγικών «απεργία» έχει παγώσει την πόλη Σάντα Κρουζ στο ομώνυμο διαμέρισμα της Βολιβίας. Την «απεργία» τρέχουν η βολιβιανή οικονομική ελίτ και η βολιβιανή άκρα δεξιά, υπό τον κυβερνήτη της Σάντα Κρουζ, Λουίς Φερνάντο Καμάτσο. Φυσικά, δεν πρόκειται τόσο για απεργία, όσο για έναν αποκλεισμό που έχει επιβληθεί δια τη βίας. Επιπλέον, «απεργοί» έχουν επιτεθεί σε υποστηρικτές της κυβέρνησης του MAS, σκοτώνοντας έναν ήδη από τις πρώτες μέρες της κινητοποίησής τους, ενώ έχουν κάψει και καλύβες ιθαγενών στην περιοχή.
Η Σάντα Κρουζ αποτελεί την πλουσιότερη περιοχή της Βολιβίας, αφού της συνεισφέρει περισσότερο από το 30% του ΑΕΠ της χώρας. Η πεδινή πόλη της Σάντα Κρουζ, η μεγαλύτερη της χώρας, αποτελεί έναν «άλλο κόσμο» σε σύγκριση με την υπόλοιπη Βολιβία και τις μεγάλες ορεινές πόλεις, όπως το Ελ Άλτο, η Λα Παζ και η Κοτσαμπάμπα. Στην πόλη, στης οποίας τα προάστια εξακολουθούν βέβαια να ζουν σε χαμόσπιτα οι φτωχότεροι κάτοικοι, υπάρχουν γειτονιές, στις οποίες πολλά σπίτια έχουν πισίνες και κυκλοφορούν πολυτελή αυτοκίνητα. Μέρος των κατοίκων της πόλης χρησιμοποιεί τα αγγλικά στην καθημερινή επικοινωνία, ενώ άλλοι επιδεικνύουν τα αμερικανικά δεύτερα διαβατήριά τους. Στην πόλη δύσκολα θα συναντήσει κανείς τη σημαία της Βολιβίας, πόσω μάλλον τη δεύτερη σημαία της χώρας, τη Βιφάλα, που συμβολίζει τον παν-ανδισμό. Η σημαία που βρίσκεται αναρτημένη παντού, είναι η πράσινη και άσπρη σημαία της Σάντα Κρουζ, σημάδι του περιφερειακού σοβινισμού, που καθιστά την πόλη το οχυρό της δεξιάς στη χώρα.
Αφορμή της ακροδεξιάς κινητοποίησης στη Σάντα Κρουζ αποτελεί το πότε θα διενεργηθεί η επόμενη απογραφή της Βολιβίας. Οι αρχές της Σάντα Κρουζ ισχυρίζονται πως, από το 2012, που έγινε η τελευταία απογραφή, ο πληθυσμός του διαμερίσματος έχει αυξηθεί αναλογικά προς το συνολικό πληθυσμό της χώρας. Επομένως, υποστηρίζουν πως κάθε μέρα που περνά χωρίς τη διενέργεια απογραφής, «ρίχνει» τη Σάντα Κρουζ ως προς το μέρος του εθνικού προϋπολογισμού που θα έπρεπε να απορροφά.
Κυρίως όμως, η βολιβιανή αντιπολίτευση, διεκδικεί τη διενέργεια της απογραφής, αρκετά πριν από τη διεξαγωγή των επόμενων εθνικών εκλογών, εκτιμώντας πως τα αποτελέσματά της, εφόσον θα έχουν προλάβει να καταγραφούν, θα οδηγήσουν στην αύξηση των βουλευτών που εκλέγονται από την πλέον δεξιά περιοχή της Βολιβίας.
Υπό κανονικές συνθήκες, οι επόμενες εθνικές εκλογές θα διεξαχθούν τον Οκτώβριο του 2025. Η κυβέρνηση προτίθεται να πραγματοποιήσει την επόμενη απογραφή μέσα στο 2024, ωστόσο ο Καμάτσο και οι υποστηρικτές του ζητούν τη διενέργειά της μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2023. Ο Καμάτσο απέκρουσε το κάλεσμα της κυβέρνησης για την έναρξη συνομιλιών μεταξύ κυβερνητών, δημάρχων, εκπροσώπων ιθαγενών, εκπροσώπων των αγροτών και πρυτάνεων πανεπιστημίων σχετικά με την απογραφή, λέγοντας πως δε θα παρευρεθεί σε μία συνάντηση υποστηρικτών του MAS. Επιπλέον, δήλωσε πως οποιοσδήποτε στη Σάντα Κρουζ συμφωνήσει στη διενέργεια απογραφής το 2024, θα θεωρηθεί προδότης.
Από τις 22 Οκτωβρίου, οι κινητοποιούμενοι έχουν επιβάλει ένα καθεστώς καραντίνας στη Σάντα Κρουζ, κλείνοντας τους δρόμους και μπλοκάροντας την οικονομική ζωή της περιφέρειας. Οι πολιτοφυλακές που έχουν συγκροτηθεί επιτρέπουν την μετακίνηση για την αγορά ειδών πρώτης ανάγκης δύο φορές την εβδομάδα μόνο με τα πόδια ή με ποδήλατα και μόνο κατά τις πρωινές ώρες. Τα μπλόκα, ωστόσο, δεν πιάνουν τους επιχειρηματίες που χρηματοδοτούν το δεξιό κίνημα. Οι ακροδεξιές ομάδες που ηγούνται της κινητοποίησης έχουν εξαπολύσει προγκρόμ εναντίον όσων δεν τους αρέσουν πολιτικά ή φυλετικά.
Τα μπλόκα επιδιώκουν να προκαλέσουν οικονομική ασφυξία στη Βολιβία, η οποία έχει αναγκαστεί να παγώσει τις εξαγωγές τροφίμων της, προκειμένου να μην αντιμετωπίσει ζητήματα επισιτισμού. Ο αποκλεισμός, που έχει επιβληθεί στη Σάντα Κρουζ, υπολογίζεται πως ζημιώνει την οικονομία της χώρας με περίπου 40 εκατομμύρια δολάρια την ημέρα (Η Βολιβία έχει ΑΕΠ 40 δισ. δολαρίων – τουλάχιστον πέντε φορές μικρότερο από αυτό της Ελλάδας).
Το 2021 παρόμοια απόπειρα της δεξιάς είχε αποτύχει παταγωδώς, αφού η οικονομική δραστηριότητα σταμάτησε μόνο για λίγο και μόνο σε ορισμένες εύπορες γειτονιές της Σάντα Κρουζ, ενώ συνεχίστηκε κανονικά στις εργατικές συνοικίες. Επιπλέον, η λειτουργία κεντρικών εγκαταστάσεων της πόλης είχε τότε διασφαλιστεί χάρη στην περιφρούρηση των εργαζομένων. Ωστόσο, μια 26χρονη έχασε τότε τη ζωή της, αφού οδηγώντας τη μοτοσυκλέτα της έπεσε πάνω σε μεταλλικό νήμα που οι «κινητοποιούμενοι» είχαν τεντώσει στο ύψος του λαιμού της.
Αυτές τις μέρες, η πλειονότητα των διεθνών μέσων αναφέρεται στους κινητοποιούμενους ως «ομάδες πολιτών» και, αν αναφερθεί στον επικεφαλής τους, Λουίς Φερνάντο Καμάτσο, σημειώνει απλώς ότι ηγήθηκε σε κινητοποιήσεις του 2019.
Ο Καμάτσο ήρθε στο προσκήνιο μόλις πριν τρία χρόνια, λίγο πριν το πραξικόπημα του Νοεμβρίου του 2019. Λίγους μήνες πριν το πραξικόπημα, παρότι πολιτευόμενος επιχειρηματίας, ο Καμάτσο δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο κοινό. Αν και από το Φεβρουάριο του 2019 εξελέγη πρόεδρος της υπό ακροδεξιά ηγεμονία Πολιτικής Επιτροπής Υπέρ της Σάντα Κρουζ, τον Ιούλιο του 2019, το κάλεσμά του μέσω βίντεο στο twitter για γενική απεργία προσέλκυσε μόλις 20 θεατές. Ωστόσο, λίγους μήνες μετά, η μιντιακή μηχανή που στήριξε το πραξικόπημα, είχε «στήσει» τον Καμάτσο, ώστε να ηγηθεί αυτού.
Ο «μάτσο»-Καμάτσο κατέληξε να μπαίνει στο προεδρικό μέγαρο της Βολιβίας, μετά τη φυγή του Έβο Μοράλες, να φωτογραφίζεται να εναποθέτει ευλαβικά τη Βίβλο πάνω σε μια απλωμένη στο πάτωμα του μεγάρου βολιβιανή σημαία και να δηλώνει πως «ο Θεός επιστρέφει στο καμμένο παλάτι», στο οποίο «δε θα επιστρέψει ποτέ η Πατσαμάμα».
Εκατομμυριούχος επιχειρηματίας ο ίδιος, με το όνομά του να φιγουράρει στα Panama Papers, και μέλος οικογένειας ολιγαρχών, που για δεκαετίες θησαύριζε εκμεταλλευόμενη τα αποθέματα φυσικού αερίου της χώρας, ο Καμάτσο αποτελεί γνήσιο τέκνο της βολιβιανής ελίτ που θέλει να ανατρέψει πάσει θυσία την κυβέρνηση του MAS. Το 2019, ο Καμάτσο παραδέχτηκε πως ο πατέρας του είχε κλείσει συμφωνία με την αστυνομία για να μην εμποδίσει τους διαδηλωτές που στήριζαν το πραξικόπημα.
Μετά τη σύντομη θητεία της πραξικοπηματικής προέδρου Τζανίν Άνιες, η οποία δεν παρέλειψε να ξορκίσει και εκείνη τους Ινδιάνους με ένα υπερμέγεθες αντίτυπο της Βίβλου και σήμερα βρίσκεται στη φυλακή, ο Καμάτσο συμμετείχε στις εκλογές του 2020 ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου του Creemos («Πιστεύουμε»). Οι πολιτικές φιλίες του Καμάτσο με τον τότε πρόεδρο της Κολομβίας, Ντούκε και τον αυτοανακηρυχθέντα πρόεδρο της Βενεζουέλας, Γκουαϊδό (ο οποίος θα μείνει μάλλον άνεργος), δεν του εξασφάλισαν τα αποτελέσματα που θα ήθελε. Το κόμμα του συγκέντρωσε το 14% της ψήφου και, όπως και το κόμμα του Κάρλος Μέσα, που συγκέντρωσε το 28%, σαρώθηκε από το 55% που συγκέντρωσε το MAS υπό τον διάδοχο του Μοράλες, Λουίς Άρσε.
Ωστόσο, ο Καμάτσο κατάφερε να εκλεγεί το 2021 κυβερνήτης της γενέτειράς του, Σάντα Κρουζ. Εκεί, ο Καμάτσο έχει σημαντικά ερείσματα, που δεν βασίζονται μόνο στον πλούτο, αλλά και στη σκληρή άκρα δεξιά.
Ο Καμάτσο έχει υπάρξει επικεφαλής της Ένωσης Νεολαίας της Σάντα Κρουζ (UJC), μιας κανονικότατα φασιστικής οργάνωσης νεολαίας, που αποτελεί τον εκτελεστικό βραχίωνα της Επιτροπής υπέρ της Σάντα Κρουζ και θέτει ως όρο εισδοχής για τα νέα μέλη της, τα οποία προέρχονται κατά βάση από ανώτερα στρώματα, το να ασπάζονται τη φαλαγγιστική ιδεολογία.
H UJC προέκυψε μέσα από τη Βολιβιανή Σοσιαλιστική Φάλαγγα, παλιά φασιστική οργάνωση, η οποία, το 1951, φιλοξένησε τον «χασάπη της Λυόν», Κλάους Μπάρμπι. Ο Μπάρμπι δήλωσε τότε πως ένιωσε σαν στο σπίτι του, όταν είδε τα μέλη της οργάνωσης να παρελαύνουν με ομοιόμορφες στολές και περιβραχιόνια και να χαιρετούν ναζιστικά. Η φασιστική οργάνωση σήμερα αποτελεί την αιχμή του δόρατος και την ομάδα κρούσης του κινήματος του Καμάτσο.
Ο Καμάτσο έχει υποστηριχθεί από προσωπικότητες, όπως ο Κροάτης Μπράνκο Μαρίνκοβιτς, ένας ακροδεξιός πολιτευόμενος γαιοκτήμονας, που ζει στη Βολιβία. Όπως και η οικογένεια του Καμάτσο, ο Μαρίνκοβιτς επλήγη σοβαρά από τις εθνικοποιήσεις στις οποίες προέβη το MAS. Ο Μαρίνκοβιτς, ο οποίος αρνείται ότι κατάγεται από οικογένεια στελεχών της Ούστασε, που εγκατέλειψαν τη Γιουγκοσλαβία το 1945, έχει υπάρξει χρηματοδότης της UJC και της Επιτροπής Υπέρ της Σάντα Κρουζ. Σύμφωνα και με διαρροές των WikiLeaks, ο Μαρίνκοβιτς φέρεται να είχε τα προηγούμενα χρόνια επαφές με τις ΗΠΑ, προκειμένου να προωθήσει μια (βασιζόμενη στις αυτονομιστικές τάσεις της Σάντα Κρουζ) ατζέντα βαλκανοποίησης της Βολιβίας. Στην πραξικοπηματική κυβέρνηση της Άνιες, ο Μαρίνκοβιτς ανέλαβε το υπουργείο Ανάπτυξης και, στη συνέχεια, το Οικονομικών. Μέσα στον ένα μόλις χρόνο που διήρκησε η κυβέρνηση Άνιες, πρόλαβαν να πουληθούν παράνομα στον Μαρίνκοβιτς 33.000 εκτάρια δημόσιας γης.
Δεν χρειαζόταν και πολύ φαντασία για να υποθέσει κανείς κάτι τέτοιο, αλλά, ναι, αν και τα περισσότερα διεθνή μέσα το αποσιωπούν, πίσω από την «ειρηνική απεργία», που ζητά απλά μια απογραφή η οποία έχει καθυστερήσει, βρίσκονται φασίστες, η εγχώρια διεφθαρμένη ελίτ και ο συνήθης ξένος παράγοντας.
Η κυβέρνηση του Άρσε, θέλει να βεβαιωθεί πως έχει την υποστήριξη του στρατού της Βολιβίας, καθώς οι φόβοι για νέα απόπειρα πραξικοπήματος είναι σημαντικοί. Επιπλέον, βουλευτές του MAS, υποστηρίζουν ότι πρέπει να υπάρξει άμεση εθνικοποίηση των εταιρειών επιχειρηματιών που χρηματοδοτούν την Επιτροπή Υπέρ της Σάντα Κρουζ.
Απέναντι στη βολιβιανή ελίτ και την ακροδεξιά, εκτός του MAS και της κυβέρνησής του, βρίσκονται εργατικές ενώσεις και οργανώσεις ιθαγενών. Πέραν του μέρους των κατοίκων της Σάντα Κρουζ που αντιστέκονται στην «απεργία» και δέχονται καθημερινές επιθέσεις από τα τις παραστρατιωτικές ομάδες κρούσης της UJC, απέναντι στον Καμάτσο τάχθηκαν από την πρώτη στιγμή η Βολιβιανή Oμοσπονδία Εργατών και οργανώσεις ιθαγενών.
Στις 28 Οκτωβρίου, οι ιθαγενείς Αγιορέο της περιοχής διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στον «απεργιακό» αποκλεισμό και κατάφεραν να αμυνθούν στην επίθεση που δέχθηκαν. Ως απάντηση, οι υποστηρικτές του αποκλεισμού έκαψαν και κατεδάφισαν σπίτια των Αγιορέο και πρότειναν την απέλασή τους από την περιοχή.
Προς απάντηση της δεξιάς τρομοκρατίας, λαϊκές οργανώσεις που υποστηρίζουν την κυβέρνηση του MAS, πραγματοποίησαν πορεία προς την πόλη της Σάντα Κρουζ.
Στη Βολιβία, υπάρχουν πλατιοί και ισχυροί θεσμοί λαϊκής οργάνωσης, ενώ οι ιθαγενικοί πληθυσμοί, οι οποίοι, ανάλογα με τα κριτήρια μέτρησης, αποτελούν το 40 έως και 70% του πληθυσμού της, γνωρίζουν πολύ καλά τι θα σημάνει μια ανάκτηση της εξουσίας στο Πολυεθνικό Κράτος της Βολιβίας (όπως είναι η πλήρης ονομασία του βολιβιανού κράτους από το 2010) από τη ρατσιστική δεξιά της χώρας.