ΑΘΗΝΑ
13:12
|
02.05.2024
Καταναλωτικές ελευθερίες και κοινωνικές απαγορεύσεις. Ο ανορθολογισμός της εξουσίας που παράγεται από τον εξορθολογισμό του μοντέλου παραγωγής.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η εκτραχυνόμενη κατάσταση στη Γαλλία δίνει ξανά μία αφορμή για πολλά συμπεράσματα, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, κοινωνιολογικά και νομικά. Η ένταση της εξέγερσης και η εξέλιξή της, που έδωσε άλλο ένα καίριο κτύπημα στην ικανότητα του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν να αντιμετωπίζει τις -ξένες  και αδιάφορες σε αυτόν όπως αποδεικνύεται- κοινωνικές  αναταραχές, προσφέρει άλλο ένα δείγμα της πολλαπλής κατάρρευσης της Γαλλίας ως εθνοκεντρικό κράτος με δεσποτική διακυβέρνηση. Φέρνει με βίαιο τρόπο ξανά στο προσκήνιο τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού συστήματος και της αγοράς, τις ανισότητες που το ίδιο παράγει. Κυρίως όμως δείχνει την παντελή αδιαφορία του να απαλύνει τούτες τις ανισότητες, αφήνοντας είτε στην κρατική καταστολή, είτε στους μηχανισμούς  της ίδιας της ίδιας της κοινωνίας, συχνά συγκρουσιακούς και ταξικούς και πάντα ενεργώντας αυθαίρετα, την ευθύνη να επιλύσουν την όποια κρίση.

Με οξύμωρο τρόπο, οι ηγεσίες σαν αυτή του (μιντιακά κατασκευασμένου «άξιου» Μακρόν) που  αυτοανακηρύσσονται δημοκρατικές και προωθούν το φιλελεύθερο μοντέλο της ελεύθερης αγοράς και της ελεύθερης επιλογής των πολιτών, απέναντι στην αδυναμία τους να νιώσουν τον σφυγμό και τις ανάγκες της κοινωνίας, κοιτάζοντας μόνον το πρόγραμμα που τους έχει ανατεθεί να υλοποιήσουν, αναδεικνύονται σε αυταρχικά όργανα. Όργανα, που αφ’ ενός με τη χειραγώγηση και τον καταναγκασμό (οικονομικό, ηθικό και προπαγανδιστικό) επιβάλλουν ένα συγκεκριμένο μοντέλο εργασιακής εξειδίκευσης και διαίρεσης. Αφ’ ετέρου με την καταστολή αναιρούν τον τρόπο ζωής και δράσης των πολιτών μέσα στο σύστημα παραγωγής και αναπαραγωγής αξιών του μοντέλου αυτού.

Οι σπασμωδικές κινήσεις του Μακρόν φανερώνουν τον ανορθολογισμό της εξουσίας που παράγεται από τον καλπάζοντα εξορθολογισμό του μοντέλου παραγωγής και της κοινωνικής αναπαραγωγής του, και ο οποίος θεμελιώνει μία παράξενη και σύνθετη διαλεκτική μεταξύ αυταρχισμού και (θρυλούμενης) συναίνεσης και κοινωνικής συνοχής. Μία συνοχή που δεν έχει σχέση με τα εθνικά ή φυλετικά κριτήρια και που δυναμιτίζεται από την ίδια τη ρηγματική δομή του καπιταλισμού.

Γιατί η κατάσταση μετά τη εν ψυχρώ δολοφονία του 17χρονου Ναέλ από αστυνομικό αναδεικνύει πάλι το άσβεστο πρόβλημα όχι απλά του κοινωνικού ρατσισμού, της καχυποψίας που ενυπάρχει μέσα στη γαλλική κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα και της ταξικής διαίρεσης και του μίσους. Η Γαλλία αποδεικνύεται πως είναι μία ταξικά και φυλετικά διχασμένη χώρα, με μία εύθραυστη πάντοτε γαλήνη, η οποία ανά πάσα στιγμή μπορεί να ανατραπεί. Η πολυεθνοτική κοινωνία της Γαλλίας, που αποτελούσε το «καμάρι» του μεταμοντέρνου κοσμοπολιτισμού της διαφοράς, σήμερα αποτελεί μία κοιτίδα ανισοτήτων και μία πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί.

Η ανισομέρεια στην κατανομή του πλούτου ή των επιδομάτων, δημιουργεί συνθήκες κοινωνικού ανταγωνισμού, που σε δεύτερη μοίρα γίνονται συνθήκες φυλετικής ή εθνοτικής αντίδρασης. Ακόμη και στο κυτταρικό επίπεδο της κοινωνίας, μέσα σε ίδιες ομάδες εθνοτικές και  ταξικές -πχ μεταξύ των πλείστων αστυνομικών μουσουλμανικής ή άλλης εθνικής καταγωγής και ομοεθνείς τους- ο ανταγωνισμός αυτός προσλαμβάνει βαθιά χαρακτηριστικά έχθρας, που μάλιστα εκφράζονται σε ανορθολογιστικές πολιτικές επιλογές. Όπως η ψήφος στην Ακροδεξιά. Όπως υπενθυμίζει ο Αλάν Καγιέ, συγγραφέας του «Extrême droite et autoritarisme partout, pourquoi?» (σ.σ. Ακροδεξιά και αυταρχισμός παντού, γιατί;) η άνοδος της ακροδεξιάς ή της δημοφιλίας ηγετών όπως οι Τραμπ, Μπολσονάρου, Μόντι, Όρμπαν, Μελόνι, Λεπέν κλπ οφείλεται κατά κύριο λόγο στα ίδια τα παράδοξα του νεοφιλελευθερισμού, στις ανισότητές του, που βρίσκουν αποδιοπομπαίους τράγους στα προβλήματα στην εικόνα του Άλλου. Που με την ακρότητα των κρίσεων που παράγει ωθεί το υποκείμενο να βρίσκει καταφύγιο στα αδιέξοδα που του επιβάλλονται από την αδυναμία του συστήματος στον ανορθολογισμό και τον μηδενισμό, στην ταξική και κοινωνική πολεμική με εκείνες τις ομάδες με τον χαρακτήρα του οποίου δεν προσδιορίζεται, ταυτίζεται και θεωρεί πως βρίσκεται σε ανταγωνισμό. Τότε, η υποτιθέμενη συνύπαρξη, που σύμφωνα με τον ορισμό του Μαρσέλ Μως (στο Δοκίμιο για το Δώρο, 1925) αντιπροσωπεύει το να ζεις μαζί «en s’ opposant sans se massacrer» (σ.σ. σε μία αντιπαράθεση χωρίς όμως αλληλοσκοτωμούς), διαλύεται μέσα στο διαβρωτικό μείγμα που δημιούργησε η αποτυχία του μύθου της «ανάπτυξης» και βρίσκει έκφραση στον κοινωνικό κανιβαλισμό.

Ο Μακρόν, ως κύριος εκφραστής και δημιούργημα του κραταιού συστήματος, έχοντας ανάψει διαδοχικές θρυαλλίδες στην κοινωνία με τα μέτρα του (ενέργεια και «κίτρινα γιλέκα», πανδημία, μεταρρύθμιση συντάξεων), μέσα από  τη νέα εξέγερση στη Ναντέρ, κατασκευάζει έναν νέο «εσωτερικό εχθρό», προκειμένου να θεμελιώσει νομικά τα μέτρα εκτάκτου ανάγκης. Θεσπίζει έτσι μία δεσποτική μορφή διακυβέρνησης, που εδράζεται στη φόρμουλα «η δύναμη κάνει τον νόμο». Σε αυτήν την περίπτωση, η έκφραση της υπεροχής της κρατικής καταστολής και της κυβερνητικής προπαγάνδας – που προτάσσει την «ασφάλεια της κοινότητας» απέναντι στην αυθόρμητη βία που η υποβόσκουσα οργή για την αδιαφορία απέναντι στα δικαιώματα μίας ομάδας απασφαλίζει. Ηχεί σα μία παραφθορά του αποφθέγματος του Μοντεσκιέ (στο Πνεύμα των Νόμων) για τη διάκριση πολίτη-υποκειμένου «le citoyen peut périr l’ homme rester» (σ.σ. o πολίτης δύναται να χαθεί ο άνθρωπος να παραμείνει).

Η έννοια και το ζήτημα της «νομιμότητας» υπερβαίνει τη διάσταση της προστασίας και του σεβασμού του πολίτη. Γίνεται η εφαρμογή της μία αυθαίρετη ερμηνεία και πρωτοβουλία (όπως στην προκειμένη περίπτωση στη Γαλλία) του όποιου κρατικού μηχανισμού και φορέα του, που θέτει σε αμφισβήτηση την ισχύ των δικαιωμάτων κάθε πολίτη. Βάσει αυτής της διασταλτικής ερμηνείας, ο κάθε αστυνομικός γίνεται και αυτόκλητος τιμωρός. Η καθολική περιστολή των δικαιωμάτων, η επέκταση του ελέγχου και της τιμωρίας, ο «φόβος» που μία δεσποτική, απολυταρχική, αλλά και βιοπολιτική εξουσία προβάλλει πάνω στη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα, είναι, όπως μας δίδασκε και η Χάνα Άρεντ η κατ’ εξοχήν αρχή των απολυταρχικών και ολοκληρωτικών καθεστώτων. Ένας φόβος που παρωθεί τους ανθρώπους και τις κοινωνικές ομάδες στην απομόνωσή τους από τον άλλο, στη φιλυποψία και τελικά στην μεταξύ τους εχθρότητα.

Μία εχθρότητα και καχυποψία, που οδηγούν στην απόλυτη παραίτηση των ανθρώπων και των κοινωνικών ομάδων στην επιφαινόμενη «προστασία» των κατασταλτικών μηχανισμών και των νόμων. Μάλιστα, η ανάδειξη των κατασταλτικών μηχανισμών και των οργάνων τους σε φύλακες αγγέλους μίας κοινωνίας, τους συγχωρεί οποιαδήποτε παράβαση και τους θεωρεί σαρξ εκ της σαρκός της και σε ευρύτερο επίπεδο κοινωνίας των πολιτών τα θεωρεί τα μόνα μέλη άλλης ομάδας προς τα οποία θα πρέπει να δείχνει αλληλεγγύη -όπως φανερώνει ο έρανος για τη «στήριξη» της οικογένειας του αστυνομικού που σκότωσε τον Ναέλ και στον οποίο συγκεντρώθηκαν 700.000 ευρώ, ενώ ο αρχικός στόχος ήταν 50.000!

Αυτοί οι Νόμοι δε, που υποτίθεται ότι προφυλάσσουν τους πολίτες, όμως δεν χαρακτηρίζονται από μία σταθερή ρυθμιστική ισχύ, που διασφαλίζει και κυρίως ορίζει τα δικαιώματά τους. Δεν έχουν μία απαρασάλευτη καταστατική αξία και ισχύ, όπως οφείλουν να έχουν όλοι εκείνοι οι κανόνες με δικαιωματικές πρόνοιες. Απεναντίας, οι νόμοι αυτοί καθορίζονται από μία «κινητικότητα» (δες Άρεντ, Η φύση του ολοκληρωτισμού), που επεκτείνει διαρκώς τη σφαίρα και τις περιπτώσεις εφαρμογής τους και όπως και στη νομική διασταλτικότητα σε βαθμό in extremis του Καρλ Σμιτ, δεν εγγυώνται την προστασία, αλλά επεκτείνουν την τιμωρία. Ο κάθε τέτοιος νόμος  -που όπως και στην περίπτωση του αστυνομικού-δικαστή-εκτελεστή του Ναέλ- κρίνει και αποφαίνεται για τη νομιμότητα της ιδιωτικής πράξης ή της δημόσιας συμπεριφοράς κατά περίσταση και σε όλες τις περιπτώσεις. Η σχέση «νόμου» και «δικαιοσύνης» και της κατίσχυσης του ενός απέναντι στην άλλη και το αντίθετο, αναδεικνύεται σε πρωταρχική σχέση για τον καθορισμό και της κοινωνικής ειρήνης -εδώ να θυμηθούμε το αίτημα των διαδηλωτών «χωρίς δικαιοσύνη δεν υπάρχει ειρήνη».

Εδώ αναδεικνύεται το λεπτό ζήτημα της ρύθμισης και της αποδοχής των ορίων της προσωπικής ζωής και της δημόσιας συμπεριφοράς. Ποιος καθορίζει και πώς ελέγχει και περιορίζει πού αρχίζει και πού τελειώνει το ατομικό δικαίωμα και ποια είναι τα όρια της δημόσιας σφαίρας και της αντοχής της στην/στις ατομική-ές συμπεριφορά-ές; Εδώ θα πρέπει να εντοπίσουμε και το παράδοξο του σημερινού καπιταλισμού και του τριτογενούς μοντέλου παραγωγής του. Αυτού του μοντέλου, που βασιζόμενη στην (υπερ)κατανάλωση υπηρεσιών θέλει και διακηρύσσει την ελεύθερη επέκταση του ιδιωτικού πάνω στον δημόσιο βίο, αλλά από την άλλη θέλει να παρακολουθεί, να ελέγχει, να απαγορεύει και να καταστέλλει -ακόμη και βιοπολιτικά- την εκδήλωση αυτή του ιδιωτικού ζειν και της δημόσιας εκδήλωσής του. Αυτού δηλ. που η ίδια η καταναλωτική «ελευθερία» ευαγγελίζεται.

Δεν είναι κωμικό που ο Μακρόν καυτηριάζει τα βιντεοπαιχνίδια ή που η ακροδεξιά πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι καταγγέλλει και ενοχοποιεί το Netflix και τις τηλεοπτικές σειρές, που ηρωοποιούν τους εμπόρους ναρκωτικών. Ενώ την ίδια στιγμή, o Μακρόν χρησιμοποιεί την τηλεοπτική παντοκρατορία του για να βάλλει αλαζονικά κατά των απεργών, που παραβιάζουν την ελεύθερη κινητικότητα των πολιτών και η Μελόνι δικαιολογεί τις «προγραφές» στη Rai ως προσπάθεια να «την απελευθερώσει από τη μονοκρατορία της αριστεράς»!  

Οι αντιφάσεις άλλωστε αποτελούν οργανικό στοιχείο του καπιταλισμού: από τη μία καλλιεργείται το αίσθημα της απόλυτης ελευθερίας, ενώ από την άλλη μία σειρά απαγορεύσεων έρχεται να ελέγξει και περιορίσει και συχνά να ποινικοποιεί τις ελευθερίες αυτές. Παράδειγμα, ο νέος αυστηρός, έως απολυταρχικός ΚΟΚ, που εξήγγειλε ο Ματέο Σαλβίνι, ως αρμόδιος υπουργός της κυβέρνησης Μελόνι: που ναι μεν δεν επεμβαίνει στα όρια ταχύτητας, πρώτη αιτία θανάτου σε δυστυχήματα, ποινικοποιεί σε έσχατο βαθμό την οδήγηση υπό επήρεια αλκοόλ, που επιτάσσει κράνη και πινακίδες σε ηλεκτρικά πατίνια, αλλά δεν ρυθμίζει ταχύτητα, όρια κίνησης κλπ. Ωστόσο, τα αντιφατικά μέτρα πάντοτε ικανοποιούν το «κοινό αίσθημα», που διψά για ασφάλεια και τάξη, μέσα στο πλέγμα τούτο του «ρευστού φόβου», όπως θα έλεγε και ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, που καλλιεργείται στις σύγχρονες κοινωνίες.

Σε αυτό το σημείο φαίνεται ολοκάθαρα πόση μεγάλη είναι η απόσταση στον καπιταλισμό ανάμεσα στους θεσμούς και τους παραγωγικούς μηχανισμούς, που ευνοούν αυτό το πλέγμα καθυστέρησης ανάμεσα στην κωδικοποίηση (όχι μόνον νομικά, αλλά και σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης και της κοινωνικής ζωής) της ραγδαία εξορθολογικευμένης μεθόδου της παραγωγής, της διαφήμισης, της καταναλωτικής διαδικασίας.

Η επίπλαστη ισότητα στην κατανάλωση και η αναπαράστασή της, δημιουργεί φαντασιακές δυνατότητες και φενάκες κοινωνικής ολοκλήρωσης και ένταξης, που όμως διαψεύδεται εν τοις πράγμασιν. Και όχι μόνον στο μέτρο που αφορά τις περιθωριοποιημένες ομάδες: η φτωχοποίηση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού δεν αφορά μόνον τα προάστια, όπως κοινότοπα συνηθίζεται να εντοπίζονται οι εστίες των ταραχών, αλλά όπως αποδεικνύουν και στοιχεία της Instat, το μεγαλύτερο τμήμα της φτώχειας εντοπίζεται στα ίδια τα κέντρα των πόλεων της Γαλλίας. Εκεί όπου η άνοδος των τιμών σε ακίνητα, ενοίκια, ο πληθωρισμός αποτελούν τον φαγοκύτη για τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης, που δεν έχει και πρόσβαση -όπως οι άνεργοι ή οι μετανάστες κλπ των προαστίων- σε κρατικά επιδόματα. Γι’ αυτό η καύσιμη ύλη σε εξεγέρσεις όπως τα «κίτρινα γιλέκα» ή το απεργιακό κίνημα για το συνταξιοδοτικό, οι πρόσφατες συγκρούσεις με τους οικολόγους, δεν ήταν τα προάστια και οι αποκλεισμένοι, αλλά κοινωνικές ομάδες με τις οποίες ο κάθε Γάλλος πολίτης μπορούσε κάλλιστα να ταυτισθεί.

Η νέα εξέγερση στη Γαλλία, όσο κι εάν οφείλεται σε άλλη μία αυθόρμητη διαμαρτυρία για τη νιοστή εκδήλωση της αστυνομικής βίας, ξεπερνά κατά πολύ τις προφανείς και μακρόβιες αιτίες της. Είναι και αυτή ακόμη μία έκφραση της αντινομίας του «επιτρέπεται να απαγορεύεται» ανάμεσα στον κυκεώνα των αφηρημένων ή μαυλιστικών «επιτρέπεται» του καπιταλισμού. Είναι το οδυνηρό αποτέλεσμα της ασάφειας στα όρια, που το καπιταλιστικό σύστημα ενώ επικαλείται ότι αφήνει ελεύθερα, την ίδια στιγμή περιστέλλει, όταν νοιώσει ότι καταπατά τη δική του ασυδοσία. Είναι ο σχετικισμός της εφαρμογής και η «κινητικότητα» του περιεχομένου και της ισχύος της νομοθεσίας του, που μόνο ποινικοποιεί και ελάχιστα προστατεύει.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

«Η Ευρώπη το σπίτι μας» μένει χωρίς στέγη σε Ισπανία και Πορτογαλία

Τι θα ζυγίσει την ψήφο στις Ευρωεκλογές; Πλημμυρίδα εξώσεων, αύξηση ενοικίων, αντικειμενικών αξιών. Ισπανοί και Πορτογάλοι νιώθουν πως η καθημερινότητα διαψεύδει τις προβλέψεις των Βρυξελλών.
ΣΥΝΑΦΗ

Συγκέντρωση στο Γερεβάν με αίτημα την παραίτηση του Νικόλ Πασινιάν

Κιλκίς: Άνδρας επιτέθηκε με τσεκούρι σε αστυνομικούς

ΕΠΑΛ: Από το ξύλο για γειτονιές και οπαδικά στις γροθιές για ένα like ή γιατί κοίταξε το αγόρι της συμμαθήτριας

ΣΕΤΕΠΕ : Το Δώρο Πάσχα δεν έχει καταργηθεί

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα