ΑΘΗΝΑ
14:58
|
27.04.2024
Αυτό που κυρίως εντυπωσίασε στις εκλογές είναι το πώς το κυβερνών κόμμα κατόρθωσε να αυξήσει τα ποσοστά του, παρά τη φθορά για πληθώρα θεμάτων.
Η επομένη των βουλευτικών εκλογών στη Σερβία
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Στις βουλευτικές εκλογές της Σερβίας, οι οποίες έλαβαν χώρα στις 17 Δεκεμβρίου μαζί με τις αυτοδιοικητικές εκλογές, το κυβερνών Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα (SNS: Srpska Napredna Stranka) του προέδρου της χώρας Αλεξάνταρ Βούτσιτς (με επικεφαλής του κόμματος τώρα τον υπουργό Εθνικής Αμύνης Μίλος Βούτσεβιτς) κατήγαγε νίκη με μεγάλη διαφορά συγκεντρώνοντας το 46,66% των ψήφων και 128 έδρες, επί συνόλου 250, ενώ στη δεύτερη θέση αναδείχτηκε ο πολυσυλλεκτικός συνασπισμός «Η Σερβία ενάντια στη Βία» (SPN: Srbija protiv nasilja) των Μαρινίκα Τέπιτς και Μίροσλαβ Άλεξιτς με 23,69% και 65 έδρες.

Τρίτος ήλθε ο Συνασπισμός με επικεφαλής τον Ίβιτσα Ντάτσιτς, ο οποίος συγκεντρώνει το παλαιό Σοσιαλιστικό Κόμμα (SPS), το πατριωτικό συντηρητικό κόμμα Ενωμένη Σερβία και τους Οικολόγους Πράσινους με 6,56% και 18 έδρες. Ο συνασπισμός NADA υπό τον Βόισλαβ Μιχάιλοβιτς (το ακρωνύμιο σημαίνει Εθνική Δημοκρατική Εναλλακτική- Nacionalno demokratska alternativa αλλά και Ελπίδα), ο οποίος περιλαμβάνει το πατριωτικό Νέο Δημοκρατικό Κόμμα και το φιλομοναρχικό Κίνημα για την Αποκατάσταση του Βασιλείου της Σερβίας απέσπασε περί το 5,03% και 13 έδρες. Ενώ νέα φωνή στη Βουλή αποτελεί το κόμμα «Εμείς η Φωνή του Λαού» του Μπράνιμιρ Νεστόροβιτς επίσης με 13 έδρες και 4,69%.

Η αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος ήταν άμεση. Ο Μίροσλαβ Άλεξιτς, ένας από τους ηγέτες του συνασπισμού Η Σερβία ενάντια στη Βία ζήτησε την ακύρωση των εκλογών μέσω επίδοσης αιτήματος από τους διαδηλωτές στην εκλογική επιτροπή και διακήρυξε ότι το κυβερνών Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα έχει κλέψει τις εκλογές. Μία από τις κύριες κατηγορίες είναι ότι ψήφισαν παράτυπα στη Σερβία άνθρωποι που ήλθαν από άλλες χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, όπως η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, και οι οποίοι είχαν μαζευτεί περί το στάδιο «Αρένα», όμως ο Άλεξιτς χαρακτήρισε το γεγονός απλά ως «κορυφή του παγόβουνου» και επέμεινε ότι η νοθεία ήταν περισσότερο πολύπλευρη. Ο Άλεξιτς μαζί με τη συν-επικεφαλής του συνασπισμού «Η Σερβία ενάντια στη Βία» Μαρινίκα Τέπιτς δήλωσαν ότι αρχίζουν απεργία πείνας, ζητώντας την ακύρωση των εκλογών, ενώ λαμβάνουν χώρα διαδηλώσεις, στις οποίες πρωτοστατεί η παράταξή τους. Διαμαρτυρίες έλαβαν χώρα κυρίως μπροστά από το κτήριο της Επιτροπής για τη Διεξαγωγή των Εκλογών (Republičke izborne komisije – RIK). Στην αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων έχουν συμβάλει δηλώσεις διεθνών παρατηρητών.

Συγκεκριμένα, μία αποστολή διεθνών παρατηρητών, η οποία περιλαμβάνει εκπροσώπους από το Γραφείο για τους Δημοκρατικούς Θεσμούς και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ODIHR) του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ / OSCE), από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και από το Συμβούλιο της Ευρώπης, εξέδωσε το πόρισμα ότι η προεκλογική περίοδος είχε στιγματιστεί από σκληρή ρητορική, προκατάληψη στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πίεση στους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα και κατάχρηση των δημόσιων πόρων, καταλήγοντας ότι έχει «κυριαρχήσει σε αυτές η αποφασιστική εμπλοκή του προέδρου της Σερβίας, η οποία μαζί με τα συστημικά πλεονεκτήματα του κυβερνώντος κόμματος δημιούργησαν άδικες συνθήκες». Έχει ζητηθεί ανεξάρτητη έρευνα για τις κατηγορίες για παρατυπίες στην εκλογική διαδικασία και έχει εκφραστεί πλήρης στήριξη για τους Σέρβους πολίτες που διαμαρτύρονται. Διεθνείς παρατηρητές σημείωσαν σοβαρές παρατυπίες, όπως εξαγορές ψήφων, παραγεμισμένες κάλπες και ελλιπή μέτρα για τη μυστικότητα της ψήφου, ενώ το Κέντρο για την Έρευνα, τη Διαφάνεια και τη Λογοδοσία σημείωσε παρατυπίες στο 9% των εκλογικών κέντρων του Βελιγραδίου.

Αυτό που κυρίως εντυπωσίασε στις παρούσες εκλογές είναι το πώς το κυβερνών κόμμα κατόρθωσε να αυξήσει τα ποσοστά του, παρά τη φθορά για πληθώρα θεμάτων, συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικής διαχείρισης του θέματος του Κοσσυφοπεδίου. Κατά τα άλλα, οι παρατηρήσεις των εκπροσώπων των δυτικών θεσμών είναι μάλλον κοινότοπες. Είναι σαφές ότι η δεκαετής διακυβέρνηση της Σερβίας από τον Βούτσιτς έχει οδηγήσει σε έναν πρωτοφανή για τη μετά Μιλόσεβιτς περίοδο καθεστωτισμό, ο οποίος περιλαμβάνει τον αποκλειστικό έλεγχο των μέσων μαζικής ενημέρωσης, την πλήρη σύγχυση του κομματικού και του κρατικού στον δημόσιο βίο, αλλά εσχάτως και την επιστράτευση ξένων εταιρειών πολιτικού μάρκετινγκ. Και αν όλα αυτά μας θυμίζουν εντόνως την Ελλάδα (όντως η εκτράχυνση του κυβερνητικού καθεστωτισμού στη Σερβία μοιάζει να δείχνει ποιο θα είναι το εγγύς μέλλον στην Ελλάδα, αν δεν υπάρξει κάποια αλλαγή πορείας), αποτελεί επίσης χαρακτηριστική ομοιότητα το ότι ο Βούτσιτς πλειοδοτεί σε εθνικιστική ρητορεία την ίδια στιγμή που συναλλάσσεται για τη de facto αναγνώριση του Κοσόβου, αντίθετα προς τις επιθυμίες της πλειονότητας των ψηφοφόρων του. Το απόλυτο μιντιακό μονοπώλιο δίνει την ευκαιρία στην κυβέρνηση να παρουσιάζει ως διπλωματικές νίκες εξελίξεις που υπό άλλες περιστάσεις θα είχαν παρουσιαστεί ως μειοδοσίες ή ακόμη και ως εθνικές προδοσίες. To μυστικό της επιτυχίας του Σέρβου προέδρου είναι ένας συνδυασμός δημαγωγίας, που τον κρατάει κοντά σε μια πλατιά μάζα κοινού, το οποίο ενημερώνεται κυρίως από την τηλεόραση, και πραγματισμού στις συναλλαγές, που του επιτρέπει παρ’ όλα αυτά να είναι ένας συνομιλητής προσφιλής στη Δύση. Και, βεβαίως, το γεγονός ότι ένας κρίσιμος αριθμός ψηφοφόρων είναι εξαρτώμενος από το κόμμα του για την εργασία και την επιβίωσή του.

Μια ιδιαιτερότητα των εκλογικών τερτιπιών στη Σερβία είναι πάντως η φερόμενη παράτυπη τακτική αθρόας προσέλευσης ψηφοφόρων από τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και άλλες χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, το οποίο έχει ονομαστεί ως «σκάνδαλο της Αρένας» από τον χώρο όπου φέρονται να συγκεντρώθηκαν.

Ωστόσο, το γεγονός ότι ο κυβερνητικός καθεστωτισμός οδηγεί σε κρίσιμο έλλειμμα δημοκρατίας και σε μεγάλη ασυμμετρία μεταξύ του κυβερνώντος κόμματος και των αντιπολιτευομένων, δεν απαλλάσσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης από τις μεγάλες ευθύνες τους για την πολιτική τους αποτυχία. Άλλωστε αυτό που κυρίως αμφισβητείται είναι το μέγεθος της εκλογικής επικράτησης του Βούτσιτς, το οποίο του λύνει τα χέρια, και όχι τόσο η πρώτη θέση.

Η αποτυχία της αντιπολίτευσης οφείλεται σε μια σειρά από λόγους, κύριος εκ των οποίων είναι η πολυδιάσπασή της και τα ετερόκλητα προγράμματα χωρίς εσωτερική συνοχή (και εδώ η ομοιότητα με την Ελλάδα είναι καταθλιπτική). Ο συνασπισμός «Η Σερβία ενάντια στη Βία» εργαλειοποίησε τις διαδηλώσεις οι οποίες είχαν συγκλονίσει τη Σερβία τον προηγούμενο Μάιο και Ιούνιο, με αφορμή τις πολύνεκρες επιθέσεις νεαρών ατόμων σε τυχαίους συμπολίτες, προκειμένου να στηθεί ένας ομώνυμος πολιτικός συνασπισμός με φιλοδυτικό προσανατολισμό, στον οποίο το θέμα του Κοσσυφοπεδίου είναι ανύπαρκτο και πριμοδοτείται αορίστως η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Και το πρόβλημα βεβαίως εν προκειμένω δεν είναι η όποια ιδεολογική κατεύθυνση: Είναι το γεγονός ότι πειρατεύεται (highjacking) μια γνήσια λαϊκή διαμαρτυρία, αλλά και διερώτηση, προκειμένου να γίνει αντικείμενο καπηλείας από συγκεκριμένο πολιτικό χώρο και μάλιστα με φλου απολιτίκ όρους «ενάντια στη βία» (που παρεμπιπτόντως θυμίζει και τα αντίστοιχα ελληνικά κινήματα «Όχι στη Βία», «Παραιτηθείτε» κ.τ.ό.). Αυτή η ήδη υπάρχουσα καπηλεία των λαϊκών κινητοποιήσεων δημιουργεί ανησυχίες μήπως οι εύλογες διαμαρτυρίες του σερβικού λαού για διαφαινόμενη νοθεία ή, έστω, χειραγώγηση, γίνουν και αυτές αντικείμενο «έγχρωμης επανάστασης», δεδομένου ότι έχει ήδη δοθεί ένας έντονος επικοινωνιακός χαρακτήρας στο σκηνικό με ακτιβιστικές απεργίες πείνας, παρεμβάσεις δυτικών θεσμών κ.ο.κ.

Ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς είχε επιδιώξει μία πολυπολική εξωτερική πολιτική, διατηρώντας έντονες διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις τόσο με τη Δύση, όσο και με την Κίνα και τη Ρωσία, καθώς και με χώρες της Μέσης Ανατολής. Θα ήταν ενδεχομένως επιθυμητή για τη Δύση μια ανατροπή του υπέρ μιας πιο αμιγώς φιλοδυτικής πολιτικής. Ωστόσο, ο Βούτσιτς με τον συνδυασμό εθνικιστικής δημαγωγίας και διπλωματικού πραγματισμού ήταν ταυτόχρονα αυτός που ίσως εκπροσωπεί πιο αποτελεσματικά τα δυτικά συμφέροντα στη χώρα, καθώς το ζήτημα του Κοσόβου οδεύει προς μια σιωπηρή αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου από τη Σερβία, μέσω ανοχής της κοινής συνύπαρξής τους σε διεθνείς θεσμούς (κατά το πρότυπο του τι συνέβαινε με τη Δυτική και Ανατολική Γερμανία στον Ψυχρό Πόλεμο). Αυτή είναι και η πλέον ρεαλιστική διπλωματική διέξοδος αυτή τη στιγμή. Αλλά ακόμη και μια πλήρη θεσμική αναγνώριση του Κοσόβου θα μπορούσε να τη διαχειριστεί καλύτερα ένας πολιτικός προερχόμενος από τον εθνικιστικό χώρο και δη με μιντιακή υπεροπλία παρά ένας αμιγώς φιλοδυτικός και μάλιστα αδύναμος στο εσωτερικό μέτωπο. Για παρόμοιους λόγους, ο πρόεδρος Βούτσιτς δεν έχει εξαντλήσει τη χρησιμότητά του για τη Δύση, είναι, όμως, ενδεχομένως επιθυμητή η καλλιέργεια ενός κλίματος δυναμικής αντιπολίτευσης στους δρόμους, ώστε να καμφθεί η καθεστωτική μονοκρατορία, την οποία αυτός απολαμβάνει και ενδεχομένως να καλλιεργηθεί και ένα κλίμα ανατροπής τύπου «έγχρωμης επανάστασης», για τις οποίες υπάρχει η τεχνογνωσία, αν και χωρίς εγγυημένη επιτυχία, όπως έχουν δείξει πρόσφατα παραδείγματα.

Για την καθεστωτική του εγκαθίδρυση, βεβαίως, ο Βούτσιτς οφείλει πολλά και στην αποτυχία των αντιπολιτευόμενων κομμάτων. Ο συνασπισμός «Η Σερβία ενάντια στη Βία» ακολουθεί έναν σχεδόν απολίτικο «αντισμό» (εναντίωση ως προτεραιότητα, κατά τον γαλλικό όρο dégagisme, που δηλώνει τα κινήματα που απλώς επιθυμούν να φύγει ένας ηγέτης), έχοντας συγκεχυμένη ταυτότητα στα ιδεολογικά και, κυρίως, στα εθνικά θέματα. Η πολυδιάσπαση πάντως συνυπάρχει και με ευκαιριακούς συνασπισμούς χωρίς επαρκή συνοχή, καθώς βλέπουμε λ.χ. συνομαδώσεις σοσιαλιστών παλαιού τύπου με εθνικιστές και οικολόγους ή δημοκρατών και φιλομοναρχικών (αμφότεροι οι συνασπισμοί πολύ χαρακτηριστικοί του σερβικού πολιτικού σκηνικού, ενώ θα ξένιζαν σε άλλη χώρα). Στο πλαίσιο αυτό, το κυβερνών κόμμα παρουσιάζει το συγκριτικό πλεονέκτημα ότι φοβίζει λιγότερο, λόγω του πατριωτικού λόγου του, ενώ λόγω του μιντιακού του μονοπωλίου έχει τη δυνατότητα για πληθώρα ελιγμών, χωρίς να χρειάζεται οπωσδήποτε κάποια περίτεχνη ιδεολογική ενότητα, καθώς τη συνοχή του την προσπορίζει η νομή της κρατικής εξουσίας. Στο φόντο αυτό το πολιτικό σκηνικό εκφυλίζεται διαρκώς, ενώ το πολιτικό σύστημα χρειάζεται νέες ιδέες και νέους ανθρώπους, που δεν μπορεί ακόμη να βρει.

Σημειωτέον ότι νέα φωνή στο κοινοβούλιο θα είναι ένα κόμμα που αναπτύχθηκε μέσα στο κλίμα της πολεμικής σχετικά με την πανδημία του κορονοϊού. Το «Εμείς, η Φωνή από τον Λαό» (Mi-glas iz naroda) του καθηγητή Μπράνιμιρ Νεστόροβιτς, ο οποίος οφείλει τη φήμη του στην εναντίωσή του στα βιοπολιτικά μέτρα για την πανδημία, υποστηρίζει το να δοθεί προτεραιότητα στην τοπική οικονομία και μάλιστα στην αγροτική, το να εξασφαλιστεί η εργασιακή ασφάλεια των γυναικών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, να απαγορευτούν οι κυρώσεις εναντίον φιλικών χωρών. Για τον λόγο αυτό προβάλλει τη συνεργασία του με την Ένωση Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων της Σερβίας, υποστηρίζοντας τα αιτήματά της, όπως μείωση φόρων και μη προπληρωμή τους, καθώς και φοροαπαλλαγές για όσους από τη μεγάλη πλέον σερβική διασπορά επιθυμούν να επενδύσουν στη Σερβία. Σύμφωνα με τον Νεστόροβιτς «εκπροσωπούμε το 80% των Σέρβων πολιτών, όσους δεν επιθυμούν την ένταξη στο ΝΑΤΟ, δεν θέλουν να ανταλλάξουν την αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου με μία ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και όσους θεωρούν ότι η Ρωσία είναι ο σημαντικότερος φίλος μας». Ο Μπράνιμιρ Νεστόροβιτς χαρακτήρισε την εισαγωγή κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας ως «ηθική και οικονομική αυτοκτονία της Σερβίας», ενώ τόνισε ότι θα αντιταχθεί τόσο στις πολιτικές του Βούτσιτς όσο και στον αντιπολιτευτικό συνασπισμό «Η Σερβία ενάντια στη Βία». Κατορθώνοντας να συνθέσει πιο αποτελεσματικά από άλλους υποψήφιους το πνεύμα της αντίδρασης στη βιοπολιτική και το φιλορωσικό αίσθημα, που αμφότερα θάλλουν στη Σερβία, ο Μπράνιμιρ Νεστόροβιτς πέτυχε την είσοδο στη Βουλή, εκτοπίζοντας άλλα πιο γνωστά κόμματα.

Σε κάθε περίπτωση, οι ως τώρα μη πετυχημένοι τρόποι των αντιπολιτευόμενων κομμάτων να σπάσουν το φράγμα της πολυδιάσπασης μέσω ετερόκλητων πλατιών μετώπων, όπου η αντίθεση υπερισχύει έναντι της σύνθεσης, κάνει τον συνδυασμό δημαγωγίας, καθεστωτισμού και πραγματισμού του Βούτσιτς να συνεχίζει την παραμονή του στην εξουσία, με τα αδιέξοδα, όμως, κυρίως στην εξωτερική πολιτική, να είναι άλυτα και τις εξελίξεις αβέβαιες, σε ένα φόντο εκτράχυνσης του πολιτικού συστήματος. 

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Οι σοσιαλιστές οπαδοί καλούν τον Ισπανό πρωθυπουργό να παραμείνει στη θέση του

Κρεμλίνο: Δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για συνομιλίες με το Κίεβο αυτή τη στιγμή

Θάνατος Ναβάλνι: Δεν βρίσκουν στοιχεία για ευθύνες Πούτιν οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ

Το φοιτητικό κίνημα στις ΗΠΑ απειλεί τον συσχετισμό

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα